ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ
525 χρόνια μετά την άφιξη του Χριστόφορου Κολόμβου στην ήπειρο που ονομάστηκε Αμερική, η ρητορεία του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τράμπ έχει επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση γύρω από τη σχέση διεθνοποίησης και ανταγωνισμού. Οι διεργασίες στην ΕΕ και το πρόσφατο Λευκό Βιβλίο του Γιουνκέρ για το μέλλον της έδωσαν νέα τροφή – όχι όμως πάντα με τη διαλεκτική αντιμετώπιση και το ιστορικό βάθος που αρμόζει στο ζήτημα.
Το δίπολο διεθνοποίησης και ανταγωνισμού στην ιστορία του καπιταλισμού και ο ρόλος του στη συγκρότηση, την πορεία και την κρίση της ΕΕ
Ταξιδεύοντας στο παρελθόν, βρισκόμαστε στο έτος 1500, μια χρονολογία-ορόσημο για τη σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς είχε «μόλις» προηγηθεί η ανακάλυψη της Αμερικής, ο περίπλους της Αφρικής και η θαλάσσια σύνδεση με τη νοτιοανατολική Ασία, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, ο Φερδινάνδος Μαγγελάνος πραγματοποιούσε τον πρώτο περίπλου της γης. Οι εν λόγω ναυτικοί άθλοι οδήγησαν σε μεγάλη προώθηση του διεθνούς εμπορίου, στο οποίο κυριαρχούσαν λίγες ανώνυμες αποικιακές εταιρείες χονδρικού εμπορίου – «μονοπωλιακές» τις χαρακτηρίζει ο Καρλ Μαρξ και πρόπλασμα των πολυεθνικών κάποιοι άλλοι, παρ’ ότι μόνο μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση μπορούμε να μιλήσουμε για προγόνους των σημερινών πολυεθνικών.
Στο έδαφος αυτής της εμπορικής άνθησης, θα συσσωρευτεί χρηματικό/εμπορικό κεφάλαιο (όχι κεφάλαιο με τη μαρξιστική έννοια, καθώς δεν αξιοποιείται με χρήση εργατικής δύναμης), το οποίο θα οδηγήσει αρχικά στην τυπική υπαγωγή της οικοτεχνικής παραγωγής στο κεφάλαιο (μέσω της εμπορίας των προϊόντων της), στη συνέχεια στην πραγματική υπαγωγή της και, τέλος, στη δημιουργία της μανουφακτούρας. Η εμφάνιση της μανουφακτούρας και του εργοστάσιου θα δώσουν ώθηση στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, ταυτόχρονα όμως και σε φωνές -όπως του Ισπανού θησαυροφύλακα Λουίς δε Ορτίθ – που πρότειναν απαγόρευση της εισαγωγής εμπορευμάτων τα οποία κατασκευάζονται στο εξωτερικό αλλά θα μπορούσαν να κατασκευαστούν και στην ίδια του τη χώρα (τόσο παλιό αλλά και τόσο σύγχρονο!), τη θεσμοθέτηση μονοπωλίων ή προνομίων για καινούριες παραγωγές, τη δασμολόγηση των εισαγόμενων και άλλα παρόμοια μέτρα.
Εμπορικός πρωταγωνιστής της εποχής ήταν η Ολλανδία – το «κατεξοχήν καπιταλιστικό κράτος» κατά το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, σύμφωνα με τον Μαρξ – που είχε ως πυλώνες την Τράπεζα του Άμστερνταμ, το στόλο και τη δική της Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, η οποία μονοπωλούσε το εμπόριο με τις Ινδίες, ενώ διατηρούσε σε εκείνη την περιοχή ένα σώμα στρατού αποτελούμενο από 10.000-12.000 άνδρες και 40-60 πολεμικά πλοία.
