Συμπληρώνονται στις 12 Γενάρη δεκαεννιά χρόνια από τότε που έφυγε από κοντά μας ο σύντροφος Γιώργος Γράψας. Η πολύτιμη συμβολή του, τα θεωρητικά και πολιτικά του βήματα και η στάση ζωής του σημάδεψαν την πορεία της αριστερής διαφωνίας και κριτικής στο συμβιβασμό και την υποταγή.
Ο Γιώργος Γράψας γεννήθηκε το 1953 στο χωριό Εξάνθεια της Λευκάδας, Από τα μαθητικά του χρόνια εντάχθηκε στο αντιδικτατορικό κίνημα. Παιδί φτωχής αγροτικής οικογένειας, δούλευε από μικρός το πρωί στην οικοδομή, ενώ το βράδυ πήγαινε σε νυχτερινό σχολείο. Ήταν ένα από εκείνα τα στελέχη του αντιδικτατορικού νεολαιίστικου κινήματος που προέρχονταν από τον εργατικό χώρο, συνδυάζοντας την ταξική προέλευση, θέση και αντίληψη με την κριτική σκέψη, την ευρύτητα πνεύματος και την αστείρευτη δίψα για γνώση.
Μετά την πτώση της χούντας, συμβάλλει στην ανάπτυξη της ΚΝΕ και εκλέγεται γραμματέας της ΚΝΕ Πειραιά και μέλος του γραφείου του Κεντρικού Συμβουλίου.
Γραμματέας του Κ.Σ. της ΚΝΕ αναλαμβάνει το 1986, σε μια δύσκολη εποχή, καθώς το ρεύμα της μεταπολίτευσης λαχανιάζει, και το ΚΚΕ, όπως και όλο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, αλληθωρίζει ανοιχτά πια προς τα δεξιά.
Το 1989 θα έρθει σε ανοιχτή ρήξη με την ηγεσία του ΚΚΕ (της Κεντρικής Επιτροπής του οποίου ήταν μέλος) όταν ως γραμματέας της νεολαίας αρνήθηκε να υποταχθεί στη δεξιά, συμβιβαστική πολιτική του. Ιστορική έμεινε η απάντησή του προς την ηγεσία του ΚΚΕ «Δεν θα υπακούσουμε!»
Η «ανταρσία» της ΚΝΕ θα οδηγήσει (μετά και την αποχώρηση στελεχών και μελών του ΚΚΕ) στη δημιουργία, στις αρχές του 1990, του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ). Ο Γ. Γράψας συμμετέχει από την πρώτη στιγμή στον καθοδηγητικό πυρήνα, οργώνει όλη την Ελλάδα και δίνει μάχες για να ανοίξει ο δρόμος για τη νέα προσπάθεια. Αργότερα επιστρέφει στο επάγγελμά του, δουλεύοντας πάλι ως γυψαδόρος.
Τα τελευταία χρόνια έδωσε μια σκληρή και περήφανη μάχη εναντίον της βαριάς αρρώστιας, χωρίς να χάνει το κουράγιο του, την ελπίδα και την πίστη του για το δίκαιο αγώνα για μια νέα κομμουνιστική προσπάθεια. «Έφυγε» στις 12 Ιανουαρίου 2000, νεότατος, πριν κλείσει τα 47 του χρόνια, αντάρτης πάντα και «αρνητής φθοράς».
Συνέντευξη του Γιώργου Γράψα στον Γιάννη Προβή για το περιοδικό ΠΡΙΝ τεύχος 9, Ιανουάριος 1990 .
Στις απαντήσεις του δεν υπάρχουν συνταγές για το σήμερα ενώ κάποιες από τις απόψεις του αποδείχτηκαν ξεπερασμένες ή δεν τις δικαίωσε ο χρόνος. Όμως, ο Γιώργος Γράψας όταν έλεγε το «Φυσικά και δεν θα υπακούσω!», στις 21 Σεπτεμβρίου 1989, ήξερε καλά ότι η άρνηση του παλιού δεν αποτελεί ποτέ από μόνη της όραμα για το μέλλον. Το δικό του ΟΧΙ ήταν ένα μεγάλο ΝΑΙ για την επίμονη και επίπονη διαδικασία αναζήτησης ενός απελευθερωτικού προτάγματος για όλη την κοινωνία. Μία ανάγκη που μας συνοδεύει μέχρι σήμερα, τώρα που οι κοινωνίες όλου του κόσμου ορφάνεψαν από κάθε είδους ελπίδα αλλά θέλουν να βρουν νέους δρόμους, χωρίς όμως ακόμα να πιστεύουν ότι μπορούν να πάρουν τον κόσμο που τους ανήκει στα χέρια τους.
