ΕΙΡΗΝΗ ΘΑΝΟΥ
Τα πορίσματα της έρευνας «International Survey on Careers of Doctorate Holders -CDH» που πραγματοποίησε σε παγκόσμια κλίμακα ο ΟΟΣΑ είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικά σε σχέση με τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά των διδακτόρων στην Ελλάδα. Είναι φανερό πως η παγκόσμια τάση υπερπολλαπλασιασμού του αριθμού των διδακτόρων, αντανακλάται τόσο στους απόλυτους αριθμούς των κατόχων διδακτορικού στην Ελλάδα, που αγγίζουν τους 35.500 από το 1990, όσο και στην εκρηκτική αύξηση (104%) την τελευταία δεκαετία. Η βιομηχανία διδακτόρων, όπως την χαρακτηρίζουν τα μεγάλα επιστημονικά περιοδικά3, χρειάζεται και τους αντίστοιχους εργάτες.
Ανάμεσα στις πηγές χρηματοδότησης, όπως αναφέρονται στην CDH, την πρώτη θέση καταλαμβάνει η αυτοχρηματοδότηση από προσωπικές ή οικογενειακές αποταμιεύσεις, και ακολουθούν οι αμοιβές από άλλη εργασία και όσες προέρχονται από διδακτικό έργο. Εν ολίγοις, η εργασιακή πραγματικότητα ενός υποψήφιου διδάκτορα είναι η απλήρωτη εργασία και η ετεροαπασχόληση. Ενδεικτικό είναι πως την τεράστια υποστελέχωση των Ιδρυμάτων καλούνται να καλύψουν μεταπτυχιακοί φοιτητές και υπ. διδάκτορες στα πλαίσια «των υποχρεώσεων» τους προς το εκάστοτε Ίδρυμα. Είτε παρέχοντας επικουρικό έργο για το οποίο στην καλύτερη περίπτωση αμείβονται με ωρομίσθια που δεν ξεπερνούν τα 8 ευρώ την ώρα μεικτά. Επέκταση της πρακτικής αυτής είναι οι Ανταποδοτικές Υποτροφίες που προκήρυξε πρόσφατα το ΑΠΘ, σύμφωνα με τις οποίες προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές υπότροφοι υποχρεούνται να συμμετέχουν σε “…εκπαιδευτικές και ερευνητικές δραστηριότητες, καλύπτοντας ειδικές ανάγκες της Σχολής ή του Τμήματος φοίτησής τους, καθώς και σε μονάδες εκπαίδευσης ή έρευνας (πχ εργαστήρια, κλινικές και βιβλιοθήκες) έναντι 8 ευρώ/ώρα μεικτά.
Αποκορύφωμα της εκμετάλλευσης αποτελούν τα Προγράμματα Απόκτησης Διδακτικής Εμπειρίας που απευθύνονται σε κατόχους διδακτορικού τίτλου, οι οποίοι καλούνται να διδάξουν εξ ολοκλήρου ένα μάθημα έναντι του εξευτελιστικού ποσού των 2.987 ευρώ ανά εξάμηνο. Στην ίδια λογική με τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας στους Δήμους, προωθείται πλέον και εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας η ανακύκλωση των νέων επιστημόνων. Αντίστοιχα, το καθεστώς της κυριαρχίας των Δελτίων Παροχής Υπηρεσιών, που συνόδευσαν όλα τα μεγάλα προγράμματα ΕΣΠΑ (Αριστεία Ι και ΙΙ), έρχεται να αντικατασταθεί από το νέο καθεστώς των υποτροφιών, τις οποίες η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παρουσιάζει σαν «μάννα εξ ουρανού», που προσφέρει αξιοπρεπείς μισθούς και βάζει φρένο στις ελαστικές σχέσεις. Βεβαίως αποκρύπτεται η ανασφάλιστη εργασία που προσφέρουν οι υπότροφοι και η διαιώνιση του παραλογισμού, η πολυετής εργασία (πολλές φορές σε συνθήκες βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων) να μην προσμετράται ως εργασιακή εμπειρία, απαγορεύοντας τους εμμέσως να μπορέσουν να λάβουν οποιοδήποτε από τα πενιχρά επιδόματα του ΟΑΕΔ μετά το πέρας της χρηματοδότησης. Να άλλη μια μέθοδος μείωσης της ανεργίας στα χαρτιά!
Ο θλιβερός κανόνας όμως είναι μεταπτυχιακοί και υπ. διδάκτορες που εργάζονται αμισθί να αποτελούν τον πυλώνα της παραγωγής νέων ερευνητικών ευρημάτων. Αν στην εξίσωση προστεθούν οι ώρες εργασίας, θα μπορέσει να αντιληφθεί κανείς το εύρος του σύγχρονου κάτεργου που έχει παγιωθεί στον κλάδο της έρευνας. Εξαντλητικά ωράρια, που κατά μέσο όρο κυμαίνονται σε δέκα ώρες καθημερινά, χωρίς αργίες ή καθορισμένες ημέρες διακοπών.
Ωστόσο, ούτε το εργασιακό μέλλον τον νέων ερευνητών προδιαγράφεται καλύτερο. Συγκριτικά με τις άλλες χώρες που μελετήθηκαν στα πλαίσια της CDH, η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό άνεργων διδακτόρων, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφεται στις ηλικίες κάτω των 35 και αυξάνεται όσο πιο κοντά βρίσκονται στη λήψη του τίτλου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το γ τρίμηνο του 2013, η ανεργία των κατόχων μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων ανέρχεται στο 15,7% και είναι ελαφρά μικρότερη από αυτήν των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που φθάνει το 18,8%.
Οι νέοι ερευνητές ολοένα και συχνότερα βλέπουν την πόρτα της εξόδου από τα ιδρύματα και την έρευνα, καθώς αυτή δεν μπορεί πλέον να καλύψει ούτε βασικές βιοποριστικές ανάγκες. Στην επιλογή να δουλέψουν για «λίγο» αμισθί μέχρι να βρεθεί το πολυπόθητο κονδύλι, επιλέγεται ο δρόμος της απασχόλησης εκτός γνωστικού αντικειμένου/σπουδών που συχνά προσκρούει στην απόρριψη των overqualified υποψήφιων. Βέβαια, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις όπου οι εργοδότες ζητούν για θέσεις σερβιτόρων ή πωλητών κατόχους διδακτορικών ή/και μεταπτυχιακών σπουδών. Η επιλογή στην οποία όλο και πιο μαζικά καταφεύγει το εργατικό δυναμικό των νέων ερευνητών είναι αυτή της μετανάστευσης, το περίφημο «Brain Drain». Στο έδαφος της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, όμως, η επισφάλεια της έρευνας δεν αποτελεί ελληνική ιδιομορφία. Τα ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα, πέρα από εργαστήρι παραγωγής νέας γνώσης, αποτελούν και πεδίο πειραματισμού όλων των «πρωτότυπων» μορφών επισφάλειας που συνθέτουν το νέο εργασιακό μεσαίωνα με τον οποίο πρώτη η νεολαία έρχεται αντιμέτωπη.
*παράφραση του: «The increasingly precarious life of an academic», Peter McGuire (May 2015), The Irish Times