Γιώργος Τσαντίκος
Πριν από έξι χρόνια, όταν η κρίση ήταν ακόμα στο ξεκίνημά της (ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε), ένα από τα μεγαλύτερα μυθεύματα ήταν «η επιστροφή στις ρίζες και στη σεμνή φτώχια», ή αλλιώς, η αποδοχή κάθε ενοχικού συναισθήματος «εμείς φταίμε για την κρίση» και η αναζήτηση μιας νέας αρχής με την «επιστροφή στο χωριό». Παρότι ένας αριθμός ανθρώπων, κυρίως μέσης ηλικίας, επιχείρησε μια τέτοια επανεκκίνηση που συχνά συνδυάστηκε με αναθεώρηση της εργασιακής τους κατάστασης, το ρεύμα, όχι μόνο δεν εκφράστηκε ως τέτοιο, αλλά ανατράπηκε πολύ σύντομα. Η επιστροφή στις ρίζες δεν μπόρεσε να αντιπαρέλθει το γεγονός ότι ο κόσμος της δουλειάς σταδιακά και μεθοδικά μπήκε στο στόχαστρο και ρημάχτηκε, ενώ φυσικά το βασικό αίτιο της κρίσης δεν ήταν ότι ο μέσος άνθρωπος «περνούσε καλά», καθώς και αυτό ήταν συχνά υπό αμφισβήτηση.
Σήμερα, η ελληνική περιφέρεια ζει μια νέα φυγή προς το κέντρο και στο εξωτερικό, εκφραζόμενη κυρίως στις ηλικίες γύρω και πάνω από τα τριάντα. Η μετανάστευση των Ελλήνων και Ελληνίδων προς το εξωτερικό, είναι εικόνα που επιστρέφει από το παρελθόν, με ποιοτικές αλλαγές αλλά και κοινά σημεία. Και τα δύο φαινόμενα είναι πλέον μαζικά, ειδικά στα πιο δραστήρια παραγωγικά πεδία ηλικιών. Η υποκρισία της εξουσίας και των υποστηλωμάτων της τα τελευταία χρόνια είναι επίσης τεράστια: «Θρηνούν» και «προβληματίζονται» οι κυβερνήσεις που συναποφάσισαν με τους δανειστές, ότι οι νέοι εργαζόμενοι είναι ακόμα πιο αναλώσιμοι και κακοπληρωμένοι από τους μεγαλύτερους σε ηλικία και «αναζητούν λύσεις» οι τοπικοί ιδεολόγοι και τα think tanks της «απασχολησιμότητας» και της «εργασιακής ευελιξίας» που αντικατέστησαν τον όρο «εργασία» και το περιεχόμενό του, διαλύοντας κάθε εργατικό δικαίωμα.
Το φαινόμενο δεν περιορίζεται χρονικά στα «μνημονιακά» χρόνια, αλλά τώρα εμφανίζεται σε έξαρση, η οποία πλέον καθιστά λειτουργικό και ακριβή τον όρο «μετανάστευση». Εάν εξεταστεί αναλογικά με τις προηγούμενες περιόδους μετανάστευσης στη χώρα και θεωρήσουμε ότι το χρονικό εύρος είναι μια δωδεκαετία περίπου, τώρα, είμαστε κάπου στη μέση του. Επίσης, μπορεί οι ποιοτικές αλλαγές να είναι σημαντικές σε σχέση με την προηγούμενη εμφάνιση του φαινομένου στην Ελλάδα, αλλά ας μην πιστεύουμε ότι έχουν δα τόσο μεγάλη διαφορά από τα τραπεζάκια συλλογής αιτήσεων για τη Γερμανία και την Αυστραλία, έξω από δημόσια κτίρια…
Η πληγή της μετανάστευσης άνοιξε πάλι
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, από το 2010 έχουν φύγει από την Ελλάδα προς αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό 332.572 άνθρωποι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εξωτερικών, όπως κατατέθηκαν στον κοινοβουλευτικό έλεγχο πριν από μερικές βδομάδες. Το φαινόμενο όμως είναι πολύ βαθύτερο και ποιοτικότερο από τους αριθμούς, για διάφορους λόγους.