Ο Γιώργος Γράψας μιλάει στον Γιάννη Προβή για το νέο φορέα της Αριστεράς και για τις απόψεις των «διαφωνούντων»
Γ.Π: Γιώργο Γράψα, πριν τρεις μήνες ξαφνιάσατε την κοινή γνώμη με την «ανταρσία», όπως ονομάσθηκε, της ΚΝΕ. Σήμερα το παράδειγμα σας ακολουθούν μέλη, οπαδοί και στελέχη του ΚΚΕ, εκφράζοντας προβληματισμούς παράλληλους με τους δικούς σας. Αισθάνεστε να δικαιώνεται το εγχείρημα σας, που θεωρήθηκε από πολλούς παράτολμο;
Ασφαλώς η απόφαση μας δεν ήταν καθόλου εύκολη. Δεν πάρθηκε εν βρασμώ ψυχής, αλλά με βαθύ αίσθημα ευθύνης απέναντι στον κόσμο του ΚΚΕ και της Αριστεράς γενικότερα. Η σιωπή δεν είναι χρυσός, αλλά συνενοχή, όταν διακυβεύονται θεμελιώδη συμφέροντα του εργαζόμενου λαού και το μέλλον της ίδιας της Αριστεράς.
Το Σεπτέμβρη, πολλοί αριστεροί κατάπιναν την κυβέρνηση Τζαννετάκη, θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα τελείως πρόσκαιρο αναγκαίο κακό, που επιβάλλεται λόγω της κάθαρσης. Σήμερα, μετά την κυβέρνηση της οικουμενικής λιτότητας, φαίνεται πιο καθαρά ότι η βαλίτσα πήγαινε πολύ μακριά. Για πρώτη φορά στην ιστορία του το ΚΚΕ, όχι μόνο αδυνατεί — παλιά αμαρτία του αυτή — να προωθήσει τους στρατηγικούς στόχους του εργατικού κινήματος για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, αλλά θυσιάζει και άμεσα συμφέροντα του λαού, ελπίζοντας να διασώσει τη θέση του στο πολιτικό παιχνίδι. Δεν πρόκειται πια, απλά για λάθη, αλλά για μια πορεία μετατροπής της Αριστεράς σε καθεστωτική δύναμη. Δυστυχώς όλα δείχνουν ότι το ελατήριο τεντώθηκε τόσο που δεν γυρνάει πίσω.
Δεν χαιρόμαστε για την πορεία της ηγεσίας της Αριστεράς, αναζητώντας στη δική της χρεωκοπία την δική μας δικαίωση, θα αισθανόμαστε ότι δικαιωνόμαστε όσο συμβάλλουμε θετικά σε μια αναζωογόνηση των κοινωνικών αγώνων, στις προσπάθειες για μια νέα, μάχιμη Αριστερά.
Γ.Π: Ωστόσο, από το ΚΚΕ ισχυρίζονται ότι η πορεία σας κινήθηκε βάσει σχεδίου. Πρώτα ο Κάππος, οι Κοτζιάς, Μπατίκας, η ΚΝΕ, έπειτα οι 8 της Κ.Ε., μετά οι 15…
Δυστυχώς οι ηγεσίες της επίσημης Αριστεράς συνήθιζαν από παλιά να συνδέουν την πολιτική, περισσότερο με αστυνομικές ιστορίες και λιγότερο με λαϊκά συμφέροντα, κινήματα και ιδέες. Αν υπήρξε κάποιο σχέδιο, είναι αυτό που επινοήθηκε στον Περισσό, για τον εξοστρακισμό κάθε αριστερής διαφωνίας. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στο χρονικό των γεγονότων που οδήγησαν σε πρωτοφανή «κρούσματα», όπως την καθαίρεση ολόκληρου του Κ.Σ. της ΚΝΕ, την παραπομπή σε δίκη των υπεύθυνων του Οδηγητή της νεολαίας, τις μαζικές διαγραφές του ΚΚΕ και τόσα άλλα. Αυτά τα ξέρουν και οι πέτρες, πια. Από κει και πέρα εμείς ουσιαστικά δεν είχαμε άλλο δρόμο.
Γ.Π: Διατυπώνεται εναντίον σας η κατηγορία ότι είσθε μόνο «αντί». Αντί στην οικουμενική, αντί στη συναίνεση, αντί στον Συνασπισμό, και τελικά αντιΚΚΕ. Παραδείγματος χάριν, τι άλλο μπορούσε να κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ εκτός από το να συμμετέχει στην οικουμενική; Και, στο κάτωκάτω, δεν είναι ένα κάποιο φρένο που εμποδίζει ακόμα πιο αντιλαϊκά μέτρα αυτής της κυβέρνησης;
Ούτε αντιΚΚΕ είμαστε, ούτε και ομάδα πίεσης για ένα καλύτερο ΚΚΕ. Θέλουμε να προχωρήσουμε μαζί με την πλειοψηφία της οργανωμένης και της λαϊκής βάσης του ΚΚΕ, όχι μόνο γιατί συνδεόμαστε μαζί της με πολύχρονους συναισθηματικούς και αγωνιστικούς δεσμούς. Αλλά και γιατί παραμένει, παρά την σύγχυση της εποχής μας και την επίδραση των επιλογών της ηγεσίας τους, ο πιο ευαίσθητος — αν και όχι βέβαια ο μοναδικός — δέκτης των καινούργιων ιδεών. Αλλά, δεν έχουμε αυταπάτες για την ιστορική προοπτική του ΚΚΕ. Δεν είναι θέμα μόνο ηγεσίας. Σ’ αυτό το κόμμα έχει αποκρυσταλλωθεί, τώρα πια, μια αντιδημοκρατική δομή, και έχουν αναληφθεί σοβαρότατες δεσμεύσεις, από την αστική τάξη.
