ΚΩΣΤΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Σημαντική αύξηση δημόσιων πόρων (εθνικών και ευρωπαϊκών) για την έρευνα, με σκοπό την επιχειρηματική αξιοποίηση<
Σημαντική αύξηση παρουσίασαν στην Ελλάδα οι δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη (Ε&Α) τη περίοδο 2011 – 2015. (Βασικοί Δείκτες Έρευνας και Ανάπτυξης για δαπάνες και προσωπικό το 2015 στην Ελλάδα. Προκαταρκτικά Στοιχεία. Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Οκτ. ’16) Το 2011 οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη ανήλθαν στα 1.391,2 εκ. ευρώ, ενώ το 2015 στα 1.683,8 εκ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε αύξηση της τάξεως του 17,4%. Συγκριτικά με το ΑΕΠ της χώρας, οι δαπάνες Ε&Α «εκτινάχθηκαν» από το 0,67% του ΑΕΠ το 2011 στο 0,96% το 2015, εξέλιξη στην οποία συνέβαλε σημαντικά και η δραστική μείωση που υπέστη το ΑΕΠ μετά το 2009. Στη διαμόρφωση της «έντασης Ε&Α» (δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης ως % ποσοστό του ΑΕΠ) στο 0,96% ΑΕΠ το 2015, συνέβαλε κυρίως η δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και ο ευρύτερος κρατικός τομέας, σε ποσοστό 0,63% του ΑΕΠ. Ο τομέας των επιχειρήσεων (συμπεριλαμβάνονται και οι ΔΕΚΟ) συνέβαλε σε ποσοστό 0,26% του ΑΕΠ, ενώ ο τομέας των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων, μόλις στο 0,01% του ΑΕΠ το 2015.
Η ενίσχυση του τομέα Ε&Α αποτυπώνεται και στα στοιχεία της απασχόλησης. Το προσωπικό (συνολικό και ερευνητές) σε δραστηριότητες Ε&Α το 2015, εμφανίζεται αυξημένο κατά 17%, συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2014. Το 2015 το συνολικό προσωπικό σε δραστηριότητες Ε&Α ανήλθε σε 50.512,2 «Ισοδύναμα Πλήρους Απασχόλησης – ΙΠΑ», ενώ οι ερευνητές σε 35.068,7 ΙΠΑ. Για τους παροικούντες σε ερευνητικά κέντρα και ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι γνωστό πως στο τομέα της έρευνας δεν υπάρχει η έννοια της «πλήρους απασχόλησης», πολύ περισσότερο με εργασιακά δικαιώματα. Ο δείκτης ΙΠΑ, ουσιαστικά μετατρέπει τα διάφορα καθεστώτα εργασίας στο τομέα Ε&Α σε «θέσεις» πλήρους απασχόλησης, προκειμένου να γίνεται αντιληπτός ο «όγκος» της απασχόλησης στο συγκεκριμένο τομέα σε κάθε χρονική στιγμή.
Βασικός «αιμοδότης» κεφαλαίων για την έρευνα στη χώρα, παραμένει το κράτος (τακτικός προϋπολογισμός και συγχρηματοδοτούμενα έργα ΕΣΠΑ), του οποίου το 2015 η συνδρομή ανήλθε στο ποσό των 887,3 εκ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 52,7% των δαπανών Ε&Α για τη συγκεκριμένη χρονιά. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε τη δραστική αύξηση του «μεριδίου» της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης στη κρατική χρηματοδότηση της Ε&Α το διάστημα 2011 – 2015, η οποία δεν «περνά» μόνο μέσα από το ΕΣΠΑ. Συγκεκριμένα, το 2015 το 43,5% της κρατικής χρηματοδότησης στην Ε&Α προήλθαν από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία (ΕΔΕΤ/ΕΣΠΑ), έναντι 18,2% το 2011. Το 2015 διατέθηκαν άλλα 169,5 εκ. ευρώ (10,1%), που κατευθύνθηκαν στην Ε&Α, με πηγή προέλευσης την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξέλιξη της χρηματοδότησης της ΕΕ στις δαπάνες Ε&Α στη χώρα, σηματοδοτεί την αυξανόμενη διείσδυση των προτεραιοτήτων της ΕΕ στο συγκεκριμένο τομέα.