Πρώτον, γιατί αποδεικνύεται στην πράξη ότι μαζί με το ιδεολόγημα της «επιστροφής στα λίγα και καλά», κατέρρευσε και κάθε θεωρία που στήριξε την κρίση μόνο στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες εντός συνόρων, προσπαθώντας να την ανάγει σε «κρίση συνηθειών και κακών πρακτικών» των εργαζόμενων και όχι σε κρίση του καπιταλισμού, όπως είναι στην πραγματικότητα.
Δεύτερον, γιατί αποδεικνύεται ότι το παρόν και μέλλον της εργασίας στην Ελλάδα είναι ζοφερό. Οι μισθοί μειώνονται διαρκώς, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με τον δεύτερο να εξελίσσεται σε κανονική κόλαση για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες. Εκτός από τους πενιχρούς μισθούς, οι απαιτήσεις επιτυχημένων και μη επιχειρήσεων είναι σχεδόν εξωπραγματικές, σε ό,τι αφορά τα ωράρια, τους όρους εργασίας, ακόμα και την ασθένεια, την εγκυμοσύνη κ.λπ.
Τρίτον, γιατί το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι ακόμα πιο έντονο, καθώς αυτοί οι αριθμοί είναι οι επίσημοι και προκύπτουν από τα στοιχεία του υπουργείου Εξωτερικών, όπως τα συλλέγει από τις διάφορες πρεσβείες ανά τον κόσμο. Δεν σημαίνει όμως ότι όλοι οι Έλληνες που φεύγουν στο εξωτερικό δίνουν το παρών στις ελληνικές προξενικές αρχές, ούτε ότι όλες οι ξένες υπηρεσίες μετανάστευσης έδωσαν στοιχεία στο ελληνικό υπουργείο. Ο αριθμός συνεπώς, είναι μεγαλύτερος και έχει ποιοτικά στοιχεία, όπως τα παραδείγματα όσων αυτά τα έξι χρόνια δούλεψαν για μικρότερα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό, έφυγαν και ξαναγύρισαν (ή και όχι), αλλά και ποιοι εξ αυτών, σε κάποιες περιπτώσεις, έχουν πάει ως προπτυχιακοί φοιτητές. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία της έρευνας της Τράπεζας της Ελλάδας που ανακοινώθηκαν το περασμένο καλοκαίρι, πριν την κοινοβουλευτική απάντηση του υπουργείου Εξωτερικών στις σχετικές επερωτήσεις, ο αριθμός ήταν 427.000, καταμετρώμενος όμως από το 2008 και μετά. Και εκείνη η έρευνα ωστόσο, παρατηρούσε ότι το 2013, τη χρονιά που υποτίθεται πηγαίναμε… φουλ για ανάπτυξη και όλα «ξημέρωναν καλύτερα» με τις μνημονιακές συμφωνίες και τις απολύσεις σε ΕΡΤ και εκπαίδευση που πέταγαν στο δρόμο χιλιάδες εργαζόμενους, ο μέσος όρος μετανάστευσης τριπλασιάστηκε και το φαινόμενο δεν γνώρισε ύφεση ούτε το επίσης «αναπτυξιακό» 2014, ούτε φυσικά το «πρώτη φορά αριστερό» 2015.
Αιτίες; Αν θυμάστε, η 6η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου του 2012 έκοβε 32% επιπλέον από τους μισθούς των εργαζόμενων κάτω των 25 ετών. Τον δε Ιούλιο του 2014, η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε συνταγματική αυτή την απόφαση της κυβέρνησης Παπαδήμου και του δεύτερου μνημονίου. Τον ίδιο χρόνο καταγράφηκαν 4.480 αναχωρήσεις νέων 18-25 ετών μόνο προς Γερμανία και το 2013, 1.526 άδειες μόνιμης παραμονής για Έλληνες στις ΗΠΑ. Προφανώς, δεν είναι γραμμική η σχέση αποφάσεων – φαινομένων, αλλά μόνο περί συμπτώσεων δεν πρόκειται. Οι αντιστοιχίες είναι ανελέητες. Αυτοί που αναζητούν αλλού δουλειά κατατάσσονται ηλικιακά στο πιο «προσφιλές» κομμάτι του επίσημου ποσοστού ανεργίας στην Ελλάδα.
