ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΥΡΟΥΔΕΑΣ (*)
Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου του τόμου το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ εξακολουθεί να είναι επίκαιρο, δίνοντας το πλαίσιο για την ρεαλιστική κατανόηση της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και τις αναλυτικές προϋποθέσεις για την κομμουνιστική πολιτική.
Καθοριστικό στοιχείο της ανάλυσης του Κεφαλαίου αποτελεί η διαλεκτική μεθοδολογία του. Το κυριότερο, όμως, είναι το τέλος του ιστορικού ρόλου του καπιταλισμού
Οι τρεις τόμοι του Κεφαλαίου – μαζί με αυτούς των Θεωριών για την Υπεραξία – συγκεφαλαιώνουν τον κορμό της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, δηλαδή του πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας.
Καθοριστική συμβολή τόσο στην επεξεργασία της συνολικής ανάλυσης του όσο και στην αποκρυπτογράφηση των μαρξικών σημειωματάριων και την έκδοση των δύο τελευταίων τόμων είχε ο «στρατηγός» του Μαρξ, ο Φρίντριχ Ένγκελς. Πέραν των άρρηκτων θεωρητικών, πολιτικών αλλά και προσωπικών δεσμών μεταξύ τους, ήταν ο Ένγκελς αυτός που πρόσφερε την εκ των έσω γνώση της λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας αλλά και αυτός που επιτέλεσε το τιτάνιο έργο να φέρει σε εκδόσιμη μορφή τους δύο τελευταίους τόμους.
Το Κεφάλαιο δίνει το γενικό πλαίσιο επιστημονικής ανάλυσης της καπιταλιστικής οικονομίας που είναι αναγκαία για την συγκρότηση του πολιτικού και ταξικού ρεύματος της απελευθέρωσης της εργασίας από την εκμετάλλευση. Εδραία πεποίθηση των κλασικών του μαρξισμού ήταν ότι αυτή η οικονομική λειτουργία αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται όλη η υπερ-κατασκευή του καπιταλισμού. Αυτή η δυσφημισμένη από πολλούς – ιδιαίτερα μετα-μοντερνίζοντες νεο-μαρξιστές και διαστρεβλωτές της σκέψης του Αντόνιο Γκράμσι – διαλεκτική σχέση βάσης και εποικοδομήματος διατηρεί πάντα την ενάργεια της και την αναλυτική της υπεροχή έναντι των επίδοξων διαδόχων της.
Καθοριστικό στοιχείο της ανάλυσης του Κεφαλαίου αποτελεί η διαλεκτική μεθοδολογία του την οποία έχει παρουσιάσει υποδειγματικά ο Ρομάν Ροσντόλσκι, στο Φτιάχνοντας το Κεφάλαιο του Μαρξ. Η μεθοδολογία αυτή (που προχωρά από το αφηρημένο προς το συγκεκριμένο μέσω διαδοχικών ενδιάμεσων επιπέδων) διατηρεί πάντα την αναλυτική της υπεροχή έναντι τόσο των «ξύλινων» αφαιρέσεων της ρικαρδιανής κλασικής πολιτικής οικονομίας όσο και του εμπειρισμού των αστικών οικονομικών. Αυτή η αναλυτική πληρότητα και η δομημένη σύνθεση γενικής ανάλυσης και συγκεκριμένης εμπειρικής μελέτης κάνει την μαρξιστική προσέγγιση ισχυρότερη και στο εμπειρικό πεδίο έναντι των εμπειριστικά προσανατολισμένων αστικών οικονομικών (με τις πολλαπλές και εξόφθαλμες προβλεπτικές αποτυχίες τους).
