Tο κείμενο που ακολουθεί αποτελεί συμβολή στο διάλογο και την αναζήτηση του κομμουνιστικού προγράμματος της εποχής μας. Γράφτηκε και υπογράφεται από ανθρώπους διαφορετικών ιστορικών ρευμάτων οι οποίοι ενώνονται σε ένα ρεύμα κομμουνιστικής συμβολής και αναζήτησης που παραμένει ζωντανό και ανήσυχο.
Ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί και μια συζήτηση, σχετικά με το παρόν και το μέλλον του κομμουνιστικού κινήματος, βρίσκεται σε εξέλιξη. Συζήτηση που έκανε δραματικά αναγκαία, και από πολλές απόψεις επείγουσα, το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης και το βάθος, η έκταση και η μονιμότητα των συντηρητικών αναδιαρθρώσεων που επιχειρεί η αστική πολιτική, με διαφορετική ποσοτική εφαρμογή αλλά ίδια ποιότητα σε όλες τις χώρες.
Α. Σε αυτό το κείμενο διερευνώνται κρίσιμα ζητήματα:
– Οι εξελίξεις του σύγχρονου καπιταλισμού, ο χαρακτήρας και οι επιδράσεις της κρίσης του, η σύγκρουση των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων στις σημερινές συνθήκες, η οποία καθιστά αδύνατη μια επί μακρόν βιώσιμη ανάταξη του συστήματος.
– Η εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης, των κατακτήσεών της, της αντιφατικής πορείας και εν τέλει του εκφυλισμού και της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, καθώς επίσης και οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτήν.
– Τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας.
– Οι εξελίξεις στην εργατική τάξη εν γένει αλλά και στην Ελλάδα.
– Ο χαρακτήρας της προσδοκώμενης και επιδιωκόμενης επανάστασης και της μετάβασης στην κομμουνιστική κοινωνία.
– Η κατάρτιση ενός προγράμματος στόχων και δράσης, που θα συνδέει ουσιαστικά και σε βάθος την τακτική, τους αναγκαίους προγραμματικούς άμεσους στόχους πάλης – οι οποίοι απαντούν στα προβλήματα της ζωής της εργατικής τάξης και του λαού και ταυτόχρονα δημιουργούν προϋποθέσεις συγκέντρωσης των απαραίτητων εργατικών και λαϊκών δυνάμεων – με τη στρατηγική επιδίωξη της επανάστασης και της μετάβασης στην κομμουνιστική κοινωνία.
Θεωρούμε πως το σημερινό κομμουνιστικό κίνημα δεν μπορεί να κάνει μεγάλα βήματα προς το μέλλον αν δεν συζητήσει, δεν αναζητήσει και δεν βρει τις ουσιαστικές απαντήσεις στα ζητήματα αυτά.
Χωρίς μια καινοτόμα αλλά και δεμένη με την ιστορία, επαναστατική και κομμουνιστική στρατηγική, κάθε τακτική προσπάθεια για τη συγκρότηση μετώπου και την ανάπτυξη κινήματος είναι καταδικασμένη να στριφογυρίζει γύρω από «αριστερές παρενθέσεις», γύρω από ηρωικές ή ταπεινωτικές συνθηκολογήσεις.
Αλλά και χωρίς μια τακτική που να ανταποκρίνεται στις σημερινές εργατικές και λαϊκές ανάγκες και την τέχνη της σύνδεσής της με τα μεγάλα ζητήματα, κάθε στρατηγική προσπάθεια θα μένει μετέωρη.
Β. Η δημοσιοποίηση του κειμένου συμπίπτει χρονικά με μια στροφή στην παγκόσμια ιστορία. Η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και το κυρίαρχο αστικό, δεξιό ρεύμα του Brexit, αποτυπώνουν τη βαθιά κρίση του νεοφιλελευθερισμού, της «παγκοσμιοποίησης» και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που γεννά ένα επικίνδυνο σκοταδιστικό, ακροδεξιό και αντικομμουνιστικό αστικό ρεύμα, εντός του οποίου εκκολάπτεται ο σύγχρονος φασισμός.
Σε παγκόσμια κλίμακα παρουσιάζεται η ανάπτυξη δύο μεγάλων αστικών ρευμάτων, του λεγόμενου «λαϊκισμού» του Τραμπ από τη μια, της λεγόμενης «δημοκρατίας» του Ομπάμα από την άλλη, που θα αναμετρηθούν στα πεδία των κοινωνικών και πολιτικών μαχών και προσπαθούν να εγκλωβίσουν εντός τους τούς εργαζόμενους.
Τα σύγχρονα ρεύματα που αναζητούν την προγραμματική επανεκκίνηση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς δεν πρέπει να παγιδευτούν, για άλλη μια φορά, στις σειρήνες της αντιδραστικής «παγκοσμιοποιημένης δημοκρατίας» με την αυταπάτη ότι αυτή μπορεί να βελτιωθεί.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός, παγιδευμένος μέσα στις αντιθέσεις και αντιφάσεις του, δεν μπορεί πια να λύσει δημιουργικά ούτε το κοινωνικό, ούτε το δημοκρατικό, ούτε το εθνικό και οικολογικό πρόβλημα της εποχής μας.
Μέσα στα αδιέξοδά του στρέφεται όλο και πιο πολύ στις ιδέες της καταλυτικής «λύσης» του πολέμου.
Γ. Στην Ελλάδα, που ο παροξυσμός της κρίσης την οδήγησε σε οικονομικό χαμηλό και σε κινηματικό υψηλό, τα τελευταία χρόνια η προσπάθεια μιας κομμουνιστικής αναζήτησης έχει διαγράψει ενδιαφέρουσα, αλλά ακόμη ημιτελή και καθηλωμένη τροχιά.
Οι συνθήκες όμως για σοβαρές τομές και υπερβάσεις ωριμάζουν. Πολύ περισσότερο, που όπως όλα δείχνουν, το αστικό σύστημα και η ευρωμνημονιακή νεοφιλελεύθερη στρατηγική αναπαράγουν τα στοιχεία της οικονομικής, αλλά και της πολιτικής κρίσης, και προετοιμάζουν ένα νέο, ακόμη πιο βάρβαρο, γύρο της αντιλαϊκής επίθεσης.
Η ανάγκη γεννάει τη δυνατότητα. Και είναι υποχρέωση των κομμουνιστών να αναλάβουν τώρα πρωτοβουλίες μεγάλων υπερβάσεων.
Είναι ακριβώς η στιγμή κατά την οποία χρειάζεται όλοι οι φορείς κομμουνιστικής αναφοράς κι όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν στην εργατική, κομμουνιστική χειραφέτηση να στραφούν τόσο στον εαυτό τους, αναλογιζόμενοι τις υπερβάσεις που οφείλουν να κάνουν, όσο και ο ένας προς τον άλλον, σχεδιάζοντας τις ανταλλαγές γνωμών, εμπειριών και ιδεών.
Να προσεγγίσουν με αντικειμενική-επιστημονική ματιά τις σαρωτικού χαρακτήρα αλλαγές που προκαλούν τα τεχνολογικά άλματα στους χώρους εργασίας και οι οποίες επιβάλλουν σοβαρές αναπροσαρμογές στις διεθνείς αστικές πολιτικές. Να θεμελιώσουν την ενότητά τους στην εξυπηρέτηση της νέας, ανώτερου επιπέδου, σύγκρουσης που έρχεται. Να δημιουργήσουν ένα ρεύμα περιεχομένου, γνώσης και δράσης ικανό να υπερβεί τη σημερινή, κάθε μορφής, αναποτελεσματικότητα.
Ώστε να θεμελιωθεί στις συνειδήσεις των εργατών και των προοδευτικών ανθρώπων ξανά η πίστη σε μια νέα προοπτική. Καθένας στη χώρα του και ταυτόχρονα στο παγκόσμιο χωριό.
Ώστε η σύγχρονη κομμουνιστική Αριστερά να ενωθεί με το σκοπό ύπαρξης της, δηλαδή με το λαό, τις ανάγκες και τις βαθύτερες προσδοκίες του.
Εμείς θα επιδιώξουμε να αναληφθούν και θα συμβάλλουμε να αναληφθούν ουσιαστικές πρωτοβουλίες για την εξέλιξη του διαλόγου, αλλά και της μετωπικής πολιτικής παρέμβασης, σε μια διαδικασία πολλαπλής ενωτικής δράσης, αλλά και με την αναγκαία προγραμματική ανεξαρτησία όλων των δυνάμεων, συλλογικοτήτων και αγωνιστών, που αναζητούν διέξοδο για το επαναστατικό κίνημα της εποχής μας.
Καταθέτουμε ένα κείμενο συνεισφοράς στη συζήτηση προσδοκώντας:
– την ουσιαστική υπέρβαση του σημερινού κατακερματισμού και των παλαιών αντιθέσεων των πρωτοπόρων κομμουνιστικών προσπαθειών με την αναγκαία συσπείρωσή τους, που οφείλει να είναι ανάλογη προς τις απαιτήσεις αυτής της ιστορικής εποχής.
– την ουσιαστική υπέρβαση του σημερινού τέλματος της μαχόμενης Αριστεράς προς ένα μεγάλο ανατρεπτικό πολιτικό μέτωπο, που ενώ δεν είναι άμεσα ώριμο, πιστεύουμε ότι θα επιβληθεί γιατί αποτελεί μεγάλη εργατική και λαϊκή ανάγκη.
– την ουσιαστική υπέρβαση του σημερινού κατακερματισμού των ταξικών και αγωνιστικών δυνάμεων στο λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα προς ένα ενιαίο εργατικό λαϊκό μέτωπο, που μπορεί να συμπαρασύρει την κοινωνική πλειοψηφία στους δρόμους της ανατροπής.
Προσδοκώντας, εν τέλει, να ερευνηθούν οι διαδρομές που θα οδηγήσουν στο κομμουνιστικό πρόγραμμα,το Κόμμα και τις επαναστασεις του 21ου αιώνα.
Θεωρούμε το κείμενο αυτό, επιπλέον της συμβολής του στην κομμουνιστική αναζήτηση, ως μια έμπρακτη επαναφορά των πιο δημοκρατικών (και γι’ αυτό πιο δημιουργικών) στιγμών του επαναστατικού κινήματος.
Δεν είναι αναπόφευκτο, αλλά είναι ιστορικά αναγκαίο, να γεννηθεί από τις στάχτες και την εμπειρία του παρελθόντος και από τη γνώση του σημερινού καπιταλισμού ένα νέο εργατικό, κομμουνιστικό κίνημα.
Υπογράφουν
Αναγνωστάκης Αλέκος
Βατικιώτης Λεωνίδας
Γαρδικλής Δημήτρης
Γάτσιος Βασίλης
Γιαννόπουλος Μιχάλης
Γουρλάς Νίκος
Ιντζεγιάννη Βαγγελιώ
Κατιντσάρος Τάσος
Κοντόσταυλος Αντρέας
Κυπραίος Τάκης
Μανιάτης Γιώργος
Μουρουζίδης Παύλος
Μπαλωμένος Τάκης
Νικολακόπουλος Γιάννης
Σκαμνάκης Θανάσης
Τσίτκανος Μήτσος
Φωτιάδου Ελένη
Mπορείτε να επιλέξετε από τον παρακάτω πίνακα περιεχομένων κεφάλαιο ή ενότητα
Α. ΟΣΟ ΠΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΜΕΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΕΕΣ…
Α.1. Η σημερινή καπιταλιστική πραγματικότητα
Α.2. Αντικειμενικά, πιο κοντά από ποτέ στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό
Α.3. Ιδεολογική μηχανή που κατασκευάζει μια πλασματική πραγματικότητα
Α.4. Νεολαία: Σε μια ιδιαίτερη κατάσταση, σ’ ένα σύγχρονο σταυροδρόμι
Β. Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Β.1. Οι δύο θανάσιμα ανταγωνιστικές δυνατότητες
Β.2. Να δούμε την Ιστορία με τη ματιά του επιδιωκόμενου μέλλοντος
Β.3. Τα ζητήματα της κυβέρνησης, της εξουσίας και της επανάστασης
Β.4. Οι κοινωνίες που προκύπτουν μετά την επανάσταση και η πορεία προς την εργατική δημοκρατία
Γ.1. Η κρίση και οι επιπτώσεις της
Γ.2. Τα ζητήματα εθνικής αυτοδιάθεσης και εθνικής κυριαρχίας
Γ.3. Η βία της ασκούμενης πολιτικής και το ελληνικό αστικό πολιτικό σύστημα
Γ.4. Οι σημερινοί συσχετισμοί και η δυναμική τους
Δ. ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΟΙ ΑΜΕΣΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΤΟΥ
Δ.1. Υπεράσπιση της ζωής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων
Δ.2. Απόκρουση του πολέμου, εθνική αυτοδιάθεση και κυριαρχία
Δ.3. Για μια «άνοιξη» των λαϊκών ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων
Δ.4. Στήριξη και ανάπτυξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας και του λαϊκού πολιτισμού
Ε. ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
«Είμαι πεισμένος πως, ακόμα κι όταν όλα έχουν χαθεί ή μοιάζουν να έχουν χαθεί,
πρέπει ήρεμα να ξαναρχίζουμε το έργο μας από την αρχή.
Είμαι πεισμένος πως πρέπει πάντα να στηριζόμαστε στον εαυτό μας και στις δικές μας δυνάμεις.
Να μην περιμένουμε τίποτα από κανέναν και έτσι να μη συσσωρεύουμε απογοητεύσεις.
Πως πρέπει να προγραμματίζουμε, να κάνουμε αυτό που ξέρουμε και μπορούμε να κάνουμε, και να ακολουθήσουμε τον δρόμο μας».
Αντόνιο Γκράμσι
Καιρός να αλλάξουμε το τι είναι δυνατό και τι αδύνατο!
Σήμερα στον κόσμο συντελούνται τεκτονικές αλλαγές.
Στην παραγωγή, την κατανομή και την ποιότητα των παραγόμενων αγαθών, την επιστήμη, την τεχνολογία, την τέχνη, τον πολιτισμό, τον τρόπο ζωής και τα συστήματα επικοινωνίας.
Ασύλληπτη είναι η παραγωγή πλούτου και, παράλληλα, ασύλληπτη είναι και η εκτίναξη της φτώχειας και της ανεργίας. Πρωτοφανής είναι η διάδοση των πληροφοριών, αλλά πρωτοφανής είναι και η άγνοια. Η επιστήμη και η τεχνολογία απελευθερώνουν τεράστιες εργασιακές δυνάμεις, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούνται στρατιές ανέργων και οι εργαζόμενοι δουλεύουν ελαστικά, αβέβαια και για ακόμα περισσότερο χρόνο. Οι δυνατότητες ανάπτυξης και διάδοσης της τέχνης είναι εντυπωσιακές, ωστόσο ποτέ άλλοτε δεν κυριαρχούσαν τόσο η υποκουλτούρα και η υποταγή. Οι δυνάμεις που μπορούν να προστατεύσουν τη φύση είναι τεράστιες, ωστόσο προς το παρόν τεράστια γίνεται η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.
Αυτές οι αντιθέσεις είναι όσο ποτέ εμφανείς.
Οι αλλαγές που συντελούνται στην υλική πραγματικότητα αλλά και στη συνείδηση των ανθρώπων φέρνουν στο προσκήνιο με ιδιαίτερη ένταση τα θεμελιώδη ζητήματα που απασχόλησαν και απασχολούν τους λαούς και τους αγωνιστές όλων των ρευμάτων του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Ποια απάντηση υπάρχει; Ποια προοπτική υπηρετούν οι δραστηριότητες μας σήμερα; Σε ποιο «αύριο» κατευθύνονται; Τι να κάνουμε;
Η ιστορία του καπιταλισμού είναι η πάλη μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας. Όσα διαφορετικά λέγονται και γράφονται δεν είναι παρά απόπειρα συσκότισης της πραγματικότητας και της ιστορίας.
Το κεφάλαιο αποτελεί το πραγματικό όριο, την αρχή και το τέλος, το μέσο και το σκοπό της παραγωγής. Το ποσοστό κέρδους γίνεται ο αυτοσκοπός χωρίς όρια. Εκεί βρίσκεται η βάση της γενικευμένης φτώχειας και της σύνθλιψης της ανθρωπιάς που βιώνουν οι άνθρωποι.
Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι η οικουμενική αλλοτρίωση, που αποξενώνει τους ανθρώπους από τις κοινωνικές δυνάμεις, τις οποίες οι ίδιοι δημιουργούν και τις αντιπαραθέτει σε όλους και στον καθένα σαν να ήταν τυφλές δυνάμεις.
Οι σημερινές κοινωνίες, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αντιπροσωπεύουν τη φρενίτιδα της εμπορευματοποίησης όλων όσων από κοινού παράγονται. Η «ιδιωτικοποίηση» καθιστά αδύνατη κάθε συλλογική διαχείριση, κάθε ανθρώπινο έλεγχο του πλούτου, των γνώσεων και των παραγόμενων αγαθών.
Μια δύναμη κυριαρχεί και αποθεώνεται: η «θεία δύναμη» του χρήματος.
«Αυτό που υπάρχει για μένα, και μέσα από το σύνδεσμο του χρήματος, αυτό που μπορεί να πληρώσει το χρήμα, αυτό ακριβώς είμαι εγώ, ο κάτοχος του χρήματος. Οι ιδιότητες του χρήματος είναι δικές μου, εμένα του κατόχου, ιδιότητες και ουσιαστικές δυνάμεις. Έτσι, αυτό που είμαι και αυτό που μπορώ να κάνω, σε καμία περίπτωση δεν καθορίζονται από την ατομικότητά μου». (1)
Η περιγραφή αυτή από τον Μαρξ, βασισμένη σε αποσπάσματα από τον Φάουστ του Γκαίτε, δείχνει με έξοχο και παραστατικό τρόπο πώς μέσω του χρήματος, αυτής της υλικής έκφρασης του κεφαλαίου, η κοινωνική δύναμη μετατρέπεται σε ατομική δύναμη των κατόχων του χρήματος. Το χρήμα, αυτή η υλική έκφραση του κεφαλαίου, είναι η αποξενωμένη και αλλοτριωτική ειδολογική ουσία του ανθρώπου που αλλοτριώνεται πουλώντας τη δύναμή του, τον ίδιο τον εαυτό του.
Στον καπιταλισμό «καθετί κλειστό και σταθερό εξατμίζεται, καθετί ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται να αντικρίσουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις αμοιβαίες σχέσεις τους». Αυτό που ίσχυε την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, σήμερα αποκτά νέα ποιότητα, καθώς ο καπιταλισμός αξιοποιεί την ιστορικής σημασίας κρίση της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα και οργανώνει πρωτοφανείς στρατηγικές αναδιαρθρώσεις στο παραγωγικό και κοινωνικό του μοντέλο.
Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός προωθεί κατά κύματα μια αντιδραστική ανασυγκρότηση όλων των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων με πυρήνα τον δομικό κατακερματισμό και τη διάσπαση της εργατικής τάξης.
Αναδομεί αντιδραστικότερα τη σύγχρονη αστική δημοκρατία, το συνολικό πολιτικό σύστημα και τις διεθνείς γεωστρατηγικές σχέσεις. Καταπατά αμείλικτα τα δικαιώματα και τις ανάγκες των σύγχρονων εργατών, αυτών των μοναδικών παραγωγών πλούτου και αξιών.
Επιχειρεί έτσι να διαμορφώνει παραγωγικές, κοινωνικές, πολιτικές και γεωστρατηγικές προϋποθέσεις προκειμένου να κατακτήσει μια νέα και ανώτερη, αν είναι δυνατόν, μακρά περίοδο δυναμικής άνθησης και ανάπτυξης της κερδοφορίας και διαιώνισης της αναπαραγωγής του.
Η επιχείρηση αυτή εγκυμονεί εφιαλτικές καταστροφές για την εργατική τάξη, τους λαούς και τη φύση.
Σ’ αυτό το πλαίσιο ωριμάζει μια ανώτερη αναμέτρηση στην ιστορία των ταξικών αγώνων, ανοιχτή σε πολλαπλές και απρόβλεπτες παραλλαγές, αλλεπάλληλα αγωνιστικά επεισόδια και κοινωνικές εκρήξεις, βίαιες καπιταλιστικές επιθέσεις και ενδιάμεσες ανακωχές, που θα περιστρέφονται αμείλικτα γύρω από δύο βασικά, αντίθετα και ασυμφιλίωτα ενδεχόμενα:
Είτε μια νέα εργατική επανάσταση προς τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα που θα ξεπερνάει και θα ολοκληρώνει όλες τις μέχρι τώρα επαναστάσεις, είτε μια, αδύνατον να υπολογισθεί σήμερα, καταστροφική πορεία της ανθρωπότητας και του κοινωνικού ανθρώπου.
Θα καταφέρει η αστική πολιτική να διατηρήσει την ηγεμονία της; Θα επιβάλει η αστική τάξη, με τη γενικευμένη της επίθεση, την «επιστροφή» σε μια πολύ σκληρή, βάρβαρη και εκμεταλλευτική «κανονικότητα», σ’ ένα Μεσαίωνα της εποχής της πληροφορικής; Ή η εργατική πολιτική θα αποσπάσει τελικά την πρωτοβουλία των κινήσεων και θα επιβάλει την ηγεμονία και τελικά την κυριαρχία της;
Στην ιστορία των κοινωνιών ο αδιάκοπος, καλυμμένος ή ανοιχτός, αγώνας ανάμεσα στους «ελεύθερους και δούλους, στους πατρίκιους και τους πληβείους, στους βαρόνους και τους δουλοπάροικους», στους αστούς και τους προλετάριους, τους καταπιεστές και τους καταπιεζόμενους, τελείωνε κάθε φορά με το μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Κάθε φορά. Αλλά, όπως δείχνει η ιστορία, όχι πάντα.
Στους λαούς και στους σκαπανείς, που ζουν και παλεύουν στον σημερινό κόσμο του διάχυτου φόβου και της αναγεννώμενης ελπίδας, εναπόκειται να δημιουργήσουν μια κοινωνία στην οποία η αρχή και το τέλος της δραστηριότητάς τους θα είναι η πληρότητα της καθημερινής ζωής.
Είναι καιρός να ξαναμπούν στις σελίδες του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, οι όροι μιας σύγχρονης πολιτικής, δίνοντας τη διάσταση και τη σημασία της εργατικής πολιτικής στον 21ο αιώνα.
Σ’ αυτή την εποχή, στην επιστήμη και την τεχνολογία το μέχρι πρότινος αδύνατο γίνεται δυνατό.
Όμως, στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, κάθε ανθρώπινη αλλαγή, αντίστοιχη των εκπληκτικών δυνατοτήτων της εποχής μας, θεωρείται αδύνατη.
Είναι καιρός να αλλάξουμε το τι είναι δυνατό και τι αδύνατο!
Ο καπιταλισμός, μέσα από τη φρίκη της πρωταρχικής του συσσώρευσης και την καταλήστευση των «υπανάπτυκτων» χωρών πέρασε, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, στο μονοπωλιακό-ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Στη διάρκειά του, οι οξύτατες ταξικές αναμετρήσεις δεν οδήγησαν τελικά στην επικράτηση της ανώτερης κοινωνικής συγκρότησης, συσσώρευσαν εντούτοις μια σειρά νέα χαρακτηριστικά στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής, στο διεθνές σύστημα, στην πολιτική και πολιτιστική αντιπαράθεση, που οδήγησαν, από τη δεκαετία του 1970, τον κυρίαρχο καπιταλισμό στη σημερινή νέα ιστορική του βαθμίδα, στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό.
Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της βαθμίδας είναι:
Κυριαρχία των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων, νέοι συνδυασμοί σύγχρονων και παλαιών μορφών εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, (λιτότητα και τάση κατάργησης του έμμεσου μισθού), ποιοτικά εξελισσόμενες καπιταλιστικές ολοκληρώσεις (Ε.Ε., ΝΑFTA κ.α.), μονοπωλιακή συγκέντρωση της γης και συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, συρρίκνωση των παραδοσιακά ενδιάμεσων στρωμάτων, υπερδιόγκωση και κυρίαρχη παρουσία του χρηματοπιστωτικού τομέα, βάθεμα της διαρθρωτικής ανισομετρίας στο διεθνή καταμερισμό, της τάσης επαναχάραξης των συνόρων, των γεωστρατηγικών συμμαχιών, ξαναμοίρασμα των αγορών και των δρόμων του εμπορίου, δημιουργία νέων κρατών-προτεκτοράτων και ξέσπασμα υπερτοπικών πολέμων.