Από τις χώρες υποδοχής, τη μερίδα του λέοντος έχει ο ευρωπαϊκός βορράς: Στην Αγγλία πήγαν το α’ τρίμηνο του 2016 συνολικά 3.881 Έλληνες και Ελληνίδες, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τον Αριθμό Κοινωνικής Ασφάλισης. Στη Γερμανία, το 2015 μετανάστευσαν 28.256 άνθρωποι από την Ελλάδα, ενώ στις ΗΠΑ περίπου 1.400 άτομα, το 2014 και άλλοι 477 το 2015 ζήτησαν άδεια μόνιμης παραμονής στον Καναδά. Συνολικά 5.000 μετοίκησαν στην Ελβετία μέσα στην εξαετία, 32.000 στην Κύπρο και 8.000 στην Ολλανδία. Αντίστοιχα, 1.900 περίπου στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και 500 στο Κουβέιτ. Και προς μεγάλη απογοήτευση των «ακροκεντρώων νεοφιλελεύθερων», 29 άνθρωποι θεώρησαν ότι θα βρουν καλύτερο μέλλον στην Κούβα, από ό,τι στη μνημονιακή Ελλάδα…
Φυσικά, υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις στο φαινόμενο που προβληματίζει και τους «αυτουργούς» του, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις δομές της. Εκεί, επιχειρείται η αφαίρεση κάθε ταξικού αιτίου και λόγου που οδηγεί, ειδικά τους νέους και τους πτυχιούχους στη μετανάστευση και την αναζήτηση εργασίας εκτός της χώρας καταγωγής τους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Πανεπιστημίου του Βίλνιους, στη Λιθουανία, ισχύει περίπου ότι οι πτυχιούχοι πηγαίνουν κάπου αλλού και ξαφνικά, αποκτούν τα μέσα παραγωγής, κάτι που δεν μπορούν να το πετύχουν στη χώρα τους επειδή δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες. Αυτές από την πλευρά τους περιγράφονται «ειδυλλιακές» και η ανεργία ή η κακοπληρωμένη εργασία εξηγούνται ως συμπτώσεις: αν είσαι πυρηνικός επιστήμονας και δεν έχει πυρηνικά εργοστάσια για να δουλέψεις, πήγαινε όπου έχει και θα είσαι… βασιλιάς. Η χαίνουσα κρισιακή πληγή του καπιταλισμού ωστόσο, πλέον δεν εγγυάται για καλύτερη και μονιμότερη εργασία ακόμα και σε χώρες προορισμού, όπως η Γερμανία ή οι ΗΠΑ. Ο ένας στους πέντε περίπου επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από κάποιο διάστημα, αφού αποτυγχάνουν να βρουν δουλειά.
Δύο ακόμα σημεία αξίζουν μεγαλύτερη προσοχή. Το ένα, είναι ότι οι έλληνες εργαζόμενοι δεν φεύγουν απλώς γιατί «παράγουμε περισσότερους πτυχιούχους από όσους έχουμε ανάγκη», αλλά εξαιτίας της γενικότερης «no future» εργασιακής συνθήκης στην Ελλάδα. Ο ΟΟΣΑ με έρευνές του υποστηρίζει ότι το ποσοστό των πτυχιούχων στην Ελλάδα είναι μικρότερο κατά 3% περίπου από το μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε., τόσο γενικά, όσο και στις ηλικίες 25-64. Έτσι και αλλιώς, ένα σοβαρό θέμα που θα έχει να αντιμετωπίσει σύντομα η ελληνική κοινωνία είναι η επανεμφάνιση των διαρροών στην εκπαίδευση, τόσο στη βασική, όσο και στην πανεπιστημιακή, για λόγους οικονομικοκοινωνικούς. Το δεύτερο είναι ότι ακόμα και κάποιοι από τους προορισμούς «μυρίζουν» εξάπλωση του ελληνικού κεφαλαίου σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Στη Ρουμανία για παράδειγμα, παρότι δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία μετανάστευσης, υπολογίζεται ότι λειτουργούν 1.250 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, με περσινά στοιχεία. Αντίστοιχα, στο Κουβέιτ, στο Κατάρ και τα ΗΑΕ, όπου δραστηριοποιούνται και ελληνικές κατασκευαστικές εταιρίες, υπολογίζεται ότι μέσα σε έξι χρόνια μετοίκησαν περίπου 4.000 άτομα από την Ελλάδα.