Εμείς ξεκινήσαμε μια τολμηρή προσπάθεια για μια Αριστερά, που θα οικοδομηθεί πάνω σε μια νέα πολιτική πρόταση και στρατηγική, στο ύψος των αναγκών της κρίσιμης δεκαετίας του ’90 και του σύγχρονου εργατικού μας κινήματος. Δεν ισχυριζόμαστε, βέβαια, ότι έχουμε έτοιμες, επαρκώς διαμορφωμένες, απαντήσεις. Έχουμε όμως σημαντικά στοιχεία μιας νέας αριστερής πρότασης, που τα συγκροτήσαμε και τα δοκιμάσαμε μέσα από τη θητεία μας στο αριστερό και κομμουνιστικό κόμμα και τα θεωρούμε μια αρκετά σταθερή βάση εκκίνησης διαλόγου και μάχης.
Τι μπορούσε να κάνει η Αριστερά μετά τις εκλογές; Κατά τη γνώμη μας μπορούσε και έπρεπε να αξιοποιήσει τις δυνατότητες των διερευνητικών εκλογών, όχι για να μπει συρόμενη στην οικουμενική κυβέρνηση, αλλά για να συγκροτηθεί μια πραγματική οικουμενική αντιπολίτευση του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Είχε την ευκαιρία να προβάλλει πλατιά στις κοινωνικές οργανώσεις, στη λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ και ευρύτερα στον ελληνικό λαό ένα αριστερό πρόγραμμα πάλης. Γιατί έπρεπε σώνει και καλά να γίνει κυβερνητικό συμπλήρωμα στη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ; Γιατί να μην τους αφήσει να τα βρουν οι δυο τους;
Γ.Π: Ο αντίλογος που ακούγεται είναι, ανάμεσα στ’ άλλα, ότι από τις κυβερνητικές θέσεις της, η Αριστερά θα μπορεί τουλάχιστον να εμποδίζει ακόμα πιο δραστικά αντιλαϊκά μέτρα και να προωθεί κάποιες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Όποιος θέλει το πιστεύει, ότι οι παλιές καραβάνες της αστικής πολιτικής θα μπερδευτούν από την πονηρία των ηγετών του Συνασπισμού. Πάντως οι ίδιοι κάτι ξέραν που καμάρωναν ότι αυτή η κυβέρνηση παίρνει μέτρα που δεν θα μπορούσε να πάρει οποιαδήποτε κυβέρνηση χωρίς την αριστερή συμμετοχή, δηλαδή συνενοχή.
Ίσα ίσα το αντίθετο συμβαίνει. Η Αριστερά θα μπορούσε να ‘βαζε φρένο αν είχε λυμένα τα χέρια της, αν δεν έβαζε την υπογραφή της στα νομοσχέδια που περνάνε, αν ήταν επικεφαλής μιας νέας λαϊκής συμμαχίας ενάντια στην λιτότητα και την κυβέρνηση που την υλοποιεί.
Παρά την εκλογική και πολιτική του υποχώρηση ο Συνασπισμός είχε μετά τις εκλογές μια καινούρια ευκαιρία ν’ αλλάξει την λαθεμένη πολιτική του, να ανασυγκροτηθεί και να βάλει τις βάσεις για μια επέκταση που θα υπερβαίνει τα παραδοσιακά τείχη του 1013»%. Να συναντηθεί, δηλαδή με τις νέες ριζοσπαστικές κοινωνικές δυνάμεις των μεταπολιτευτικών αγώνων. Αντί γι’ αυτό προτίμησε να κλοτσήσει τις ιστορικές ευκαιρίες και να μπει πιο βαθιά σε ένα τούνελ που τον οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε νέες, βαρύτερες ήττες.
Γ.Π:Στην Ομόνοια, όμως, φαίνονται πιο αισιόδοξοι. Ισχυρίζονται ότι με την οικουμενική αποδυναμώνεται όλη η εκστρατεία του Α. Παπανδρέου, κατά της Αριστεράς, που στηρίχθηκε στο αντιδεξιό σύνδρομο και στη συνεργασία της με τη Ν.Δ. στα πλαίσια της κυβέρνησης Τζαννετάκη.