Η εποχή που ζούμε – ανεξάρτητα αν θεωρείται νέο στάδιο ή φάση – και η σε εξέλιξη κρίση συνιστούν συνέχεια αλλά και ποιοτική αναβάθμιση των ιστορικών αδιεξόδων του καπιταλισμού.
Σχεδόν τα πάντα που ξέραμε αλλάζουν.
Ο 21ος αιώνας μπήκε με τυμπανοκρουσίες για τη νεοφιλελεύθερη νίκη και κυριαρχία. Όμως, πριν αλέκτωρ φωνήσαι, ξεσπά στις ΗΠΑ η κρίση του 2008 η οποία απλώνεται σε όλο σχεδόν τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο και εκτινάσσει όλες τις βασικές αντιθέσεις της εκμεταλλευτικής κοινωνίας υποδεικνύοντας τη σαθρότητα του οικοδομήματος. Η δομική κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, από τις μεγαλύτερες στην ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου, εμφανίζεται με τη μορφή «άνεργων» υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων που λιμνάζουν και εκατομμυρίων ανέργων. Οι σαθροί, αναιμικοί ρυθμοί μιας «άνεργης ανάπτυξης», δηλαδή ανάπτυξης με υψηλά ποσοστά ανεργίας, θα είναι πλέον το μόνιμο και χαρακτηριστικό μοτίβο της καπιταλιστικής οικονομίας. Όμως οι ισχνοί ρυθμοί καπιταλιστικής ανάκαμψης, όχι μόνο δεν λύνουν το «πρόβλημα» του κεφαλαίου, αλλά αντίθετα είναι και «επίφοβοι» για επάνοδο του καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου σε νέα φάση πτώσης του παραγόμενου ΑΕΠ. Η πτώση στις τιμές των μετάλλων, των σπάνιων γαιών, του πετρελαίου, που εμφανίστηκαν από την αρχή του 2016, οι παλινωδίες στην πολιτική των επιτοκίων στην αμερικανική Κεντρική Τράπεζα, η σοβαρή επιβράδυνση των αναδυόμενων οικονομιών και της Κίνας, καθώς και οι συχνές χρηματιστηριακές βουτιές των μεγαλύτερων χρηματιστηρίων σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία αποκαλύπτουν τις αβεβαιότητες και τη σαθρότητα της αντιδραστικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, την πιθανότητα επανεμφάνισης ενός νέου παγκόσμιου κραχ.
Αυτό δεν σημαίνει πως επέρχεται η κατάρρευση του συστήματος.
Ο καπιταλισμός μπορεί να βγει από την κρίση. Αλλά θα βγει μόνο και μόνο «για να προετοιμάσει» την επόμενη κρίση και, ούτως ή άλλως, όλα αυτά θα συμβούν σε συνθήκες γαλέρας για την εργατική τάξη.
Η σε εξέλιξη κρίση, διεθνής και με παγκόσμιες επιδράσεις, οξύνει τις ενδοκαπιταλιστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Στην Ευρώπη, η ευρωζώνη βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα και η ΕΕ στη διαπάλη ανάμεσα στο διχασμό της και τη βαθύτερη πολιτική και οικονομική ένωση. Οι αντιθέσεις με τη Ρωσία εξελίσσονται σε δραματικούς τόνους. Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική είναι εύφλεκτη. Στην Άπω Ανατολή υποβόσκει βίαιο ξέσπασμα των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Οι εξελίξεις αυτές μπορούν να πάρουν χαρακτήρα και στρατιωτικής ρήξης ανάμεσα σε γιγαντιαία ιμπεριαλιστικά μπλοκ. Με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Στη βάση αυτής της κρίσης βρίσκεται η απογείωση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, του εργάτη της νέας εποχής, που δεν χωρά, αυτή πρωτίστως από τις παραγωγικές δυνάμεις, στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Γι’ αυτό και είναι εκείνη που, πρωτίστως, «αναπροσαρμόζεται» με την περικοπή εργατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.
Από την άποψη της εκμετάλλευσης της εργασίας, η έκρηξη της παραγωγικότητας της εργασίας έχει «παράδοξες» επιδράσεις.
Απ’ τη μια αυξάνει την εκμετάλλευση.
Απ’ την άλλη διαμορφώνει προϋποθέσεις βαθύτερης διαταραχής της.
Η έκρηξη της επιστήμης και της τεχνικής οδηγεί σε τέτοιους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας ώστε το τμήμα της υπεραξίας που επενδύεται κάθε φορά στα νέα σύγχρονα μέσα παραγωγής (προγράμματα και αυτοματοποιημένες μηχανές) και αναπτύσσει την παραγωγικότητα της εργασίας τείνει να είναι όλο και μεγαλύτερο απ’ το τμήμα που επενδύεται σε ζωντανή εργασία, σε εργάτες. Εντείνεται έτσι σταθερά η τάση παραπέρα μείωσης της ποσότητας της ζωντανής εργασίας σε σχέση με τον όγκο του σταθερού κεφαλαίου που αυτή θέτει σε λειτουργία. Η ζωντανή εργασία όμως αποτελεί τη μοναδική πηγή υπεραξίας. Άρα, η παραγωγικότητα της εργασίας τείνει να αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας λιγότερο απ’ τους ρυθμούς της δικής της αύξησης. Επομένως, η αύξηση της παραγωγικότητας, αν οι μισθοί και οι τιμές των πρώτων υλών δεν μειώνονται, προκαλεί πλέον μακροπρόθεσμα κρίση στους ρυθμούς αύξησης της σχετικής υπεραξίας, κρίση στο ποσοστό κερδοφορίας.
Πώς επιχειρούν να λύσουν οι αστοί πολιτικοί και οι επιχειρηματίες αυτό το πρόβλημα;
Αφενός, με καταλήστευση των κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων, των μισθών, των συντάξεων και κάθε είδους παροχών, που, σε κάποιο έστω βαθμό, έδιναν στην εργατική τάξη την αίσθηση της συμμετοχής της στα επιτεύγματα της εποχής και στη χρήση των παραγόμενων αγαθών. Αφετέρου, με τη λεηλασία χωρών για την εξασφάλιση φθηνών πρώτων υλών.
Οι εργασιακές διαδικασίες, οι αγορές εργασίας, τα προϊόντα και τα πρότυπα κατανάλωσης χαρακτηρίζονται από «ευελιξία» που συνεπάγεται μια γενικευμένη αβεβαιότητα. Η εργασία αντικαθίσταται από την «απασχόληση» και, συνακόλουθα, η έννοια της πλήρους και μόνιμης δουλειάς αντικαθίσταται από την προσωρινή και “ελαστική” απασχόληση. Το εργατικό δυναμικό μπορεί πλέον γρήγορα να προσληφθεί και εξίσου γρήγορα να απολυθεί σχεδόν χωρίς κόστος.
Οι περισσότερες νέες θέσεις που δημιουργούνται, στις αναπτυγμένες πρωτίστως χώρες, είναι μερικής ή προσωρινής απασχόλησης, ενώ πυκνώνουν οι γραμμές των «αυτοαπασχολούμενων». Στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι το 2020 το 50% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού θα εργάζεται σε τέτοιες θέσεις εργασίας. Η εργασία δηλαδή μετατρέπεται («μεταρρυθμίζεται») σε μια διακεκομμένη εμπειρία με ταυτόχρονο πολλαπλασιασμό του εφεδρικού στρατού των ανέργων. Η αβεβαιότητα της ανεργίας, ο κατακερματισμός της εργασιακής διαδικασίας, η έλλειψη σταθερών σημείων αναφοράς των εργασιακών εμπειριών του εργαζόμενου, οδηγούν στον κατακερματισμό της ίδιας του της προσωπικότητας. Αλλοιώνεται επομένως ο χαρακτήρας της ως η βάση γύρω από την οποία χτίζεται η προσωπική ταυτότητα.
Ειδικά η ανεργία, και δη η μόνιμη ανεργία που πλήττει τη νεολαία και την εργατική τάξη, επιδρά στη συνείδηση, την αυτοεκτίμηση του εργαζόμενου. Με το πρόσχημα καταπολέμησης της ανεργίας, αυτή η στρατηγική μυστικοποιεί τις νέες μορφές εκμετάλλευσης. Και τελικά ενδυναμώνει ποιοτικά την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.
Οι αλλαγές αυτές οδηγούν στη φαινομενική «έξωση» της πολιτικής από την εργασία και την οικονομία και την εγκατάστασή της στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής υπό το σύνθημα «το προσωπικό είναι πολιτικό». Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην ενίσχυση της «πολιτικής των ταυτοτήτων» σε βάρος της οικοδόμησης μιας συλλογικής εργατικής συνείδησης.
Αυτές οι πολιτικές «σταθεροποίησης» και εξόδου από την κρίση, ο νεοσυντηρητισμός-νεοφιλελευθερισμός, ο σύγχρονος κοινωνικός πόλεμος του κεφαλαίου, είναι η αντικειμενική τάση της σε εξέλιξη απάνθρωπης πολιτικής και αντιδραστικής ανάπτυξης και κρίσης, είναι ο καπιταλισμός της εποχής μας στα ακραία του όρια.
Η κατάσταση αυτή θέτει πρωτοφανή εμπόδια στην οργάνωση του εργατικού κινήματος και τη διαμόρφωση συνεκτικής και ενιαίας εργατικής ταξικής συνείδησης. Οδηγεί στη μετάβαση σε μια διαρκή και βίαιη υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας κάτω απ’ το επίπεδο ζωής ακόμα και των προηγούμενων εποχών της καπιταλιστικής εξέλιξης. Εκτινάσσει, χωρίς προηγούμενο, το χάσμα ανάμεσα στις νέες παραγωγικές δυνατότητες και τις αντίστοιχες ανάγκες και δικαιώματα της κοινωνίας.
Όλες οι εξελίξεις δείχνουν πως ο σημερινός καπιταλισμός δεν έχει πλέον να προσφέρει παρά μόνο τη διαρκή σωματική και ψυχική φθορά της εργατικής δύναμης και την αποξένωση του ανθρώπου, τη βλάβη και τη φθορά στο ανόργανο σώμα του ανθρώπου, τη φύση, τη φρίκη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και του πολέμου.
Η κρίση, η μεγάλη ύφεση που τη συνοδεύει και η αστική πολιτική εξόδου από αυτήν θέτουν σε δοκιμασία την αποτελεσματικότητα της πολιτικής της Αριστεράς, του κομμουνιστικού και του εργατικού κινήματος, την ικανότητα αναπροσαρμογής της στις νέες συνθήκες. Δοκιμάζονται, επομένως, η μέχρι τώρα ουσία και ο ίδιος ο πυρήνας της στρατηγικής τους πρότασης.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Η ορμητική ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων αποκαλύπτει ταυτόχρονα τις ανώτερες, σε σχέση με το προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού, δυνατότητες της επιστημονικής παραγωγής και αναπαραγωγής της ανθρώπινης ζωής. Αποκαλύπτει τα νέα, διευρυνόμενα όρια δυνητικού επιστημονικού μετασχηματισμού της φύσης και αρμονικής αλληλεπίδρασης μαζί της.
Ορισμένα, σχετικά πρόσφατα, επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα φωτίζουν καλύτερα αυτή την εκτίμηση:
Με μύκητες μπορούν να παραχθούν εξαιρετικά λεπτές ίνες, εκατό φορές πιο ανθεκτικές από το ατσάλι, που θα ανατρέψουν τα δεδομένα σε πολλούς τομείς της παραγωγής, πρωτίστως στις μεταφορές, συγκοινωνίες και οικοδομές.
Με ένα «προγραμματισμένο» βακτήριο, μπορεί να παραχθεί καύσιμο μηχανών, με εκρηκτικές συνέπειες, όχι μόνο για τις μεταφορές, τη βιομηχανία και τη γεωργία αλλά και για τη γεωπολιτική σημασία χωρών. Η τρισδιάστατη προγραμματισμένη εκτύπωση φέρνει, μεταξύ πολλών άλλων, την ελπίδα για κατασκευή ανθρώπινων οργάνων προς μεταμόσχευση, αλλά και φτηνής, υψηλής ποιότητας, κατοικίας για όλους. Η εφαρμογή της σύγχρονης πληροφορικής πολλαπλασιάζει και πάλι τον όγκο αποθήκευσης και την ταχύτητα μεταφοράς των πληροφοριών, με τεράστιες συνέπειες στην ταχύτητα ροής του κεφαλαίου, στην επικοινωνία των ανθρώπων, στην οργάνωση και εκμετάλλευση της εργασίας.
Η δημιουργία και εφαρμογή μαγνητικών πεδίων επιτρέπει την κίνηση «ιπτάμενων» τρένων με τεράστιες ταχύτητες και μικρότερη δαπάνη σε ενέργεια. Η διείσδυση «στους πιο κοντινούς και ταυτόχρονα πιο μακρινούς, ως πρόσφατα, κόσμους», στον ανθρώπινο εγκέφαλο και στο εσωτερικό της Γης, δημιουργεί ποιοτικά διαφορετικούς όρους στο μετασχηματισμό της φύσης, στην ιατρική, αλλά και στον έλεγχο ακόμη και της ανθρώπινης συνείδησης και ψυχολογίας. Η εισαγωγή στην παραγωγή της πληροφορικής και των κομπιούτερ αποκαλύπτει ταυτόχρονα πως δεν είναι ουτοπία να παράγονται προϊόντα-αξίες χρήσης και όχι μόνο εμπορεύματα.
Το ίδιο το θεμέλιο της καπιταλιστικής αγοράς, η παραγωγή εμπορευμάτων, υπονομεύεται καίρια από τη μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη.
Αυτό υποδηλώνει, για παράδειγμα, η ελεύθερη διακίνηση-«κλοπή» σε τεράστια κλίμακα των προϊόντων «σόφτγουερ» που έχει αποδιαρθρώσει τις αγορές και τους προϋπολογισμούς κολοσσών της πληροφορικής.
Το ίδιο το «πρόγραμμα παραγωγής», δηλαδή το προϊόν της επιστήμης και της γνώσης που καθοδηγεί την παραγωγή, εμφανίζει άμεσα και έντονα στοιχεία κρίσης του εμπορευματικού του χαρακτήρα.
Για παράδειγμα, σε ένα «στικάκι υπολογιστή», που στοιχίζει λίγα ευρώ, μπορεί να αποθηκευτούν χιλιάδες τόμοι λογοτεχνίας, έργα μουσικής και πίνακες ζωγραφικής. Έτσι όμως όλος ο ανθρώπινος πλούτος της επιστήμης και της τέχνης μπορεί πλέον, σε κανονικές κοινωνικές συνθήκες, να γίνουν κτήμα όλης της κοινωνίας.
Οι υπολογιστές και τα ρομπότ, οι οπτικές ίνες και η βιοτεχνολογία μετασχηματίζουν σε απλούστατες, κυριολεκτικά παιδαριώδεις, διαδικασίες, εργασιακά καθήκοντα τα οποία μέχρι χτες απαιτούσαν υψηλή ειδίκευση και δεξιοτεχνία. Ο ίδιος ο καπιταλισμός μετατρέπει την οργάνωση και διαχείριση της παραγωγής και των κοινωνικών υποθέσεων σε απλή υπόθεση, ώστε πλέον ο σύγχρονος συλλογικός εργάτης, χωρίς ιδιαίτερο κόπο, να μπορεί να την ασκεί, από την επιχείρηση ως το κράτος. Οι εργάτες μπορούν να έχουν πλέον συνολική εικόνα της παραγωγής, της διακίνησης, εμπορίας και ανταλλαγής αγαθών και κεφαλαίων, του πολιτισμικού ανθρώπινου πλούτου.
Αυτή ακριβώς η νέα δυναμική κατάσταση στην επιστήμη και την παραγωγή αφαιρεί σε μαζική κλίμακα το πέπλο των πολύπλοκων, αποκλειστικών δήθεν διοικητικών ικανοτήτων και καθηκόντων των επιστατών, των μάνατζερ, των διευθυντών και τελικά τις ίδιας της αστικής τάξης. Αυτό το μυστηριώδες πέπλο της δήθεν παντοδυναμίας τους, με το οποίο κάλυπταν για αιώνες το κρυμμένο μυστικό της εκμετάλλευσης. Για να τους αφήσει γυμνούς, έτσι όπως τους γέννησε η κοινωνική τους μήτρα: άχρηστα, βλαβερά παράσιτα που σφετερίζονται τις επαναστατικές δυνατότητες της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας, το μόχθο και τις δεξιότητες των εργατών-δημιουργών. Έτσι όμως το διαχρονικό, συχνά ανομολόγητο, αίτημα των κολασμένων να σπάσει ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε σχεδιαστές-διευθυντές και εκτελεστές, σε χειρώνακτες και διανοούμενους προβάλλει, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ως χειροπιαστή δυνατότητα.
Οι νέες και συνεχώς εξελισσόμενες παραγωγικές δυνάμεις, δεν εκφράζουν επομένως απλά τη σύγχρονη επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση. Αποκαλύπτουν και εκφράζουν πρωτίστως τη δυνατότητα για μια βαθιά πολιτική και πολιτιστική επανάσταση στην εργασία, στη γενικότερη οργάνωση της ζωής του εργάτη-δημιουργού.
Οι ίδιες οι ορμητικές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης των οικονομιών και των ολοκληρώσεων εμφανίζονται σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας με τις αποκρουστικές μορφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας, των πολυεθνικών εταιρειών, των κλάστερς και των εκτρωματικών συνενώσεων τύπου TTIP και TPP. Όμως ταυτόχρονα, αποκαλύπτουν την κοινωνική τάση για κατάργηση των συνόρων και την αναγκαιότητα για παγκόσμια συνεργασία. Τάση και αναγκαιότητα που προσκρούει στην ύπαρξη ανταγωνιζόμενων μέχρι θανάτου εθνικών κρατών, περιφερειακών ολοκληρώσεων και ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Αν όλες αυτές τις αυτοματοποιημένες μηχανές και ρομπότ τις ενσωμάτωνε ο καπιταλισμός στην παραγωγή, εκατομμύρια εργάτες θα έβγαιναν εκτός εργασίας. Επειδή όμως υπεραξία παράγει μόνο ο άνθρωπος, τότε το κεφάλαιο θα αντιμετώπιζε τεράστιο πρόβλημα κερδοφορίας.
Επομένως ο σημερινός καπιταλισμός ασφυκτιά, όσο ποτέ στο παρελθόν, μέσα στα ίδια του τα όρια.
Στην ουσία δεν χωρά στον εαυτό του, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να ενσωματώσει, χωρίς σοβαρές διαταραχές στη λειτουργία του, τις παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος επαναστατικοποιεί. Γι’ αυτό τις διαστρέφει και τις ακρωτηριάζει.
Φτάνει να δει κανείς τη χωρίς προηγούμενο κλοπή του χρόνου εργασίας και ζωής από τους καπιταλιστές σε σχέση με το χρόνο που απελευθερώνει η εργασία. Να δει τη δυνητική ποιότητα του ίδιου του χρόνου εργασίας, σε σχέση με την αποξενωτική ηλεκτρονική αλυσίδα διευθέτησής του από τους καπιταλιστές. Να δει τη θυελλώδη ανάπτυξη του ρόλου της επιστήμης και της διανοητικής εργασίας στην παραγωγή, σε σχέση με την αθλιότητα του επιχειρηματικού πανεπιστημίου. Να δει τη σημερινή παραγωγικότητα αλλά και την προοπτική της, σε σχέση με την πολιτική απόσπασης υπεραξίας, την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Να δει τις νέες δυνατότητες μετασχηματισμού της σχέσης της κοινωνίας με τη φύση αναφορικά με τη βάρβαρη καπιταλιστική διαχείριση των βιοτεχνολογικών επαναστάσεων.
Ακόμα και η μαζική ανεργία, και η «ελαστική» απασχόληση, τα πιο ολέθρια κοινωνικά χαρακτηριστικά του σημερινού υπερώριμου καπιταλισμού αποκαλύπτουν, σε σχέση και με την αφθονία των παραγόμενων αγαθών, πως ο άνθρωπος μπορεί να δουλεύει λίγο, να παράγει πολλά και καλά προϊόντα και να αμείβεται ικανοποιητικά. Αυτή η πραγματικότητα αντανακλά την ιστορική τάση, αναγκαιότητα και ρεαλιστική δυνατότητα για δραστική μείωση του χρόνου εργασίας. Ώστε η εργατική τάξη να έχει αρκετό χρόνο για να ασχολείται με τα κοινά, την πολιτική, την τέχνη, τον πολιτισμό, να απολαμβάνει τη φιλία, το παιχνίδι, τη συντροφικότητα, τη χαρά του ταξιδιού και της ζωής.
Εν ολίγοις, ό,τι στη επερχόμενη κοινωνία είναι αναγκαίο, εμφανίζεται ήδη διαστρεβλωμένα, ανάποδα, ευνουχισμένα, στη σημερινή υπερώριμη καπιταλιστική κοινωνία.
Η ανάπτυξη του σημερινού καπιταλισμού, μ’ όλη την κοινωνική του βαρβαρότητα, δημιουργεί εδώ, στο πεδίο της σημερινής ταξικής αναμέτρησης, τις πρώτες ύλες για τη σύγχρονη κοινωνία της εργατικής χειραφέτησης, των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Δημιουργεί σχέσεις παραγωγής και επικοινωνίας που είναι ισάριθμες νάρκες για να τον ανατινάξουν σε χίλια κομμάτια. Αποκαλύπτει τη ρεαλιστικότητα της βαθύτερης ανθρώπινης επιθυμίας να περάσει η κοινωνία σε μια νέα περίοδο, στην οποία οι άνθρωποι με την πολιτική θα εξουσιάζουν και θα διαχειρίζονται όχι ανθρώπους, όπως γίνεται σήμερα μέσω της αστικής πολιτικής, αλλά μόνο πράγματα (πόρους, φυσικά αποθέματα, παραγόμενα υλικά και πνευματικά δημόσια αγαθά) στο πλαίσιο μιας αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας. Έτσι όμως αποκαλύπτεται πως το πρόγραμμα και ο στόχος για την κομμουνιστική κοινωνία δεν είναι «φτερό στον άνεμο». Πως μπορεί, με την καθοριστική και αποφασιστική δράση της επαναστατημένης εργατικής τάξης και την καταλυτική συμβολή της έμπρακτα αναγνωριζόμενης πρωτοπορίας, να πραγματοποιηθούν.
Η σύγχρονη εργατική τάξη μπορεί να προβάλλει στο προσκήνιο πιο ώριμη, όχι μόνο σαν δύναμη ανατροπής της παλιάς καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά πρωτίστως ως ο φορέας της γενικευμένης κοινωνικής αυτοδιαχείρισης-αυτοδιοίκησης. Κι αυτό τόσο επειδή, για πρώτη φορά, είναι πλειοψηφούσα δύναμη και πιο μορφωμένη από παλιότερα, όσο και γιατί φέρει μέσα της την πλούσια πείρα από τις νίκες και την ήττα της επαναστατικής απόπειρας του περασμένου αιώνα και της παρισινής Κομμούνας για το πέρασμα στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό, τον κομμουνιστικό.
Ο σημερινός καπιταλισμός, με λίγα λόγια, υλικά είναι πιο κοντά από ποτέ στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό.
Ακριβώς γι’ αυτό οι κυρίαρχες δυνάμεις εξαπολύουν μια λυσσασμένη εκστρατεία ενάντια στις βαθύτερες συνάφειες της επιστήμης, της φύσης και της κοινωνίας, προσφεύγουν σε ένα νέο είδος γενικευμένου «ολοκληρωτισμού». Η προσφυγή αυτή δεν αποτελεί δείγμα «παντοδυναμίας» των εκμεταλλευτών, αντίθετα, προδίδει την αδυναμία και ανικανότητα του κεφαλαίου, με όλους τους σύγχρονους μετασχηματισμούς του, να εγκαινιάσει μια νέα εποχή σταθερής κερδοφορίας.
