Δεν «φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια». Το τραγικό είναι ότι για μια ολόκληρη γενιά, ίσως και περισσότερες, αυτά τα χρόνια δεν έρχονται καν.
της Μαριάννας Τζιαντζή
Έφυγε» ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, έγραψαν πολλοί, καθώς το «φεύγω» μοιάζει πιο γλυκό και λιγότερο αμετάκλητο από το «πεθαίνω». Έφυγε, λοιπόν, όπως «φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια», για την ακρίβεια «όπως έφυγαν». Ίσως γι’ αυτό όλη η Ελλάδα, επώνυμοι και ανώνυμοι, πολιτικοί και καλλιτέχνες τον αποχαιρέτησαν με συγκίνηση, σεβασμό κι εκτίμηση. Πώς να ξινοκοιτάξεις τον «έλληνα Λούκι Λουκ»; Είδαμε στο φέρετρό του να «ακουμπά όλη η Ελλάδα», όλο το κοινοβουλευτικό τόξο. Και η Φώφη και ο Αλέξης και ο Σταύρος και η ΝΔ και οι ΑΝΕΛ και το ΚΚΕ και ο Λεβέντης.
Όμως ο Λουκιανός δεν ήταν ένας φτωχός και μόνος καουμπόης. Ήταν πλούσιος σε εμπειρίες, σε παρέες, σε εφηβικές και νεανικές πλάκες, βόλτες, φάρσες και αλητείες, σε σκασιαρχεία, σε ξενύχτια. Ένα γνήσιο παιδί της πόλης, μιας Ελλάδας που άφηνε πίσω της το αγροτικό της παρελθόν και την κατοχική πείνα.
Όλοι λυπόμαστε για το θάνατο ενός καλλιτέχνη που έφτιαξε τραγούδια της παρέας. Τραγούδια που συνδέονται με αναμνήσεις παρεϊστικες και όχι τόσο με τη μοναξιά του δωματίου. Τραγούδια καμωμένα να τραγουδιούνται από τον καθένα και όχι απλώς να ακούγονται ― κάτι που συμβαίνει όλο και σπανιότερα στα «έντεχνα» της μεταπολίτευσης. Αυτά τα τραγούδια έχουν κάτι κοινό με το «πιάτο της παρέας», που το σερβίρουν σε κάποιες ταβέρνες και έχει μεζεδάκια για πάνω από δύο άτομα. Όλοι οι συνδαιτυμόνες βρίσκουν κάτι της προτίμησής τους να τσιμπήσουν. Έτσι και σήμερα πολλοί κάτι βρίσκουν να θυμηθούν, να νοσταλγήσουν, να τσιμπήσουν από τα τραγούδια του Κηλαηδόνη. Από τους πιο πολιτικοποιημένους μέχρι τους πιο (πολιτικά) αφασικούς ακροατές. Μόνο που η αγάπη μας για ένα όμορφο, ευαίσθητο τραγούδι δεν μας κάνει αυτόματα όμορφους κι ευαίσθητους ανθρώπους. Μερικές φορές επιβεβαιώνει ότι ερωτευόμαστε την ίδια την ευαισθησία μας, τις γλυκές και συνήθως εξωραϊσμένες αναμνήσεις μας. Ο Κηλαηδόνης έγραψε πολιτικά τραγούδια και μάλιστα σε ζόρικους καιρούς, όπως τα «Μικροαστικά» σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη. Πολιτική επιλογή ήταν και η συνεργασία του με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στον «Θίασο» και τους «Κυνηγούς». Πολιτική πράξη ήταν οι πειραγμένοι στίχοι του «Ύμνου των Μαύρων Σκυλιών» το καλοκαίρι του μεγάλου ΟΧΙ («όχι λέμε στη Μέρκελ, όχι στον Σκάι, όχι στο Μέγκα…»). Το δημόσιο κύκνειο άσμα του…
Το σινεμά, η αθηναϊκή γειτονιά, τα πάρτι, η ροκ, τα αρχοντορεμπέτικα και τα ελαφρά τραγούδια του ’50, όλα τα συναντάμε στα τραγούδια του Κηλαηδόνη. Το τζιν παντελόνι και το μπουφάν. Τον ταφτά και την οργάντζα, το διθέσιο ανοιχτό αυτοκίνητο που τραβά για την παραλία. Το αμερικανικό όνειρο με τα μάτια εκείνων των νέων που όχι απλώς ήλπιζαν αλλά ήξεραν ότι θα ζούσαν καλύτερα από τους πατεράδες τους. Το αντίθετο ακριβώς από ό,τι σήμερα.