Πρόκειται τουλάχιστον για αφέλεια. Να όμως, που ο Α. Παπανδρέου έχει τα λιγότερα προβλήματα, τις λιγότερες αμφισβητήσεις από τους τρεις πολιτικούς αρχηγούς. Δεν μας λέει τίποτα αυτό;
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε τις αντισυντηρητικές διαθέσεις του λαού και εκμεταλλεύτηκε την κυβέρνηση Τζαννετάκη στην πρώτη φάση, όπου αμυνόταν, όταν ο Συνασπισμός προσδοκούσε την διάσπαση του και το εκλογικό του ροκάνισμα. Αμυνόμενο, λοιπόν, όχι μόνο φανάτισε και συσπείρωσε τη βάση του αλλά και ενισχύθηκε. Τώρα περνάει σε μια άλλη, πιο επιθετική φάση και δεν του χρειάζονται πια τα χθεσινά όπλα. Τώρα θα πάει στις εκλογές διεκδικώντας ψήφο για να μη βγει αυτοδύναμη η Ν.Δ. «που θα μας τα πάρει όλα». Στο μεταξύ ο Συνασπισμός έχει ανατινάξει τις ίδιες τις γραμμές αμύνης του. θα σταθεί στην κάθαρση; Αιωνία της η μνήμη, ποιος τη θυμάται πια; θα σταθεί στην δεξιά πολιτική του ΠΑΣΟΚ; Αφού στην ίδια κυβέρνηση συμμετείχαν, θα προσπαθήσει να αποστασιοποιηθεί κάπως από την Οικουμενική; Μα και το ΠΑΣΟΚ το κάνει στα ζύγια. Και η Ν.Δ. το κάνει.
Γ.Π: Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία περί δεινοσαύρων της πολιτικής μας ζωής. Συμμερίζεσθε, κύριε Γράψα, την άποψη ότι η σημερινή γενιά των πολιτικών ηγετών μας, δεν είναι ικανή να οδηγήσει τη χώρα στην δεκαετία του ’90;
Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλές χώρες που να έκλεισαν τη δεκαετία του ’80 με ογδοντάρηδες πολιτικούς. Ασφαλώς, δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να συντονιστούν με τις ανάγκες της εποχής μας.
Το κυριότερο, βέβαια, δεν είναι η ηλικία των ανθρώπων αλλά η ηλικία των ιδεών και των προτύπων που επιβάλλουν. Τί να πούμε εμείς, μετά τα αποκαλυπτικότατα πρακτικά από τη σύσκεψη των τριών αρχηγών που δόθηκαν στη δημοσιότητα. Μακάρι όλος ο κόσμος να ‘χε την υπομονή να τα διαβάσει. Όλο το πνεύμα της συζήτησης ήταν πως θα περάσουν στα μουλωχτά τα μέτρα στο λαό, πως θα κρατηθούν τα προσχήματα για να μην εκτεθεί ο καθένας απέναντι στην εξαπατημένη λαϊκή του βάση.
Γ.Π:Τι θα ‘ πρέπε, κατά τη γνώμη σας, να κάνει σήμερα η ηγεσία του Συνασπισμού;
— Κοιτάξτε, όπως στρώνει κανείς, έτσι θα κοιμηθεί. Μετά από όλη αυτή την αλυσίδα των λαθών, ότι και να ‘κανε η Αριστερά θα πλήρωνε κάποιο τίμημα, εκλογικά και πολιτικά. Θα μπορούσε, όμως, να αποφύγει το χειρότερο, να διασώσει τουλάχιστον ένα πρόσωπο για το μέλλον.
Το πρώτο πράγμα που θα ‘πρεπε να κάνει η ηγεσία του Συνασπισμού, σήμερα κιόλας, θα ήταν να παραιτηθεί από την κυβέρνηση, να την καταγγείλει και να πάει με το λαό και τα συμφέροντα του.