Από τα προκαταρκτικά στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, αξίζει να επισημάνουμε τη διαρκώς μειούμενη συνδρομή των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων (βλ. ενδεικτικά Αρκτούρος, WWF, Ίδρυμα Θώραξ, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού κλπ) στη επιστημονική έρευνα. Το σύνολο των δεικτών που κατέγραψε το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης για τον τομέα των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων, εμφανίζει αρνητική εξέλιξη. Οι δαπάνες για Ε&Α, στο συγκεκριμένο τομέα το 2015, περιορίστηκαν κατά 28,7% των αντίστοιχων του 2014, ενώ το ερευνητικό προσωπικό τους κατά 19,6% το ίδιο χρονικό διάστημα. Η χρηματοδότηση δράσεων Ε&Α από ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, περιορίστηκε το διάστημα 2011 – 2015 κατά 73,5%(!). Τα συγκεκριμένα ιδρύματα διέθεσαν για Ε&Α το 2011 περί τα 13,9 εκ. €, έναντι μόλις 3,4 εκ. € το 2015. Την ίδια περίοδο, σχεδόν διπλασιάστηκαν οι απολαβές τους από προγράμματα ΕΣΠΑ, ενώ η δική τους χρηματοδότηση στα ερευνητικά τους προγράμματα έπεσε το 2015 σχεδόν στο 1/5 της αντίστοιχης του 2011. Τα τελευταία στοιχεία επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι τα ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα για να διατηρήσουν την ιδιαίτερα προβεβλημένη «κοινωνική» τους προσφορά, πρέπει να έχουν την υποστήριξη των δημόσιων οικονομικών. Σε αντίθετη περίπτωση η… προσφορά γίνεται ασύμφορη.
Αναφορικά με την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση τη τρέχουσα προγραμματική περίοδο 2014 – 2020, σε δράσεις έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας (ΕΤΑΚ), επισημαίνουμε ότι «… καλούνται να υποστηρίξουν πρωτίστως την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσω αναβάθμισης της παραγωγικότητας και των εξαγωγικών ικανοτήτων, και να απαντήσουν στις κοινωνικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, συμπεριλαμβανομένων της επαναβιομηχάνισης, της γήρανσης, της κοινωνικής και χωρικής συνοχής κλπ…» (σελ. 72, Σύμφωνο Εταιρικής Σχέσης 2014 – 2020, Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Μάιος 2014)
Κομβικό σημείο για την υποταγή της παραγωγής νέας γνώσης και τεχνολογίας στις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης αποτελεί η θεσμοθέτηση και η αποτελεσματική λειτουργία «διαύλων επικοινωνίας» μεταξύ των δημόσιων πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων με τις επιχειρήσεις. Η συνεργασία των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις αποτελεί διακηρυγμένο στόχο όλων των κυβερνήσεων τουλάχιστον τη τελευταία 25ετία, ο οποίος όμως παρά τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί κατά καιρούς δεν έχει καταστεί λειτουργικός στην έκταση των προσδοκιών που υπήρξαν, κυρίως λόγω των αποφασιστικών παρεμβάσεων του εκπαιδευτικού/φοιτητικού κινήματος.