Έτσι και αλλιώς όμως, δεν είναι όλοι οι νέοι έλληνες μετανάστες και μετανάστριες πτυχιούχοι. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων που καταφεύγουν ειδικά στη Γερμανία είναι εργάτες. Επίσης, δεν είναι δεδομένος κανένας «εργασιακός παράδεισος» ακόμα και στην ηγεμονεύουσα την Ε.Ε. Γερμανία. Το 2014, κεντρικό θέμα σε εκπομπή του ARD, του δημόσιου τηλεοπτικού σταθμού, ήταν 23 έλληνες εργάτες σε «μεταβατική φάση» που έμεναν σε ένα υπόγειο, μοιραζόμενοι ένα ντους, ενώ ήταν απλήρωτοι για μήνες. Φυσικά, η μαύρη εργασία και οι ελαστικές σχέσεις, ακόμα και σε εξειδικευμένο προσωπικό, δεν είναι άγνωστες λέξεις. Ούτε φυσικά η υπενοικίαση εργαζόμενων από εταιρίες, οι οποίες παίρνουν έως και το 22%, ούτε ακόμα οι minijobs των μισθών πείνας, η απλήρωτη υπερεργασία την οποία οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες καλούνται να συνυπογράψουν πολύ συχνά, με προσωπικά εργασιακά συμβόλαια, απούσης συλλογικής σύμβασης εργασίας. Φυσικά, το καθεστώς ημιεργασίας μειώνει πολύ τα ποσοστά ανεργίας (4,2% στη Γερμανία), χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι επιβιώνουν με αξιοπρέπεια.
Πτυχιούχοι – σύγχρονοι προλετάριοι φεύγουν από την Ελλάδα
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής μετανάστευσης, είναι το μορφωτικό επίπεδο των ανθρώπων που αναζητούν αλλού μια καλύτερη τύχη. Από τους 185.000 περίπου πτυχιούχους που έχουν φύγει από την Ελλάδα από το 1990 και μετά (σύμφωνα με στοιχεία του Πανεπιστημίου Μακεδονίας), οι 140.000 περίπου έχουν μεταναστεύσει από το 2010 και μετά. Ενώ στη δεκαετία του ’80 οι περισσότεροι έλληνες μετανάστες διέθεταν μόνο απολυτήριο λυκείου, από το 2000 και μετά το 75% των ανθρώπων που φεύγουν από την Ελλάδα είναι πτυχιούχοι πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Το 73% έχει μεταπτυχιακό τίτλο, το 51,2% (και) διδακτορικό. Σε αυτούς τους αριθμούς δεν περιλαμβάνονται οι έλληνες φοιτητές σε πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Και σε αυτό τον τομέα όμως, το επίπεδο της υποκρισίας των «ανησυχούντων» είναι υψηλότατο, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι ένας από αυτούς είναι ο πρώην υπουργός Οικονομίας Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος υπογράφει την περσινή έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας και παρατηρεί μια σειρά αρνητικές επιπτώσεις της φυγής πτυχιούχων, που μερικές της αιτίες φέρουν την υπογραφή του.