Στη σημερινή εποχή κληρονομούνται και μεταφέρονται, σε ανώτερο επίπεδο, οι θεμελιακές άλυτες αντιθέσεις της εποχής του ιμπεριαλισμού, ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και την ατομική ιδιοποίησή της, στη συγκεντροποίηση-διεθνοποίηση της παραγωγής και τον ανισόμετρο περιφερειακό, εθνικό, διακλαδικό, ενδοκλαδικό, ανταγωνιστικό κατακερματισμό της, ανάμεσα στον αμειβόμενο και τον απλήρωτο χρόνο εργασίας, ανάμεσα στις αξίες που παράγει ο εργάτης δημιουργός και την υπεραξία που ιδιοποιείται ο αστός. Πρόκειται επομένως για μια νέα κατάσταση μετάβασης στην κορυφαία, έως τώρα, καμπή της ιστορίας των ταξικών αγώνων.
Ποια είναι η κάθαρση στο δράμα;
Οι άνθρωποι του μόχθου και οι νέοι, αντιμέτωποι με μια κοινωνία η οποία τσαλαπατά κάθε ιδανικό που δημιούργησε ο ανθρώπινος πολιτισμός αιώνες τώρα, κάθε αίτημα πραγματικής δικαιοσύνης και ισότητας, κάθε αξίωση γνήσιου ουμανισμού, αυθεντικής ελευθερίας, ειρήνης και επωφελούς συνεργασίας των λαών, έχουν ανάγκη και μπορεί να αποζητήσουν συλλογικά και οργανωμένα μια κοινωνία απελευθέρωσης, ικανή να δίνει υπόσταση στις ανθρώπινες αξίες.
Οι βάσεις μιας δραματικά αναγκαίας συνολικής εργατικής λύσης ώστε το «βασίλειο της ανθρώπινης ελευθερίας» να νικήσει οριστικά το «βασίλειο της σημερινής ανάγκης και βαρβαρότητας» υπάρχουν.
Αυτές είναι:
- Η συνειδητή και σχεδιασμένη εργασία του ανθρώπου για την παραγωγή των προϊόντων, η δίκαιη διανομή και κατανάλωσή τους.
- Ο καθορισμός των αναγκών του ανθρώπου από τη χειραφετημένη εργασία και όχι από τις χειραγωγημένες, από την «αγορά», ανάγκες.
- Ο μετασχηματισμός της επιστήμης, της τεχνικής και του πολιτισμού σε βασική μορφή δημιουργικής αλληλεπίδρασης με τη φύση και το περιβάλλον.
- Η αναγνώριση του δικαιώματος όλων στην κατανάλωση και την απόλαυση ενός ποιοτικά διαφορετικού και ανώτερου κοινωνικού, υλικού και πνευματικού πλούτου.
- Η συνεχής αυτοανάπτυξη και ευημερία του κοινωνικού ατόμου, μέχρι την πλήρη χειραφέτησή του από τα δεσμά της παραγωγής.
- Ο ριζικός και συνεχής μετασχηματισμός του χρόνου, των αμοιβών και των όρων εργασίας ως το σημείο της συνολικής ενοποίησης του χρόνου εργασίας, εκπαίδευσης και κοινωνικής δραστηριότητας, ώστε η εργασία να αποτελεί τελικά βασική κοινωνική ανάγκη του ανθρώπου και όχι αποξενωτική, αλλοτριωτική, καταναγκαστική ή αποσπασματική δραστηριότητα.
- Ο ριζικός και συνεχής μετασχηματισμός των όρων εργασίας, ώστε ο ελεύθερος χρόνος να είναι το μοναδικό μέτρο του πλούτου, η ολοκληρωτική κατάργηση του συστήματος μισθωτής δουλείας και του ανθρώπου ως «εμπορεύματος».
- Η κατάργηση των τάξεων.
Οι όροι για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω είναι:
- Η πλήρης κοινωνικοποίηση όλων των μέσων και των δυνάμεων της παραγωγής, της εργασίας και της επιστήμης.
- Η κατάργηση της αγοράς, του ανταγωνισμού, του χρήματος και του εμπορίου.
- Η πλήρης χειραφέτηση της επιστήμης, της θεωρίας και της γνώσης απ’ τον εξευτελισμό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της αγοράς.
Οι βάσεις αυτές μπορούν να στηρίξουν τη θετική στρατηγική απάντηση του κόσμου της εργασίας και του εργατικού κινήματος απέναντι στη σημερινή καπιταλιστική πραγματικότητα.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Η καπιταλιστική εξουσία, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ογκούμενη δυσαρέσκεια των μαζών και να τιθασεύσει εξεγερτικές διαθέσεις, ενεργοποιεί μια πρωτοφανή ιδεολογική μηχανή και καταφεύγει όλο και συχνότερα στη χρήση της βίας.
Η έκρηξη της μαζικής επικοινωνίας, του διαδικτύου, των κοινωνικών μέσων συγκροτεί έναν όγκο πληροφοριών, έναν ιδιαίτερο χώρο του πραγματικού, όπου τα αλλεπάλληλα ερεθίσματα, η στιγμιαία και εφήμερη ενημέρωση, διαμορφώνουν το πλαίσιο αναφοράς των βιωμάτων και των εμπειριών εντός του οποίου μετασχηματίζονται οι έννοιες του χώρου και του χρόνου.
Ο χώρος συρρικνώνεται σ’ ένα παγκόσμιο τηλεπικοινωνιακό χωριό και οι χρονικοί ορίζοντες μειώνονται τόσο ώστε να συμπυκνώνονται αποκλειστικά στο παρόν. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το ιστορικό παρελθόν γίνεται στιγμιαία εικόνα του παρόντος και το μέλλον μια φανταστική προβολή επιθυμιών και επιδιώξεων του παρόντος.
Η άρχουσα τάξη επενδύει στην αναπτυγμένη τεχνολογία της επικοινωνίας ώστε να κατασκευάσει μια πλασματική και αφηρημένη πραγματικότητα, έναν κόσμο ηλεκτρονικής παραμυθίας δίπλα στον ζοφερό κόσμο της καθημερινής εμπειρίας των εργαζομένων, των ανέργων και των νέων.
Δίπλα στον κόσμο στης συνεχούς κοινωνικής περιθωριοποίησης οικοδομείται η εικονική πραγματικότητα των ψευδαισθήσεων. Το τηλεοπτικό «φαίνεσθαι» τείνει να υποκαταστήσει το Είναι. Η πραγματικότητα ταυτίζεται με την εφήμερη φαινομενικότητά της. Η επιχειρούμενη υποκατάσταση της δυναμικής των κοινωνικών υποκειμένων από απρόσωπες τεχνολογικές δομές οδηγεί σ’ έναν ακραίο τεχνολογικό ντετερμινισμό, σ’ έναν τεχνοκρατικό ανορθολογισμό.
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν ήταν τόσο ολοκληρωτική η πλήρης εμπορευματοποίηση όλων των προϊόντων της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Οι «έγκυρες και έγκαιρες πληροφορίες» μετατρέπονται σε εμπόρευμα μεγάλης αξίας. Η πρόσβαση σ’ αυτές και ο έλεγχός τους παίζουν ουσιαστικό ρόλο για εκτεταμένα εταιρικά συμφέροντα. Η γνώση γίνεται σημαντικό εμπόρευμα το οποίο παράγεται και πωλείται σε όποιον προσφέρει την υψηλότερη τιμή σε ανταγωνιστική βάση, με προφανείς τις επιπτώσεις στην επίσημη εκπαιδευτική πολιτική.
Η υποβάθμιση των επιστημών του ανθρώπου, η μετατροπή της βασικής έρευνα σε θεραπαινίδα της αγοράς, ο αυξανόμενος τεχνοκρατισμός, ο περιορισμός της κριτικής συμμετοχής στη σχέση διδάσκοντα-διδασκομένου, η υπερεκμετάλλευση του εκπαιδευτικού δυναμικού χαρακτηρίζουν σήμερα τους μηχανισμούς παραγωγής και αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας μέσω των εκπαιδευτικών πολιτικών.
Ό,τι έχει παρουσιαστεί στο πεδίο της φιλοσοφικής σκέψης και της θεωρίας του πολιτισμού ως «μεταμοντερνισμός» έχει ως υλική βάση τις οικονομικοκοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες του σύγχρονου καπιταλισμού.
Οι μεταμοντέρνες θεωρήσεις αντανακλούν, σε διαφορετικό επίπεδο αφαίρεσης κάθε φορά, τα θεωρητικά και πολιτισμικά αδιέξοδα που προκύπτουν από την έλλειψη εμπιστοσύνης στην κομμουνιστική προοπτική, λόγω της κατάρρευσης των γραφειοκρατικών καθεστώτων, αλλά και τις διεργασίες που ακολουθούν τη μεταφορντική καπιταλιστική ρύθμιση της συνεχούς εργασιακής ρευστότητας και της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Ο μεταμοντερνισμός αποδέχεται το εφήμερο, το στιγμιαίο, το ασυνεχές. Αποφεύγει κάθε έννοια προόδου ή ιστορικής συνέχειας και ιστορικής μνήμης.
Η ιστορία θεωρείται ένα πεδίο ασυνεχών ισότιμων στοιχείων και επιδέχεται την όποια χρήση είναι βολική στην εικόνα του παρόντος. Η κοινωνική πραγματικότητα κατακερματίζεται σε επιμέρους αυτορρυθμιζόμενα και αυτοαναφορικά «γλωσσικά παιχνίδια», όπου όλες οι φωνές είναι νόμιμες και ισότιμες δίχως καμιά ιεράρχηση ή αξιολόγηση. Πρόκειται για μια κατ’ επίφαση δημοκρατική αποδοχή που στην ουσία της επιβάλλει έναν ακραίο σχετικισμό, ο οποίος οδηγεί, τελικά, στην ηθικοπολιτική αδιαφορία και τον κυνισμό που συνήθως μεταμφιέζεται σε ρασιοναλισμό.
Οι θεωρητικές ερμηνείες μεγάλης κλίμακας, οι οποίες έχουν και την απαίτηση της καθολικής εφαρμογής, απορρίπτονται συνολικά στο όνομα των επιμέρους μικρο-αφηγημάτων δίχως σύνδεση μεταξύ τους. Υπό αυτό το πρίσμα απορρίπτεται ο μαρξισμός ως ερμηνεία του κοινωνικού και ως δυνατότητα μετασχηματισμού και επαναστατικής αλλαγής στην κατεύθυνση της κομμουνιστικής χειραφέτησης.
Γνωσιολογική ρίζα αυτής της θεωρητικής στάσης είναι η πλήρης σχετικοποίηση της αλήθειας, η άρνηση της αντικειμενικότητάς της και ο ακραίος υποκειμενισμός. Κάθε άποψη είναι «αληθής» στην αυτοαναφορικότητά της. Ο κάθε άνθρωπος «έχει δίκιο απ’ τη μεριά του», κι ο ναζί κι ο αντιστασιακός κι ο ταγματασφαλίτης, και «η παρθένα και ο σατανάς». Κατ’ επέκταση, η συλλογική δράση του εργατικού κινήματος χαρακτηρίζεται μεταφυσική κατασκευή και πρέπει να αντικατασταθεί από τις επιμέρους ατομικές δράσεις ή από συλλογικότητες που συγκροτούνται αποκλειστικά στο πλαίσιο νέων ταυτοτήτων φύλου, σεξουαλικής προτίμησης κλπ.
Με τον μεταμοντερνισμό σηματοδοτείται η επέκταση της δύναμης της αγοράς σε όλο το φάσμα της πολιτισμικής παραγωγής.
Η παραγωγή πολιτισμού ενσωματώνεται στην εμπορευματική παραγωγή γενικά.
Δίνεται έμφαση στη θεαματικότητα του στιγμιαίου, στο χάπενινγκ, στις τελετουργικές προσομοιώσεις της ίδιας της κοινωνικοπολιτικής δράσης.
Οι επιμέρους κοινωνικές εξεγέρσεις κρίνονται από τη θεατρικότητά τους. Το αυθόρμητο «συμβάν» υποκαθιστά την οργανωμένη πολιτική στρατηγική και η τακτική εκφυλίζεται σε κινηματικές στιγμές κοινωνικής εκφόρτισης. Κυριαρχεί η αστική πολιτική του πραγματισμού (αληθινό είναι ό,τι κάθε φορά με συμφέρει) έναντι της ρεαλιστικής στάσης του εργατικού κινήματος, που αντιμετωπίζει την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα στη δυναμική της.
Στην τέχνη η αστική διάκριση μεταξύ πρωτοπορίας και κιτς αντικαθίσταται από τη δημοκρατικοφανή άρση της διαφοράς μεταξύ υψηλής καλλιτεχνικής έκφρασης και μαζικής κουλτούρας. Όλες οι καλλιτεχνικές εκφράσεις, ακόμη και οι πιο αγοραίες, πρέπει να συνυπάρχουν ισότιμα καταργώντας κάθε μορφωτική, παιδευτική διάσταση της τέχνης.
Ό,τι διασκεδάζει ή εκτονώνει είναι ισότιμο με ό,τι καλλιεργεί και ψυχαγωγεί. Όλα τα δημιουργήματα του πολιτισμού είναι ισότιμα καταναλωτικά προϊόντα δίχως κοινωνικούς, εθνικούς, αξιολογικούς προσδιορισμούς. Μια μηχανιστικά κατασκευασμένη παγκόσμια κουλτούρα αποτελεί καταναλωτικό προϊόν στην παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική αγορά.
Ωστόσο η ριζική φιλοσοφική αντιπαράθεση στον πυρήνα της μεταμοντέρνας προβληματικής δεν πρέπει να παραγνωρίζει τις ενίοτε ριζοσπαστικές εκδοχές της μεταμοντέρνας κριτικής στο μηχανιστικό και στείρο ορθολογισμό της αστικής σκέψης στο βαθμό που αυτές δεν είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη της συλλογικής ανθρώπινης πράξης. Η ριζοσπαστική μικροαστική στάση που αντιτίθεται στην αστική αντίληψη της προόδου ως μιας τεχνοκρατικής αταξικής διαδικασίας και στον μ’ αυτούς τους όρους προσδιοριζόμενο μοντερνισμό, ως ταυτόσημου με την καπιταλιστική ανάπτυξη, μπορεί να αποτελεί αφετηρία γονιμοποιητικών παρεμβάσεων από την πλευρά της προλεταριακής δυναμικής. Έτσι η ιστορική οπτική της εργατικής τάξης μπορεί να βάζει τη σφραγίδα της στην αντικαπιταλιστική κριτική και να υπερβαίνει διαλεκτικά, στη δική της επαναστατική προοπτική, αυτές τις διάσπαρτες κριτικές φωνές που συνωθούνται μέσα στη γενική κατηγορία του μεταμοντερνισμού.
Η πολιτισμική ισοπέδωση και η ιμπεριαλιστική πολιτική της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης εντείνει τον άλλο πόλο της αντίθεσής της. Τη στροφή στην εθνικιστική αναδίπλωση και την κατασκευή συνακόλουθων ταυτοτήτων εθνικού, φυλετικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα.
Φαινόμενα όπως ο εθνικιστικός λαϊκισμός, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και ο αναβιωμένος ρατσιστικός φυλετισμός μπορούν να αξιολογηθούν και ως ψευδείς «απαντήσεις» στον φονταμενταλισμό της καπιταλιστικής αγοράς.
Με την κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας αναπτύσσεται ένας ευρύτερος αντιδραστικός συνασπισμός εξουσίας της αστικής τάξης, που έχει πυρήνα του το μεταλλαγμένο κράτος. Αυτό το επιτελείο πολιτικής και στρατηγικής του κεφαλαίου για τη γενική ρύθμιση της διευρυμένης αναπαραγωγής του και την αντιμετώπιση των άλλων κρατών-ανταγωνιστών στο διεθνή καταμερισμό.
Το σύγχρονο ολοκληρωτικό κράτος «επιστρέφει» με νέα αφοσίωση στη χρήση της βίας, έμμεσης και άμεσης, επειδή η κατασκευασμένη πραγματικότητα δεν αρκεί για την πειθάρχηση των ανυπάκουων εργαζομένων, νεολαίας, λαού, της λαϊκής δυσαρέσκειας που μεγαλώνει. Το σύγχρονο κράτος περιλαμβάνει εκτεταμένες και συνεχείς παρακολουθήσεις με κάμερες και δορυφόρους, ευρεία χρήση των αστυνομικών μηχανισμών, δραστικό περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών, στρατιωτικές επιχειρήσεις, ακόμη και δολοφονίες. Οι κοινωνικοπολιτικές διεργασίες που δρομολογούνται, μέσω της αστικής πολιτικής, δίνουν προτεραιότητα στην πειθάρχηση-καταστολή απέναντι στη συναίνεση-ηγεμονία. Έτσι όμως αποκαθηλώνουν το προσωπείο της αστικής-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Βαθαίνουν το πολιτικό χάσμα ανάμεσα στους εργαζόμενους και στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Καθιστούν, επομένως, αδύνατη την οικοδόμηση μαζικών και μακράς πνοής κοινωνικών συμβολαίων ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.
Αυτή ακριβώς η μετάβαση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε αστυνομικό-στρατοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης προσδιορίζει την καθημερινότητα του φόβου, στο καθεστώς του οποίου συντρίβονται οι εργατικές κατακτήσεις και αυξάνεται η εκμετάλλευση. Στη βάση αυτή, η προοπτική αυταρχικών εκτροπών και καθεστώτων είναι στο κάδρο και, σε κάποιες περιπτώσεις, ζωντανή πραγματικότητα (π.χ. Γαλλία, Τουρκία).
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Η ολοκληρωτική έκφραση της καπιταλιστικής κυριαρχίας επιδρά στη συνείδηση, τις αξίες, τις απόψεις, τις στάσεις και τον ψυχισμό της νεολαίας. Αυτό δεν αφορά αποκλειστικά τη νεολαία που εργάζεται ή βρίσκεται σε κατάσταση ημιανεργίας-ημιαπασχόλησης, αλλά αγγίζει και τη νεολαία η οποία ακόμα «εκπαιδεύεται» (μαθητεία, επιχειρηματική λειτουργία στο πανεπιστήμιο κ.λπ.).
Εντείνεται η επίδραση της ταξικής πάλης στη συνείδηση και τις τάσεις που διαμορφώνονται στη νεολαία.
Ιδιαίτερα τα παιδιά των εργατικών και λαϊκών οικογενειών δέχονται ανελέητη επίθεση από τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Μια διαδικασία που καταλήγει να διαμορφώνει τη λεγόμενη «γενιά του περιθωρίου».
Η κατάσταση αυτή οδηγεί στην εξής αντίφαση: Η σημερινή γενιά είναι η πρώτη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που καλείται να ζήσει συντριπτικά χειρότερα από την προηγούμενη, ενώ, ταυτόχρονα χειρίζεται τα πιο εξελιγμένα μέσα παραγωγής, τις ανώτερες ποιοτικά νέες τεχνολογικές, επιστημονικές και πολιτισμικές κατακτήσεις. Παράλληλα, στην καθημερινότητά της, αξιοποιεί τα επιτεύγματα των σύγχρονων τεχνολογικών επαναστάσεων. Ταυτόχρονα, η ίδια η ένταξή της στην παραγωγική διαδικασία συντελείται σε συνθήκες βαθιάς κρίσης. Ο νέος άνθρωπος καλείται να κοπιάσει πολύ περισσότερο από πολύ μικρή ηλικία, με λιγότερες προοπτικές απασχόλησης από ποτέ, εργασιακή περιπλάνηση και κατά συνέπεια ανασφάλεια.
Η αντίφαση αυτή επιδρά με πολλαπλούς τρόπους τόσο στον ψυχισμό όσο και στην ίδια την κοινωνική δραστηριότητα της νεολαίας, την πολιτική της στράτευση, την οργάνωση του κινήματός της, τα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα εντός της, την καθημερινή πρακτική της δραστηριότητα.
Διαμορφώνεται, έτσι, ένας ιδιαίτερος νεολαιίστικος ψυχισμός. Σύμφωνα με έρευνες, υψηλά ποσοστά ψυχικών διαταραχών και χρήσης ψυχοφαρμάκων παρατηρούνται σε όλες τις ηλικίες, ακόμα και στη σχολική. Σημαντικός λόγος είναι και η κατάχρηση του Διαδικτύου.
Η διόγκωση του «σύγχρονου περιθωρίου», ο πολλαπλασιασμός του κόσμου που βρίσκεται στα όρια της κοινωνικής αναπαραγωγής, αλλά και γενικά η συρρίκνωση της δυνατότητας κοινωνικής ανέλιξης, η διάλυση του κοινωνικού κράτους, σε συνδυασμό με την απουσία μαζικής εργατικής απάντησης, οδηγούν τους νέους σε διαρκή πιεστικό ανταγωνισμό για τη διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης. Έτσι φορτώνουν αυτόν τον ανταγωνισμό στην ίδια την παιδική ηλικία. Ο νέος καλείται από τα μαθητικά του χρόνια να κατακτά διαρκώς νέο όγκο πληροφοριών, με βάση τις εκάστοτε τομές. Να είναι διαρκώς ανταγωνίσιμος. Να εργάζεται «ευέλικτα», «ελαστικά», με μηδαμινές προοπτικές σταθεροποίησης, συνταξιοδότησης κ.λπ. Ταυτόχρονα, όντας φθηνό εργατικό δυναμικό, αδυνατεί να «ανεξαρτητοποιηθεί» από την οικογένειά του. Με αυτό τον τρόπο «παραμένει παιδί» για μεγαλύτερο διάστημα. Οι ίδιες οι σχέσεις των νέων ανθρώπων, ενταγμένες στον μεταμοντέρνο κατακερματισμό των ημερών μας, είναι πιο ρηχές και πρόσκαιρες (ελαστικές όπως και η ένταξη τους στην παραγωγή).
Οι νέοι, σύμφωνα με την Εθνική Έκθεση για τη Νεολαία του 2012, (2) θεωρούν πως το πλέον σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η «ανεργία» και το σημαντικότερο προσωπικό πρόβλημα πάλι η ανεργία. Επίσης η απογοήτευση, η δυσπιστία, ο φόβος, η κούραση, το χαμηλό ποσοστό αισιοδοξίας καθώς «τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα» είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν στη νέα γενιά. Η παραπάνω ιστορική αντίφαση αναδεικνύει ακριβώς και το ρόλο της νεολαίας εντός των ευρύτερων ριζοσπαστικών διεργασιών των τελευταίων χρόνων.
Η προνομιακή σχέση που διατηρούν οι νεολαίοι με το μέλλον (καθώς η ζωή είναι μπροστά τους και τους νοιάζει να την καθορίσουν), σε συνδυασμό με τη διαχρονική συναισθηματική και με ιδιαίτερα αυθόρμητα χαρακτηριστικά μαζική δράση και πρακτική τους, είναι που τους οδηγεί να γίνονται σημαντικός παράγοντας, ακόμα και πυροδότης ξεσηκωμών, άλλοτε πιο οργανωμένων, άλλοτε ως ξεσπάσματα, είτε σε επιμέρους είτε σε γενικής κλίμακας ζητήματα.
Δεν αρκεί να περιγράψουμε τι δεν μπορεί να εγγυηθεί ο καπιταλισμός για τους νέους, καθώς και τις συγκρούσεις μεταξύ των δυνατοτήτων και των δυσκολιών της νέας γενιάς να ζήσει με αξιοπρέπεια, αν δεν εξετάσουμε το ίδιο το επίπεδο οργανωτικής ανάπτυξης και συλλογικής δράσης, πολιτικής συνειδητότητας του κινήματος της νεολαίας.
Η πολυδιάσπαση και ο κατακερματισμός των σύγχρονων κοινωνιών, σε συνδυασμό με την ιστορική αδυναμία των κομμουνιστικών και ριζοσπαστικών ρευμάτων να πείσουν και να στρατεύσουν σε ένα σχέδιο θετικής κινητοποίησης ευρύτερων μαζών πέρα από τη στενή επιρροή τους, αλλά και η χρεοκοπία του μέχρι τώρα συνδικαλιστικού κινήματος επιδρούν σημαντικά στην αποσυγκρότηση και τη διάσπαση στο κίνημα της νεολαίας και τελικά στην εξατομίκευση και την ιδιώτευση. Απέναντι σε αυτή τη δύσκολη καθημερινότητα τα πληττόμενα κομμάτια της νεολαίας απαντάνε με διαφορετικό τρόπο.