Τα τραγούδια του Κηλαηδόνη έχουν κάποιες ιδιότητες που δεν αγοράζονται ούτε προσφέρονται στα ωδεία. Έχουν αμεσότητα, χάρη και ρυθμό. Μπορεί να μην άνοιξαν νέους μουσικούς δρόμους, αλλά να πάτησαν σε δρόμους παλιούς, όμως αποτύπωσαν τις ευαισθησίες μιας γενιάς που διεκδικούσε το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή, το δικαίωμα στη χαρά. Τις αποτύπωσαν και ταυτόχρονα τις κολάκεψαν. Τραγούδια που απέδειξαν ότι το ανάλαφρο δεν είναι συνώνυμο της ρηχότητας αλλά βρίσκεται στον αντίποδα του βαρύγδουπου, του σοβαροφανούς. Απέδειξαν ότι το τρυφερό δεν είναι συνώνυμο του γλυκερού, του ζαχαρωμένου. Τραγούδια για να «περνάμε καλά» χωρίς ενοχές και χωρίς το «καλά» να συνδέεται με τον αποχαλινωμένο καταναλωτισμό. Τραγούδια εμπορικά αλλά όχι αγοραία.
Ο Λουκιανός δεν ισχυρίστηκε ότι «ερωτεύτηκε κάποια χρονολογία», όπως συμβαίνει το εμβληματικό «Νοέμβρης ’90» του Τσακνή. Όμως ερωτεύτηκε κάποια δεκαετία, αυτήν του ’50, ερωτεύτηκε την ατμόσφαιρα εκείνης της δεκαετίας. Χωρίς το χωροφύλακα και τη σκιά της ψυχροπολεμικής Δεξιάς. Με το (κινηματογραφικό και μουσικό) αμερικανικό όνειρο διυλισμένο από το βλέμμα της νεότητας.
Ο Κηλαηδόνης δεν τραγούδησε το σκληρό, το κάποτε τερατώδες πρόσωπο της ζωής. Όμως μίλησε για την αργή διάβρωση, τη γήρανση της ψυχής, όπως στη «Ρίτα» που «κάποτε μιλούσε για πολλά», ένα τραγούδι-ελεγεία για τη χαμένη νιότη (όχι μόνο τη βιολογική). Στα τραγούδια του αποτυπώνεται μια Ελλάδα αισιόδοξη, χορτασμένη αλλά όχι άπληστη. Εδώ το μικροαστικό σύμπαν αντιμετωπίζεται με συμπάθεια ή με τρυφερή ειρωνεία, όχι όμως αφ’ υψηλού.
Πικρή γίνεται σήμερα η ακρόαση των τραγουδιών του καθώς πια ξέρουμε ότι οι νύχτες με φεγγάρι, αγιόκλημα και γιασεμιά δεν θα ξαναρθούν, ενώ δραματικά λιγοστεύουν και οι μέρες με ήλιο. Δεν «φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια». Το τραγικό είναι ότι για μια ολόκληρη γενιά, ίσως και περισσότερες, αυτά τα χρόνια δεν λένε να έρθουν. Τα τραγούδια του Λουκιανού δεν μας εμποδίζουν να νοσταλγήσουμε ένα μέλλον αλλιώτικο και από το χθες και από το σήμερα, με πολλά φεγγάρια και πολλές βόλτες σε πολλές Βουλιαγμένες.