Γ.Π: Σταθήκαμε πολύ στην κυβέρνηση Ζολώτα και τους τακτικούς χειρισμούς του ΚΚΕ. Ωστόσο οι διαφωνίες σας με το ΚΚΕ πάνε πιο μακριά…
Πολύ πιο μακριά. Η γενιά μας διαμορφώθηκε μέσα από τις εμπειρίες της αντιδικτατορικής πάλης. Του Πολυτεχνείου και των μεταπολιτευτικών λαϊκών αγώνων. Το νέο ριζοσπαστικό κύμα που ανατάραξε την Ελληνική κοινωνία μας άνοιγε πιο ανοιχτούς ορίζοντες και μας έσπρωχνε σε μια πιο επιθετική — με την καλή έννοια — πολιτική ψυχολογία. Δεν μας έγινε άγχος να ξεφύγουμε από τη γωνιά του κατατρεγμού και της παρανομίας. Έστω και διαισθητικά ψηλαφούσαμε δρόμους, για να σπάσει η Αριστερά τα ιστορικά της όρια, να συμμαχήσει και να κερδίσει την ηγεμονία, τις νέες κοινωνικές δυνάμεις που αμφισβητούσαν με τον τρόπο τους την Αμερικανοκρατία, την Δεξιά και τον ίδιο τον καπιταλισμό. Στο μεταξύ η ηγεσία της Αριστεράς δεν μπορούσε να ξεφύγει από την παρωχημένη λογική της προδικτατορικής ΕΔΑ. Δεν εννοώ μ’ αυτό το ΚΚΕ Εσωτερικού, με την περίφημη εθνική αντιδικτατορική δημοκρατική ενότητα. Και η ηγεσία του ΚΚΕ, παρότι επηρεάστηκε από το νέο ριζοσπαστικό κύμα και κράτησε ανοικτά αντιιμπεριαλιστικά μέτωπα, δεν μπόρεσε, σε κρίσιμες στιγμές να ξεκολλήσει από αυτή τη λογική, με συνέπεια να καθηλώνεται στα παραδοσιακά της όρια. Ας θυμηθούμε τις ταλαντεύσεις της γύρω από τον Καραμανλή ή την ατολμία της σε στιγμές έξαρσης απεργιακών ή φοιτητικών αγώνων ή, πάλι, τις συμμαχίες τύπου ΚΕΑ με εκφραστή του νέου πνεύματος, πότε τον κ. Θεοδωράκη, πότε τον κ. Νάση και τέλος τον κ. Κύρκο, που είναι ασφαλώς η πιο παλιά καραβάνα απ’ όλους.
Έτσι άφησε ουσιαστικά ανοικτό το δρόμο στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, που μπόρεσε να εκφράσει το μεγαλύτερο μέρος των νέων δυνάμεων της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων που μπήκαν στο αγωνιστικό προσκήνιο. Και, τελικά, κατέληξε να συρθεί πίσω από αυτήν.
Οι διαφωνίες μας επεκτείνονται στην καρδιά της στρατηγικής για την σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας.
Ειδικά σήμερα ζούμε μια νέα ιστορική περίοδο του διεθνούς ιμπεριαλισμού, την περίοδο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, όπου συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές στην ίδια την δομή αυτών των κοινωνιών. Η εξάρτηση και της χώρας μας από τις Δυτικές μητροπόλεις περνάει όχι μόνο, και όχι κυρίως, μέσα από την ξένη πολιτικοστρατιωτική παρουσία, όσο από τα δάνεια, το ξεπούλημα των επιχειρήσεων στο πολυεθνικό κεφάλαιο, την υποταγή της χώρας σε ένα νέο ληστρικό καταμερισμό εργασίας. Η εξάρτηση, δηλαδή, πολύ περισσότερο από χθες, δεν είναι ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό, ένα καρκίνωμα του Ελληνικού καπιταλισμού, αλλά οργανικό στοιχείο, εδραιωμένο στις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις. Η σύγχρονη αντιιμπεριαλιστική πάλη, αποκτά νέο ποιοτικά περιεχόμενο.
Η απαλλαγή της χώρας μας απ’ την εξάρτηση συνδέεται άμεσα με όλους τους κοινωνικούς στόχους της σοσιαλιστικής αλλαγής και δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο αν η εργατική τάξη κατακτήσει τον ηγετικό της ρόλο στα πλαίσια ενός καινούργιου λαϊκού συνασπισμού.
Πολύ περισσότερο, βέβαια, μια επαναστατικά ανανεωμένη Αριστερά, χρειάζεται να ξεφύγει απ’ τη λογική της βαθμιαίας μετάβασης στον σοσιαλισμό μέσα από «επί μέρους, κρίσιμες ρήξεις», όπως είπε πρόσφατα ο κ. Κύρκος, θυμίζοντας τον «μαχητικό ρεφορμισμό» του Ακίλε Οκέττο. Ανώτατα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ δείχνουν να γοητεύονται από μια τέτοια προοπτική σοσιαλδημοκρατικοποίησης του προγράμματος του κόμματος και να ετοιμάζουν κάτι τέτοιο ενόψει του 13ου Συνεδρίου, αντιγράφοντας και ορισμένους σύγχρονους Σοβιετικούς θεωρητικούς. Ένα Μαρξιστικό εργατικό κίνημα δεν μπορεί να διαλέγει αυθαίρετα την επανάσταση ή την μεταρρύθμιση.