Όσον αφορά τους νέους εργαζόμενους, εδώ κυριαρχούν η ανεργία, η ελαστική εργασία, η μετανάστευση κλπ., χωρίς να υπάρχουν πραγματικά βήματα οργανωτικής συγκρότησης μαζικού κινήματος, πέρα από κάποιες επιμέρους πρωτοβουλίες νέων, κυρίως ενταγμένων σε πολιτικές οργανώσεις. Ταυτόχρονα υπάρχουν μαζικά ρεύματα που απαντάνε με την αυταπάτη του ατομικού δρόμου, της αναγκαστικής επιβίωσης.
Το φοιτητικό κίνημα, ο κατ’ εξοχήν τροφοδότης αναπαραστάσεων μαζικού κινήματος για τη νεολαία, εμφανίζει υποχώρηση τόσο ως προς τη συνδικαλιστική του πυκνότητα, όσο και ως προς τη γενική δράση του (μαζικές κινητοποιήσεις κ.λπ.). Τέλος, ένα σημαντικό (πια) κομμάτι της νεολαίας οδηγείται προς την ανοιχτή αντίδραση και τον φασισμό. Σε αυτή τη δυναμική εμφανίζεται μια μειοψηφική, σημαντική όμως, τάση τμημάτων της νεολαίας για ενασχόληση με ζητήματα τέχνης και πολιτισμού (θέατρο, εναλλακτικές σκηνές, μουσικοί όμιλοι κ.λπ.). Επιπλέον, φαίνεται ένα εξίσου μειοψηφικό, σημαντικό όμως, ενδιαφέρον για πάλη γύρω από ζητήματα όπως το γυναικείο ή το έμφυλο γενικά, με ασαφή ταξικό τρόπο.
Τα πιο πρωτοπόρα τμήματα της, μειοψηφικά όμως, αναζητούν με ταλαντεύσεις έναν αγωνιστικό συλλογικό δρόμο για την επίλυση των ζητημάτων τους, ορισμένες φορές πέρα και έξω από τα όρια του συστήματος.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Η κοινωνική, οικονομική, οικολογική και ηθική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού εξελίσσεται με τίμημα την παρακμή και την αυξανόμενη έλλειψη μέτρου, την απειλή σε βάρος του ανθρώπινου είδους και του πλανήτη. Η λογική της χωρίς όρια συσσώρευσης του κεφαλαίου ανατροφοδοτεί τον αχαλίνωτο ανταγωνισμό, την ανάγκη διευρυνόμενης κατανάλωσης, την αλόγιστη εκμετάλλευση της φύσης και του ανθρώπου.
Αυτή η ζοφερή προοπτική, σε συνδυασμό με τις σημερινές εκρηκτικές υλικές δυνατότητες, επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη το αγωνιώδες ερώτημα:
Προς τα πού βαδίζει ή και προς τα πού οφείλει να βαδίσει η ανθρωπότητα;
Στην εποχή μας συγκρούονται δύο δυνατότητες θανάσιμα ανταγωνιστικές:
Από τη μια μεριά, η δυνατότητα του κεφαλαίου να ολοκληρώσει μια, στρατηγικής σημασίας, αναδιοργάνωση των συνολικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, επιφέροντας ήττα μακράς πνοής στον κόσμο της μισθωτής εργασίας και των άλλων δυναστευομένων στρωμάτων. Από την άλλη μεριά, η δυνατότητα του κόσμου της μισθωτής εργασίας και των ανταγωνιστικών προς το κεφάλαιο κοινωνικών κινημάτων να κλονίσουν την πολεμική αυτή σταυροφορία του κεφαλαίου, επιβάλλοντας μια τακτική οπισθοχώρησή του. Να διαμορφώσουν, επομένως, τους πολιτικούς, ιδεολογικούς και οργανωτικούς όρους για μια νέα έφοδο στον ουρανό, σ’ αυτό το διαχρονικό και ασυνεχές ταξίδι αναζήτησης της πραγματικά ανθρώπινης κοινωνίας.
Η έμπρακτη αξιοποίηση της δεύτερης δυνατότητας απαιτεί ουσιώδεις αλλαγές στο περιεχόμενο και τη μορφή συγκρότησης, τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο, του υποκειμενικού παράγοντα (του σύγχρονου κόμματος, του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου και του εργατικού-λαϊκού κινήματος, που παρά τη μεθοδολογική διάκρισή τους αποτελούν μια διαλεκτική ενότητα). Καθοριστική σημασία αποκτά η αναγέννηση του εργατικού κινήματος και όλων των ανταγωνιστικών προς το κεφάλαιο κινημάτων. Αναγέννηση που συνδέεται άρρηκτα με την ικανότητά του να υπερασπίζεται τις άμεσες ανάγκες και τα δικαιώματα των εργαζομένων με ανυποχώρητο, συλλογικό τρόπο, χωρίς να επηρεάζεται και να καθορίζεται από τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Απαιτεί επίσης την εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής ενότητας των εργαζομένων, στη συλλογική συγκρότησή τους και στους αγώνες. Ενότητα που προωθείται με άξονα την αγωνιστική ταξική ανεξαρτησία και όχι την αγοραία υπερπολιτικοποίηση και ιδεολογικοποίηση των εργατικών αγώνων ή την καθήλωσή τους στα όρια της αστικής πολιτικής.
Το κομμουνιστικό κίνημα και η κομμουνιστική κοινωνία παραπέμπουν και προσανατολίζουν αδιαχώριστα και αδιάκοπα στο όραμα μιας άλλης κοινωνίας με δικαιοσύνη, ισότητα, αλληλεγγύη. Της κοινωνίας που δεν είναι ένα ιδεατό τέλος, αλλά η έναρξη μιας νέας πορείας δημιουργίας και ελευθερίας της ανθρωπότητας, η κομμουνιστική κοινωνία.
Ένα σύγχρονο ριζοσπαστικό κομμουνιστικό κίνημα και η κοινωνία της κομμουνιστικής απελευθέρωσης δεν είναι τίποτα άλλο στον καιρό μας παρά η διεκδίκηση της πραγματικής ανθρώπινης ζωής, η πρωτότυπη εκδήλωση της αρχής του ανθρωπισμού. Η άρνηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της καταλήστευσης του σώματος του ανθρώπου και της φύσης.
Η ισοπεδωτική έλλειψη μέτρου που χαρακτηρίζει το κεφάλαιο καθιστά επείγουσα ανάγκη μια οικοκομμουνιστική ανάπτυξη, ποιοτικά διαφορετική από τον τωρινό αγώνα δρόμου για δήθεν αειφόρο ανάπτυξη, που βασίζεται στο σημερινό κριτήριο για τον πλούτο.
Η ίδια η κοινωνία του κομμουνισμού μπορεί να στηρίζεται στην αρχή, τις τάσεις και τις υλικές δυνατότητες που ενυπάρχουν στον σύγχρονο καπιταλισμό και τείνουν να σπάσουν το εκμεταλλευτικό του περίβλημα. Η ανάδυση αυτής της δυνατότητας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη γένεση και την ωρίμανση των ενδογενών, πρωτίστως, αντιθέσεων που διαπερνούν τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, οι οποίες σήμερα διευρύνονται, σε έκταση και βάθος.
Κυρίως, είναι συνυφασμένη μ’ ένα γεγονός που σημαδεύει ανεξίτηλα την εποχή μας:
Την πρωτόγνωρη κλιμάκωση της ανταγωνιστικής αντίθεσης ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων και τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή την ιδιωτική, ανταγωνιστική μορφή ιδιοποίησης των δυνάμεων αυτών, η οποία προσδιορίζει με τη σειρά της το περιεχόμενο και τον τρόπο ανάπτυξής τους.
Δεν πρόκειται βέβαια για μια εξωτερική αντίθεση ανάμεσα σε δύο ανυπέρβλητα περιφραγμένες και αμοιβαία αποκλειόμενες πραγματικότητες. Δεν βρίσκονται από τη μια μεριά οι κοινωνικά «ουδέτερες» παραγωγικές δυνάμεις και από την άλλη οι ταξικά «μεροληπτικές» σχέσεις παραγωγής. Αντίθετα, οι μεν προϋποθέτουν τις δε, συγκροτώντας μια αδιαφιλονίκητη διαλεκτική ενότητα.
Η ανταγωνιστική αυτή αντίθεση αποτελεί την κινητήρια δύναμη της Ιστορίας, που, χωρίς να είναι η μοναδική, είναι καθοριστική. Η πιο άμεση μορφή της είναι η πάλη των τάξεων και, στην εποχή μας, η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.
Ο κομμουνισμός δεν είναι, επομένως, μια υπεριστορική ή ανιστορική επιθυμία της οποίας η πραγμάτωση μπορεί να υπάρξει οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Η ιστορική ανάδυση του κομμουνιστικού σχεδίου-οράματος ως συγκεκριμένης δυνατότητας είναι αυτή καθεαυτή η πιο βαθιά και ιερόσυλη ρωγμή μέσα στο χρόνο. Τίποτα όμως δεν εγγυάται εκ των προτέρων τη μετατροπή της σε πραγματικότητα και αφετηρία μιας νέας ιστορικής εποχής, ως μια μεταφυσική πρόνοια και αντιδιαλεκτική αιτιοκρατία. Η ανατροπή του καπιταλισμού ως δυνατότητα είναι υπόθεση των καταπιεσμένων, ως αναγκαιότητα δεν αποτελεί ιστορική νομοτέλεια. Γιατί αν και καθορίζεται από τις αντικειμενικές συνθήκες, η μετάβαση αυτή εξαρτάται από την ίδια την ταξική πάλη και τη δυναμική της, από τον αποφασιστικό ρόλο των ανθρώπων που θα εμπλακούν σ’ αυτήν την κοσμογονική αναμέτρηση.
Ο κομμουνισμός αποτελεί μια ιστορικά καθορισμένη και συγκεκριμένη αντικειμενική δυνατότητα της κοινωνίας, που μπορεί να υλοποιηθεί μόνο αν δράσουν οι άνθρωποι με σχέδιο, πρόγραμμα και οργάνωση. Ο κομμουνισμός, εν αντιθέσει προς τις χωρίς αρχές πολιτικές, τις αποσπασματικές δράσεις και τους καθημερινούς αυτοσχεδιασμούς, είναι ο σκοπός που καθώς αναδύεται από το κίνημα, το προσανατολίζει και του επιτρέπει να προσδιορίσει τι μας φέρνει πιο κοντά και τι μας απομακρύνει από αυτόν. Το προφυλάσσει από μόνιμους συμβιβασμούς για την αποδοχή του κάθε φορά μικρότερου κακού, που είναι, σχεδόν πάντα, ο συντομότερος δρόμος προς το μεγαλύτερο κακό. Ο κομμουνισμός είναι επομένως η γνώση του σκοπού αλλά και της διαδρομής. Το κομμουνιστικό κίνημα είναι η πραγματική κίνηση που περιγελά την ακινησία και τη μοιρολατρία και οδηγεί αδιάκοπα στην κατάργηση της σημερινής κατεστημένης τάξης πραγμάτων.
«Οι κομμουνιστές μπορούν να συνοψίσουν τη θεωρία τους σε αυτήν τη μοναδική διατύπωση: κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής». Κατάργηση η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την ατομική ιδιοκτησία των αγαθών προσωπικής χρήσης, αφού δεν πρόκειται να καταργηθεί κάθε μορφή ιδιοκτησίας, αλλά μόνον η σημερινή, η αστική ιδιοκτησία και ο «τρόπος ιδιοποίησης» που βασίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Το κομμουνιστικό κίνημα προσανατολίζει επομένως προς μια ριζική αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας και εξουσίας.
Ο κομμουνισμός είναι ο «συνεταιρισμός όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων». Είναι η θεμελιώδης αρχή μιας ελεύθερης ανάπτυξης των ιδιαίτερων αναγκών και ικανοτήτων του καθενός και της καθεμιάς, ως όρου και προϋπόθεσης για την καθολική ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους. Ο κομμουνισμός είναι το αντίθετο της φαινομενικής προόδου, που βιώνουμε στις σημερινές κοινωνίες, όπου το κάθε τι είναι εμπόρευμα και έχει ως αντίτιμο την εκμετάλλευση, την αλλαγή της μορφής υποδούλωσης. Η γνήσια πρόοδος έγκειται στην ανάπτυξη και τη διαφοροποίηση των ανθρώπινων αναγκών, ώστε ο πρωτότυπος συνδυασμός τους να καθιστά τον καθένα και την καθεμιά ένα μοναδικό ον, η μοναδικότητα του οποίου συμβάλλει στον εμπλουτισμό του ανθρώπινου είδους.
Η κομμουνιστική προοπτική απαιτεί μια ριζική αλλαγή στη σχέση καταπίεσης άνδρα και γυναίκας. Απαιτεί τη συνολική και ουσιαστική απελευθέρωση από τους διαχωρισμούς λόγω πολιτισμού, χρώματος ή σεξουαλικού προσανατολισμού.
Από σήμερα και στη διάρκεια των αγώνων, μπορεί και επιβάλλεται, οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις να επιδιώκουν την οικοδόμηση θεσμών, οργανώσεων, αξιών, πολιτισμού που να προεικονίζουν την κοινωνία της κομμουνιστικής χειραφέτησης.
Το κομμουνιστικό κίνημα καλείται να ανατρέψει ένα κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό που έχει φθάσει στα όρια του, ίσως και να τα έχει ήδη ξεπεράσει. Η κομμουνιστική κοινωνία και το κίνημα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, με βάση τις δυνατότητες, τις αντιθέσεις, και τους κινδύνους της καπιταλιστικής κοινωνίας, μπορεί να αποδειχθούν και να αναδειχθούν ως αυτά που είναι:
Ως εσωτερική αντικειμενική αναγκαιότητα για την ανθρωπότητα.
Ως η πρωτότυπη συλλογική δημιουργία των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.
Η αφετηρία είναι διπλή:
Πρώτο, η διεκδίκηση της αυτοδιεύθυνσης στην παραγωγή και την οργάνωση της κοινωνίας. Και δεύτερο, η δραστική μείωση του υποχρεωτικού χρόνου εργασίας, η διεκδίκηση όχι μόνο του χρόνου που απελευθερώνει η επιστήμη αλλά και του χρόνου που απελευθερώνει την εργασία από κάθε εκμετάλλευση και αλλοτρίωση. Διεκδίκηση της αλλαγής στην ίδια την έννοια της εργασίας αφού δεν μπορεί να υπάρξει ατομική ανάπτυξη ούτε κατά την ανάπαυση εφόσον ο εργαζόμενος παραμένει αλλοτριωμένος και ακρωτηριασμένος στην εργασία.
Δεν ξεκινάμε από το μηδέν.
Η ιστορική μας κληρονομιά είναι τα εργατικά συμβούλια, τα σοβιέτ, οι επιτροπές πολιτοφυλακής, οι ενώσεις κατοίκων, οι αγροτικές κομμούνες, όλα αυτά που ενέπνευσαν τις λαϊκές μορφές αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης, γιατί έτειναν να στερήσουν από την αστική πολιτική τον επαγγελματικό της χαρακτήρα, να τροποποιήσουν τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, να δημιουργήσουν τις συνθήκες για το μαρασμό του κράτους ως χωριστού γραφειοκρατικού σώματος κυριαρχίας και επιβολής της άρχουσας τάξης.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Τι σημαίνει να είσαι κομμουνιστής σήμερα;
Το ερώτημα είναι κρίσιμο και η απάντηση κάθε άλλο παρά αυτονόητη.
Αν αποκοπούμε από έναν ιστορικό κριτικό απολογισμό, το πιθανότερο είναι να οδηγηθούμε σε ακαθόριστες ιδέες πέρα και έξω από τη συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα και την ανάγκη της κοινωνικής χειραφέτησης κατά τη σημερινή εποχή.
Έχουμε κληρονομήσει μια μακρά αντεπαναστατική περίοδο μη εμπιστοσύνης στη δύναμη που κάποτε μπορούσε να υψώσει τη λαϊκή συνείδηση σε έννοιες της πολιτικής χειραφέτησης, όπως «εργατική δημοκρατία», «γενική απεργία», «επανάσταση», «κομμουνισμός». Απ’ αυτές τις έννοιες, που συμπυκνώνουν την ελπίδα και την προσδοκία του ανθρώπου για ένα καλύτερο αύριο, ο κομμουνισμός υπέστη τη μεγαλύτερη φθορά. Κι αυτό γιατί, στην πατρίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης, την ΕΣΣΔ, αλλά και στην Κίνα και αλλού, οι ελπιδοφόρες επαναστάσεις κατέληξαν σε ένα ιδιότυπο αυταρχικό κράτος.
Με την κατάρρευση των χωρών του «Ανατολικού μπλοκ» έπαψε να υπάρχει ένα, στρεβλό προφανώς, σημείο αναφοράς στο σοσιαλισμό. Ο τρόπος της κατάρρευσης έθεσε αμείλικτο το ερώτημα για το είδος της σχέσης που αναπτύχθηκε τελικά μεταξύ του καθεστώτος και του λαού. Ενίσχυσε την αντικομουνιστική επιχειρηματολογία μέχρι την άρνηση και την πλήρη απαξίωση οποιασδήποτε κομμουνιστικής αναζήτησης, προπάντων του ηθικού περιεχομένου της κομμουνιστικής προοπτικής, στο όνομα των μοναδικών και διαχρονικών δήθεν καπιταλιστικών αξιών: του ανταγωνιστικού κέρδους, του άκρατου ατομικισμού, της εργασιακής ελαστικότητας και ανασφάλειας και της διάλυσης της όποιας κοινωνικής συνοχής.
Αν ενδίδαμε όμως στην ταύτιση του κομμουνισμού με τα ιδιότυπα καταπιεστικά καθεστώτα που κατέρρευσαν, αυτό θα σήμαινε ότι υποχωρούμε μπροστά στους προσωρινούς νικητές.
Θα διαπράτταμε κατάφωρη αδικία εις βάρος των ηττημένων, όλων εκείνων, ανώνυμων ή όχι, που βίωσαν με πάθος την κομμουνιστική ιδέα. Πάνω απ’ όλα, θα κλείναμε τελικά το κεφάλαιο των δυνητικών, θετικών, ριζικών κοινωνικών μετασχηματισμών.
Απαιτείται, επομένως, η κριτική αναστοχαστική αναζήτηση των αιτιών της κατάρρευσης «των χωρών της Ανατολής». Στη βάση αυτή κατατίθενται γενικές αρχές προσέγγισης του ζητήματος:
Με την επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης ένας νέος τύπος εξουσίας αναδυόταν στη θέση της ηττημένης αστικής εξουσίας: η εξουσία των σοβιέτ, η εργατική εξουσία, που σηματοδοτούσε για πρώτη φορά στην πράξη τη δυνατότητα οικοδόμησης της εργατικής δημοκρατίας.
Απαλλοτριώνονται και κρατικοποιούνται τα βασικά μέσα παραγωγής, κάτι που οδηγεί στη ριζική τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού στην ίδια την υλική βάση της κοινωνίας και δημιουργεί προϋποθέσεις για μια διαφορετική κοινωνική θέση των εργαζομένων και της αγροτιάς. Τίθεται «επί τάπητος» το θέμα της εργατικής κυριαρχίας στην παραγωγή, με το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών που διεκδικεί όχι μόνο τον έλεγχο αλλά και την ίδια τη διεύθυνση της παραγωγής.
Ο αστικός στρατός διαλύεται και ο νέος που δημιουργείται βασίζεται σε δημοκρατικές σχέσεις έξω από το πλέγμα της ιεραρχίας και της αστικής πειθαρχίας. Το νομικό οικοδόμημα αναμορφώνεται στη βάση της μαρξιστικής κριτικής του αστικού δικαίου, σπάει το προκάλυμμα της «ανεξάρτητης δικαιοσύνης» και εντάσσεται πλέον στις λειτουργίες της λαϊκής αυτοδιοίκησης.
Παίρνονται πανκοινωνικά μέτρα κατά του αναλφαβητισμού. Το σχολείο μετασχηματίζεται ριζικά πάνω σε κολεκτιβίστικες βάσεις, επιχειρείται να δημιουργηθεί το «ενιαίο σχολείο εργασίας» που συνδέει τη διαδικασία της μάθησης με την κοινωνική ζωή και τις ανάγκες της.
Σημαντικά βήματα γίνονται για την εξασφάλιση της ισότητας των γυναικών.
Στις τέχνες πνέει άνεμος τολμηρού πειραματισμού με στόχο την κοινωνικοποίησή τους και την απαλλαγή τους από την αστική σκουριά.
Επιχειρήθηκε λοιπόν στην αυγή της επανάστασης να εφαρμοστούν, και ως ένα σημείο εφαρμόστηκαν, σχέσεις σοσιαλιστικού προσανατολισμού. Με τις καινοτόμες απελευθερωτικές ιδέες που εφαρμόζονταν στην πράξη από ένα μαζικό επαναστατικό πειραματισμό σε όλους τους τομείς της ζωής των εργαζομένων, φαινόταν πως πηγαίναμε από την αντικατάσταση της αστικής κρατικής «διαχείρισης ανθρώπων» προς την εργατική αυτοδιεύθυνση της «διαχείρισης πραγμάτων».
Στην αρχική φάση της επανάστασης οι αστικές σχέσεις αποτελούσαν την κλονιζόμενη, αλλά όχι και την κυριαρχούμενη, πλευρά των συνολικών κοινωνικών σχέσεων. Ειδικά, στα πεδία της παραγωγής, οι αστικές σχέσεις ήσαν οι επικρατούσες, εφόσον το καθοριστικό ζήτημα του «ποιος ποιον» δεν είχε ακόμα κριθεί στο κοινωνικό πεδίο.
Η ορισμένη επικράτηση σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού στην ΕΣΣΔ διαμόρφωνε μια κοινωνία με διαταραγμένα «καπιταλιστικά» χαρακτηριστικά, μια κοινωνία «έξω από τον καπιταλισμό». Η διατήρηση όμως, όπως ήταν φυσικό, αστικών σχέσεων σε διάφορα επίπεδα καθήλωναν ταυτόχρονα τη νεαρή τότε σοβιετική κοινωνία σε μια κοινωνία «έξω από το σοσιαλισμό».
Σε αυτή τη δυναμική αναμέτρηση βάρυναν οι ήττες της γερμανικής, της αυστριακής, της ουγγρικής, και της φινλανδικής επανάστασης και η μη ανάπτυξη της επανάστασης στις άλλες χώρες της αναπτυγμένης Δύσης. Προστίθεται, δηλαδή, ένα δυσμενές πλέον διεθνές κοινωνικό πλαίσιο το οποίο μετέθετε και δυσκόλευε τη δυνατότητα περάσματος στο σοσιαλισμό καθώς ο κομμουνιστικός μετασχηματισμός συνδέεται στενά με την επαναστατική διαδικασία σε διεθνές επίπεδο. Κι αυτό γιατί, για παράδειγμα, καθώς η κοινωνία θα μετασχηματίζεται σε αταξική, το κατ’ εξοχήν όργανο ταξικής κυριαρχίας, το κράτος, παύει να έχει υλική βάση και νόημα ύπαρξης. Άρα απονεκρώνεται και μετασχηματίζεται σε πανκοινωνική υπηρεσία. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να πραγματωθεί μόνο εφόσον το επιτρέπουν οι διεθνείς συσχετισμοί. Επιπλέον η Οκτωβριανή Επανάσταση αντιμετώπισε τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τον εμφύλιο του 1918–20, την καταστροφή ισχυρών τμημάτων της επαναστατημένης εργατικής τάξης.
Η δυσμενής αυτή κατάσταση προσδιόρισε τα όρια και τον ορίζοντα των κοινωνικών μετασχηματισμών. Οδηγεί την επανάσταση να εξελίσσεται εντός των ορίων του αναγκαίου αγώνα για την επιβίωση. Η επιβίωση όμως «αναβιώνει όλα τα παλιά δεινά» και οδηγεί σε «μια πάλη όλων ενάντια σε όλους» (Μαρξ).