Το κυριότερο όμως που απορρέει από όλους τους πόρους της ανάλυσης του Κεφαλαίου είναι το τέλος του ιστορικού ρόλου του καπιταλισμού και η ανάγκη ανατροπής του και οικοδόμησης της κοινωνίας της απελευθερωμένης από την εκμετάλλευση εργασίας. Το Κεφάλαιο αποτελεί το άρρηκτο συμπλήρωμα του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή της αυτοτελούς οργάνωσης των κομμουνιστών για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Αξίζει να σταθούμε σε μια κίνηση που εκδηλώνεται μέσα στο έδαφος του υπό βαθύτατη κρίση δυτικού μαρξισμού, με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τους Μ. Χάινριχ και Ντέιβιντ Χάρβεϋ. Το ετερόκλητο αυτό ρεύμα αποδιαρθρώνει την μαρξιστική εργασιακή θεωρία της αξίας και της υπεραξίας (εκμετάλλευσης), καθώς και τη θεωρία κρίσης. Συνήθης βάση του είναι ο φαιδρός διαχωρισμός του Μαρξ από τον Ένγκελς (που κατηγορείται για παραποίηση του πρώτου και εργαλειακές ερμηνείες). Η μαρξιστική αφηρημένη εργασία ταυτίζεται αδιαμεσολάβητα με το χρήμα, η σφαίρα της παραγωγής εξισώνεται (όταν δεν υποβαθμίζεται) με την σφαίρα της κυκλοφορίας. Έτσι εντέλει ο καθορισμός των τιμών από τις αξίες χάνει κάθε νόημα και η μαρξιστική οικονομική ανάλυση μετατρέπεται σε ένα κακέκτυπο των αστικών Οικονομικών. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται συνήθως στην παραποίηση της σημαντικής συμβολής του Ισαάκ Ίλιτς Ρούμπιν.
Αντίστοιχα, η θεωρία της υπεραξίας (δηλαδή της έμμεσα καταναγκαστικής μέσω της οικονομικής πίεσης, μη-βίαιης εργασιακής εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας) υποκαθίσταται από αφελείς και ηθικίζουσες θεωρίες περί άμεσου βίαιου καταναγκασμού και αρπαγής (π.χ. η θεωρία του νέου ιμπεριαλισμού του Χάρβεϋ) που εξομοιώνουν εσφαλμένα τον καπιταλισμό με τα προκαπιταλιστικά εκμεταλλευτικά συστήματα αλλά και που ταυτόχρονα, πίσω από τις φωνακλάδικες καταγγελίες τους, ανοίγουν τον δρόμο για την υπόκλιση και την ενσωμάτωση στις ενδο-αστικές αντιθέσεις.
Στο έδαφος αυτό αναπτύσσονται και διάφορες μαρξίζουσες θεωρίες χρηματιστικοποίησης (όπως αυτή των Ντ. Μπράιαν και Κώστα Λαπαβίτσα) που μετατρέπουν το μαρξισμό σε ένα φτωχό συγγενή του μετα-Κεϋνσιανισμού, την εργασία σε μορφή κεφαλαίου και υποκαθιστούν την υπεραξία με την τοκογλυφική εκμετάλλευση. Στο πεδίο της θεωρίας κρίσης, οι προσεγγίσεις αυτές εμφανίζουν ένα Μαρξ «χαμένο στη μετάφραση», χωρίς μία συνεκτική θεωρία κρίσης και ιδιαίτερα χωρίς την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Το πολιτικό επιστέγασμα αυτών των προσεγγίσεων είναι η μετατροπή του μαρξισμού σε υπηρέτη ενδο-αστικών αντιθέσεων και σχεδίων και η κατάργηση της αυτοτελούς συγκρότησης και δράσης των κομμουνιστών.
Απέναντι σε όλες αυτές τις προκλήσεις, για τις ζωντανές και μαχόμενες δυνάμεις του κόσμου της εργασίας και της Αριστεράς το στοίχημα είναι η δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού και η γείωση του με το μαζικό κίνημα. Κρίσιμα θέματα μεταξύ άλλων είναι η μελέτη των σταδίων εξέλιξης του καπιταλισμού, της διαδικασίας των κρίσεων και της διαδικασίας παραγωγής και εργασίας καθώς και η επεξεργασία των εργαλείων εμπειρικής έρευνας της μαρξιστικής θεωρίας. Το πιο κρίσιμο όμως απ’ όλα είναι η παραγωγή των αναγκαίων θεωρητικών και προγραμματικών επεξεργασιών που απαιτούνται για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού ρεύματος και την νικηφόρα ανάκαμψη του εργατικού κινήματος. Στο δρόμο αυτό το Κεφάλαιο παραμένει πάντα επίκαιρο όχι σαν μία υποτιθέμενα αλάνθαστη θρησκευτική βίβλος αλλά σαν το βασικό πλαίσιο ανάλυσης της επαναστατικής θεωρίας και πολιτικής.
