του Κώστα Τουλγαρίδη
Σε κινητοποιήσεις βρίσκονται το τελευταίο διάστημα οι 376 συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου της Υπηρεσίας Ασύλου. Αφορμή ήταν η ενημέρωση τους ότι η μισθοδοσία θα καθυστερήσει για άγνωστο(!) χρονικό διάστημα λόγω της ένταξης της Υπηρεσίας στο νεοσύστατο υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής. Η μη δέσμευση για την αυτονόητη καταβολή των δεδουλευμένων τους οδήγησε τους συμβασιούχους σε διαδοχικές συνελεύσεις, δημιουργία σωματείου συμβασιούχων και στην προκήρυξη πανελλαδικής απεργίας με την κάλυψη της ΑΔΕΔΥ, καθώς δεν υπάρχει ακόμα άλλος συνδικαλιστικός φορέας που να τους καλύπτει.
Το υπουργείο, θορυβημένο από την αποφασιστικότητα των εργαζόμενων, προσπάθησε να υπονομεύσει την απεργία αφενός με ανακοίνωση την παραμονή της απεργίας, που έλεγε ότι «θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της μισθοδοσίας μέχρι 2/3» και αφετέρου με την παντελώς παράνομη απαίτηση, από την Υπηρεσία, να δηλώσουν οι συμβασιούχοι προσωπικό ασφαλείας(!), αμφισβητώντας στην πράξη το δικαίωμα τους να απεργήσουν όλοι. Η αγωνιστικότητα των συμβασιούχων ξεπέρασε τις ταλαντεύσεις που εκφράστηκαν από ορισμένους και η απεργία πραγματοποιήθηκε στις 13/2 με συμμετοχή που ξεπέρασε το 70%. Σημαντική ήταν και η αλληλεγγύη από το σωματείο των μονίμων της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και από το νομαρχιακό τμήμα της ΑΔΕΔΥ στη Χίο, με στάση εργασίας.
Κάτω από αυτή την πίεση πραγματοποιήθηκε συνάντηση εκπροσώπων των συγκεντρωμένων συμβασιούχων, τη μέρα της απεργίας, με τον υφυπουργό Γ. Μπαλάφα, ο οποίος δήλωσε ότι το υπουργείο δεσμεύεται για την καταβολή όλων των δεδουλευμένων και την κανονική στο εξής πληρωμή των συμβασιούχων κάθε μήνα. Το φαινόμενο των καθυστερήσεων των πληρωμών είναι επαναλαμβανόμενο καθώς μιλάμε για αμοιβές μέσω διαφόρων ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Οι συμβασιούχοι επισήμαναν στον υφυπουργό ότι ακόμα και αυτή η δέσμευση αποτελεί πρόβλημα γιατί μέχρι της 2/3 πολλοί συμβασιούχοι θα συμπληρώσουν τρεις μήνες απλήρωτοι σε πολύ δύσκολες συνθήκες εργασίας και ζωής. Ωστόσο, στο βαθμό που η δέσμευση υλοποιηθεί σε όλα της τα σημεία θα είναι μια σημαντική επιτυχία της απεργίας τους.
Όμως, το πιο σοβαρό είναι ότι οι συμβασιούχοι έθεσαν στο υπουργείο, για πρώτη φορά συλλογικά και συγκροτημένα, την απαίτηση για σταθερή και μόνιμη δουλειά για όλους. Ανέδειξαν τις τεράστιες ανάγκες της υπηρεσίας σε προσωπικό προκειμένου να μπορούν να αντιμετωπιστούν αξιοπρεπώς οι πρόσφυγες και να μην πιέζονται οι εργαζόμενοι από την υπηρεσία για γρήγορη εξέταση των αιτημάτων ασύλου σε βάρος δικαιωμάτων των προσφύγων αλλά και για αξιοπρεπείς και ασφαλείς συνθήκες εργασίας για τους εργαζόμενους.
Έθεσαν την ανάγκη για μαζικές μόνιμες προσλήψεις, πολλαπλάσιες από τους 376 συμβασιούχους που δουλεύουν σήμερα. Αυτό θα σήμαινε όχι μόνο την μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων αλλά και την πρόσληψη πολύ περισσότερων. Ξεκαθάρισαν ότι η προκήρυξη διαγωνισμού πρέπει να προβλέπει δεσμευτικά τα εξειδικευμένα προσόντα που απαιτούνται, ενώ οι περίπου 200 μόνιμες προσλήψεις που προβλέπει, δεν επαρκούν. Απαίτησαν, μέχρι τις μόνιμες προσλήψεις, την ανανέωση των συμβάσεων όλων όσων λήγουν οι συμβάσεις τους (κάποιες σε 2 μήνες), τη μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και δήλωσαν ότι δε θα αποδεχτούν καμία απόλυση. Σε ορισμένες δομές της Υπηρεσίας Ασύλου, οι συμβασιούχοι αποτελούν πλειοψηφία έναντι των μονίμων ενώ χαρακτηριστική ήταν η παρέμβαση του εκπροσώπου του σωματείου των μονίμων ο οποίος τεκμηρίωσε την ανάγκη μόνιμης πρόσληψης των συμβασιούχων λέγοντας: Είναι τραγικό να αναγκάζονται να κλείνουν ραντεβού για να εξετάσουν αιτήματα ασύλου σε πρόσφυγες ακόμα και μετά από 1,5 χρόνο(!), λόγω του όγκου δουλειάς ενώ δεν είναι δεδομένο ότι οι συνάδελφοι θα είναι τότε στη δουλειά! Οι συμβασιούχοι έθεσαν ακόμα την απαίτηση βελτίωσης των απαράδεκτων εργασιακών συνθηκών και ζήτησαν νέα συνάντηση για δεσμευτικές απαντήσεις. Η συνέλευση των συμβασιούχων προειδοποιεί για απεργιακή κλιμάκωση σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί το σύνολο των αιτημάτων. Η επιτυχία της απεργιακής κινητοποίησης αποτελεί παρακαταθήκη για τη συνέχεια, ενώ δείχνει τις δυνατότητες ανάπτυξης κινήματος σε χώρους ελαστικής εργασίας.
Η περαιτέρω στελέχωση της Υπηρεσίας Ασύλου, η εκπαίδευση των υπαλλήλων της, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και η αξιοπρεπής αμοιβή των εργαζομένων αποτελούν προϋπόθεση για την απρόσκοπτη πρόσβαση των προσφύγων σε ένα δίκαιο σύστημα πρόσβασης στο άσυλο, με γρήγορες και απλές διαδικασίες, ώστε να μειωθεί η περαιτέρω ταλαιπωρία στην οποία αυτοί υποβάλλονται από τον ξεριζωμό τους με την πολιτική των κλειστών συνόρων και τη ρατσιστική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Αντίθετα, αυτή τη στιγμή κυριαρχούν ο εγκλεισμός σε hot spots, οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης παρά τον πακτωλό εκατομμυρίων που έχουν διοχετευθεί σε ΜΚΟ -υποτίθεται για τη βελτίωση ακριβώς αυτών των συνθηκών-, γεγονότα που οδηγούν τόσο τους πρόσφυγες όσο και τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας να βρίσκονται μπροστά σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις όντας οι μόνοι που δε φταίνε για τη δημιουργία τους.