του Κώστα Μάρκου
Στις «διαπραγματεύσεις» για τη «δεύτερη αξιολόγηση», η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και οι ΝΔ, ΠΑΣΟΚ-ΔΗΣΥ, Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων, μαζί με τις ηγεμονικές δυνάμεις του ελληνικού κεφαλαίου, είναι έτοιμοι να δεχτούν –με διαφορετικές δόσεις- έναν «καλύτερο συμβιβασμό» (δηλώσεις Χουλιαράκη), ακόμη και τον «κόφτη» συντάξεων και μισθών, προκειμένου να αποφευχθεί η έξοδος από το ευρώ. Η οποία και πάλι παρουσιάζεται ως «ανεπιθύμητη, αναποτελεσματική και ανέφικτη», που θα οδηγήσει σε «κατάρρευση της παραγωγικής δομής», όπως έγραψε τρομοκρατικά και εκβιαστικά ο ΣΕΒ σε ειδική ανακοίνωσή του (10/2/2017).
Το εργατικό και λαϊκό κίνημα, η μαχόμενη Αριστερά καλούνται να απορρίψουν και να αποκρούσουν όλους τους εκβιασμούς, όλα τα παλιά και όλα τα νέα μνημόνια. Να αντιτάξουν το δικό τους πρόγραμμα διεκδικήσεων για την προάσπιση και επέκταση των δικαιωμάτων τους, με τη διοργάνωση άμεσα μεγάλων, ενωτικών αγωνιστικών κινητοποιήσεων ενάντια στην κυβέρνηση, την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Ωστόσο, η έξοδος από το ευρώ με πρωτοβουλία του ευρωπαϊκού και ειδικά, του γερμανικού κεφαλαίου, εκτός από εργαλείο εκβιασμού και υποταγής του λαού στα νέα μέτρα, αποτελεί πλέον και μια υπαρκτή, αντιδραστική και επικίνδυνη δυνατότητα. Στην ουσία, πρόκειται για μια αστική, ιμπεριαλιστική , «από τα πάνω και προς τα πίσω» αποπομπή, που δεν έχει καμία σχέση και είναι ανταγωνιστική με μια εργατολαϊκή, αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική, «από τα κάτω και προς τα μπρος» έξοδο από το ευρώ, την οποία προβάλλει και διεκδικεί η μαχόμενη Αριστερά και το ταξικό κίνημα.
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ προτάθηκε για πρώτη φορά, μυστικά αλλά επίσημα, τον Σεπτέμβριο του 2011, από τον Β. Σόιμπλε (δηλαδή από τη γερμανική αστική τάξη), στα υπόγεια του ξενοδοχείου «Μονοπόλ» του Βρότσλαβ της Πολωνίας, όπου διεξαγόταν Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, όπως ο ίδιος ο Ευ. Βενιζέλος αποκάλυψε σε συνέντευξή του (Καθημερινή, 5/1/2015): «Στη συνάντηση αυτή […] εξετάστηκε το σενάριο μιας “φιλικής” εξόδου από το ευρώ με χρηματοδοτική στήριξη των εταίρων και με την εφαρμογή μιας δέσμης χρηματοπιστωτικών περιορισμών, όπως οι περιορισμοί στις αναλήψεις κ.ο.κ., έως ότου ολοκληρωθεί η νομισματική αλλαγή. Η απάντησή μου ήταν ότι για εμάς αυτό είναι αδιανόητο και επικίνδυνο». Από τότε, έχουν μεσολαβήσει σημαντικές εξελίξεις που δυναμώνουν αυτή την προοπτική και κάνουν πιθανή μια αστική, ιμπεριαλιστική και «από τα πάνω» έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη: το Brexit, η πολλαπλή κρίση ΕΕ και ευρωζώνης, η εκλογή Τραμπ και η αλλαγή στρατηγικής απέναντι στην ΕΕ και τη Γερμανία, η άνοδος του δεξιού και ακροδεξιού αντι-ΕΕ ρεύματος και, τέλος, η αποτυχία και του τρίτου μνημονίου να βγάλει την ελληνική οικονομία από την κρίση.