Στα μέσα του 17ου αιώνα είναι η σειρά της Αγγλίας να πάρει τα ηνία του διεθνούς εμπορίου. Κι όμως, τη στιγμή που εμφανίζεται ως υπέρμαχός του, υιοθετεί σκληρά ανταγωνιστικά μέτρα: Το 1651 εκδίδεται το πρώτο βρετανικό διάταγμα για τη ναυσιπλοΐα, το οποίο όριζε ότι τα ευρωπαϊκά εμπορεύματα μπορούν να μεταφέρονται μόνο με βρετανικά πλοία ή πλοία της χώρας προέλευσής τους, ενώ τα προϊόντα από την Αφρική, την Ασία και την Αμερική μπορούν να εισάγονται μόνο με πλοία της Αγγλίας ή των αποικιών της. Μεταγενέστερο διάταγμα (1660) διευκρίνιζε ότι ο πλοίαρχος και τα τρία τέταρτα του πληρώματος των βρετανικών πλοίων ήταν υποχρεωτικό να είναι Άγγλοι. Στο πλαίσιο δε αυτής της διπλής όψης αλλά ίδιας ουσίας λογικής, ο τότε βρετανός πρωθυπουργός, Ουίλιαμ Πιτ ο Πρεσβύτερος, ο οποίος συνέβαλε στη μετατροπή της Αγγλίας σε αυτοκρατορική δύναμη, δήλωνε το 1756: «Όταν απειλείται το εμπόριο δεν είναι δυνατή η υποχώρηση».
Στη συνέχεια και μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, το διεθνές εμπόριο γνωρίζει περίοδο ακόμη πιο μεγάλης άνθησης. Πρωταγωνιστής ήταν και πάλι η Αγγλία, η οποία επιβάλει τους δικούς της όρους ως τους κανόνες που διέπουν την έννοια του ελεύθερου εμπορίου: «Η Αγγλία ανοίγει όλα τα λιμάνια της. Γκρέμισε όλα τα σύνορα που τη χώριζαν από τα έθνη. Είχε πενήντα αποικίες και τώρα είχε μόνο μία: η αποικία αυτή είναι το σύμπαν», σημειώνει ο Μιζσέλ Μποντ. Πώς επέβαλε, όμως, αυτούς τους όρους; Σε ορισμένες περιπτώσεις διά των όπλων (π.χ. Πόλεμοι του Οπίου στην Κίνα, 1839-1842 και 1856-1860). Άλλοτε, πάλι, με προστατευτικές -όπως θα τις χαρακτηρίζαμε σήμερα- ρυθμίσεις: «Αυτό έκανε ως προς την Αμβέρσα χάρη στον Τόμας Γκρέσαμ, με τη δημιουργία του Stock Exchange. Αυτό έκανε και με τους εμπόρους της Χάνσας, όταν το 1597, με το κλείσιμο του Στάλχοφ, κατάργησε τα προνόμια των παλαιών της φιλοξενουμένων. Αυτό έκανε και με το Άμστερνταμ ήδη από το 1651, συνάπτοντας το πρώτο Συμβόλαιο Ναυσιπλοΐας… Εν πάση περιπτώσει, η Αγγλία ήθελε να προστατεύει την εθνική της αγορά και την ανερχόμενη βιομηχανία της καλύτερα από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης…», σημειώνει ο Φερνάν Μπροντέλ.
Φτάνουμε έτσι στην περίοδο που προηγήθηκε του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία θεωρείται από πολλούς η χρυσή και ίσως η μόνη αυθεντική εποχή καπιταλιστικής διεθνοποίησης. «Παραδόξως», σημειώνουν οι Χελντ και Μακ Γκριού, «η Χρυσή Εποχή [σσ. της παγκοσμιοποίησης] ήταν ακριβώς εκείνη η εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας σχηματίστηκαν τα εθνικά κράτη και οι εθνικές οικονομίες». Και καταλήγουν, διαπιστώνοντας ότι «τα κράτη είναι τόσο αρχιτέκτονες όσο και πεδία εφαρμογής της παγκόσμιας οικονομίας». Ακόμη πιο αιχμηροί οι Κλαφ και Ραπ, υπογραμμίζουν ότι «ο “νέος ιμπεριαλισμός” της περιόδου 1875-1914 υποκινούνταν από ένα περίεργο μίγμα εθνικισμού και επιθυμίας επεκτάσεως»!