Με το ΕΣΠΑ 2014-2020, η ΕΕ και οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδιώκουν να κάνουν ένα αποφασιστικό βήμα στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Ενδεικτικό της αποφασιστικότητάς τους είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση της ΝΔ –σχεδιαστής του ΕΣΠΑ 2014-2020– ανέλαβε δεσμεύσεις για νομοθετικές αλλαγές που διευκολύνουν τη συνεργασία επιχείρησης – Πανεπιστημίου, για πανεπιστημιακά συμβόλαια έρευνας για επιχειρήσεις, για την κινητικότητα ακαδημαϊκού προσωπικού μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών κ.ά (σελ. 2, Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης – ΕΣΠΑ 2014 – 2020, Παράρτημα ΙΙΙ, Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Μάιος 2014), ως βασικές προϋποθέσεις (εκ’ των προτέρων αιρεσιμότητες) για να ανοίξει η στρόφιγγα χρηματοδότησης της ΕΕ στους τομείς έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η οποία προχωρά απαρέγκλιτα στην υλοποίηση του εγκεκριμένου ΕΣΠΑ 2014–2020. Τι επόμενες εβδομάδες αναμένεται η δημοσιοποίηση της πρόσκλησης για την ενιαία δράση κρατικών ενισχύσεων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας με τίτλο «Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ.» Πληροφορίες αναφέρουν ότι στη Παρέμβαση ΙΙ, που αφορά «Συμπράξεις Επιχειρήσεων με Ερευνητικούς Φορείς», θα διατεθεί η μερίδα του λέοντος (>70%) της συνολικής Δημόσιας Δαπάνης της Δράσης, η οποία αγγίζει τα 280 εκ. ευρώ. Αναφορικά με τους θεματικούς τομείς που προκρίνονται ξεχωρίζουν αυτοί της «Υγείας και Φαρμάκων» και των «Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών», των οποίων η δημόσια δαπάνη για τον καθένα θα ξεπεράσει τα 50 εκ. ευρώ, αλλά και της «Αγροδιατροφής & Βιομηχανία Τροφίμων» και του «Περιβάλλοντος & Βιώσιμη Ανάπτυξη», των οποίων η δημόσια δαπάνη θα ξεπεράσει – συνολικά – τα 85 εκ. ευρώ. Αναμένεται να υπάρξει εξειδίκευση των επιλέξιμων ερευνητικών πεδίων σε υποτομείς, από την οποία θα προκύπτουν πιο συγκεκριμένα οι στοχεύσεις.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, σε μία προσπάθεια απόκτησης ελέγχου μέρους της χρηματοδότησης της έρευνας, προχώρησε με το νόμο 4429 (ΦΕΚ 199Α/21.10.2016) στην ίδρυση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ). Πρόκειται για νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, το οποίο ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αξίζει να σταθούμε στους σκοπούς του Ιδρύματος και ειδικότερα αυτούς πέραν της χρηματοδότησης ερευνητικών προγραμμάτων, της αγοράς ερευνητικού εξοπλισμού και της χορήγησης υποτροφιών.
Το ΕΛΙΔΕΚ σχεδιάστηκε προκειμένου να «διευκολύνει την πρόσβαση Πανεπιστημίων, ΤΕΙ και ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων στη χρηματοδότηση καινοτόμων ερευνητικών προγραμμάτων», να χρηματοδοτεί «… τη δημιουργία και λειτουργία νεοφυών επιχειρήσεων προς εκμετάλλευση ερευνητικών αποτελεσμάτων» και να «συνάπτει κάθε είδους συμβάσεις …και με φυσικά και νομικά πρόσωπα, ημεδαπά και αλλοδαπά, για την αξιολόγηση των προτάσεων χρηματοδότησης, τη διαχείριση των ερευνητικών προγραμμάτων και των λοιπών δράσεων και γενικότερα για την απρόσκοπτη υλοποίηση του σκοπού του.» (άρ. 2, ν. 4429/2016)
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι πρόκειται για έναν φορέα, ο οποίος θέλει να διευκολύνει την «αποδοτική» επικοινωνία του κρατικού τομέα, που δραστηριοποιείται στο τομέα της Ε&Α και των πανεπιστημίων, με την καπιταλιστική αγορά.