Τέλος, μια νέα αριστερή στρατηγική χρειάζεται και μια καινούργια αντίληψη για τον διεθνισμό. Ό,τι και να πούμε για το σήμερα, την εποχή της ραγδαίας διεθνοποίησης στον κόσμο, της ολοκλήρωσης στη Δύση και του εθνικιστικού πυρήνα στην Ανατολή, θα ναι λίγο. Βέβαια, και ο Ευρωκομμουνισμός μιλούσε για την αυτονομία του από την Μόσχα, για να καταλήξει σε μια χειρότερη εξάρτηση από την «δική του» αστική τάξη. Ο νέος διεθνισμός του ’90 σημαίνει, όχι μόνο νάχουμε τον δικό μας λόγο για ό,τι συμβαίνει στις άλλες χώρες, αλλά κυρίως να έχουμε την δική μας αγωνιστική παρουσία σε όλα τα μεγάλα παγκόσμια προβλήματα, που καθορίζουν, τελικά και την δική μας μοίρα, σε ενιαίο μέτωπο με όλες τις αντιιμπεριαλιστικές και σοσιαλιστικές δυνάμεις του πλανήτη.
Γ.Π:Θέσατε πολλά και μεγάλα προβλήματα. θα μπορούσε όμως κάποιος να σας χαρακτηρίσει σαν τους τελευταίους των ρομαντικών ή των δογματικών. Εδώ, κομμουνιστικά κόμματα εξουσίας αυτοκαταργούνται, ο Γκορμπατσόφ μιλάει για προτεραιότητα των οικουμενικών προβλημάτων απέναντι στα ταξικά, η Μάλτα αντικαθιστά την Γιάλτα, κι εσείς επιμένετε στην κοινωνική επανάσταση;
—Είναι η μοίρα κάθε καινούργιου κινήματος να χαρακτηρίζεται στα πρώτα του βήματα Δονκιχωτικό. Βλέπετε, οι δογματικοί κάθε είδους έχουν την τάση να κολλάνε σε μια κατάσταση πραγμάτων και να την θεωρούν αιώνιο νόμο της Ιστορίας. Κι όταν αλλάζει η κατάσταση, να περνούν από τον ένα δογματισμό στον διαμετρικά αντίθετο του. Έτσι γίνεται σήμερα και με τις ηγεσίες των παλιών κομμουνιστικών κομμάτων. Από την ανιστόρητη μέρα με τη μέρα υμνολογία του υπαρκτού σοσιαλισμού, πέφτουν σε ένα ιδεολογικό αμυντισμό, σε μια άτακτη υποχώρηση και επίδειξη ανανεωτικής πλειοδοσίας προς τα δεξιά.
Γ.Π:Για ποιο σοσιαλισμό, όμως, μιλάτε κ. Γράψα, μετά από αυτή την πλημμυρίδα των αλλαγών στην Ανατολική Ευρώπη; Με την ευκαιρία, σας κατηγορούν ότι κρατάτε αποστάσεις από την περεστρόικα και γενικά από αυτές τις αλλαγές, επιμένοντας σε παρωχημένες θέσεις.
Δεν μπορούμε να πάρουμε σωστή θέση απέναντι στις ιστορικές, πραγματικά, αλλαγές αν αντικαταστήσουμε τους θεούς με δαίμονες.
Ό,τι και να γίνει η Ιστορία δεν θα ξεχάσει τη μεγάλη συμβολή των χωρών που αποπειράθηκαν να κινηθούν προς τον σοσιαλισμό, στην υπόθεση της παγκόσμιας Ειρήνης, των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και της ανατροπής της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης. Φυσικά αυτά τα μεγάλα και συχνά ηρωικά άλματα προς το μέλλον δεν έγιναν χάρη στις γραφειοκρατικές ηγεσίες αλλά χάρη στις επαναστάσεις και τους λαούς, παρά την ύπαρξη και την πολιτική αυτών των ηγεσιών. Η κίνηση προς τα μπρος, όμως, ανακόπηκε και από ένα σημείο και πέρα αντιστράφηκε, και λόγω των εσωτερικών αντιφάσεων και παραμορφώσεων αυτών των κοινωνιών και λόγω του διεθνούς συσχετισμού και της πίεσης του ιμπεριαλισμού. Σήμερα, χωρίς την γρήγορη επαναστατική αναδιοργάνωση αυτών των χωρών στην κατεύθυνση της εργατικής δημοκρατίας, η ίδια τους η ύπαρξη μπαίνει σε αμφισβήτηση.
Ταχθήκαμε από την πρώτη στιγμή υπέρ της περεστρόικα, διατηρώντας το δικαίωμα μας να στεκόμαστε κριτικά απέναντι της. Σήμερα φαίνεται πως διαμορφώνονται τρεις τάσεις στην ΕΣΣΔ και γενικά στις σοσιαλιστικές χώρες. Αυτή που προσπαθεί να αναπαλαιώσει απλώς το παλιό, αυτή που ανοιχτά υιοθετεί την ενσωμάτωση στη Δυτική οικονομία και αυτή που ανιχνεύει δύσκολους δρόμους για την επαναστατική ανανέωση του σοσιαλισμού. Με αυτήν τασσόμαστε αλληλέγγυοι, ξέροντας, βέβαια, ότι δεν έχει κατακτήσει ακόμα επαρκή συνείδηση και δύναμη για να σφραγίσει τις εξελίξεις.
Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Κάποτε είναι και τενεκές. Να θυμίσουμε, ότι μέχρι πρότινος ο κ. Κύρκος στήριζε στις ελπίδες του για έναν ανανεωμένο σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, στον… Τσαουσέσκου;
Τις προάλλες, ο Γρηγόρης Φαράκος χαρακτήρισε τις αλλαγές στην Ανατολή «επανάσταση μέσα στην επανάσταση», που ενισχύει το ελκτικό πρόσωπο του σοσιαλισμού. Και αναρωτιόμαστε: Όταν στην Πολωνία τα κομματικά γραφεία γίνονται καμπαρέ και στην Ουγγαρία ο Μάξγουελ αγοράζει την εφημερίδα της κυβέρνησης, είναι κι αυτά «επανάσταση μέσα στην επανάσταση»;
Στο ερώτημα, λοιπόν, «με ποιους είμαστε», απαντάμε χωρίς ενδοιασμούς: Είμαστε με την περεστρόικα των κινημάτων! Με την περεστρόικα, δηλαδή, που θα φέρουν τα ίδια τα λαϊκά κινήματα στην κοινωνία, αφού πρώτα πραγματοποιήσουν τη δική τους περεστρόικα στο εσωτερικό τους, αποκτώντας σαφή συνείδηση για την σοσιαλιστική αναγέννηση. Με την περεστρόικα, τέλος, που χρειάζεται το ίδιο το εργατικό κίνημα της Δύσης, κι όχι μόνο της Ανατολής.
Γ.Π: Για να ξανάρθουμε στα δικά μας. Πώς βλέπετε να διαγράφεται το μέλλον του εγχειρήματος σας; Αρκετά ακούγονται για νέο πολιτικό φορέα.
Η ανάγκη για ένα νέο πολιτικό φορέα της Αριστεράς είναι κάτι παραπάνω από επιτακτική. Δεν υποτιμάμε βέβαια τις δυσκολίες. Ούτε το διεθνές κλίμα είναι ευνοϊκό, ούτε η σιωπή και η παραπληροφόρηση γύρω από τη δράση μας είναι αμελητέες. Ωστόσο το νέο αριστερό ρεύμα που διαμορφώνεται είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να εκφράσει σήμερα τα άμεσα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των εργαζομένων, απέναντι στη σημερινή αναδιάρθρωση του συστήματος και να δώσει θετική διέξοδο στις αγωνίες των αριστερών αγωνιστών.
Το πρόβλημα μας, βέβαια, δεν είναι να φτιάξουμε άλλη μια κομματική σφραγίδα δίπλα στις άλλες, αλλά να βάλουμε σταθερά θεμέλια για να οικοδομήσουμε μια νέα ισχυρή Αριστερά, ικανή να παίξει σοβαρό ρόλο και να αλλάξει το σκηνικό στη δεκαετία του ’90. Ο νέος φορέας θα οικοδομηθεί όχι μέσα από εσωτερικές διαδικασίες, αλλά μέσα στις κοινωνικές μάχες και στα μεγάλα πολιτικά γεγονότα που βρίσκονται μπροστά μας. Ήδη έχουν αρχίσει να δημιουργούνται, με πρωτοβουλία αγωνιστών της Αριστεράς, πολιτικές και συνδικαλιστικές κινήσεις με στόχο τη μάχη κατά της λιτότητας και της ακρίβειας, την παρέμβαση στους Δήμους, τις πολιτικές εξελίξεις, τη διαμόρφωση αριστερών εναλλακτικών προγραμμάτων κ.λπ. Μέσα από αυτή την πορεία συσπειρώνονται και διευρύνονται οι δυνάμεις που θα τροφοδοτήσουν και θα διαμορφώσουν το νέο πολιτικό φορέα.
Γ.Π: Αν κατάλαβα καλά, σε αυτή τη φάση συγκεντρώσατε την προσοχή σας στον χώρο της επιρροής του ΚΚΕ.
Είναι φυσικό, η βάση του ΚΚΕ να είναι πιο δεκτική στα μηνύματα μας, αφού έχουμε κοινές ιστορικές καταβολές και στενούς αγωνιστικούς δεσμούς. Ωστόσο, προσδοκάμε να συναντηθούμε και με άλλους αριστερούς αγωνιστές και πριν απ’ όλα με ένα σημαντικό τμήμα της ριζοσπαστικής βάσης του ΠΑΣΟΚ. Οι κινήσεις που διαμορφώνονται φιλοδοξούν να οικοδομούν ένα καινούργιο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο στη βάση άμεσων στόχων για την αναχαίτιση της λιτότητας, της εξάρτησης και της συντηρητικής πολιτικής. Προϋπόθεση, βέβαια, είναι η χειραφέτηση των αριστερών και προοδευτικών ανθρώπων που συγκεντρώνουν, από τις ηγεσίες και τις επιλογές του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού.
