του Γιώργου Κρεασίδη
Ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό κλίμα όξυνσης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία δημιουργείται τις τελευταίες μέρες, καθώς έχουμε και στις δυο πλευρές εμπρηστικές δηλώσεις υπουργών, προπαγάνδα από τα ΜΜΕ, αλλά και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που αφορούν εξοπλισμούς και στρατιωτικές κινήσεις. Στη νέα φάση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού αναδεικνύεται η ανάγκη πρωτοβουλιών για ένα αντιπολεμικό κίνημα που θα υπερασπιστεί αποφασιστικά την ειρήνη και την αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς, σε σύγκρουση με τον εθνικισμό και τα ιμπεριαλιστικά σχέδια.
Είχαμε τις ανακοινώσεις του Καμένου για εξοπλισμούς-μαμούθ ύψους, την ώρα που η κοινωνία ματώνει από τα απανωτά μνημόνια, την ώρα που η Ελλάδα κατέχει σταθερά τη θλιβερή δεύτερη θέση σε εξοπλιστικές δαπάνες στο ΝΑΤΟ. Έγιναν εξαγγελίες για επαναφορά στην ΕΡΤ των προπαγανδιστικών εκπομπών για το στρατό. Ήρθε η ανταλλαγή εμπρηστικών δηλώσεων με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Μελβούτ Τσαβούσογλου που με αφορμή δηλώσεις του Έλληνα ομολόγου του δήλωσε το περασμένο Σάββατο σε μια επίδειξη «πολεμικού τσαμπουκά» για τον επικεφαλής του τουρκικού στρατού ότι «αν το καθήκον του Τούρκου αρχηγού ήταν να ανέβει στα Ίμια θα το είχε κάνει». Απάντησε την επομένη ο Καμμένος στο ίδιο ύφος, «αν θέλουν να πατήσουν τα Ίμια, να δούμε, θα φύγουν από εκεί;». Ανάλογες δηλώσεις είχαμε και στις αρχές Φλεβάρη, ενώ την Πέμπτη σε μια σειρά από ΜΜΕ είδηση έγινε «διαρροή» από το υπουργείο Άμυνας για φόβους θερμού επεισοδίου στην Κύπρο τον Ιούνη, όταν δηλαδή η γαλλική πολυεθνική ενέργειας Total θα ξεκινήσει εξορύξεις φυσικού αερίου στα χωρικά ύδατα της Κύπρου. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές η ελληνική στρατιωτική παρουσία στα νησιά έχει υπερδιπλασιαστεί με την πληρότητα των μονάδων να φτάνει από 17% στο 38%. Παράλληλα διοχετεύεται η εικόνα πως οι Τούρκοι πιλότοι, μετά τις μαζικές εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν το πραξικόπημα, είναι άπειροι «και χάνουν τις αερομαχίες με τους δικούς μας», ενώ εκφράζεται και η «ανησυχία» πως ακριβώς γι’ αυτό είναι και επιρρεπείς σε σπασμωδικές κινήσεις με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όταν βρίσκονται σε συνθήκες εμπλοκής με την ελληνική πλευρά, πράγμα που συμβαίνει συχνά τελευταία. Φυσικά ακολούθησαν οι διαψεύσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου της Κύπρου για όσα ανεπίσημα δηλώνει η ελληνική κυβέρνηση.
Το σκηνικό που διαμορφώνεται δεν αφορά απλά και μόνο λεονταρισμούς εσωτερικής κατανάλωσης και είναι λάθος να υποτιμηθεί η υλική διάσταση που έχουν οι οριακές πρωτοβουλίες στρατιωτικού χαρακτήρα. Η «διαρροή» του υπουργείου Άμυνας για θερμό επεισόδιο με αφορμή την εκμετάλλευση της κυπριακής ΑΟΖ, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των πληροφοριών και τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούνται, καταδεικνύει ότι υπάρχει ένα υπαρκτό υπόβαθρο για τον ανταγωνισμό στον Αιγαίο που κάνει μια ελληνοτουρκική σύγκρουση να μην είναι σενάριο πολιτικής φαντασίας.
Η τουρκική αστική τάξη μοιάζει να λειτουργεί σαν επισπεύδων σε αυτόν τον ανταγωνισμό. Σίγουρα για λόγους τρέχουσας εσωτερικής πολιτικής, με το καθεστώς Ερντογάν, με τις πλάτες της ακροδεξιάς των Γκρίζων Λύκων του Μπαχτσελί να πλειοδοτούν σε εθνικισμό με τους κεμαλιστές της αστικής αντιπολίτευσης. Αλλά η συζήτηση περί αναθεώρησης των συνόρων και αμφισβήτηση των συμφωνιών που τα καθόρισαν, η πολεμική εμπλοκή σε Συρία, Ιράκ και στον ακήρυχτο πλην αιματηρό «εσωτερικό πόλεμο» εναντίον των Κούρδων, μαζί με τις τυχοδιωκτικές συμμαχίες με ένα φάσμα δυνάμεων από τη Ρωσία μέχρι το λεγόμενο ISIS, ξεπερνούν τα όρια μιας προσχηματικής αξιοποίησης του εθνικισμού. Το τουρκικό κεφάλαιο επιχειρεί να ξεπεράσει τα κρισιακά φαινόμενα που φαίνονται και στην αποτυχία της «νεοοθωμανικής» στρατηγικής Ερντογάν στη Μ. Ανατολή και ευρύτερα την ανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνική άρχουσα τάξη μέσα από την πολιτική του «καλού στρατιώτη» του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, που ακολουθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επιχειρεί να αξιοποιήσει τις ενεργειακές δυνατότητες σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο σαν πηγή κερδοφορίας για να αντιμετωπίσει την κρίση και την υποβάθμιση που έφερε για τον ελληνικό καπιταλισμό. Σε αυτή την τακτική εντάσσονται τα καλέσματα στο ΝΑΤΟ να έρθει στο Αιγαίο, η επιμονή στον αντιδραστικό άξονα Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος-Ισραήλ, η ταύτιση με την «επίλυση» του Κυπριακού που δρομολογούν οι ιμπεριαλιστές, αλλά και η στήριξη των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών για την Μ. Ανατολή.