Τα δεδομένα αυτά μετατοπίζουν βαθμιαία τη συλλογική συνείδηση του κόμματος των μπολσεβίκων στην αντίληψη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, (3) που θέτει πλέον σε ένα εντελώς νέο και ξένο προς τον μαρξισμό πλαίσιο τη δράση και αναζήτηση. Οδηγούνται στο να ταυτίζουν, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, το κόμμα, το κράτος και την εργατική δημοκρατία. Φαίνεται πως η εξέλιξη αυτή, μετατοπίζει τελικά τους επαναστάτες της εποχής από τη συνολική πολιτική στήριξης και αυτοδιεύθυνσης των σοβιέτ και των εργοστασιακών επιτροπών, προς αποφάσεις που οδηγούν σε μαράζωμα της πολιτικής δραστηριότητας των εργαζομένων και των σοβιέτ, στην αποπολιτικοποίηση της εργατικής κολεκτίβας, στην υποταγή στους νόμους της οικονομικής αποτελεσματικότητας. (4)
Βασικό πεδίο για την απόδειξη της υπεροχής του σοσιαλισμού γίνεται η επίτευξη μιας ανώτερης από τον καπιταλισμό παραγωγικότητας της εργασίας και μιας πολλαπλάσιας από τον καπιταλισμό ανάπτυξης της οικονομίας. Αποτέλεσμα, τελικά, ήταν να ταυτιστούν οι παραγωγικές σχέσεις κυρίως με την κρατική ιδιοκτησία.
Οι άλλες παραγωγικές σχέσεις, όπως:
οι σχέσεις διεύθυνσης και ιεραρχίας,
ο εμπορευματικός χαρακτήρας της εργατικής δύναμης,
η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας,
η σχέση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων,
η σχέση ανάμεσα στην άμεσα κοινωνική και έμμεσα κοινωνική εργασία, ανάμεσα στην εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και την εργασία με εσωτερική υποκίνηση, ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, ο καταμερισμός της εργασίας,
όλες αυτές οι σχέσεις αντιμετωπίστηκαν, σε μεγάλο βαθμό, τεχνικά και ουδέτερα.
Επίσης, ο μαρξισμός και η ανάπτυξη του δεν συνδέθηκαν τότε με ανάλογης εμβέλειας θεωρητική και πρακτική διερεύνηση των προϋποθέσεων, των όρων και των αντίστοιχων θεσμών γύρω από το περιεχόμενο, τις μορφές και τις εγγυήσεις της επαναστατικής διαδικασίας. Κι έτσι η πορεία οδηγήθηκε στην απόσταση και απόσπαση τελικά του κόμματος από τους εργαζόμενους και τα όργανα κυριαρχίας τους, στην αποξένωση από τα σοβιέτ, στην αποξένωση της ηγεσίας από τη βάση και στην πλήρη, σχεδόν, απορρόφηση του κόμματος από το κράτος. Με αποτέλεσμα «το κόμμα», να δρα αρχικά στο όνομα του λαού και στο τέλος επί του λαού.
Αργά, και σταθερά αναπτύσσεται ένα νέο κοινωνικό στρώμα αποτελούμενο από διευθυντές κρατικών επιχειρήσεων, ανώτερους κρατικούς υπάλληλους, τεχνικούς και ειδικούς της γνώσης. Το στρώμα αυτό έχει υψηλές αμοιβές και ιδιαίτερα προνόμια. Οι υψηλές αυτές αμοιβές του στρώματος αυτού σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους προκύπτουν από τη μερική απόσπαση του υπερπροιόντος που παράγεται. Η απόσπαση αυτή γίνεται με καλυμμένο τρόπο, λόγω της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Επομένως είναι ένα εκμεταλλευτικό στρώμα. Παρ ότι δεν έχει ιδιόκτητα μέσα παραγωγής στην ουσία έχει ειδική προνομιακή σχέση με αυτά ασκώντας τη διεύθυνση στην παραγωγή και τη διάθεση της υπεραξίας αναπαράγοντας με αυτόν τον ιδιόμορφο τρόπο της καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Το διαμορφούμενο αυτό στρώμα στρέφεται ενάντια στην παλιά αστική τάξη, αλλά και, ενάντια στην επαναστατική πλευρά της εργατικής τάξης και την εξουσία του προλεταριάτου.
Έτσι σταδιακά και αντιφατικά το στρώμα αυτό διαμορφώνει και αποκρυσταλλώνει τα χαρακτηριστικά μια νέας ιδιότυπης γραφειοκρατικής κυρίαρχης τάξης.
Το σπέρμα της ιστορικής δυνατότητας κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και κοινωνικής διεύθυνσης της παραγωγής, που περιέκλειε αρχικά αυτή η γιγαντιαία προσπάθεια, καταπνίγεται. Και τελικά δομείται ένα ιστορικά ανέκδοτο εκμεταλλευτικό καθεστώς, δίχως, όπως αποδείχτηκε, ιστορική προοπτική.
Η ίδια η ιδιοτυπία του «εκμεταλλευτικού» καθεστώτος και το ιστορικό φορτίο της Οκτωβριανής επανάστασης που φέρει, το εμποδίζουν να αναπτύξει ομαλά μια σειρά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά (ανταγωνισμός, ιδιωτική ιδιοκτησία, σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης) που είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική καπιταλιστική ανάπτυξη και κερδοφορία. Το σοβιετικό καθεστώς και τα συνδεόμενα μαζί του Κομμουνιστικά Κόμματα, λόγω της τεράστιας ακτινοβολίας και της επίδρασης του Κόκκινου Οκτώβρη, έπαιζαν αντικειμενικά το ρόλο του συνδετικού κρίκου με τις επαναστατικές τάσεις της εργατικής τάξης και τα ριζοσπαστικά εργατικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα, κυρίως όμως από τη σκοπιά των κρατικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ. Γεγονός που αλλοίωνε, φρέναρε, δυσκόλευε τα εργατικά επαναστατικά εγχειρήματα. Παράλληλα, η παγίωση των ταξικών, ιδιότυπα εκμεταλλευτικών, χαρακτηριστικών του, καθιστούσε ανέφικτη την όποια από τα πάνω επανασύνδεσή του με το νήμα και την ουσία της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Η περίπτωση των «σοσιαλιστικών χωρών της Ανατολής» δεν αντιπροσώπευε επομένως ένα αυτοτελές κοινωνικό σύστημα και πολύ περισσότερο μια αταξική κοινωνία. Τελικά, όπως η ίδια η Πράξη και η Ιστορία έδειξαν, ο προηγούμενος αιώνας αποδείχτηκε μια ιστορική εποχή στην οποία οι σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές σχέσεις, όχι μόνο δεν κυριάρχησαν ποτέ ολοκληρωτικά σε εθνική και σε διεθνή κλίμακα, αλλά, αντίθετα, οι διαδικασίες προς αυτήν την κατεύθυνση αντιστράφηκαν, ηττήθηκαν και εκφυλίστηκαν.
Με την κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ένας ιστορικός κύκλος έκλεισε.
Τι θα μπορούσε να γίνει;
Γιατί οδηγήθηκαν τα πράγματα εκεί που οδηγήθηκαν;
Η ουσιαστική κατανόηση, πέρα από ιδεοληψίες και εύκολες αναγνώσεις, των διαδικασιών γραφειοκρατικής και αυταρχικής στρέβλωσης της Οκτωβριανής Επανάστασης αποτελεί απαραίτητη διαδρομή παραδειγματικής γνώσης για την καινούργια προσπάθεια. Όσο η προσπάθεια επανεκκίνησης του κομμουνιστικού κινήματος στον 21ο αιώνα θα παίρνει σάρκα και οστά, τόσο θα συνεχίζεται η σε βάθος επανεξέταση της ανολοκλήρωτης πορείας που είχε ως αφετηρία την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Η προσέγγιση όμως του Οκτώβρη και του «υπάρξαντος σοσιαλισμού» δεν μπορεί παρά να αντιτίθεται στον αστικό συνδυασμό ψέματος και λάθους περί της αιώνιας δήθεν καπιταλιστικής πραγματικότητας. Η προσέγγιση της ιστορίας, συνολικά, δεν μπορεί παρά να αποκρούει τη διαρκή αβεβαιότητα και τη δογματική ακινησία, το αυτομαστίγωμα, τις πολυποίκιλες δηλώσεις μετανοίας και να αναδεικνύει τα κριτικά, τα προωθητικά στοιχεία, που και οι ήττες συχνά προσφέρουν, για μια νέα επαναστατική σχετική βεβαιότητα, ταυτότητα και αυτοπεποίθηση.
Ο Οκτώβρης μπορεί να μεγαλώνει και όχι να μικραίνει, μόνο αν αντιμετωπίζεται ως η επανάσταση που στην αυγή της κατάφερε να εμφανίσει για πρώτη φορά στην ανθρωπότητα, έστω με αντιφατικό τρόπο, συνειδητά, νέες, ανολοκλήρωτες οικονομικές-κοινωνικές σχέσεις μετάβασης στην εργατική, την κομμουνιστική δημοκρατία.
Σήμερα ολόκληρος ο ιδεολογικός μηχανισμός του αστικού συστήματος πασχίζει να πείσει την ανθρωπότητα, και πάνω απ’ όλα τους εργάτες της νέας εποχής, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα για μια άλλη, νέα κοινωνική οργάνωση. Ότι ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, η αντιδραστικοποιούμενη αστική δημοκρατία, η αγορά, ο ανταγωνισμός και η ατομική ιδιοκτησία, παρά τα προβλήματά τους, είναι ο μόνος δρόμος για την ανθρώπινη υπόσταση. Ότι η επανάσταση είναι μάταιη και ο κομμουνισμός μια ουτοπία. Συνεπώς, δεν επιτρέπονται σχέδια για ένα συνολικό εργατικό πρόγραμμα, για την αυτοτελή εργατική πολιτική και το συνολικό πολιτικό αγώνα της εργατικής τάξης. Επιτρέπονται μόνο δράσεις, πολιτικές, διαχείριση των προβλημάτων, εποικοδομητικές προτάσεις για τη βελτίωση ή τον εξορθολογισμό της εκμετάλλευσης, αλλά όχι για την αποφασιστική κατάργησή της.
Οι κομμουνιστές της νέας εποχής δεν μπορεί να είναι τα υλικά κατεδαφίσεως του παρελθόντος, οι νοσταλγοί ενός ανύπαρκτου χαμένου «σοσιαλιστικού παραδείσου». Είναι δημιουργήματα του επαναστατικού παρελθόντος και του απαιτητικού παρόντος, συνεπώς είναι εκείνοι που δημιουργούν τις προϋποθέσεις του μέλλοντος διεκδικώντας ολόκληρο τον κόσμο, το όνειρο της ανθρωπότητας για κοινωνική ισότητα, δικαιοσύνη και ουσιαστική ελευθερία να γίνει πράξη.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Η σύγχρονη εργατική τακτική έχει ως βασικό ζητούμενο και άμεση επιδίωξη το πέρασμα σε μια νέα περίοδο στην οποία οι συσχετισμοί θα γέρνουν υπέρ της εργατικής πολιτικής.
Μια τέτοια πολιτική, στο βαθμό που θα πραγματοποιείται, θα κλονίζει την ηγεμονία της αστικής πολιτικής και θα αποσπά από αυτήν την πρωτοβουλία των κινήσεων προς όφελος της εργατικής πολιτικής. Θα οδηγεί στην κατάσταση κατά την οποία «οι επάνω δεν θα μπορούν να κυβερνούν όπως πριν και οι κάτω δεν θα θέλουν να κυβερνώνται όπως τώρα».
Οι ήττες της αστικής πολιτικής θα έχουν φυσικά πάντα σχετικό, ασταθή, διαφιλονικούμενο χαρακτήρα αφού πραγματοποιούνται, ακόμη, στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας. Από τη μια, θα βρίσκονται έξω από τη γενική ανοχή και αντοχή των νόμων του συστήματος. Από την άλλη, θα βρίσκονται έξω και από τα αναγκαία όρια της ολοκληρωμένης και σταθερής κατοχύρωσης των εργατικών αιτημάτων και συμφερόντων. Η όξυνση αυτής της αντίθεσης θα φέρνει στο προσκήνιο, περισσότερο ή λιγότερο επιτακτικά, το δίλημμα της εργατικής ή της αστικής εξουσίας. Θα εξελιχθεί είτε προς την επαναστατική κατάσταση και την επανάσταση είτε προς την ανασύνταξη-αντεπίθεση του αστικού μπλοκ.
Σήμερα το δίλημμα «επανάσταση και κομμουνισμός ή καταστροφή» των κατακτήσεων του κοινωνικού πολιτισμού ηχεί όχι πια σαν μια συνηθισμένη επίκληση των επαναστατών ή κάτι σαν απόηχος των επαναστάσεων του 20ού αιώνα, αλλά σαν ένα επίκαιρο και οξύτατο δίλημμα της εποχής μας.
Ζούμε σε μια εποχή όπου ακόμη και η λέξη «κοινωνική επανάσταση» παραπέμπει στην ουτοπία (ποιοί θα την κάνουν, πώς θα αντιμετωπίσουν τόσους μηχανισμούς βίας και καταστολής). Ωστόσο παραπέμπει και σε μια ιστορική ανάγκη, όχι μόνο γιατί η αστική τάξη δεν μπορεί με άλλο τρόπο να συντριβεί, αλλά και γιατί η εργατική τάξη δεν μπορεί με άλλο τρόπο να χειραφετηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι καθοριστικής σημασίας η διαμόρφωση μιας αρμονικής σχέσης ανάμεσα στη στρατηγική και την τακτική.
Όποιος παλεύει για την ανατροπή της πολιτικής του κεφαλαίου, την οποία προωθούν οι κυβερνήσεις του και υπερεθνικοί μηχανισμοί όπως η ΕΕ, οφείλει να παραδεχτεί πως η έννοια της κομμουνιστικής επανάστασης είναι εκείνη που δίνει προοπτική, σταθερότητα και, εντέλει, ρεαλισμό σ’ αυτόν τον αγώνα. Ο κομμουνιστικός σκοπός της είναι το μέτρο των διαρκών τομών και των αλμάτων που επιβάλλει στο χρόνο. Είναι η καθοριστική, θετική, κινητήρια δύναμη που δίνει βάθος, συνέχεια και προοπτική. Άρνησή της σημαίνει άρνηση του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Η άρνηση και η παραγνώριση του καθοριστικού ρόλου της επαναστατικής στρατηγικής από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος μετέτρεπε τη ρήξη με τον καπιταλισμό και την απαρχή της μετάβασης στην αταξική κοινωνία σε μια μεταφυσική υπόσχεση ενός απροσδιόριστου και απρόσιτου μέλλοντος.
Η απόρριψη επίσης της σχετικής αυτονομίας της τακτικής και η αναγωγή της στη στρατηγική, η απόρριψη του αποφασιστικού ρόλου που παίζει στην υλοποίηση της στρατηγικής, μετατρέπει την επανάσταση σε ένα διαρκώς άμεσα ζητούμενο, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, άρα έξω από συνθήκες και προϋποθέσεις. Ο επιστημονικός και επαναστατικός ορθολογισμός δίνει τότε τη θέση του στη συγκινησιακή έκφραση της επιθυμίας (κάτι σαν το «αν θέλεις πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις»), που δεν αντιλαμβάνεται πως διαμορφώνονται οι σχέσεις τακτικής-στρατηγικής.
Αυτή καθαυτή η επανάσταση αποτελεί τον διακριτό κρίκο που συνδέει την τακτική με τη στρατηγική. Συγκροτεί μια νέα κοινωνική και πολιτική ποιότητα στην εξέλιξη του εργατικού κινήματος. Είναι μια πορεία αυτενέργειας και δημιουργίας, το διαρκές πολιτικό πανεπιστήμιο του αγωνιζόμενου λαού. Η καθημερινότητα, η εργασία, η δημιουργία, η ζωή η ίδια, αποκτούν άλλο νόημα, ενεργοποιούνται νέες, πρωτόγνωρες κοινωνικές δυνάμεις.
Αυτή η ορμητική ενεργοποίηση της εσωτερικής τάσης του ανθρώπου για δημιουργία, η ορμητική παρουσία του «εμείς» και του τόσο αναγκαίου ουμανισμού απέναντι στο εγωιστικό εγώ, αποτελούν θεμέλια ανατροφοδότησής της, βάση για το πέρασμα σε μια διαρκή περίοδο ανάτασης και δημιουργίας στο χώρο και στο χρόνο, για την έναρξη της διαρκούς επανάστασης.
Η εκδήλωση της σε μια χώρα –αδύναμο κρίκο της αλυσίδας των ιμπεριαλιστικών χωρών– θα είναι προϊόν μιας γενικά «ανήσυχης, μιας επαναστατικής εποχής» σε ένα ευρύ σύνολο χωρών. Και εν συνεχεία, το ξέσπασμα και πολύ περισσότερο η επικράτηση της επανάστασης, θα γίνει καταλύτης για την εξάπλωση της.
Το εργατικό κίνημα, σε όλες του τις εκφάνσεις, προχωρά με τομές, άλματα, οπισθοχωρήσεις και αντεπιθέσεις.
Έτσι και η πορεία προς την επανάσταση θα διαπερνάται από διαλεκτικά ιστορικά άλματα στη συνειδητοποίηση και οργάνωση της ίδιας της εργατικής τάξης και της συμμαχίας της με τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα.
Τα άλματα αυτά είναι τα ακόλουθα:
Πρώτο, το πέρασμα από τη σημερινή περίοδο της καταθλιπτικής ηγεμονίας της αστικής πολιτικής στην επαναστατική κατάσταση. Η όλη προσπάθεια για το πέρασμα αυτό θα αποτελέσει μια συνταρακτική πορεία με επιθέσεις και οπισθοχωρήσεις που θα στηρίζεται στην προωθούμενη εργατική πολιτική.
Η επαναστατική κατάσταση μπορεί να εμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές. Έχει όμως κοινά στοιχεία την επιβολή σημαντικών διαφιλονικούμενων εργατικών κατακτήσεων, την τάση για σχηματισμό ανεξάρτητων οργάνων της εργατικής και λαϊκής πάλης και την πρώτη εμφάνιση τους, τον ποιοτικό εμπλουτισμό των προγραμματικών στόχων, το μετασχηματισμό, τελικά, του αντικαπιταλιστικού μετώπου σε επαναστατικό μέτωπο.
Δεύτερο, το πέρασμα από την επαναστατική κατάσταση στην επαναστατική κρίση. Πρόκειται για μια σύντομη σχετικά κατάσταση «δυαδικής εξουσίας» και συνεπώς «δυαδικής κυβέρνησης». Πλάι στην αστική κυβέρνηση και το αστικό κοινοβούλιο, δημιουργείται ένα νέο κέντρο εξουσίας, μια «βουλή των κάτω» και της εργατολαϊκής πλειοψηφίας, με τη δική της κυβέρνηση. Αυτή είναι η περίοδος κατά την οποία το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης και εξουσίας «τίθεται επί τάπητος» ως ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Τρίτο, την εκδήλωση και επιβολή της επανάστασης. Η «μαζική δράση» της εργατικής τάξης δημιουργεί το επαναστατικό κράτος εργατικής ηγεμονίας, τσακίζει την κρατική μηχανή, αντικαθιστά την «παλιά κυβέρνηση». Το πρόγραμμα της τακτικής εφαρμόζεται στο σύνολό του. Αρχίζει η μετεπαναστατική μεταβατική περίοδος προς το σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Το μέτωπο μετασχηματίζεται πολιτικά κοινωνικά και προγραμματικά σε «επαναστατικό κομμουνιστικό».
Εντός αυτής της δυναμικής μπορεί να αναπτυχθούν δημιουργικά οι θεωρίες του «πολέμου θέσεων» και του «πολέμου κινήσεων» στην εποχή μας. Να κρίνεται σε διαλεκτική, ιστορική βάση η σχέση τακτικής-στρατηγικής και η σχέση μετώπου-εξουσίας-κυβέρνησης. Να αντικρούονται έμπρακτα οι θεωρίες των «σταδίων της επανάστασης» που συναρτούν την πορεία προς την κατάκτηση της εξουσίας από τις συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης, δηλαδή, από τους αντιπάλους της επανάστασης. Να αντιμετωπίζονται οι αντιλήψεις για μια «επανάσταση-μονόπρακτο», που την εξαρτούν μόνο από την κομματική πρωτοπορία ή οι αντιλήψεις που βλέπουν γραμμικά και σχεδόν απνευστί την εξέλιξη κάθε αυθόρμητης εξέγερσης σε ανατροπή, σε επαναστατική κατάσταση και σε κατάκτηση της εξουσίας.
Η επανάσταση της εποχής μας:
- Από την άποψη των κοινωνικών δυνάμεων που την υλοποιούν, θα είναι έργο της εργατικής τάξης γιατί αυτή είναι η τάξη που φέρει εντός της την κοινωνική δυνατότητα της απελευθέρωσης για λογαριασμό ολόκληρης της ανθρωπότητας.
- Από την άποψη των συμμαχιών της θα είναι λαϊκή γιατί μπορεί να εκπληρώσει τις ανάγκες της προλεταριακής τάσης των μικρομεσαίων λαϊκών στρωμάτων.
- Από την άποψη του σκοπού, θα είναι σοσιαλιστική-κομμουνιστική.
- Από την άποψη των άμεσων στόχων, θα είναι αντικαπιταλιστική. Στο πλαίσιό της ο οργανωμένος λαός επιβάλλει άμεσα τη συνολική βελτίωση της κοινωνικής του θέσης σε βάρος της θέσης του κεφαλαίου.
- Από τη σκοπιά της «φύσης», των μέσων και των σκοπών της, θα είναι βαθιά δημοκρατική. Για να μπορεί να υπάρξει, να νικήσει και να ηγεμονεύσει θα είναι πλειοψηφική.
Ας πάρουμε υπόψη πως στη ζωή και τη συνείδηση της όλης εργατικής τάξης συνυπάρχουν δύο πλευρές. Η μία πλευρά κυρίως αναθέτει, αντιπροσωπεύεται, ψηφίζει, κυβερνιέται και τελικά ενσωματώνεται. Η άλλη κυρίως αγωνίζεται, συμμετέχει ενεργά, ελέγχει και πάνω απ’ όλα επαναστατεί μέχρι την κατάργηση κάθε διάκρισης ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Αυτή η δεύτερη πλευρά εκπροσωπεί την ιστορική ποιοτική πλειοψηφία και υπεροχή των αντικαπιταλιστικών συμφερόντων της τάξης συνολικά απέναντι στην ιστορική μειοψηφία της ενσωμάτωσης στις καπιταλιστικές σχέσεις.
Η εργατική κυβέρνηση προκύπτει σαν επιστέγασμα της νίκης και της κατάληψης της εξουσίας από την επανάσταση.
Η κυβέρνηση αποτελεί δομικό στοιχείο της εξουσίας και του κράτους. Αλλά το ζήτημα της εξουσίας, για την εργατική πολιτική, είναι βαθύτερο, γενικότερο και ποιοτικά διαφορετικό από το επίσης σοβαρό και αναγκαίο κυβερνητικό ζήτημα. Επομένως δεν έχει σχέση με τα ονειροπολήματα που αποφεύγουν, εξομαλύνουν ή μετριάζουν την οξύτητα της ταξικής πάλης και των συσχετισμών. Αυτό διδάσκει η ιστορία της Χιλής και με διαφορετικό τρόπο η πρόσφατη ιστορία στην Ελλάδα και Κύπρο.
Η Ιστορία βέβαια δεν αντιγράφεται, αλλά και δεν προσπερνιέται χωρίς κόστος.
Ως προϊόν της δυναμικής του κινήματος στον αγώνα για την επανάσταση και την κατάκτηση της εξουσίας, σε αυτή τη διαδρομή, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση φιλολαϊκού προσανατολισμού. Τότε η μαχόμενη Αριστερά, στραμμένη και στηριγμένη διαρκώς στο εργατικό και λαϊκό κίνημα και στα δημιουργούμενα εργατικά και λαϊκά όργανα εργατικής πολιτικής, θα καθορίζει τη στάση της απέναντί της – επομένως δεν τη σνομπάρει – με γνώμονα την προώθηση και ενίσχυση της συνολικής πολιτικής δυναμικής και των στρατηγικών στόχων του κινήματος. (5)
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
-
Β.4. Οι κοινωνίες που προκύπτουν μετά την επανάσταση και η πορεία προς την εργατική δημοκρατία. (6)
Η πρώτη τομή-άλμα, η αντικαπιταλιστική κοινωνική και πολιτική ανατροπή σημαίνει ουσιαστική βελτίωση της συνολικής θέσης των εργαζομένων. Σημαίνει την έναρξη της σημαντικής μεταβατικής περιόδου προς τον κομμουνισμό.