Και μόνο αυτά τα παραδείγματα – η αναφορά και σε άλλα θα απαιτούσε πολύ περισσότερο χώρο – πιστοποιούν ότι η καπιταλιστική διεθνοποίηση – και η ολοκλήρωση, ως μία μορφή της – αποτελεί τάση η οποία φέρει σαφές πρόσημο και κατεύθυνση, αλλά έχει αντιφατικό χαρακτήρα. Στη μια πλευρά «στέκεται» η τάση προς διεθνοποίηση και ενοποίηση, που λειτουργεί ως πανίσχυρη και δεσπόζουσα αναγκαιότητα, ενώ «απέναντί» της «στέκεται» ο ταξικός ανταγωνισμός κεφαλαίου-εργασίας και, βεβαίως, ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός (με βασικά υποκείμενα τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια και τα εθνικά κράτη). Ας δανειστούμε τα λόγια του Ερνστ Μαντέλ: «Το κεφάλαιο τείνει να συνδυάσει τη διεθνή επέκταση με παράλληλη διαμόρφωση κι ενίσχυση εθνικών αγορών. Έτσι, κι ανάλογα με το δοσμένο κάθε φορά βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και τους υπάρχοντες κοινωνικούς συσχετισμούς οι παγκόσμιες καπιταλιστικές σχέσεις ανταλλαγής συνδέουν καπιταλιστικές, μισοκαπιταλιστικές και προκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τις διαμορφώνουν σε μια οργανική ενότητα».
Συνεπώς, η πορεία της διεθνοποίησης-ολοκλήρωσης δεν είναι ένας αδιατάρακτος περίπατος, αλλά μια πορεία συνύπαρξης και παράλληλης λειτουργίας τόσο της τάσης ενοποίησης όσο και της τάσης ανταγωνισμού. Μάλιστα, όποιος προσπαθήσει να ανιχνεύσει αυτή την πορεία απομονώνοντας τον ένα ή τον άλλο παράγοντα, θα πέσει σε ολέθρια πολιτικά σφάλματα. Μαρξιστική στάση είναι, συνεπώς, αυτή που βλέπει την παράλληλη λειτουργία αυτών των δύο τάσεων (ενοποίηση – ανταγωνισμός), που διακρίνει εκείνη από τις δύο που κάθε φορά αποκτά σχετικό προβάδισμα (χωρίς, ασφαλώς, να καταργεί την άλλη), που κατανοεί ότι η τάση για ολοκλήρωση μπορεί να δημιουργήσει ευρύτερες μορφές συγκρότησης της αστικής εξουσίας, μπορεί όμως, παράλληλα, να οδηγήσει σε διασπάσεις των ίδιων των εθνικών αστικών κρατών ή ακόμη και της συγκεκριμένης μορφής της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, για να στραφεί το πολυεθνικό κεφάλαιο ευθύς αμέσως σε κάποια άλλη που θα την αντικαταστήσει.
Η πορεία της ΕΟΚ, ως ΕΕ στη συνέχεια, επιβεβαιώνει αυτή την προσέγγιση και τον ιστορικό χαρακτήρα που έχει η διαδικασία καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Εμβρυική φάση αυτής της διαδικασίας στην Ευρώπη, με ποιοτικά χαρακτηριστικά όμως, ήταν η μετάβαση από τις πόλεις-κράτος στο έθνος-κράτος. Μετάβαση που αντιστοιχούσε στην εδραίωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, την ανάδυση της μεγάλης βιομηχανίας και τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού και που, για να αποκρυσταλλωθεί και να δώσει υπόσταση στα εθνικά αστικά κράτη, χρειάστηκε παράλληλα να διαμορφώσει την αντίστοιχη κοινή πολιτισμική κληρονομιά, εθνική συνείδηση και παράδοση, γλωσσική και θρησκευτική βάση. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός-ιμπεριαλισμός με τη σειρά του, μέσα από τα συνολικά του χαρακτηριστικά, τους δύο παγκόσμιους πολέμους και την αντιπαράθεση με το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», συνοδεύτηκε από μια νέα ποιότητα στις διαδικασίες της ολοκλήρωσης, με κορυφαίο παράδειγμα τη δημιουργία της ΕΟΚ. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός τείνει να διαμορφώσει τις μορφές καπιταλιστικής ολοκλήρωσης άρα και τη δομή της ΕΕ- που αντιστοιχούν στα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα του και στο μετά την κρίση στάτους κβο.