Αυτό το τοπίο είναι πεδίο οξύτατου ανταγωνισμού και σύγκρουσης συμφερόντων για το κεφάλαιο σε Ελλάδα και Τουρκία και έχει χαρακτήρα αντιδραστικό, καθώς εδράζεται σε μια ταξική και εκμεταλλευτική βάση.
Επείγει η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα στις δυο όχθες του Αιγαίου από θέσεις ταξικής ανεξαρτησίας από τις άρχουσες τάξεις των δυο χωρών, σε συνδυασμό με την πάλη ενάντια στην κοινωνική καταβύθιση μέσω των μνημονίων στην Ελλάδα και τον ολοκληρωτισμό του καθεστώτος Ερντογάν που παροξύνεται.
Παράλληλα είναι κρίσιμο η ανεξαρτησία και αυτοτέλεια του λαϊκού κινήματος να απλώνεται και στα ιμπεριαλιστικά σχέδια. Οι τριβές στις σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ με την Τουρκία του Ερντογάν δεν αποτελούν κανενός είδους εγγύηση για την ειρήνη ούτε δίχτυ προστασίας του ελληνικού λαού. Όπως αντίστοιχα η ρωσική παρεμβατικότητα δεν λειτουργεί παρά ανάλογα, σαν υπεράσπιση των συμφερόντων του ρωσικού κεφαλαίου και τη διεκδίκηση ρόλου ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης.
Εξάλλου υπάρχει πικρή ιστορική εμπειρία από τη λαϊκή στοίχιση πίσω από τον εθνικισμό και τις αυταπάτες για τις συμμαχίες με τους ιμπεριαλιστές, από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά, μέχρι την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τη συνεχιζόμενη κατοχή του 40% σχεδόν του νησιού από τα τουρκικά νατοϊκά στρατεύματα και τις βρετανικές βάσεις.
Η μάχη που αντιστοιχεί στο σήμερα είναι η ανάπτυξη ενός λαϊκού ρωμαλέου αντιπολεμικού κινήματος αποτροπής ενός θερμού επεισοδίου και κλιμάκωσης της έντασης στη κατεύθυνση μιας σύγκρουσης. Πρώτο καθήκον αυτού του αγώνα είναι η ήττα του εθνικιστικού κλίματος, η άρνηση του εργατικού λαϊκού κινήματος και της μαχόμενης Αριστεράς να ενταχθεί στην «εθνική ενότητα» υπό την ηγεσία της αστικής τάξης απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.
Η αντίθεση στον ανταγωνισμό, τους εξοπλισμούς και τον πόλεμο για τα συμφέροντα του κεφαλαίου είναι ανάγκη να διαπεράσει τη συζήτηση και τη δράση του λαϊκού μαζικού κινήματος, με τη νεολαία να καλείται να αναλάβει ρόλο καταλύτη και πρωταγωνιστή.
Προϋπόθεση για ένα κίνημα αυτής της κατεύθυνσης είναι η αντιιμπεριαλιστική πάλη. Χωρίς σύγκρουση τα σχέδια των ιμπεριαλιστών ΗΠΑ-ΕΕ-ΝΑΤΟ, αλλά και της Ρωσίας, δεν μπορεί να υπάρξει υπεράσπιση της ειρήνης, της συνύπαρξης των λαών και της αλληλεγγύης μεταξύ τους. Η εμπλοκή των ιμπεριαλιστών λειτουργεί εμπρηστικά, αυτό δείχνει το εμπόριο όπλων, οι πόλεμοι διά αντιπροσώπων και η άμεση επέμβαση των ιμπεριαλιστικών στρατών.
Κρίσιμη πλευρά αυτού του αγώνα δεν μπορεί παρά να είναι ο εργατικός διεθνισμός. Η αλληλεγγύη στον τουρκικό και κουρδικό λαό, η κοινή πάλη για ειρήνη, ενάντια στον εθνικισμό, τους εξοπλισμούς και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, είναι αναγκαία στον αγώνα για την ειρηνική συνύπαρξη. Καθόλου τυχαία οι αστικές τάξεις σε Ελλάδα και Τουρκία παρακάμπτουν τους ανταγωνισμούς τους και συνεργάζονται στρέφοντας τους μηχανισμούς τους ενάντια στους αγωνιστές του λαϊκού κινήματος και των δυο χωρών, με την αρωγή του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Απαιτείται η ανάπτυξη πρωτοβουλιών εργατικού διεθνισμού και αλληλεγγύης, πέρα από τον άσφαιρο αντιεθνικισμό του αστικού κοσμοπολιτισμού, του είδους που στηρίζει η ΕΕ και καταλήγει ουρά των ιμπεριαλιστών. Θα είναι μέτρο της επιτυχίας του αντιπολεμικού κινήματος που χρειάζεται η εποχή μας, με προμετωπίδα την πάλη για δικαιώματα και ελευθερίες, ενάντια στην εκμετάλλευση στις δυο πλευρές του Αιγαίου.