Οδηγεί στην εμφάνιση κοινωνικών σχέσεων κομμουνιστικού προσανατολισμού, μη κυρίαρχων ακόμα. Πυρήνας αυτών των σχέσεων είναι η διαδικασία κατάκτησης από τους άμεσους παραγωγούς της κυριότητας, της κατοχής και του ελέγχου των μέσων παραγωγής. Είναι η προώθηση οργάνωσης της εργασίας και αυτοδιεύθυνσης της παραγωγής από τους άμεσους παραγωγούς. Είναι η ανάπτυξη της πάλης για συντονισμό και πανκοινωνικό συνειδητό σχεδιασμό της παραγωγής με βάση τις ανάγκες των εργαζομένων.
Με την αντικαπιταλιστική επανάσταση, η οργανωμένη εργατική τάξη και τα σύμμαχα αγωνιζόμενα στρώματα διεκδικούν, επιβάλλουν και ολοκληρώνουν το συνολικό πρόγραμμα της τακτικής, συνδέοντας έμπρακτα και επί της ουσίας την τακτική με τη στρατηγική.
Επιβάλλουν το πλήρες δικαίωμα των οργάνων άσκησης εργατικής πολιτικής να αποφασίζουν τον πανκοινωνικό σχεδιασμό στην παραγωγή, ανταλλαγή, διανομή, κατανάλωση και συσσώρευση. Επιβάλλουν τη μετατροπή των διευθυντών και των ελεγκτών στην παραγωγή, των ειδικών, σε αιρετούς, ανακλητούς, ελεγχόμενους και εργαζόμενους υπαλλήλους των γενικών συνελεύσεων και των πολιτικών-κοινωνικών οργάνων των άμεσων παραγωγών.
Αναδεικνύουν και επιδιώκουν την πιο ανεπτυγμένη δημοκρατία που θα έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα, την εργατική δημοκρατία. Με ανεξάρτητα όργανα άσκησης εργατικής πολιτικής, με τη «Βουλή» εντολοδόχων εκπροσώπων των εργαζομένων, που θα αμείβονται με το μισθό του μέσου εργάτη, αιρετών και ανακλητών από τις συνελεύσεις των τόπων κατοικίας και των παραγωγικών μονάδων.
Μέσω αυτών των οργάνων εργατικής εξουσίας επιβάλλουν:
- Την ελεύθερη πρόσβαση και έλεγχο σε κάθε επίπεδο εκπαίδευσης, ενημέρωσης-πληροφόρησης, πολιτιστικής, κοινωνικής, πολιτικής δραστηριότητας, στη δημόσια δωρεάν υγεία και παιδεία, μειώνοντας δραστικά τους ταξικούς φραγμούς ως την κατάργηση τους.
- Την έμπρακτη ενθάρρυνση για τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού πολιτισμού μη εμπορευματικού, απελευθερωμένου από σκοταδιστικά, ελιτίστικα και φορμαλιστικά πρότυπα, με υποκείμενο και δέκτη του –κι όχι απλώς καταναλωτή– την ίδια την κοινωνική πλειοψηφία.
- Την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών με βάση την αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές και την ικανότητά του για εργασία, στον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητες του κοινωνικού πλούτου και τη συμβολή σ’ αυτόν».
- Τη διάλυση των διεθνών αστικών οικονομικών-πολιτικών-στρατιωτικών οργανισμών και των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων.
Οι άμεσοι παραγωγοί προωθούν και οργανώνουν την απαλλοτρίωση των βασικών μέσων και δυνάμεων παραγωγής σε βάρος του κεφαλαίου και την ένταξή τους σ’ ένα νέο πανκοινωνικό πανεθνικό σχεδιασμό, με βάση τις ανάγκες και τις αξίες χρήσης για την ευημερία και τη χειραφέτηση των εργαζομένων, προωθούν τη σχεδιασμένη και δημιουργική αναμόρφωση της εργασίας, τον δραστικό περιορισμό της ανεργίας, τον δραστικό περιορισμό της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Διεκδικούν και επιβάλλουν σε σημαντικό βαθμό «το χρόνο που απελευθερώνουν η σύγχρονη επιστήμη και η εργασία», αλλά και το χρόνο που απελευθερώνει την ίδια την εργασία, το χρόνο για κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική, δημόσια δραστηριότητα. Διεκδικούν και επιβάλλουν:
- Τη ριζική αναβάθμιση, ανάπτυξη και επανιεράρχηση της αγροτικής οικονομίας.
- Την καθολική κοινωνική εκστρατεία για την απόκρουση των συνεπειών της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος απ’ την καπιταλιστική κερδοφορία.
Η σοσιαλιστική επανάσταση και η εργατική εξουσία αναγορεύουν ως βασικό ζητούμενο κοινωνικές πρακτικές σε όλα τα πεδία της ζωής (μόρφωση, εργασία, πληροφόρηση, πολιτισμός, συμμετοχή στις κοινωνικές υποθέσεις) που συμβάλλουν:
- Στην άρση της αντίθεσης χειρωνακτικής-διανοητικής εργασίας, διευθυντών-διευθυνoμένων, εκπροσώπων-εκπροσωπούμενων, πόλης-χωριού.
- Στην άρση κάθε διάκρισης που σχετίζεται με το φύλο, την εθνικότητα, τη φυλή, τις θρησκευτικές ή σεξουαλικές προτιμήσεις.
Οι κοινωνίες που προκύπτουν αμέσως μετά την επανάσταση και για μια περίοδο είναι κοινωνίες με διαταραγμένα τα βασικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά τους. Κοινωνίες που δεν είναι ακόμα σοσιαλιστικές και, ανάλογα με τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, ή θα μετεξελιχθούν προς τον κομμουνισμό ή θα οπισθοχωρήσουν στον καπιταλισμό.
Ιδιομορφία αυτής της πρώτης περιόδου είναι ότι τσακίζεται το εκφυλισμένο αστικό κράτος και αντικαθίσταται από τα όργανα της εργατικής πολιτικής που μετασχηματίζονται σε κρατική εξουσία.
Το μεταβατικό αυτό κράτος είναι και δεν είναι ακόμα εργατική δημοκρατία (δικτατορία του προλεταριάτου) και ταυτόχρονα είναι και δεν είναι αστικό κράτος. Παραμένει οξύτατο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις κλονιζόμενες, αλλά επικρατούσες ακόμα στο οικονομικό και στο κοινωνικό επίπεδο, αστικές σχέσεις και τάξεις και στα εργατικά συμφέροντα, που ηγεμονεύουν πλέον πολιτικά στην πλειοψηφία της κοινωνίας και στη νέα επαναστατική κρατική μηχανή.
Στο βαθμό που θα προωθούνται τέτοιες ποιοτικές τομές, η μεταβατική κοινωνία την οποία εγκαινιάζει η αντικαπιταλιστική επανάσταση θα προχωρά στη δεύτερη, ανώτερη τομή-άλμα της διαρκούς επανάστασης.
Σε αυτήν, η εργατική τάξη αναδεικνύεται όχι μόνο σε ηγεμονική αλλά και σε πολιτικά κυρίαρχη τάξη με την πλήρη έννοια: την καθοριστική οικονομικο-κοινωνική. Οι σχέσεις παραγωγής σοσιαλιστικού–κομμουνιστικού προσανατολισμού αναπτύσσονται σε ανώτερο βαθμό. Κατακτούν ηγεμονική θέση. Κυριαρχούν στο χαρακτήρα της κοινωνικής παραγωγής. Οι καπιταλιστικές σχέσεις εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά είναι συνολικά καταπιεζόμενες και ηγεμονευόμενες, ωστόσο διατηρούν την τάση ανάπτυξης και αναπαραγωγής τους. Ολοκληρώνεται το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής. Αρχίζει ταυτόχρονα να αναπτύσσεται η πλευρά της απονέκρωσης του κράτους.
Το επαναστατικό εργατικό κράτος μετατρέπεται τελικά σε εργατική δημοκρατία (δικτατορία του προλεταριάτου) με την πλήρη έννοια.
Βασική αντίθεση γίνεται πλέον η αντίθεση ανάμεσα στον εργατικό χαρακτήρα του και στις τάσεις απονέκρωσής του. Το «ποιος ποιον» κλίνει προς τον σοσιαλισμό αλλά δεν έχει κριθεί ακόμη.
Στην τρίτη ανώτατη τομή αυτής της χειραφετητικής διαδικασίας καταργούνται οι εκμεταλλευτικές σχέσεις. Καταργείται η εργατική τάξη ως τάξη, οι τάξεις συνολικά. Η πολιτική παύει να αντιμετωπίζεται και να λειτουργεί ως διαμεσολαβητική σχέση. Καταργούνται οι πρωτοπορίες καθώς η κοινωνία αποτελείται πλέον από «ανεπανάληπτες ξεχωριστές προσωπικότητες-πρωτοπορίες». Ο χρόνος που ελευθερώνει η εργασία και η επιστήμη αποκτά την απελευθερωτική του διάσταση. Καταργείται ο νόμος της αξίας, οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις, ο διαχωρισμός χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας. Το κράτος, ως όργανο ταξικής κυριαρχίας, δεν έχει κοινωνική βάση ύπαρξης. Απονεκρώνεται και μετατρέπεται σε «κοινωνική υπηρεσία». Ακριβώς γι’ αυτό, απαιτούνται αντίστοιχοι διεθνείς συσχετισμοί ώστε να καθίσταται αδύνατη οποιαδήποτε οπισθοχώρηση. Η εργασία αποκτά το δημιουργικό χαρακτήρα της.
Η καμπή αυτή σημαίνει τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, την ανεπίστρεπτη πλέον κυριαρχία του κομμουνισμού σε διεθνές επίπεδο, στην πρώτη, τη σοσιαλιστική βαθμίδα ωριμότητάς του.
Και οι τρεις αυτές μεγάλες τομές στη διαλεκτική τους ενότητα ανοίγουν, κορυφώνουν και κλείνουν τη μεταβατική περίοδο.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Η Ελλάδα, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, περιδινείται σε μια πρωτοφανή κρίση. Οι κυβερνήσεις των προθύμων συνεχίζουν τις μυστικές διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους του διεθνούς κεφαλαίου, εξαπατώντας με αναίσχυντα ψεύδη τον ελληνικό λαό. Τα μνημόνια αντιδραστικής αναδιοργάνωσης του ελληνικού καπιταλισμού σε συνθήκες κηδεμονίας και εμπορευματοποίησης-ιδιωτικοποίησης των πλουτοπαραγωγικών πηγών και του τραπεζικού συστήματος διαδέχονται το ένα το άλλο.
Η επίκληση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού είναι η πρόφαση για να επιφέρουν την κατάλυση όλων των εργασιακών κατακτήσεων του προηγούμενου αιώνα και να καταφέρουν με καλύτερους πολιτικούς όρους την προαποφασισμένη λεηλασία των μισθών και των συντάξεων για χάρη της κερδοφορίας του κεφαλαίου. (7)
Η «κρίση χρέους», και ιδιαίτερα το δημόσιο χρέος, είναι μια ιδιαίτερη μορφή εκδήλωσης της βαθύτατης κρίσης που πλήττει τον καπιταλιστικό κόσμο παγκοσμίως. Έκφραση αυτής της κρίσης είναι ο συνδυασμός υψηλού δημοσιονομικού ελλείμματος, υψηλού ελλείμματος εμπορικών συναλλαγών, υψηλού δημόσιου χρέους και, ιδιαίτερα, η αρνητική δυναμική του χρέους παρά τα αλλεπάλληλα αντεργατικά μνημονιακά πακέτα.
Η δημοσιονομική κρίση είναι ένα πρόβλημα διεθνές, αφορά σχεδόν όλο τον καπιταλιστικό κόσμο και ιδίως πλέον τις «μητροπόλεις» του. Εμφανίζεται οξυμένη στον ευρωπαϊκό Νότο και ακόμα περισσότερο οξυμένη στην Ελλάδα.
Η οξύτητα της κρίσης στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αποτελεί, κυρίως, έκφραση της κρίσης ένταξης των χωρών αυτών στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στη ζώνη του ευρώ. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές, αλλά και η εσωτερική ανισομετρία στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οδήγησαν στην ενίσχυση του ισχυρότερου (Γερμανία πρωτίστως). Συντείνουν επίσης, σε συνδυασμό με το λυσσαλέο ανταγωνισμό, σε μιας μορφής αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού, πρωτίστως στον γεωργικό τομέα.
Ο ιδιαίτερα οξυμένος χαρακτήρας του στην Ελλάδα συνδέεται με τις σύγχρονες εξελίξεις στον ελληνικό σχηματισμό. Οφείλεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχε η κρατικομονοπωλιακή συνύφανση/διαπλοκή στην Ελλάδα, είτε αυτή αφορούσε τη σχέση ελληνικού κράτους-ελληνικών επιχειρήσεων, είτε τη σχέση ελληνικού κράτους-πολυεθνικών επιχειρήσεων, τις πρωτοφανείς φοροελαφρύνσεις και άλλα προνόμια. Συνδέεται επίσης με τη μειωμένη αναπτυξιακή δυναμική του ελληνικού καπιταλισμού, η οποία συναρτάται ευθέως με την ανισόμετρη συμμετοχή στην ΕΕ.
Σοβαρό μερίδιο στην άνοδο του ελλείμματος και του χρέους έχει και το διεθνές κεφάλαιο. (8)
(Το ελληνικό χρέος από 20% του ΑΕΠ το 1980, έφτασε, με τις χαριστικές προς το κεφάλαιο ρυθμίσεις των «προβληματικών επιχειρήσεων», την ένταξη στην ΕΕ, στην ΟΝΕ-Ευρωζώνη, στο 80% το 1990, στο 99% το 1993 και έκτοτε ανέρχεται. Το ισοζύγιο πληρωμών επιδεινώθηκε. Ο αγροτικός τομέας συρρικνώθηκε και απέκτησε πιο βαθιά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά.
Συνδέεται επίσης με τη μη εκπλήρωση των οικονομικών και πολιτικών προσδοκιών που δημιούργησε η διείσδυση 4.000 και πάνω ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια, καθώς οι περισσότερες από τις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες των Βαλκανίων εντάχθηκαν πλέον στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, γεγονός που επιτρέπει πλέον στις ιμπεριαλιστικές χώρες πρώτης γραμμής να «παίζουν» απευθείας στο εσωτερικό τους.
Η αστική πολιτική εξόδου από την καπιταλιστική οικονομική κρίση ενισχύει και στην Ελλάδα τη συγκέντρωση μεγάλου πλούτου σε λιγότερα χέρια. Οξύνει τη φτώχεια. Δυναμώνει τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Έχει ανάγκη την κρατική και εργοδοτική καταστολή και τη βία.
Οξύνει, δηλαδή, τους βασικούς συντελεστές κοινωνικής αστάθειας.
Όλοι οι σχετικοί δείκτες (ανεργία, βιομηχανική παραγωγή, ρυθμοί ανάπτυξης, λαϊκή κατανάλωση, συσσώρευση πλούτου σε λίγα χέρια) δείχνουν το βάθος και την έκταση της κρίσης, προδιαθέτουν για τη μεγάλη διάρκειά της.
Η ιδιαίτερη οξύτητα της κρίσης δεν έχει ως βάση τις συστηματικά διοχετευόμενες (και αυτοτροφοδοτούμενες) αντιλήψεις ότι το μέγεθος του χρέους και των ελλειμμάτων δημιουργείται γιατί «δεν παράγουμε τίποτα», «δεν υπάρχει βιομηχανία, είμαστε μόνο χώρα τουρισμού» κ.α.
Οι αντιλήψεις αυτές, παρότι εδράζονται σε πραγματικές τάσεις του ελληνικού καπιταλισμού (συρρίκνωση παραδοσιακών βιομηχανιών, συρρίκνωση αγροτικού τομέα, κ.λπ.), δεν είναι ακριβείς. Εξάλλου ανάλογο, ή και μεγαλύτερο, πρόβλημα χρέους έχουν χώρες με ισχυρή παραγωγή (π.χ. Ιταλία) και δη στον δευτερογενή τομέα (π.χ. Ιαπωνία).
Στην εξέλιξη της κρίσης ενισχύεται ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η αναγκαστική αναδιάρθρωση κλάδων και επιχειρήσεων μετατρέπει τις τράπεζες σε ρυθμιστές, καθότι με τη μέθοδο της συμβολαιακής παραγωγής, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο διεισδύει στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή. Ταυτόχρονα αναπτύσσονται (και ανασυγκροτούνται) τομείς δράσης του κεφαλαίου (υγεία, νέες τεχνολογίες, τουρισμός, εφοδιαστικές αλυσίδες, συγκοινωνίες, υποδομές). Εντείνεται η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου (π.χ. τράπεζες, τρόφιμα, φάρμακο). Υποβαθμίζεται η θέση του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνή καταμερισμό (χωρίς ωστόσο η χώρα να μετατρέπεται σε μια «Ψωροκώσταινα» του 21ου αιώνα). Ο νέος κύκλος συσσώρευσης και του ελληνικού κεφαλαίου αποδεικνύεται βαθιά αντιδραστικός και προς όφελος της κορυφής αποκλειστικά της πυραμίδας του.
Η επιλογή όλων των κυβερνήσεων από το 2010 και μετά – το ξέσπασμα της κρίσης και στην Ελλάδα– για μετωπική επίθεση στον κόσμο της εργασίας, στις γενικές της γραμμές, δεν είναι παράλογη εμμονή των κυρίαρχων κύκλων, ούτε αποτέλεσμα μόνον των αρνητικών συσχετισμών ή μόνο της έλλειψης του «αντίπαλου δέους», ούτε αποτελεί μια αναγκαστική «υποταγή» στις αγορές, στο Διευθυντήριο των Βρυξελλών και στο ΔΝΤ. Αποτελεί θεμελιώδη και αναγκαία πλευρά του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, εσωτερική αντικειμενική αναγκαιότητά του, προκειμένου να λύσει το πρόβλημα της χαμηλής κερδοφορίας και να ξεπεράσει την κρίση του.
Επομένως, το «ξήλωμα» αυτή της πολιτικής – πόσο μάλλον η ανατροπή της– με την κατάκτηση ακόμη και ενός μόνο σύγχρονου δικαιώματος (π.χ. συλλογικές συμβάσεις ή χρόνος εργασίας ή μονιμότητα στην εργασία κ.λπ.), η λύση ακόμη και μιας δευτερεύουσας αντίθεσης (μνημόνιο – αντιμνημόνιο) συνεπάγεται οξύτατη πάλη. Απαιτεί σύγκρουση με το βασικό πυρήνα της καπιταλιστικής πολιτικής, «συμφιλίωση διαδηλωτών-αστυνομίας, λαού-στρατού», απαιτεί, δηλαδή, σύγχρονους επαναστατικούς εργατικούς αγώνες.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Το ελληνικό κεφάλαιο, επειδή αισθάνεται – και είναι – πολιτικά και κοινωνικά αδύναμο για να περάσει τις αναγκαίες γι’ αυτό αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, έχει κάνει πολιτική επιλογή όχι απλά να στηριχτεί στην ΕΕ και το ΔΝΤ αλλά να δημιουργήσει μόνιμους μηχανισμούς άμεσης εποπτείας. Καλεί και στηρίζεται στην τρόικα και το κουαρτέτο (ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ) για να αλλάξει καταθλιπτικά τους συσχετισμούς σε βάρος του «έθνους των εργαζομένων», ώστε να περάσει το σύνολο των μέτρων που αλλάζουν ριζικά και αντιδραστικά τους όρους και τις αμοιβές στην εργασία. Έτσι επιδιώκει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της κερδοφορίας και του ανταγωνισμού.
Γι’ αυτό το σκοπό, η ελληνική ελίτ εν γνώσει της «πληρώνει» το αναγκαίο διπλό τίμημα. Την όχι και ευκαταφρόνητη τελικά οικονομική «μίζα» προς τους τραπεζίτες, τους κερδοσκόπους και τους βιομηχάνους των ισχυρών κυρίως της ΕΕ αλλά και του ΔΝΤ. Και την πολιτική «μίζα» σε εθνική κυριαρχία, απέναντι στα υπερεθνικά όργανα της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ωστόσο, απ’ ό,τι φαίνεται, το τίμημα που πληρώνει είναι πολύ υψηλό εξαιτίας των λυσσωδών ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, τα γενικότερα ζητήματα εθνικής αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας προβάλλουν σε οξυμένες διαστάσεις. Αποτελούν σπουδαία πεδία οικοδόμησης της εργατικής ενότητας και των κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης που αφορούν όλες τις διαβαθμίσεις αντίστασης και συνειδητοποίησης των εργαζόμενων και (με διαφορετικό ταξικά τρόπο) όλα τα στρώματα των καταπιεζόμενων.
Αυτή την πραγματικότητα αδυνατούν να συλλάβουν όσοι αντιλαμβάνονται τα εθνικά ζητήματα με παλιομοδίτικους όρους: Ως έκφραση αποκλειστικά του αστικού-επιθετικού εθνικισμού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ως διεκδίκηση της εθνικής-κρατικής συγκρότησης. Οι αντιλήψεις αυτές αγνοούν ότι τα σύγχρονα εθνικά προβλήματα προέρχονται όχι από τα υπολείμματα του παρελθόντος, αλλά από τις τάσεις του μέλλοντος. Προέρχονται όχι από την «υπανάπτυξη» αλλά, ίσα-ίσα, από την εξέλιξη του παγκόσμιου καπιταλισμού, των αντιφάσεών του.
Τα γενικότερα εθνικά προβλήματα στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού υπογραμμίζουν τη στενότερη σύνδεση με το θεμελιακό πολιτικό πρόβλημα της ταξικής εκμετάλλευσης. Το γεγονός ότι σήμερα το εθνικό ζήτημα συνδέεται με νέα ένταση με το κοινωνικό πρόβλημα και τα εργατικά δικαιώματα δεν αναιρεί τη σχετική αυτοτέλεια του. Αντίθετα, υπογραμμίζει τις νέες, ανώτερες αναγκαιότητες για την ηγεμονία μιας σύγχρονης εργατικής πολιτικής. Οι σημερινές εξελίξεις στο καπιταλιστικό σύστημα και η θέση της Ελλάδας σ’ αυτό δείχνουν πιο καθαρά τα «παλιά και νέα λάθη».
Παλιότερα στην Αριστερά κυριαρχούσαν οι αντιλήψεις πως η Ελλάδα ήταν περιφερειακή ή ημιπεριφερειακή χώρα της «εθνικής υποτέλειας». Οι αντιλήψεις αυτές οδηγούσαν σε έναν ανεπαρκή εθνικό δήθεν αντιιμπεριαλισμό σε συμμαχία ––και τελικά υπό την ηγεμονία– μερίδων της αστικής τάξης.
Η άρνηση, από την άλλη, των συγκεκριμένων ιδιομορφιών του ελληνικού καπιταλισμού και η αυθαίρετη «μεταφορά» του στην κατηγορία του σκληρού καπιταλιστικού πυρήνα οδηγούσε στην άρνηση της αντιιμπεριαλιστικής πάλης στο όνομα του «καθαρού» αντικαπιταλιστικού αγώνα.
Οι αντιλήψεις αυτές, ενώ σωστά χαρακτήριζαν τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό σαν φαινόμενα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό των νόμων του καπιταλιστικού συστήματος, στην πράξη «αυτονομούσαν» την ηγεμονική δύναμη του κεφαλαίου, τα μονοπώλια, (συχνά και τις ιμπεριαλιστικές σχέσεις) από το συνολικό σύστημα της εξουσίας του κεφαλαίου, από τις βασικές αντιθέσεις που καθορίζουν όλο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σε κάθε χώρα. Έτσι έφταναν στο σημείο, στο όνομα του αναγκαίου αντιμονοπωλιακού, αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, και ανάλογα με τις τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες, να συμπεριλαμβάνουν στους συμμάχους του εργατικού κινήματος την ελληνική εθνική αστική τάξη, άλλοτε τις εθνικές αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις, άλλοτε ολόκληρο το ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης. Πρόλαβαν να χωρέσουν ακόμα και τις συγκυβερνήσεις ΚΚΕ-ΣΥΝ-ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (πριν μετασχηματιστούν στη σημερινή μορφή του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ) και να περιπέσουν στην αντίθεση ρεμούλα-κάθαρση. Εκεί βασίζονται οι διάφορες πολιτικές του ΚΚΕ που επέδρασαν σε όλη την Αριστερά και υποτιμούσαν ακυρώνοντάς την, την αναγκαιότητα της ανατροπής του καπιταλισμού.