(*) Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Οι μεγάλες κρίσεις αιτία της αντοχής στον χρόνο
- ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗΣ
Στη μακρόχρονη διαδρομή του το Κεφάλαιο πέρασε από πολλά κύματα και κακοποιήθηκε από εχθρούς και «φίλους». Αφήνοντας στην άκρη τις λυσσασμένες λοιδορίες της αστικής τάξης, πέρασε από την σοσιαλδημοκρατική αποστέωση του Κάουτσκυ και της Δεύτερης Διεθνούς, αλλά και την θρησκοληπτική απονεύρωση της Σοβιετίας μετά την δεκαετία του 1930. Στην πιο πρόσφατη περίοδο πέρασε τα «μολυβένια χρόνια» που ακολούθησαν τις ήττες του εργατικού κινήματος από το 1980 και μετά όταν το πρώην σοβιετικό κατεστημένο αποκήρυξε και τυπικά τον Μαρξισμό, ο θριαμβεύων νεοσυντηρητισμός στη Δύση εξάγγειλε τον τελεσίδικο θάνατο του και μεγάλα τμήματα του δυτικού μαρξισμού νέρωσαν το κρασί τους στρεφόμενα στο μετα-μοντερνισμό και στις ετερόδοξες αστικές προσεγγίσεις.
Παρ’ όλα αυτά το Κεφάλαιο και ο μαρξισμός κατόρθωσαν, ακόμη και χωρίς ένα συγκροτημένο ρεύμα υποστήριξης, να κεντρίζουν το ενδιαφέρον των πιο ανήσυχων τμημάτων της κοινωνίας και, παρόλες τις επιθέσεις και τις αποσκιρτήσεις, παραμένουν η βασική αναφορά για όλες τις σοβαρές προσπάθειες κατανόησης και αμφισβήτησης της αστικής κοινωνίας.
Αυτή η αντοχή στο χρόνο έχει να κάνει και με την επιστροφή των μεγάλων κρίσεων του καπιταλισμού (με πιο πρόσφατη αυτή του 2007-8) για τις οποίες το Κεφάλαιο και ο μαρξισμός συστηματικά έχουν μιλήσει και που γι’ αυτό άλλωστε έχουν λοιδορηθεί τόσο από εχθρούς όσο και από άσπονδους «φίλους». Αυτό φυσικά δεν είναι χωρίς συνέπειες. Μπροστά στην επανεμφάνιση των δομικών αδιεξόδων του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και της αντοχής της μαρξιστικής ανάλυσης, τα ιδεολογικά φερέφωνα του συστήματος άλλαξαν ρότα εγκαταλείποντας τους επικήδειους του μαρξισμού και επιχειρώντας την μετατροπή του σε ακίνδυνο οικόσιτο του συστήματος.
Ξαφνικά, ο Μαρξ μετατράπηκε σε υποστηρικτή της καπιταλιστικής «παγκοσμιοποίησης», κορυφαίοι αναλυτές πολυεθνικών τραπεζών αναφωνούν ότι «ο Μαρξ είχε δίκιο» παραμορφώνοντας την μαρξιστική θεωρία των κρίσεων, μπουρδολόγοι όπως ο Σλαβόι Ζίζεκ τσαλαβουτούν στα κείμενα του κακοποιώντας τα, ενώ διάφοροι πολιτικοί και θεωρητικοί τυχοδιώκτες τύπου Βαρουφάκη ντύνονται ενίοτε και «ασταθείς μαρξιστές». Όλοι αυτοί έχουν ένα κοινό στοιχείο: δοκιμάζουν να αφαιρέσουν από τον Μαρξ το επαναστατικό στοιχείο και να τον υποβιβάσουν σε έναν ετερόδοξο οικονομολόγο που εμπρός στην εξόφθαλμη αποτυχία των αστικών Οικονομικών και πολιτικών μπορεί να είναι χρήσιμος για την επιδιόρθωση του καπιταλισμού.