του Γιώργου Παυλόπουλου
Το ευρώ είναι κάτι παραπάνω από ένα νόμισμα. Είναι ένα πολιτικό και οικονομικό οικοδόμημα», τόνιζαν τον Ιούνιο του 2015 οι πρόεδροι των πέντε σημαντικότερων θεσμών της ΕΕ –Γιούνκερ (Κομισιόν), Τουσκ (Συμβούλιο), Σουλτς (Ευρωβουλή), Ντράγκι (ΕΚΤ) και Ντάιζελμπλουμ (Γιούρογκρουπ)– στην έκθεσή τους για το μέλλον της. Υπό τον τίτλο «Ολοκληρώνοντας την Οικονομική και Νομισματική Ένωση», οι «5» διαπίστωναν ότι «η ΟΝΕ μοιάζει σήμερα σαν ένα σπίτι που φτιάχτηκε στη διάρκεια δεκαετιών, όμως έχει μείνει ανολοκλήρωτο». Εκτιμούσαν δε ότι «όταν το χτύπησε η καταιγίδα, έπρεπε να οχυρωθούν επειγόντως η οροφή και οι τοίχοι του. Τώρα, όμως έχει φτάσει η ώρα να ενισχυθούν τα θεμέλιά του».
Σύμφωνα με την έκθεση, η προσπάθεια ολοκλήρωσης θα έπρεπε να επιταχυνθεί και να επικεντρωθεί σε τέσσερα μέτωπα –οικονομικό, χρηματοπιστωτικό, δημοσιονομικό και, τέλος, πολιτικό– και σε αυτήν να συμμετέχουν ει δυνατόν όλα τα κράτη-μέλη, τουλάχιστον αυτά της ευρωζώνης.
Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, όμως, οι παραπάνω προτάσεις μοιάζουν να έχουν ελάχιστη σχέση με την ευρωπαϊκή (και διεθνή) πραγματικότητα. Το Brexit, το προσφυγικό, οι σχέσεις με τη Ρωσία, η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και, πάνω από όλα, η αδυναμία της καπιταλιστικής Ευρώπης να σταθεί οικονομικά στα πόδια της και να ξαναζωντανέψει το αφήγημα της «ευημερίας για όλους», έχουν οδηγήσει το οικοδόμημα στην πιο βαθιά κρίση της 60χρονης ιστορίας του, η οποία σηματοδοτείται τυπικά από τη δική τους 25η Μαρτίου, στην επέτειο ίδρυσης της ΕΟΚ.
Αυτή η εξέλιξη αποτυπώνεται στη λεγόμενη «Λευκή Βίβλο» που παρουσίασε πρόσφατα στην Ευρωβουλή ο Γιούνκερ. Το συγκεκριμένο κείμενο δεν περιλαμβάνει πια μεγαλεπήβολα σχέδια περί ενοποίησης, αλλά μοιάζει περισσότερο με… έκθεση ιδεών που περιλαμβάνει πέντε σενάρια — και μάλιστα, τόσο διαφορετικά και αντικρουόμενα μεταξύ τους, που αποτυπώνουν τη νευρικότητα και τη σύγχυση στα ηγετικά κλιμάκια των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Και μόνο η σύγκρουση στη σύνοδο κορυφής της περασμένης εβδομάδας με την Πολωνία –τη μεγαλύτερη χώρα της ανατολικής Ευρώπης, που εντάχθηκε το 2004 με τις ευλογίες του Βερολίνου αλλά τώρα καταγγέλλει τη …γερμανοκρατούμενη Ευρώπη– θα αρκούσε για να αποκαλύψει το βαρύ κλίμα που επικρατεί στις Βρυξέλλες.