Αντίστοιχα, επέδρασαν και οι αντιλήψεις που θεωρούσαν πως οι ολοκληρώσεις τύπου ΕΟΚ και η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού είναι αντικειμενικά θετικές εξελίξεις, παραβλέποντας, στο όνομα της γενικής προοδευτικής δήθεν εξέλιξης, τις αντιδραστικές και πολλαπλώς αντιλαϊκές επιπτώσεις στο εσωτερικό των χωρών και, εντέλει, σε όλη την Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα, σε όλη την εποχή του ιμπεριαλισμού, πολύ περισσότερο στη νέα σημερινή κατάσταση, ο αντικαπιταλιστικός αγώνας, με όλη την πολυμορφία του, δεν μπορεί παρά να είναι εργατικός αντιιμπεριαλιστικός αγώνας. Ταυτόχρονα, ο εργατικός αντιιμπεριαλιστικός αγώνας δεν μπορεί παρά να επιδιώκει, πρωταρχικά σε εθνικό επίπεδο, τη συνολική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος απ’ τη σκοπιά του κομμουνισμού.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Η ασκούμενη πολιτική έχει εσωτερικό συστατικό στοιχείο την κοινωνική βία, καθώς μετατοπίζει μεγάλα τμήματα των εργαζομένων στον τέταρτο κόσμο της ανέχειας, πρωτίστως στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις.
Γι’ αυτό και ενισχύονται σήμερα και οι πολιτικοϊδεολογικές πλευρές της κοινωνικής βίας. Ενισχύεται κυρίως η «απελευθέρωση» της πολιτικής εκμεταλλευτικής βίας της αγοράς και των υπερμονοπωλίων. Ενισχύονται οι αντιδραστικές κοινωνικές πλευρές του κράτους. Η σημερινή ποιότητα και το βάθος της αστικής πολιτικής την απογυμνώνει από τα «προοδευτικά» ιστορικά δημοκρατικά στοιχεία της (ατομικές και κοινωνικές «ελευθερίες», εθνικοανεξαρτησιακά δικαιώματα «πανκοινωνικός» ρόλος του κράτους κ.λπ.). Υποβαθμίζει το ίδιο το αστικό κοινοβούλιο και τις κυβερνήσεις του καθώς το κεφάλαιο ασκεί άμεσα πολιτική. Επαναφέρει και ισχυροποιεί τον ρόλο της πολιτικής βίας στην άμεση ταξική σχέση της παραγωγής και της διανομής του εισοδήματος. Αποκαλύπτει την ουσία της αστικής πολιτικής και της πολιτικής γενικά, την ουσία του δημοκρατικού ζητήματος, ως αντιπαράθεση για την κυριαρχία τελικά στις παραγωγικές σχέσεις, για την ιδιοκτησία. Κλονίζει έτσι μακροπρόθεσμα και βάζει σε κρίση την «πανκοινωνική» δήθεν διάστασή της, τη σχετική και δημαγωγική αυτονόμηση της αστικής πολιτικής από τον ταξικό πυρήνα της.
Διαμορφώνονται επομένως συνθήκες και ζωτικός χώρος ποιοτικής αυτοτέλειας και ουσιαστικής ανάπτυξης της εργατικής πολιτικής ως πολιτικής της κοινωνικής δημοκρατίας της εποχής μας, πρώτα απ’ όλα της κοινωνικής και δημοκρατικής κυριαρχίας των ίδιων των εργαζομένων.
Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων έχουν επιφέρει σοβαρές μεταβολές στο χαρακτήρα των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων.
Στο χώρο των αστικών φιλελευθέρων κομμάτων, η Νέα Δημοκρατία διατηρεί την ηγεμονία.
Είναι εκπρόσωπος του παραδοσιακού ελληνικού βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου, όπως αυτό μετασχηματίζεται στο πλαίσιο των νέων μορφών οργάνωσης των καπιταλιστικών σχέσεων και της διαπλοκής με το διεθνή ιμπεριαλισμό, κατά προτεραιότητα με το ευρωπαϊκό του κέντρο. Επιχειρεί να εκσυγχρονίζει την ταξική φυσιογνωμία της, ως κόμμα μεγαλοαστικού χαρακτήρα, με πλατιά υποστήριξη από μικροαστικά και ανώτερα ενδιάμεσα στρώματα. Παράλληλα, προωθεί τη διεύρυνση της προς ένα κοινωνικό μπλοκ των πιο «δυναμικών» ενδιάμεσων μισθωτών στρωμάτων και του ρεύματος των «εξατομικευμένων» επιδιώξεων μέσα στους εργαζόμενους και στη νεολαία, αλλά και σε τμήματα των πιο αποδιαρθρωμένων λαϊκών και εργατικών τμημάτων.
Αυτή η διεύρυνση οδηγεί στη διατήρηση μιας τάσης «λαϊκής Δεξιάς» μέσα στις γραμμές της, που κυρίως συμπληρώνει και μόνο δευτερευόντως αντιπαρατίθεται στο κυρίαρχο μεγαλοαστικό-νεοφιλελεύθερο ρεύμα της.
Η τωρινή νεοφιλελεύθερη, βαθιά αντιλαϊκή, μνημονιακή πολιτική διαχείρισης της κρίσης από τη Νέα Δημοκρατία την καθηλώνει και τη φθείρει. Δημιουργεί ρήγματα στο εσωτερικό της. Ωθεί τον κλασσικό φιλελευθερισμό σε δημόσιες διαφοροποιήσεις από τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Ανατροφοδοτεί ρεύματα λαϊκής αναφοράς με έντονη ροπή προς αστυνομικές, ξενοφοβικές και ακροδεξιές αντιλήψεις προϊόν των οποίων είναι το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων.
Στο χώρο της ακροδεξιάς δρα μια βεντάλια πολιτικών ρευμάτων, από τους νεοναζί, τους φασίστες (Χρυσή Αυγή), ως τα ξενοφοβικά και αντεργατικά κόμματα. Ακροδεξιά κόμματα έχουν ιστορικό βάθος στην Ελλάδα αλλά αναπαράγονται σε σύγχρονες εκδοχές. Συνορεύουν αλλά και διαφέρουν ακόμα και ριζικά από δυνάμεις της ΝΔ. Σε συνδυασμό με τις επιδράσεις και δράσεις της ηγεσίας της Εκκλησίας και την πολιτική της ΝΔ αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ ανατροφοδοτείται η δημιουργία ενός σχετικά «θυμωμένου λαϊκού συντηρητικού κοινού» που συγκροτεί την ακροδεξιά. Τα διάφορα ρεύματα της και η προσπάθεια αναμόρφωσής της υποστηρίζονται από τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου. Χρησιμοποιούνται δε ως το ρόπαλο της αστικής πολιτικής σε βάρος του εργατικού κινήματος και της μαχόμενης Αριστεράς, αλλά και ως ιδεολογικός μηχανισμός που εκτρέφει και διαδίδει την ξενοφοβία, τον εθνικισμό, το μυστικισμό, τη θρησκοληψία.
Στο χώρο των σοσιαλιστικών κομμάτων, μετά και την οριστική σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη τους ήδη από τη δεκαετία του 90, συντελούνται ανακατατάξεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά και την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας, μετατοπίζεται σε αυτό το χώρο. Μετατρέπεται από αριστερό μικροαστικό κόμμα που ηγεμονευόταν από την αστική πολιτική, σε αριστερό φιλελεύθερο κόμμα (αριστερό στα λόγια, νεοφιλελευθερισμός στην πολιτική) με το βλέμμα στραμμένο στις κορυφές του αμερικανικού, φιλελεύθερου πολιτικού παραδείγματος. Έχει βασική υποστήριξη από ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης, τον αμερικάνικο παράγοντα και κέντρα της ΕΕ, καθώς και από μικροαστικά ή μεσαία μισθωτά στρώματα, ιδίως της διανοητικής εργασίας που εντάσσονται ή προσεγγίζουν στη σύγχρονη εργατική τάξη. Διατηρεί οργανικούς δεσμούς με τμήμα της εργατικής τάξης, τόσο στον δημόσιο τομέα, που αποτελεί και το αριθμητικά σοβαρότερο κομμάτι του σημερινού συνδικαλιστικού κινήματος, όσο και σε βασικούς κλάδους του ιδιωτικού τομέα. Σε στρατηγικό επίπεδο καθορίζεται από τη μη αμφισβήτηση του καπιταλισμού ως προσπελάσιμου ιστορικού ορίζοντα της ανθρωπότητας και από τη θεμελιακή επιλογή υποστήριξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επιχειρεί δε – διακηρυκτικά – να προσδώσει ανθρώπινο πρόσωπο στο σημερινό καπιταλισμό. Στον ίδιο χώρο, στο χώρο του αυτοονομαζόμενου «κέντρου», ένας νέος αστικός πολιτικός φορέας, στο βαθμό που θα πραγματοποιείται, θα συμπεριλάβει το ραγδαία συρρικνωμένου, λόγω της νεοφιλελεύθερης πολιτικής του στη διαχείριση της κρίσης, ΠΑΣΟΚ, το ΠΟΤΑΜΙ και την Ένωση Κεντρώων, καθώς και άλλους ανάλογους μικρούς αστικούς σχηματισμούς. Ο χώρος αυτός εκφράζει, με προνομιακούς, αλλά όχι και μόνιμους δεσμούς, την εξυπηρέτηση ορισμένων, παλιών κυρίως, μεγαλοαστικών συμφερόντων.
Στο χώρο των μαχόμενων μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, ηγεμονεύει η ΛΑΕ. Κεντρικό στόχο έχει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας δίχως θυσία για το ευρώ και την έξοδο από την ευρωζώνη που συνοδεύεται από ένα σύνολο φιλολαϊκών στόχων και διακηρύξεων.
Ο διαχωρισμός της ΛΑΕ από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποβεί θετικός για το λαϊκό κίνημα και την Αριστερά στον όποιο βαθμό θα πλουτίζει το στρατηγικό προγραμματικό της λόγο και εφόσον αυτός μεταφραστεί σε μια μαχητική στράτευση στις πρωτοβουλίες ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Η πολιτική της, καθώς καλλιεργεί την αυταπάτη μιας οσονούπω αντιμνημονιακής, προοδευτικής, πατριωτικής, δημοκρατικής κυβερνητικής λύσης, και μεταθέτει την έξοδο από την ΕΕ σε ένα απροσδιόριστο μετά και αρνείται οποιαδήποτε αυτοκριτική στην περίοδο που ήταν στη κυβέρνηση, δυσκολεύει αντί να διευκολύνει την υπόθεση της αναγέννησης της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.
Η γενικότερη πολιτική ρευστότητα αντανακλάται και στο χώρο της αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς.
Στα κομμουνιστικά κόμματα που έλκουν την καταγωγή τους από την Τρίτη Διεθνή ηγεμονεύει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ, ως προς τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του είναι κόμμα εργατικής-λαϊκής υποστήριξης, με έμφαση στα εργατικά και μεσαία στρώματα που θίγονται πιο πολύ από τις αναδιαρθρώσεις. Η ίδια η ιστορία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και ο ρόλος του σε αυτήν, οι εξάρσεις και κυρίως οι αντιφάσεις των αγώνων του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος της χώρας μας, καθορίζουν την αίγλη και τα όρια του. Άλλωστε αυτά δεν επέτρεψαν και τη μεταμόρφωσή του σε κόμμα του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», όπως έγινε σε πολλές χώρες. Η διατήρηση σε επίπεδο πολιτικού προγράμματος, συμβόλων και ορισμένων ιδεολογικών εξαγγελιών μιας σχηματικής κομμουνιστικής ταυτότητας του χαρίζει ένα βαθμό συνοχής και υποστήριξης τμήματος αριστερών με επαναστατικές διαθέσεις.
Το ΚΚΕ και γενικότερα το τριτοδιεθνιστικό ρεύμα κατά τον περασμένο αιώνα, είχε ως πολιτική τη στρατηγική συνεργασία με μη ευνοημένα, θιγόμενα τμήματα των αστικών τάξεων ενάντια στον «κύριο εχθρό», την ηγεμονική πυραμίδα των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού.
Στις σημερινές συνθήκες αλλάζει και οδηγείται σε δυο κατευθύνσεις. Από τη μια μεριά, σε ορισμένες ριζικές, για τα μέτρα του, αριστερές αναπροσαρμογές με επίκεντρο το κοινωνικό ζήτημα και την εργατική τάξη. Από την άλλη, σε μια περίκλειστη και αδιέξοδη πολιτική γύρω από τον εαυτό του. Οδηγείται στην αυτάρκεια, στην πολιτική και θεωρητική περιχαράκωση. Αρνείται την αναγκαιότητα μιας συνολικής κομμουνιστικής επανίδρυσης. Παρουσιάζει ως πρότυπο και σκοπό τη στρατηγική των χρεοκοπημένων και αστικά μεταλλαγμένων «σοσιαλιστικών» καθεστώτων. Απωθεί την ουσιαστική αυτοκριτική. Αντιμετωπίζει με εχθρότητα τα εγχειρήματα της εργατικής και κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Με τελικό αποτέλεσμα όχι μόνο την ποσοτική εξασθένισή του αλλά και την ποιοτική υποβάθμιση των δεσμών του με τις μάζες τις οποίες επιδιώκει να εκπροσωπεί πολιτικά.
Η κρίση και η ένταση του κοινωνικού προβλήματος αναταράσσει το ΚΚΕ, το διαμορφώνει σε ένα πολύ λιγότερο «μονολιθικό χώρο» απ’ όσο συνήθως πιστεύεται.
Στο χώρο της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής αριστεράς, στις οποίες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρουσιάζει τη μαζικότερη, σχετικά, δράση, επιχειρείται πρωτίστως η προβολή, στο ιστορικά κραυγαλέο έλλειμμα της εργατικής πολιτικής, ενός συνολικού προγράμματος επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Επιχειρείται επίσης η μη διάχυση ή δορυφοροποίηση της, γύρω από άλλες δυνάμεις της Αριστεράς. Ταυτόχρονα, επιδιώκεται να αντιμετωπισθούν εσωτερικές τάσεις αμυντικής περιχαράκωσης ή βιαστικών ιστορικών και πολιτικών αφορισμών. Η προγραμματική και πολιτική εξαγγελία της δυσκολεύεται να αποκτήσει ευρύτερη εργατική και λαϊκή απήχηση. Βασική αιτία γι αυτό είναι οι απάτητες πολιτικές διαδρομές, αλλά και οι στρατηγικές και τακτικές αδυναμίες, καθώς και οι τάσεις αυτοαναφορικότητας που εμφανίζονται.
Το αποτέλεσμα είναι η ταλάντευση ανάμεσα στον αναγκαίο ποιοτικό διαχωρισμό της απ’ τις αστικές παραδόσεις και μορφές της εργατικής πάλης και στον εγκλωβισμό τους, με διάφορες παραλλαγές, στην ακραία αριστερή πτέρυγα του παλιού εξαρτημένου κινήματος.
Η πολιτική και ιδεολογική αυτή ρευστότητα και οι αναζητήσεις θα διαρκέσουν ως την έξοδο από την κρίση. Ο χαρακτήρας της πολιτικής και κοινωνικής εξόδου από αυτήν, που θα δημιουργήσει ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, είναι το επίδικο.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Διανύουμε μια περίοδο κατά την οποία οι αδύναμες και μειοψηφικές ακόμη τάσεις της εργατικής χειραφέτησης αναζητούν, ανολοκλήρωτα, ένα νέο, αυτοτελή, αποφασιστικό ρόλο στις σύγχρονες ταξικές αντιπαραθέσεις.
Το ποιοτικό στοιχείο αυτής της κατάστασης, που παρουσιάζεται και κατά την εξέλιξη της κρίσης, δεν είναι η – προϋπάρχουσα εξάλλου – αδυναμία της εργατικής χειραφέτησης να μετατρέπεται σε ανεξάρτητο ηγεμονικό κοινωνικό ρεύμα, αλλά η ανάδειξη και έμπρακτη προώθηση, αργά, με δυσκολίες και πισωγυρίσματα, μιας αυτοτελούς πολιτικής παρουσίας της τάσης εργατικής χειραφέτησης με ηγεμονική φιλοδοξία και στόχευση.
Η βάση αυτής της εργατικής και κοινωνικής χειραφέτησης είναι οι πολυάριθμες πράξεις και βουλήσεις που εκδηλώνονται ανισόμετρα, αλλά και αναπότρεπτα σ’ όλες τις σφαίρες της οικονομίας, της πολιτικής και των ιδεών, στο βαθμό που στρέφονται στην πράξη (στο ένα ή το άλλο ζήτημα και ιδίως με δυναμική γενικότερης αντιπαράθεσης) ενάντια στην καπιταλιστική πολιτική.
Εκφράζονται από δυνάμεις που βρίσκονται κατακερματισμένες, διάσπαρτες, πολύμορφα οργανωμένες –ζωντανές όμως και συνεχώς ανατροφοδοτούμενες από τις καθημερινές ανάγκες της ζωής– στο χώρο της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Ανταλλάσουν απόψεις δύσκολα, δημιουργούν σχέσεις ακόμα πιο δύσκολα, κυριαρχούνται από καχυποψία, προτάσσουν αρνητικές-τραυματικές εμπειρίες και ανεπάρκειες του παρελθόντος και κλείνονται στον εαυτό τους.
Η ανατρεπτική κοινωνική αλλά και πολιτική Αριστερά είναι η αλληλεπίδραση όλων αυτών των ημισυνειδητών και συνειδητών εργατικών σκιρτημάτων, διεκδικήσεων και ενεργειών, που ανέρχονται, στην πράξη, ως την αμφισβήτηση των θεμελιακών κατευθύνσεων και των πολιτικών της αστικής κυριαρχίας.
Αυτή ακριβώς η τάση ποιοτικής αντιστροφής στη δυναμική των κοινωνικών αντιθέσεων και αντιφάσεων απασχολεί τις αστικές δυνάμεις σχετικά με την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουν, προκειμένου να συνεχιστεί χωρίς… δυσάρεστες εκπλήξεις η καπιταλιστική προέλαση.
Αντιστοίχως, οι δυνάμεις της κομμουνιστικής χειραφέτησης οφείλουν να εκτιμήσουν με νηφαλιότητα τόσο την εμφάνιση αυτού του αδύναμου αλλά αισθητού κοινωνικοπολιτικού ρεύματος εργατικής πολιτικής, όσο και την ηγεμόνευσή του ακόμη από την αστική πολιτική.
Σήμερα οι δυνάμεις του εργατικού κινήματος, αλλά και της εργατικής τάξης συνολικά, αντιμετωπίζουν αντικειμενικά ένα πολιτικό πρακτικό ερώτημα εν είδει διλήμματος: Συνολική πολιτική εξάρτησης απ’ τους νόμους αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του κράτους του, με «επιμέρους διεκδικήσεις ως το πάνω ταβάνι της εργατικής διεκδίκησης» ή συνολική πολιτική επαναστατικής ανατροπής και, γι’ αυτό, και κάτω από αυτό, διεκδίκηση και του πλέον «μικρού»; Πάνω σ’ αυτή τη γενικότερη δυναμική, η νέα κατάσταση που ωριμάζει, οδηγεί ήδη σε μια περίοδο που θα σημαδεύεται από σκληρές και παρατεταμένες κινητοποιήσεις γύρω από πλευρές αλλά και γύρω από την ουσία και τον πυρήνα της εκμετάλλευσης. Πρόκειται για την προοπτική μιας ιστορικής αντιστροφής, που θα ορίζεται από τα επιτακτικά αιτήματα για «να φάει ψωμί ο εργάτης», απ’ την πάλη για τις ελευθερίες που απαιτεί ο σύγχρονος κοινωνικός πολιτισμός, αλλά και από την αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Αναγκαιότητα που μπορεί να μετασχηματιστεί σε διεκδίκηση με ανάλογη συλλογική πράξη και προσωπική στράτευση.
Σε αυτή τη διαπάλη έχουν αναδυθεί σε όλον τον πλανήτη νέα κινήματα και μορφές αμφισβήτησης και ανατροπής, που συγκρούονται, ηττώνται ή υποχωρούν, ανασυντάσσονται, αναζητούν νέες διεξόδους και την επόμενη ευκαιρία, με αποσπασματικές ή και μισές ιδέες όπως τα κινήματα του Σιάτλ, της Γένοβας και άλλα κατά της παγκοσμιοποίησης ή με ωριμότερες και σταθερότερες διεκδικήσεις και κατακτήσεις, όπως οι Ζαπατίστας, με μεγάλες εξάρσεις και ραγδαίες υποχωρήσεις και ενσωματώσεις όπως οι «αγανακτισμένοι» σε Ισπανία, Ελλάδα, ΗΠΑ και αλλού. Η ποικιλία αυτών των κινημάτων και αναζητήσεων είναι πηγή νέας έμπνευσης και άντλησης νέας επαναστατικής πείρας για τις δυνάμεις της κομμουνιστικής χειραφέτησης.
Το ρεύμα αυτών των δυνάμεων διαμορφώνεται κυρίως με βάση την επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, των μεσαίων πληττόμενων στρωμάτων, της εργαζόμενης και σπουδάζουσας νεολαίας, τις γενικότερες πολιτικές εμπειρίες και αντιφάσεις τους. Πιστεύει ότι η αστική πολιτική και ηγεμονία δεν είναι παντοδύναμες. Τις αμφισβητεί ήδη από την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα με ένα πολυδαίδαλο ρεύμα πολιτικών διεκδικήσεων. Πρόκειται για ένα εν δυνάμει ανατρεπτικό ρεύμα, το οποίο, προς το παρόν, μόνο καθυστερεί και δυσκολεύει την αστική πολιτική, αλλά δεν μπορεί να αναχαιτίσει την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση. Η πρωτοβουλία των κινήσεων και η πολιτική υπεροχή εξακολουθεί να αναπτύσσεται περισσότερο προς την πλευρά της υποταγής μέσα στο εργατικό κίνημα, αλλά με μειούμενο δυναμισμό. Η αντίστροφη πορεία, προς την εργατική και ανατρεπτική κατεύθυνση, ενώ αποκτά βαθιά χαρακτηριστικά, ωστόσο κινείται ακόμα με τέτοιο δυναμισμό που δεν της επιτρέπει να μετασχηματίζεται σε αυτοτελή ηγεμονεύουσα δυναμική κοινωνική τάση, ικανή να υπερφαλαγγίζει τις τάσεις των συντηρητικών μετατοπίσεων στις διάφορες παραλλαγές τους.
Η κοινωνική πρόοδος των τελευταίων δεκαετιών δίνει νέες δυνατότητες στη συλλογική διαχείριση της καθημερινής μας ζωής και των αγώνων μας. Πλάι στα αναγκαία και αξεπέραστα εργατικά σωματεία, νέοι τρόποι οργάνωσης μπορούν να είναι επίκαιροι και αποτελεσματικοί σήμερα με την ταυτόχρονη συγκρότηση του εργατικού κινήματος σε νέα βάση.
Στους χώρους δουλειάς οι εργατικές συλλογικότητες βάσης (σωματεία, συνδικάτα, σύλλογοι, σύνδεσμοι, κόντρα στην πολυδιάσπαση και τον συντεχνιασμό, που πρέπει να καλύπτουν όλους τους εργαζόμενους (όχι εργολάβους, διευθυντές κ.λπ.) του χώρου, Έλληνες ή μετανάστες, σταθερά ή ελαστικά εργαζόμενους, μισθωτούς στο βασικό εργοδότη ή υπενοικιαζόμενους, αυτού ή του άλλου επαγγέλματος.
Στους τόπους κατοικίας οι νέες συλλογικότητες βάσης (εργατικοί σύνδεσμοι, ανεξάρτητα κέντρα αγώνα) που μπορεί να αφορούν τους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους, όλους τους τομείς του ελεύθερου χρόνου και της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, την αλληλεγγύη μεταξύ των καταπιεσμένων. Τέτοιες μορφές συλλογικοτήτων ξεπήδησαν από τους αγώνες του 2010-12. Πολλές από αυτές συνεχίζουν να υπάρχουν και να αναπτύσσουν ενεργό πολιτιστικό και πολιτικό ρόλο.
