ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΓΑΣ
Δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα κείμενο του Υπουργείου Παιδείας με τίτλο «Η στρατηγική της Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΑΕ) στην Ελλάδα, 2016-2020». Από την αρχή του κειμένου τίθεται η ανάγκη διαμόρφωσης μιας στρατηγικής προκειμένου να τεθούν στόχοι και προτεραιότητες αφού, όπως τονίζεται, ο ρόλος της επιστημονικής βάσης είναι κρίσιμος για το μέλλον της οικονομίας.
Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο κείμενο, η πραγματικότητα στην ΑΕ σε αδρές γραμμές έχει ως εξής. Ο συνολικός αριθμός των προπτυχιακών φοιτητών που φοιτούν στα 22 πανεπιστήμια και 14 ΤΕΙ είναι 280.0000 (180.000 ΑΕΙ και 100.000 ΤΕΙ). Το 2003-2004 είχαμε 169.000 και 140.000 αντίστοιχα. Ετησίως ο αριθμός των πτυχιούχων από ΑΕΙ και ΤΕΙ είναι περίπου 50.000, το 67% περίπου των εισερχομένων κατ’ έτος.
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του κειμένου είναι ότι το διάστημα 2003-2015 διπλασιάστηκε ο αριθμός των φοιτητών οι οποίοι έχουν τελειώσει τα κανονικά εξάμηνα σπουδών και δεν έχουν πάρει πτυχίο. Πιο συγκεκριμένα από 160.000 έφτασε σήμερα περίπου 320.000! Είναι προφανές ότι στους παραπάνω αριθμούς «αποτυπώνονται» τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που οδηγούν σε εγκατάλειψη των σπουδών μεγάλο μέρος του φοιτητικού πληθυσμού.
Το ίδιο διάστημα παρατηρείται ραγδαία αύξηση του αριθμού των μεταπτυχιακών φοιτητών ειδικά στα ΑΕΙ όπου ο αριθμός αυξάνεται από 17.000 σε 37.000 χιλιάδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών από το 2013 και μετέπειτα είναι στα ίδια επίπεδα με τον αριθμό των πτυχιούχων φοιτητών των ΑΕΙ.
Όπως αναφέρει το κείμενο, σύμφωνα με την στρατηγική «Ευρώπη 2020», το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 30-34 με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να είναι, τουλάχιστον, 40%. Προφανώς αυτός ο δείκτης πρέπει να συσχετιστεί με τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας στις χώρες της ΕΕ. Από το 2003 μέχρι το 2015 καταγράφεται στην Ελλάδα μια σημαντική αύξηση του ποσοστού αυτού από 23% το 2003 στο 39,4% το 2015. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 20η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ σε σχέση με την επίτευξη αυτού του στόχου.
Όσον αφορά το διδακτικό προσωπικό της ΑΕ υπήρξε μια δραματική μείωση του αριθμού από 25.000 σε 15.000 κατά το
διάστημα 2009 με 2015. Η μείωση είναι ιδιαίτερα μεγάλη στα ΤΕΙ (65%) λόγω μη ανανέωσης των συμβάσεων του προσωπικού με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ στα ΑΕΙ υπήρξε μια μείωση 21% κυρίως λόγω μη αναπλήρωσης των συνταξιοδοτηθέντων. Η μείωση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού για την Ανώτατη Εκπαίδευση σε σύγκριση με το 2009 είναι περίπου 31%, αλλά η πραγματική μείωση είναι πολύ μεγαλύτερη. Όπως αναφέρεται στο κείμενο «ένα αυξανόμενο χάσμα παρατηρείται μεταξύ των ελάχιστων υπαρκτών αναγκών για επενδύσεις και της υφιστάμενης χρηματοδότησης, η οποία απειλεί την προοπτική της χώρας στο να συμβαδίζει με τις εξελίξεις στον τομέα της Ευρωπαϊκής Εκπαίδευσης και Έρευνας»
Όπως σημειώνεται το χάσμα αυτό θα καλυφτεί κυρίως με τον δανεισμό από την Ευρωπαική Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Πιο συγκεκριμένα, για το διάστημα 2016-2020 τα δάνεια από την ΕΤΕπ για υποδομές, εξοπλισμό εργαστηρίων, επισκευές και μελέτες θα ανέλθουν σε 550 εκατ. ευρώ ενώ η εθνική χρηματοδότηση θα ανέλθει στα 235 εκατ. ευρώ! Στο όνομα των αναγκών και των προβλημάτων της ΑΕ προωθείται η υποθήκευσή της στην ΕΤΕπ και στο όνομα της αποπληρωμής των δανείων πιθανότατα θα εισαχθούν τα δίδακτρα και στις προπτυχιακές σπουδές πολύ σύντομα.
Μέσα από το αμπαλάρισμα της αντιδραστικής πολιτικής ξεχωρίζουν μερικά βασικά στοιχεία. Ενισχύεται αποφασιστικά ο ρόλος της ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας (ΑΔΙΠ), καθώς όλα τα προγράμματα σπουδών στην ΑΕ και στα μεταπτυχιακά πρέπει να είναι πιστοποιημένα και αναγνωρισμένα από την ΑΔΙΠ. Επιπλέον, διαμέσου των αξιολογήσεων (εσωτερικών και εξωτερικών) υπό την επίβλεψη της ΑΔΙΠ θα ενταθεί η συνεχής επιτήρηση και ο έλεγχος της πορείας των ΑΕΙ, θα αυξηθούν οι πιέσεις για τις αναγκαίες προσαρμογές.
Επίσης όπως αναφέρεται «μέσα από μια σειρά μέτρων επιδιώκεται η ενίσχυση της δικτύωσης του παραγόμενου ακαδημαϊκού έργου με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας». Στα πλαίσια αυτά σχεδιάζεται ένα σύνολο μέτρων, όπως δράσεις για απόκτηση εργασιακής και ακαδημαϊκής εμπειρίας και συμπράξεων μεταξύ ΑΕΙ και επιχειρήσεων.
Συμπερασματικά, λοιπόν, πρόκειται για μια στρατηγική η οποία με εμφατικό τρόπο εμπεριέχει όλες τις αναγκαίες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην ΑΕ, που σταθερά επαναλαμβάνουν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ και η ΕΕ και έχουν υπογραφεί στο τρίτο μνημόνιο. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές είναι η απάντησή τους στη σημερινή κατάσταση της ΑΕ. Με τη στρατηγική αυτή επιδιώκεται η βαθύτερη και πιο οργανική διασύνδεση με την καπιταλιστική αγορά και τις ανάγκες της αλλά και βαθύτερος μετασχηματισμός όλων των πλευρών της Ανώτατης Εκπαίδευσης.