Σύμφωνα με τη τοποθέτηση του αναπληρωτή υπουργού Έρευνας και Καινοτομίας, Κ. Φωτάκη, κατά τη συζήτηση του σχετικού ν/σ στη Βουλή τον περασμένο Οκτώβρη, το ΕΛΙΔΕΚ θέλει να ενισχύσει τη βασική έρευνα ως «απαραίτητη προϋπόθεση για ποιοτικές καινοτόμες εφαρμογές με εν’ δυνάμει μεγάλη προστιθέμενη επιστημονική και οικονομική αξία.»
Το επόμενο βήμα στον κυβερνητικό σχεδιασμό αφορά «την αξιοποίηση του ερευνητικού προϊόντος, την ενθάρρυνση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας…. με τη στήριξη νεοφυών και επιχειρήσεων έντασης γνώσης.» Η κυβέρνηση σε συνεργασία με την ΕΕ προχωρά στην ίδρυση Ταμείων Συμμετοχών (TT Fund, Ταμείο Επιτάχυνσης κ.ά) στα πλαίσια του Ταμείου Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Equifund). Στόχος των Ταμείων αυτών είναι η συγκέντρωση δημόσιων και ιδιωτικών πόρων, για τη παροχή κεφαλαίων σποράς και συμμετοχών σε καινοτόμες επιχειρήσεις.
Είναι σαφές πως στην Ελλάδα της καπιταλιστικής κρίσης ο τομέας της επιστημονικής έρευνας αποκτά τεράστια σημασία για τους οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχους, οι οποίοι μέσα από την επιστημονική έρευνα προσβλέπουν στην αναζωογόνηση των κερδών τους, «καινοτομώντας» στην εκμετάλλευση της φύσης και του ανθρώπου. Όχι όμως μόνο γι’ αυτούς…
Αλλά και για τον κόσμο της εργασίας, τους νεόπτωχους, μισοεργάζομενους – μισοάνεργους, οι οποίοι υφίστανται τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς τους. Στη διατροφή τους, στην αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας, στις συνθήκες στέγασης και διαβίωσης κλπ. Όσο και αν ακούγεται υπερβολικό, σ’ ένα περιβάλλον υποχώρησης των εργατικών και νεολαιίστικων αγώνων, η κοινωνική πλειοψηφία, έχει κάθε δικαίωμα να διεκδικεί την υποταγή της επιστημονικής έρευνας στις λαϊκές ανάγκες. Επιστημονική έρευνα, η οποία χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από την αιματηρή φορολογία των ελλήνων και ευρωπαίων εργαζομένων, ενώ η πλειοψηφία αυτών που την υπηρετούν/προάγουν είναι το πιο μορφωμένο κομμάτι των νέων εργαζομένων, οι οποίοι τις περισσότερες φορές δουλεύουν με χαμηλούς μισθούς, μισοασφαλισμένοι και με αβέβαιο μέλλον.
Οι τομείς / υποτομείς της επιστημονικής έρευνας θα πρέπει να βρεθούν στο στόχαστρο της κριτικής, με κριτήριο τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας, τόσο από την μεριά των εργαζομένων σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, όσο και από τις συλλογικότητες εργαζομένων σε κάθε τομέα (υγεία, φάρμακο, νέες τεχνολογία, αγροτοδιατροφή κοκ).
Προσπάθειες εμπορευματικής αξιοποίησης αποτελεσμάτων της έρευνας θα πρέπει να τύχουν της αποφασιστικής αντίστασης από τη μεριά του εργατικού και φοιτητικού κινήματος. Έλεγχος στα ερευνητικά πεδία και στην αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων από τις συλλογικότητες του κινήματος. Μπλοκάρισμα κάθε νομοθετικής πρωτοβουλίας, αλλά και ακύρωση στην πράξη κάθε ενέργειας που υποτάσσει την εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία στην ανάγκη για ενίσχυση των κερδών των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Δουλειά με σταθερούς όρους, αξιοπρεπείς μισθούς και ασφάλιση για το σύνολο των εργαζομένων στον τομέα της έρευνας.