Σαν απάντηση στην κρίση της ΕΕ, η καγκελάριος Ά. Μέρκελ, στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, στη Μάλτα, δήλωσε: «θα υπάρξει μια ΕΕ πολλαπλών ταχυτήτων (όπου) δεν πρέπει να συμμετέχουν πάντα όλες οι χώρες μέλη στα ίδια στάδια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Οι δηλώσεις αυτές έγιναν μπροστά και με τη σύμφωνη γνώμη του γάλλου Προέδρου, Φρ. Ολάντ.
Από την άλλη, ο Τεντ Μάλοκ, υπό διορισμό νέος πρεσβευτής της Προεδρίας Τραμπ στην ΕΕ, προέβλεψε την «αποσύνθεση της ΕΕ», υποστήριξε ότι «το ευρώ είναι ένα λανθασμένο πείραμα» και ότι αν αυτός «εργαζόταν σε επενδυτική τράπεζα θα στοιχημάτιζε εναντίον του» (Ντερ Σπίγκελ, 4/2/2017).
Σε αυτά τα πλαίσια, ο Β. Σόιμπλε έκανε λόγο –πρώτη φορά δημόσια– για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, την περασμένη Πέμπτη: «Δεν μπορούμε να αναλάβουμε κούρεμα χρέους για μέλος του ευρωπαϊκού ενιαίου νομίσματος, αποκλείεται βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας. Για να γίνει αυτό, η Ελλάδα θα έπρεπε να αποχωρήσει από το ευρώ» (συνέντευξη στο κανάλι ARD). Ωστόσο, αυτή η προοπτική δεν βρίσκει σύμφωνη όλη τη γερμανική αστική τάξη (βλ. αντιδράσεις Ζ. Γκάμπριελ, αντικαγκελαρίου και προέδρου του SPD).
Στην Ελλάδα, τα ηγεμονικά τμήματα του κεφαλαίου, αυτή τη στιγμή, τάσσονται ακόμη υπέρ της παραμονής στο ευρώ. Αλλά, όπως σωστά επισημαίνει και ο Ν. Στραβελάκης (βλ. σελ. 15), αναπτύσσεται ήδη ένα «αστικό ρεύμα κατά του ευρώ». Δεν είναι τυχαίο, ότι για πρώτη φορά ο Ν. Μιχαλολιάκος υποστήριξε καθαρά «την επιστροφή στη δραχμή» (bankingnews.gr, 1/2/2017). Αλλά και ο γνωστός για τις αμερικανικές διασυνδέσεις του, Ν. Κουρής, με πρωτοσέλιδο τίτλο στην Kontra News: «Με ποιους πρέπει να πάμε; Με τους Άγγλους και τους Αμερικανούς, που είναι 100 χρόνια φίλοι μας και σύμμαχοί μας; Ή με τους Γερμανούς, που 100 χρόνια μας σκοτώνουν και μας ληστεύουν;».
Η μαχόμενη Αριστερά πρέπει να απορρίψει και την αστική παραμονή στο ευρώ και την αστική έξοδο από το ευρώ. Αυτή η διπλή απόρριψη δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική για το λαϊκό κίνημα με μια αγνόηση ή παραγκωνισμό του αιτήματος για έξοδο από το ευρώ, στο όνομα της ταύτισης με τον Σόιμπλε, ενός κακώς νοούμενου διεθνισμού ή της «εργατικής λαϊκής εξουσίας». Σε αυτή την περίπτωση, η μαχόμενη Αριστερά κινδυνεύει να «συμπορευθεί» άθελά της με τις ηγεμονικές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου, την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τη ΝΔ, με τμήματα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Δεν μπορεί, επίσης, να περιοριστεί ή να προβάλει μονόπλευρα τη διεκδίκηση ενός «εθνικού» νομίσματος, στο όνομα της αντίθεσης με το ευρώ, ενός κακώς νοούμενου «πατριωτισμού» ή μιας αόριστης «εθνικής κυριαρχίας». Έτσι, θα κινδυνεύει να «συμπορευθεί» άθελά της με τις ΗΠΑ, με τον Σόιμπλε, με το αστικό ρεύμα υπέρ της εξόδου από το ευρώ, ακόμη και με το ρεύμα του ακροδεξιού εθνικισμού.