Είναι, όμως, τόσο τοξικό ώστε να οδηγήσει σε ένα αργό και βασανιστικό θάνατο ολόκληρο το οικοδόμημα; Κι αν είναι, μήπως η γραμμή της εργατικής-αντικαπιταλιστικής ρήξης και αποδέσμευσης από το ευρώ και την ΕΕ δεν πρέπει να αποτελεί ζήτημα πρώτης πολιτικής προτεραιότητας, μιας και το «φρούτο» θα σαπίσει και θα πέσει μόνο του από το δέντρο; Μήπως, επίσης, ειδικά μετά την εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ και την κρίση και άλλων ολοκληρώσεων (NAFTA, ASEAN, TPP κ.λπ.), οι καπιταλιστές είναι έτοιμοι να βγάλουν μόνοι τα μάτια τους και η επαναστατική Αριστερά οφείλει απλώς να ετοιμαστεί για την επόμενη μέρα, για να χτίσει πάνω στα συντρίμμια τους;
Αν και το βάθος και η διάρκεια της κρίσης δεν μας επιτρέπουν να αποκλείσουμε κανένα ενδεχόμενο, ούτε καν εκείνο που αφορά τις πιο βίαιες και καταστροφικές ανακατατάξεις στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο σκηνικό, το παραπάνω σενάριο δεν ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα. Για την ακρίβεια, η υιοθέτησή του μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλά καταστροφική.
Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι, παρά τη σύγχυση και τις αντιθέσεις, η βασική επιλογή των αστικών τάξεων της Ευρώπης και ειδικά του «διευθυντηρίου» δεν είναι η διάλυση της ΕΕ και της ευρωζώνης (ακόμη και για να ξαναχτιστούν στη συνέχεια σε νέες βάσεις), αλλά η ανασυγκρότησή τους. Πρόκειται δε για μια διαδικασία η οποία θα γίνει με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες του (ευρωπαϊκού) κεφαλαίου — να διασφαλίζει, δηλαδή, αφενός την επιβίωση του σε ένα περιβάλλον σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού και, αφετέρου, την ολόπλευρη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και την απόσπαση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ποσοστού σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Είναι φανερό, εξάλλου, ότι η μορφή την οποία έχει σήμερα το οικοδόμημα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» αντιστοιχεί στην προηγούμενη περίοδο και τους συσχετισμούς που είχε επιβάλει σε αυτήν το επίπεδο της ταξικής πάλης (γενικότερα) και η ύπαρξη της ΕΣΣΔ (ειδικότερα), μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πλέον, στην προμετωπίδα δεν μπορούν να βρίσκονται, ούτε καν θεωρητικά, τα δημοκρατικά δικαιώματα, το κοινωνικό κράτος, η ρυθμισμένη στη βάση των σταθερών σχέσεων αγορά εργασίας, αλλά και η ισοτιμία της ψήφου χωρών όπως η Γερμανία και η Γαλλία, με εκείνη της Μάλτας, της Κύπρου ή της Ελλάδας.
Σε αυτό το φόντο, η ηγετική ομάδα των «4» –αφήνοντας προσωρινά κατά μέρος τις αντιπαλότητες και δίνοντας προτεραιότητα στην ανασύνταξη δυνάμεων– προωθεί το σχέδιο των «ταχυτήτων» (που έχει ήδη εφαρμοστεί σε πολλά επίπεδα) και της επιλεκτικής ολοκλήρωσης, η οποία σφραγίζεται από μια συνολικά αντιδραστική στροφή. Μια στροφή που στο εσωτερικό σηματοδοτείται τόσο σε επίπεδο εργασιακών σχέσεων όσο και καταπάτησης των λαϊκών, δημοκρατικών ελευθεριών, με την ενίσχυση του αστυνομικού κράτους και τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Εκτός συνόρων δε, σφραγίζεται από τη συγκρότηση ισχυρού στρατού και τον πολλαπλασιασμό των επεμβάσεων, πρωτίστως στην ευρωπαϊκή γειτονιά.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η ώρα της σύγκρουσης σημαίνει σήμερα και όχι κάποτε, «όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες». Πολύ περισσότερο καθώς οι πληγές στο σώμα του κεφαλαίου και των αστικών τάξεων από την κρίση και τον ανταγωνισμό τους είναι ακόμη ανοιχτές.