Αν και βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή, τα γεγονότα μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε. Εννοώ και τις πολιτικές συγκεντρώσεις και τις πρώτες κινήσεις και τις αντίστοιχες παρατάξεις σε συνδικαλιστικούς χώρους. Και, ασφαλώς, αναφέρομαι και στην πορεία της ΚΝΕ.
Γ.Π:Μια και μιλήσαμε για την ΚΝΕ, ποιος θα είναι ο ρόλος της στη δημιουργία του νέου φορέα;
Χωρίς αμφιβολία, η ΚΝΕ θα αποτελέσει μια από τις κυριότερες συνιστώσες του. θα πάρει μέρος σε όλες τις δραστηριότητες, τις μάχες, τους προβληματισμούς και τις διαδικασίες που θα οδηγήσουν στη συγκρότηση του. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια υπόθεση που θα προχωρήσει ερήμην της ΚΝΕ, η οποία θα κληθεί εκ των υστέρων απλώς να την υποστηρίξει. Το μεγάλο και αξιόλογο δυναμικό που διαθέτει, η μαχητικότητα και δημιουργική διάθεση των μελών της, της δίνουν δικαιωματικά ένα τέτοιο ρόλο.
Ταυτόχρονα, η ΚΝΕ θα διατηρήσει πλήρη οργανωτική αυτοτέλεια και πλατιά περιθώρια πολιτικής πρωτοβουλίας, δεν πρόκειται δηλαδή, σε καμιά περίπτωση να απορροφηθεί από τον φορέα. Βλέπουμε στο πρόσωπο της νεολαίας μια σχετικά ενιαία και αυτοτελή κοινωνική δύναμη, που στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες εμφανίζεται σαν ο κυριότερος εν δυνάμει σύμμαχος του εργατικού κινήματος. Αν το παλιό κομμουνιστικό κίνημα χαρακτηριζόταν από μια καχυποψία κι ένα λανθάνοντα ή ανοιχτό πατερναλισμό απέναντι στη νεολαία, εμείς θέλουμε να επιστρέψουμε, με σύγχρονους όρους, στη Λενινιστική πολιτική, που ενθαρρύνει την αυτενέργειά της και δεν μπερδεύει την ιδεολογικήπολιτική καθοδήγησή της με την μετατροπή της σε υποβαθμισμένο εξάρτημα του κομματικού μηχανισμού.
Γ.Π:Μιλήσαμε για στόχους που πάνε πολύ μακριά, φαίνεται πιθανό όμως ότι πολλά θα κριθούν πολύ σύντομα. Οι εκλογές είναι κοντά μας. θα πάρετε μέρος σ’ αυτές; Και ποιες είναι οι φιλοδοξίες σας;
Δεν έχουμε δικαίωμα να μην πάρουμε μέρος σ’ αυτές τις εκλογές, θα ‘ταν σα να αφήναμε στον αέρα μια μεγάλη κατηγορία αγωνιστών που περιμένει μια νέα αριστερή πνοή, μια καινούργια ελπίδα.
Στο μικρό αυτό διάστημα μέχρι τις εκλογές μπορούν να γίνουν πολλά. Ο άμεσος πολιτικός μας στόχος είναι να διαμορφωθεί, επιτέλους, ένα καινούργιο ανεξάρτητο αριστερό μέτωπο, μια πραγματική αριστερή αντιπολίτευση στη λιτότητα, τη δεξιά πολιτική, τον δικομματισμό, θα είναι η αρχή για μια ανάκαμψη του λαϊκού μας κινήματος, για την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών. Και πιστεύουμε ότι αυτή η μάχη μπορεί να κερδηθεί και πολιτικά και εκλογικά. Να διαμορφωθεί μια νέα δύναμη με αισθητή επίδραση και στο γενικό πολιτικό επίπεδο και στο μαζικό λαϊκό κίνημα. Η Ελλάδα μπορεί να ξαφνιάσει και πάλι, αυτή τη φορά όμως με θετικό τρόπο.
Ξέρουμε, βέβαια, ότι υπήρξαν στο παρελθόν προσπάθειες ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος που δεν είχαν αίσια έκβαση. Όμως οι καιροί έχουν αλλάξει. Ποτέ η κρίση των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων δεν ήταν τόσο κραυγαλέα. Ποτέ οι δυνάμεις ης επαναστατικής ανανέωσης δεν ήταν τόσο ώριμες. Είναι η ώρα της τόλμης, όπου το «ποτέ» γίνεται «τώρα»!