του Γιάννη Αγγέλη
Η εβδομάδα που κλείνει σήμερα είναι εξαιρετικά …διδακτική του «παιγνίου» ανάμεσα σε ΔΝΤ και Σόιμπλε, με ενεργή κυβερνητική συμμετοχή. Εδώ και καιρό, από όλα τα ΜΜΕ αναδεικνύεται ως μείζoν ζήτημα η αντίθεση ανάμεσα στους δανειστές όσον αφορά στο ελληνικό πρόγραμμα. Και, κατά συνέπεια, η «ανάγκη» της κυβέρνησης να διαλέξει «σύμμαχο» σ’ αυτή την αντιπαράθεση, προκειμένου να κερδίσει έναν «έντιμο συμβιβασμό». Τι πραγματικά όμως συμβαίνει, τι θέλει το ΔΝΤ, τι απαιτεί ο Σόιμπλε και ποιο είναι περιθώριο του «έντιμου συμβιβασμού»;
Όπως φάνηκε την περασμένη Δευτέρα, στη συνάντηση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του, το ΔΝΤ έχει μία σταθερή θέση ανεξάρτητα από τις επιμέρους αντιρρήσεις ορισμένων μετόχων του από την Ασία και την Λατινική Αμερική: Ότι το ελληνικό χρέος είναι «μη βιώσιμο». Όσο για τα μέτρα που έχει πάρει η ευρωζώνη μέχρι σήμερα, δηλαδή η εφαρμογή του μνημονίου (με πρόβλεψη για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα) και τα μέτρα βραχυπρόθεσμης παρέμβασης για το χρέος, δεν αλλάζουν τον «μη βιώσιμο» χαρακτήρα του. Έτσι, προτείνει μέτρα με μικρότερο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος (1,5%) και ταυτόχρονα μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους.
Παράλληλα, όμως, απαιτεί έτσι κι αλλιώς τη μεσομακροπρόθεσμη «διόρθωση» στο φορολογικό (επέκταση της φορολογικής βάσης και μείωση του αφορολόγητου), το ασφαλιστικό (μείωση των εν ενεργεία συντάξεων), καθώς και περαιτέρω «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας και ενέργειας. Γιατί, όπως επαναβεβαίωσε την Δευτέρα, διαφορετικά δεν είναι βιώσιμη η οικονομία…
Από την πλευρά τους, ευρωζώνη και Σόιμπλε απαιτούν (με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να έχει συμφωνήσει από τον Μάϊο του 2016…) αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία από το 2018 και μετά θα πρέπει να αντιστοιχούν στο 3,5% του ΑΕΠ για μια δεκαετία – κάτι πρωτοφανές στην ιστορία του καπιταλισμού μετά τον πόλεμο. Όσο για το χρέος, μετά το 2018 προβλέπεται από την συμφωνία του Μαΐου ενεργοποίηση της «συζήτησης» για τα μέτρα μεσοπρόθεσμης διάρκειας με στόχο την περαιτέρω ελάφρυνσή του. Υπενθυμίζεται ότι μέχρι σήμερα, έχουν ενεργοποιηθεί μόνο τα βραχυπρόθεσμης διάρκειας μέτρα, τα οποία περιλαμβάνονται στη συμφωνία του περασμένου Μαϊου.
Υπάρχει όμως και ένας κοινός τόπος μεταξύ ΔΝΤ και ευρωζώνης και αυτός έγκειται στη νομοθετική δέσμευση από την πλευρά της κυβέρνησης για μέτρα που θα εφαρμοστούν μετά το τέλος του ελληνικού προγράμματος (2018) –μέσω του περιβόητου «κόφτη»– και θα εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο είτε της ευρωπαϊκής εκτίμησης είτε εκείνης του ΔΝΤ, την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας του Μαΐου. Με άλλα λόγια, της συμφωνίας που προβλέπει ολοκλήρωση του προγράμματος (τρίτου μνημονίου) μέχρι το 2018 και δέσμευση της Ελλάδας για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μετά το τέλος του προγράμματος, ώστε να διασφαλίζεται η αποπληρωμή του χρέους. Πρόκειται για μέτρα τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, έχουν να κάνουν με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης (μείωση αφορολόγητου), τον εξορθολογισμό δαπανών του ασφαλιστικού συστήματος (μείωση της λεγόμενης «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις που δίνονται σήμερα) και περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και …ενέργειας.
Η κυβέρνηση, μέσα από επανειλημμένες «διαρροές», έχει επιβεβαιώσει ότι θα μπορούσε να μπει σε μία τέτοια συζήτηση, αν μαζί με όλα αυτά τεθεί στο τραπέζι και η συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, όπως επίσης έχει συμφωνηθεί από τον Μάιο, με στόχο να ενεργοποιηθεί μετά το 2018.
Κι αυτό διότι, όπως υποστηρίζεται από την κυβέρνηση, αν υπάρξει δέσμευση σ’ αυτά, τότε θα συμβούν τα εξής: Αφενός, το ΔΝΤ είναι υποχρεωμένο να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητά τους στην βιωσιμότητα του χρέους και να αρχίσει την συζήτηση επιστροφής στο πρόγραμμα. Αφετέρου, η ΕΚΤ νομιμοποιείται να δρομολογήσει την συζήτηση για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με τις προσδοκώμενες συνέπειες στο κόστος χρηματοδότησης τραπεζών και επιχειρήσεων. Έτσι, η εικόνα είναι σαφή: Παρά τις «διαφορές» τους, ΔΝΤ και ευρωζώνη συμφωνούν ότι ο ένας πρέπει να διασφαλίσει την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άλλου. Αυτή δε η διασφάλιση ισοδυναμεί με την άμεση υποχρέωση της κυβέρνησης να νομοθετήσει την «μεσοπρόθεσμη» δέσμευση της χώρας σε ένα μακράς διάρκειας νέο μνημόνιο, που αυτή την φορά δεν θα περιλαμβάνει επιπλέον (δανεικά) κεφάλαια.
Το μοναδικό αντάλλαγμα θα είναι –εφόσον της κάνουν τη …χάρη– η έμμεση ελάφρυνση του χρέους για την μετά το 2023-24 περίοδο. Αυτός είναι ο «έντιμος συμβιβασμός» της κυβέρνησης. Ενας νέος εφιάλτης δίχως τέλος.