Η μαχόμενη και ειδικά η κομμουνιστική Αριστερά χρειάζεται, με αυτοπεποίθηση και σιγουριά, να προβάλει το δικό της σχέδιο για μια φιλολαϊκή, αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική έξοδο από το ευρώ. Ούτε αυτό πλέον αρκεί. Χρειάζεται να κατανοήσει ότι ειδικά μετά το «σχέδιο Σόιμπλε», το αναγκαίο αίτημα για έξοδο από το ευρώ πρέπει να δένεται πιο άμεσα και βαθιά, από κάθε άλλη φορά, με το αίτημα για έξοδο από την ΕΕ. Διαφορετικά η χώρα και ο λαός της μπορεί να μετατραπούν σε μια «γερμανική αποικία» της δραχμής. Η πάλη για φιλολαϊκή έξοδο από το ευρώ, τώρα, συνδέεται πιο άμεσα και βαθιά με το αίτημα για στάση πληρωμών και την πάλη για διαγραφή του δημόσιου χρέους, για την εθνικοποίηση, κρατικοποίηση και εργατολαϊκό έλεγχο των τραπεζών και των μεγάλων ομίλων. Πάνω από όλα, πρέπει να συνδέεται πιο άμεσα και βαθιά από ποτέ με το κοινωνικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα υπέρ των μισθών και συντάξεων, υπέρ της μείωσης του χρόνου εργασίας και του χτυπήματος των ελαστικών σχέσεων εργασίας, υπέρ της φοροελάφρυνσης των λαϊκών στρωμάτων, της διαγραφής και ρύθμισης των χρεών της λαϊκής οικογένειας. Σε διαφορετική περίπτωση, η έξοδος από το ευρώ μπορεί να μετατραπεί σε τεράστιο κίνδυνο για το εισόδημα της εργατικής τάξης και του λαού.
Ασφαλώς και η μαχόμενη Αριστερά επιδιώκει μια «ειρηνική» και όσο το δυνατό πιο «ήρεμη» έξοδο από το ευρώ. Αλλά θα είναι επικίνδυνα αιθεροβάμων όποιος πιστεύει ότι μια φιλολαϊκή έξοδος από το ευρώ, με σταθερή κατεύθυνση ρήξης και αποδέσμευσης από την ΕΕ, θα γίνει με τις ευλογίες του Σόιμπλε, του Τραμπ ή της ελληνικής αστικής τάξης. Ακόμη και μια αστική έξοδος από το ευρώ, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε συνθήκες κοινωνικής «ηρεμίας». Αντίθετα, θα προκαλέσει κυβερνητική, πολιτική και «εθνική κρίση» στην ενότητα της αστικής τάξης, θα τείνει σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν επιτρέπεται, βεβαίως, να υποτιμά την κοινοβουλευτική παρουσία της. Αλλά, σε τέτοιες συνθήκες, η μάχη θα κριθεί στο δρόμο. Από αυτή τη σκοπιά, αντί για μια εκ νέου ατελέσφορη προσπάθεια «κυβερνητικής» ή «κομματικής ανασυγκρότησης» της Αριστεράς, απαιτείται η επείγουσα, ενωτική και μετωπική «ταξική ανασυγκρότηση» του εργατολαϊκού κινήματος. Για μια «έξοδο μέχρι το τέλος» από την καπιταλιστική επίθεση και βαρβαρότητα.