Οι μεταπτυχιακοί και υποψήφιοι διδάκτορες, ακόμα και οι μεταδιδάκτορες στα ελληνικά πανεπιστήμια, παρότι εδώ και χρόνια εργάζονται κανονικά στα διάφορα εργαστήρια, βιβλιοθήκες, πανεπιστημιακά ινστιτούτα, το κάνουν σχεδόν τζάμπα και ανασφάλιστοι. Στην καλύτερη περίπτωση και στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, υποχρεώνονται να μοιράζονται στα δύο (ή και στα τρία) τα χρήματα που προβλέπονται για έναν ερευνητή, από προγράμματα, ενώ ο υπεύθυνος καθηγητής ανάγεται πλέον σε κανονικό αφεντικό που διανέμει… ημιμισθίες. Υπό αυτές τις συνθήκες και με τη «σύνδεση πανεπιστημίων με την αγορά» η οποία συμβαίνει όπως την οραματίστηκαν οι θιασώτες των διάφορων κατά καιρούς TINA και «μεταρρυθμίσεων», είναι απόλυτα λογικό οι πτυχιούχοι να αναζητήσουν αλλού εργασία.
Παρά τον πλειοψηφικό χαρακτηριστικό του φαινομένου πάντως, αυτό δεν περιορίζεται απλώς στα όρια του «brain drain». Δεν σημαίνει ότι όλοι και όλες καταφεύγουν σε ακαδημαϊκούς χώρους για την αναζήτηση εργασίας, έστω και αν είναι πτυχιούχοι. Έτσι και αλλιώς, μόνο το 2013 μετανάστευσε (σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας), το 2% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας, με τους μισούς, να είναι στις πιο παραγωγικές ηλικίες και το 29% να προέρχεται από τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Το «τρίτο μεταναστευτικό κύμα» της Ελλάδας μέσα σε 100 χρόνια, μπορεί να έχει περισσότερα πτυχία και να θεωρείται πιο μορφωμένο, αλλά σε αντίθεση με τα προηγούμενα δεν φαίνεται πιθανό να απολαύσει το ίδιο μέλλον με τους προγόνους του, έστω και μετά από πολλές θυσίες και ταλαιπωρία. Τα «κεϋνσιανά μοντέλα» και τα «κοινωνικά συμβόλαια» δεν είναι πλέον επιλογή του καπιταλισμού, που θέλει όλο και περισσότερα για το κεφάλαιο και όλο και λιγότερα για τους εργαζόμενους. Αντίθετα, ειδικά στον τομέα της εκπαίδευσης, δεν «χαλιέται» καθόλου εάν οι συνεργασίες πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με ιδιωτικές επιχειρήσεις, συνδυάζονται από την «εθελοντική» εργασία των ερευνητών.
Και εσωτερική μετανάστευση
Ένα άλλο επίσης ενδιαφέρον και υπό εξέταση φαινόμενο, είναι η επάνοδος της «φυγής προς το κέντρο» από την επαρχία, όσων δεν μπορούν ή δεν επιχειρούν ακόμα τη μετανάστευση στο εξωτερικό. Η ελπίδα της εύρεσης εργασίας «έστω με 500 ευρώ» πλέον είναι πολύ θολή στο μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής περιφέρειας, ενώ την ίδια στιγμή οι προτεινόμενες «λύσεις» είναι ή αποτυχημένες ή βαθαίνουν ακόμα περισσότερο τις ταξικές διαφορές. Για παράδειγμα, η Τράπεζα της Ελλάδας, στην μελέτη της, δεν αναφέρει πουθενά την ανάγκη βελτίωσης των εργασιακών συνθηκών, αμοιβών κ.λπ., αντίθετα μάλιστα, προτείνει την ένταση των μέτρων που αυξάνουν την τάση αναζήτησης δουλειάς αλλού: μαθητεία, πρακτική άσκηση, «φιλικό προς την επιχειρηματικότητα πλαίσιο», επιχειρήματα ντυμένα με το κοστούμι της αριστείας, κ.ά.
Την ίδια ώρα που γίνεται η γενική επίκληση σε «στροφή σε παραγωγικότερους τομείς», βασική επιλογή εδώ και τρία χρόνια είναι η τουριστική βιομηχανία, η οποία εξελίσσεται σε κάτεργο για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες. Την ίδια ώρα, η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή για παράδειγμα, περιστέλλονται διαρκώς, με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όχι φυσικά ότι η απάντηση στην ανεργία, προς πάσα κατεύθυνση, μπορεί να είναι «να καλλιεργήσεις τη γη», αλλά ακόμα και αυτή η διέξοδος δεν εξασφαλίζει ούτε τα βασικά πλέον.