Η δημιουργία εργατικών ενώσεων στους τόπους κατοικίας, που θα διαμορφώνουν και θα προβάλλουν έναν δικό τους τρόπο ζωής, με το δικό τους αναγεννώμενο πολιτισμό ενός νέου εργατικού «διαφωτισμού», είναι όχι μόνο εφικτή αλλά και αναγκαία. Οι ενώσεις αυτές μπορεί να αποτελέσουν τους πόλους συσπείρωσης των εργαζομένων, αλλά και των σύμμαχων στρωμάτων, ατόμων και ομάδων, που πλήττονται απ’ την κρίση και συντρίβονται από το μεγάλο κεφάλαιο σε κάθε χώρο, ως την κεντρική πολιτική σκηνή. Να συγκροτούν δομές αλληλεγγύης, να λειτουργούν με άμεση δημοκρατία και να αποτελέσουν εργαστήρια πολιτισμού και λαϊκής πολιτικής, που απορρίπτουν στην πράξη τις αξίες της εκμεταλλευτικής καταναλωτικής κοινωνίας και βήμα-βήμα διαμορφώνουν σχέσεις αλληλεγγύης, ευθύνης, δικαιοσύνης. Να αναζητούν και αξιοποιούν τις εμπειρίες –όπου γης!– και να επεξεργάζονται και διεκδικούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που αφορούν την οργάνωση της ζωής στη γειτονιά, στον εργασιακό χώρο, σε πολιτιστικές συλλογικότητες κ.λπ.
«Όλη η εξουσία» στις συλλογικές αυτές εργατικές δημοκρατικές διαδικασίες βάσης που θα επιτρέπουν την «αυτοδιεύθυνση» του αγώνα από τους ίδιους τους εργαζομένους! Ενάντια στη γραφειοκρατία, την «πάλη δι’ αντιπροσώπων» και τη λογική της «ανάθεσης».
Έτσι προωθούνται έμπρακτα οι αντιλήψεις και τα ιδανικά ενός εργατικού-λαϊκού πολιτισμού και περιορίζεται η επίδραση της ιδεολογικής και οικονομικής επίθεσης της αστικής τάξης.
Οι διεκδικήσεις για ελευθερία και δημοκρατία δεν μπορεί να εξαντλούν την πολεμική τους για την κατάργηση των αυταρχικών νόμων και θεσμών. Οφείλουν να προωθούν ταυτόχρονα τη συγκρότηση και ισχυροποίηση ανεξάρτητων θεσμών εργατικού-πολιτικού αγώνα, εργατικού ελέγχου και επιβολής της θέλησης της εργατικής-λαϊκής πλειοψηφίας. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις τα όργανα αυτά μπορεί να γίνουν το πρόπλασμα των οργάνων της λαϊκής εξουσίας. Τέτοιες μορφές αυθεντικής εργατολαϊκής οργάνωσης θα παλέψουν, σε ανταγωνισμό με τα όργανα αστικής εξουσίας, για αντιστροφή των όρων της επίθεσης και θα σταθεροποιήσουν τα πρώτα νικηφόρα ρήγματα που θα πετύχουν.
Προκειμένου να υλοποιηθεί αυτή η αναγκαιότητα και δυνατότητα, απαιτείται τεράστια συστράτευση εργατικών και διανοητικών δυνάμεων, που θα αντληθούν από τη σημερινή εργατική τάξη. Απαιτείται παράλληλα μια επανεξόρμηση των ιδεών της κομμουνιστικής χειραφέτησης για την υπέρβαση – εδώ, στην πράξη και μέσα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης – της οπισθοδρόμησης του μαρξισμού.
Προβάλλει επομένως διαρκώς η αναγκαιότητα συγκρότησης μιας άλλης απαιτητικής Αριστεράς, με ψυχή το σύγχρονο κόμμα του επαναστατικού κομμουνισμού και της εργατικής χειραφέτησης, που θα ενώνει, αντί να χωρίζει, θα εμπνέει αντί να καθηλώνει, θα προβάλλει με τη δράση της, τη λειτουργία και τη σκέψη της, στο παρόν εικόνες του μέλλοντος.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής βρίσκεται στον αντίποδα της ανάπτυξης που έχουν επιβάλει οι αστοί, η οποία, υπαγορευμένη από τα στενά ταξικά τους συμφέροντα και με σημαία την «ανταγωνιστικότητα», το κέρδος και την αρπαγή, εξυπηρετεί, πρωτίστως, τις ανάγκες των πολυεθνικών. Η ανάπτυξη των αστών, παραφράζοντας τον Μπρεχτ, όταν και εάν έρθει, θα γκρεμίσει ό,τι έμεινε όρθιο από την κρίση τους!
Το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής εναντιώνεται στις ψευδαισθήσεις περί εθνικής διάσωσης και εθνικής ενότητας. Υπερασπίζει τις κατακτήσεις που κατεδαφίζονται. Αντιπαλεύει τους συμβιβασμούς της ήττας. Προβάλλει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να πάρει η ζωή μας άλλο δρόμο.
Διαπνέεται από την ενότητα αναγκών, σκοπών και μέσων. Οδηγεί (και στοχεύει) στη διάρρηξη των κοινωνικών συμμαχιών του κεφαλαίου με τμήματα της εργατικής τάξης και των αυτοαπασχολούμενων.
Απαιτεί το σεβασμό και την προστασία του περιβάλλοντος. Αντιτίθεται στο ρατσισμό, σε κάθε είδους διακρίσεις, λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, εθνικότητας ή θρησκείας.
Το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής αφορά την περίοδο μέχρις ότου θα έχει αναστραφεί-ηττηθεί η αστική ηγεμονία από την ηγεμονεύουσα πλέον εργατική πολιτική. Αλλάζει, εξελίσσεται, προσαρμοζόμενο στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ακριβώς γιατί βρίσκεται σε διαρκή συζήτηση και διαμόρφωση μέσα από την πάλη των τάξεων και τις κοινωνικές εξελίξεις, τη σύνδεση με την Ιστορία, τον πλούτο χιλιάδων αγώνων και αμέτρητων θυσιών. Στο σύνολό του έρχεται σε ευθεία αντίθεση όχι απλά και μόνο με την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, αλλά με τις αντικειμενικές τάσεις και αναγκαιότητες της καπιταλιστικής αγοράς.
Οι στόχοι του επιδιώκεται να επιβληθούν παρά το χρέος και ενάντιά του, παρά την Ευρωπαϊκή Ένωση και εναντίον της. (Η αντίληψη που συνδέει απόλυτα, τους μισθούς με το δημόσιο, και ιδιωτικό, χρέος τους και την ΕΕ ως όρο και προϋπόθεση για εργατικές νίκες δεν γίνεται αποδεκτή.)
Ουσιαστικές και δευτερεύουσες πλευρές αυτού του προγράμματος μπορεί να επιβληθούν εν μέρει και ασταθώς στις αστικές κυβερνήσεις με σκληρούς εργατικούς, λαϊκούς και νεολαιίστικους αγώνες από ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο με μοχλό το αναγεννημένο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Στο σύνολό του όμως μπορεί να εφαρμοσθεί μόνον από μια εξουσία που θα στηρίζεται στην επαναστατημένη εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα.
Η εργατική πολιτική υπολογίζει, κάθε φορά, τη συγκεκριμένη δυνατότητα των πιο ώριμων προβλημάτων-κρίκων τους οποίους επιλέγει για να αποσπάσει κατακτήσεις υπέρ του λαού. Επιδιώκει όχι μόνο να εκφράζει την κατανόηση και την αποδοχή από τους εργαζόμενους αλλά κυρίως να προωθεί την ενεργή συμμετοχή τους.
Οι «άμεσοι» εργατικοί (αντικαπιταλιστικοί) στόχοι –και πολύ περισσότερο οι υλικές αντικαπιταλιστικές ανατροπές – αποτελούν τον βασικό «κρίκο», το βασικό «όπλο» του εργατικού κινήματος για τις αγωνιστικές κατακτήσεις και αντιστάσεις του, σε διαρκή αντιπαράθεση με την αδιαλλαξία και τους θεσμούς του συστήματος.
Η ίδια η πάλη για την επιβολή των στόχων του προγράμματος είναι η αναγκαία και ικανή προϋπόθεση ώστε το πρόγραμμα εργατικής πολιτικής να έρθει με υλικό τρόπο σε επαφή με τις μάζες, να δημιουργούνται ευνοϊκοί όροι για ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συσπειρώσεις. Για όλους αυτούς τους λόγους η άμεση πολιτική της μαχόμενης Αριστεράς είναι πάνω απ’ όλα ενωτική, μετωπική.
Η ουσία των εξελίξεων και της δυναμικής τους, όλες οι όψεις της παγκόσμιας κρίσης (δομικός χαρακτήρας, διογκούμενη υπερσυσσώρευση κεφαλαίου) υπογραμμίζουν ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και οι πολιτικοί θεσμοί που έχει αναδείξει σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο είναι ο βασικός ένοχος για τα θεμελιώδη προβλήματα της ανθρωπότητας.
Ο αντικαπιταλιστικός, επομένως, χαρακτήρας της τακτικής επιβάλλεται από το βάθος και τον ιστορικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης, από το περιεχόμενο και τους φορείς της επίθεσης, που παρατάσσονται συνασπισμένοι απέναντι στους εργαζομένους και το λαό, παρά τις δευτερεύουσες αντιθέσεις τους.
Η επαναστατική ουσία της τακτικής υπογραμμίζει την αναγκαιότητα εργατικών αποφασιστικών και ανατρεπτικών αγώνων για το μεροκάματο, τις ώρες και τις συνθήκες δουλειάς, την προστασία των ανέργων, το δικαίωμα στα δημόσια αγαθά.
Η μαχόμενη Αριστερά ως άμεση και σταθερή πολιτική έχει τη συγκέντρωση ισχυρών δυνάμεων από το χώρο της εργασίας και του πνεύματος, ικανών για την κατάκτηση θέσεων υπέρ των εργατικών συμφερόντων και για νικηφόρα αναμέτρηση με τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Με κεντρικό στόχο την ανατροπή της προωθούμενης κανιβαλικής πολιτικής.
Μια τέτοια πολιτική συγκέντρωσης δυνάμεων «για δουλειά, ψωμί, δημοκρατία, εθνική αυτοδιάθεση και κυριαρχία, με επιδίωξη την επανάσταση», μπορεί να οδηγήσει στην αναχαίτιση, την ήττα και την ανατροπή της αστικής πολιτικής.
Η πολιτική αυτή έχει ως συστατικά της:
- Τη διακριτή και ανεξάρτητη συγκέντρωση και παρουσία των δυνάμεων που στοχεύουν στη στρατηγική επαναθεμελίωση ενός κομμουνιστικού προγράμματος, ώστε να δρουν ως ο καταλύτης στην επεξεργασία και προώθηση της εργατικής πολιτικής.
- Τη μόνιμη μετωπική πολιτική στρατηγικού χαρακτήρα, ώστε να συσπειρώνονται όλες οι δυνάμεις επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αναφοράς.
- Την ενότητα στη δράση όλων των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς στα επιμέρους μέτωπα, τις γειτονιές, τα συνδικάτα, στους χώρους εργασίας και ελεύθερου χρόνου.
- Τις πολιτικές συμφωνίες και πρωτοβουλίες τακτικού χαρακτήρα (και εκλογικές) με όλες τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς.
- Τους συντονισμένους και αποφασιστικούς αγώνες για τη «διάσωση του λαού από την πείνα και για την ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής».
- Τη δημιουργία μαζικών, ανεξάρτητων οργάνων της εργατικής πολιτικής που θα επιβάλλουν τις κατακτήσεις.
Γι’ αυτό και απαιτεί ένα κίνημα πραγματικά ταξικό, στο οποίο ο συλλογικός εργατικός αγώνας από την αρχή ως το τέλος (αιτήματα, μορφές, έναρξη και λήξη) θα βρίσκεται στα χέρια των αγωνιζόμενων. Αυτοί θα οργανώνουν τον Αυθεντικό Συντονισμό των Συλλογικοτήτων Βάσης και των συνελεύσεων τους. Συντονισμό έτοιμο να υποδεχτεί όλα τα περιεχόμενα πάλης που διαμορφώνονται από κάθε συλλογικότητα με την οποία βρίσκεται σε αμφίδρομη και ισότιμη σχέση. Μόνο ένα τέτοιο κίνημα θα διαμορφώνει έναν ελπιδοφόρο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων που θα επιταχύνει υπέρ των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων τις αποφασιστικές αναμετρήσεις. Φυσικά, μια τέτοια μαχητική στάση και διεκδίκηση προϋποθέτει την απόρριψη των θεωριών περί Ελλάδας Ψωροκώσταινας, καθώς και της υπάρχουσας διανομής του παραγόμενου «εθνικού» πλούτου.
Το πρόγραμμα θέτει ως πρωταρχικό στόχο την κάλυψη των εργατικών και λαϊκών αναγκών. Την εξέλιξη της επιδιωκόμενης παραγωγής με κριτήριο τη θέση του εργάτη-εργαζόμενου πρώτα και κύρια στην παραγωγή, την ανεμπόδιστη πρόσβαση στα δημόσια αγαθά, την οικολογική ισορροπία, την ικανοποίηση των κοινωνικών-λαϊκών αναγκών. Μια τέτοια παραγωγή μπορεί να υπάρξει στη χώρα μας. Γιατί η Ελλάδα είναι πλούσια σε ορυκτό πλούτου, σε ενεργειακούς πόρους, σε υλικές προϋποθέσεις για σχετικά αυτοδύναμη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή. Μια τέτοια παραγωγή συνολικά μπορεί να υπάρξει όμως μόνο με χτύπημα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και με πυρήνα την κοινωνική δημόσια ιδιοκτησία. Με αυτή τη λογική μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα εάν υπάρχει ζωή έξω από το ευρώ και την ΕΕ, εάν υπάρχει δυνατότητα η Ελλάδα να έρθει σε ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και το κεφάλαιο.
Με λίγα λόγια, το πρόγραμμα της μαχόμενης Αριστεράς στηρίζεται στη σύγχρονη αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Γιατί, αυτή είναι η μόνη επιστημονικά βάσιμη και συνολική διέξοδος στο αδιέξοδο που έχει οδηγήσει την ανθρωπότητα ο καπιταλισμός.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης, η υπεράσπιση του μεροκάματου, των μισθών, των συντάξεων και των εξόδων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, δηλαδή των εξόδων για δημόσια παιδεία, υγεία και ασφάλιση και για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων αποτελεί όρο για την ίδια τους την ύπαρξη, για να μη διαλυθούν σωματικά, πνευματικά, ηθικά. Αυτό το ταξικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι το πρώτο και απολύτως αναγκαίο για να μην «υποβαθμιστούν σε μάζα φθαρμένων και αβοήθητων φτωχών», ώστε να είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν το άλμα της διεκδίκησης της εξουσίας και της επανάστασης. Η Αριστερά επιβάλλεται «να τα δώσει όλα», ώστε το εργατικό κίνημα να έχει νίκες-φάρους αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης.
Το εργατικό κίνημα, στον αγώνα για την επιβίωση και τις ανάγκες των εργαζομένων, επιδιώκει να επιβληθούν πλήγματα στο νόμο της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης ώστε:
- Να αναστραφεί η υπάρχουσα σχέση μισθών και κερδών προς όφελος των μισθών.
- Να μειώνεται το ποσοστό εκμετάλλευσης και να αναβαθμίζεται το μερίδιο των μισθών και το τμήμα του κοινωνικού πλούτου που κατευθύνεται στους παραγωγούς του.
- Να αδυνατίζουν οι διεθνείς σχέσεις και ολοκληρώσεις του καπιταλισμού (ΕΕ κ.ά.).
- Να αποδυναμώνεται η σύγχρονη εργοδοτική και γενικότερα η αστική απολυταρχία.
Μια τέτοια πολιτική, ένας τέτοιος αγώνας προϋποθέτει ενωτική και μετωπική πολιτική σε όλα τα επίπεδα, κόμματα, συνδικάτα, ενώσεις. Στοχεύει στην καθιέρωση νομοθετικών μέτρων με γενική ισχύ.
Στοχεύει επομένως στην ανατροπή της πολιτικής του κεφαλαίου στους μισθούς, τις εργασιακές σχέσεις, τη σχέση εκμετάλλευσης και αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης, στο ζήτημα της Δημοκρατίας και στις διεθνείς σχέσεις. Είναι άγνωστο όμως, λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης του κινήματος, το πού θα ραγίσει η κυβερνητική πολιτική, στη βάση τίνος θεμελιώδους ή ποιων θεμελιωδών κοινωνικών στόχων πάλης
Μια τέτοια πολιτική όχι μόνο δεν είναι «οικονομισμός» αλλά, αντίθετα, είναι αντικαπιταλιστική εργατική πολιτική για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Συνεπάγεται την ουσιαστική μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους των καπιταλιστών σε πανεθνικό επίπεδο μέσω των εργατικών κατακτήσεων.
Οι στόχοι αυτής της πολιτικής είναι:
- Άμεση μείωση του χρόνου εργασίας και συνταξιοδότησης αντίστοιχη προς τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες (πρώτο βήμα 30 ώρες δουλειάς, γενική εφαρμογή του 5ήμερου και του 35ωρου, συνταξιοδότηση στα 60 για τους άνδρες, στα 58 για τις γυναίκες).
- Κατάργηση κάθε μορφής «ελαστικής» και μερικής εργασίας.
- Επαναφορά των συλλογικών και κλαδικών συμβάσεων εργασίας.
- Έκτακτη, άμεση φορολογία του κεφαλαίου, πάνω από το 50%. Δραστική μείωση της φορολογίας των μισθωτών και των συνταξιούχων, της φτωχής αγροτιάς και των πληττομένων κατώτερων μεσαίων στρωμάτων. Κατάργηση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ) στα φάρμακα και στα βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης.
- Επιδόματα ανεργίας για όλους τους ανέργους και για όσο είναι άνεργοι.
- Άμεση επαναφορά των «δώρων» και αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις.
- Δωρεάν, δημόσια και ποιοτικά αναβαθμισμένη παροχή υπηρεσιών υγείας, πρόνοιας, κοινωνικής ασφάλισης και παιδείας. Ειδική πρόνοια για τα ΑμεΑ και τους ηλικιωμένους.
- Γενναίο πρόγραμμα δαπανών από τον προϋπολογισμό για τις κοινωνικές λαϊκές ανάγκες (λαϊκή στέγη, σχολικές αίθουσες, δημόσια νοσοκομεία, σύγχρονες δημόσιες συγκοινωνίες, ασφαλές οδικό δίκτυο κ.λπ.).
- Συνολική επαναδιαπραγμάτευση των δανείων των εργαζομένων. Να χαρισθούν τα χρέη των φτωχών και τα στεγαστικά των χαμηλόμισθων.
- Δραστική μείωση των τιμών στα βασικά προϊόντα και υπηρεσίες. Έλεγχος των τιμών στα είδη λαϊκής κατανάλωσης και τα φάρμακα.
- Δωρεάν στέγαση, ηλεκτρικό, νερό, συγκοινωνία για τους φτωχούς. Κατάργηση όλων των χαρατσιών (ΕΝΦΙΑ, εισφορά «αλληλεγγύης» κ.ά.).
- Αποκατάσταση της νομισματικής ανεξαρτησίας της χώρας, με την κατάργηση της νέας απάνθρωπης μνημονιακής σύμβασης, την αποχώρηση της χώρας από την ΟΝΕ, το ευρώ και την εποπτεία της ΕΚΤ. Κρατική απαλλοτρίωση των τραπεζών χωρίς καμιά αποζημίωση και κάτω από εργατικό-κοινωνικό έλεγχο.
- Απαγόρευση των ιδιωτικοποιήσεων. Κρατική απαλλοτρίωση βασικών στρατηγικών κλάδων στην ενέργεια, τη διατροφή, τις συγκοινωνίες, τις επικοινωνίες και την ύδρευση. Λειτουργία τους με εργοστασιακά συμβούλια και εργατικό-λαϊκό έλεγχο. Αποκλειστικά δημόσια αξιοποίηση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας με πλήρη σεβασμό στα κατά τόπους οικοσυστήματα, στο περιβάλλον.
- Σε μια πορεία ολοκληρωτικής διαγραφής του χρέους άμεση μονομερής στάση πληρωμών του και απόρριψη των τόκων υπερημερίας.
- Έμπρακτη κατάργηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Χρηματοδότηση της αγροτικής παραγωγής για την παραγωγή επαρκών, φθηνών και ποιοτικών ειδών διατροφής, με παράλληλη προστασία του αγρότη. Εθνικοποίηση στρατηγικής σημασίας βιομηχανιών τροφίμων με κριτήριο την κάλυψη των διατροφικών αναγκών της χώρας.
- Δημιουργία δημοκρατικών πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών, με μαζική και ποιοτική συγκέντρωση-εμπορία των προϊόντων των συνεταιρισμένων φτωχομεσαίων παραγωγών.
- Δημόσια αγροτική τράπεζα για την παροχή άτοκων καλλιεργητικών δανείων σε νέους αγρότες, μικρομεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους και αλιείς. Απαγόρευση παραγωγής και διακίνησης μεταλλαγμένων προϊόντων.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
Ο πόλεμος από ακραία μορφή εκμετάλλευσης μετατρέπεται σε βασική τάση του συστήματος, σε μοχλό ανάκαμψης από την οικονομική κρίση, σε κύριο μέσο ενίσχυσης της πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου απέναντι στους εργαζόμενους (αντιτρομοκρατικός αγώνας), σε μέθοδο «επίλυσης» των ανταγωνισμών και επέκτασης της «δημοκρατίας της αγοράς», με θύματα τους λαούς και έπαθλο τα κέρδη και τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και δρόμων του πλανήτη, των αγορών και των ζωνών επιρροής.
Οι επεμβάσεις, το τσάκισμα των εργατικών εισοδημάτων ώστε να βρεθούν πόροι για την «άμυνα» και την «ασφάλεια», η επιβολή κρατικής τρομοκρατίας για την κατάπνιξη κάθε αντίστασης απέναντι στην ιμπεριαλιστική Νέα Τάξη δεν αποτελούν ζητήματα εναλλακτικής διαχείρισης αλλά μόνιμο χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού, ιδιαίτερα στη σημερινή νέα φάση.
Γι’ αυτό, ή μάλλον «και» γι’ αυτό, η εργατική πολιτική ως βασικό στόχο έχει την αποδυνάμωση των διεθνών σχέσεων του ιμπεριαλισμού. Στρέφεται ενάντια στο υπάρχον καθεστώς της επιτροπείας της Ελλάδας από τους μηχανισμούς της ΕΕ και του ΔΝΤ οι οποίοι, σε συμμαχία με την ντόπια αστική τάξη και τα κόμματα, καταβαραθρώνουν τα εργατικά λαϊκά συμφέροντα και το δικαίωμα του λαού να αποφασίζει για τη ζωή του.
Ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας για εθνική αυτοδιάθεση, ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία αποκτά για τη χώρα μας πρωτεύουσα σημασία. Η έξοδος από την ΕΕ, η απαγκίστρωση της Ελλάδας από το ιμπεριαλιστικό πολιτικοστρατιωτικό μπλοκ του ΝΑΤΟ, το κλείσιμο των ξένων βάσεων (Σούδα, κλπ), η διάλυση του επικίνδυνου άξονα Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, η δραστική μείωση των πολεμικών δαπανών είναι κρίκοι που συμβάλλουν στην αποτροπή των πολέμων και δημιουργούν ευνοϊκότερους όρους για την κατάλυση συνολικά του διεθνούς καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού πλέγματος, για την οικοδόμηση μιας νέας εργατικής διεθνοποίησης.
Ο διεθνιστικός αγώνας ενάντια στις συμφωνίες «ελεύθερου» εμπορίου και επενδύσεων που σκοπεύουν να επιβάλουν ως νόμο του κόσμου, το δίκαιο των μεγάλων εταιρειών σε βάρος των λαών και του περιβάλλοντος, είναι αγώνας υπεράσπισης της ζωής και του μέλλοντος.
Η σταθερή πολιτική και πάλη για καθολική ειρήνη, χωρίς εδαφικές διεκδικήσεις προς τους γείτονες, η στήριξη κάθε πολιτικής περιφερειακής ειρηνικής συνεργασίας και η έμπρακτη εκδήλωση αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους λαούς για την ελευθερία και το σοσιαλισμό, αποτελούν ουσιαστικές πλευρές της εργατικής πολιτικής.
Το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής στοχεύει στην ανάπτυξη κινήματος για Δημοκρατία, πρωτίστως στους χώρους εργασίας με αιχμές:
- Τη νομοθετική κατοχύρωση και έμπρακτη επιβολή του υπέρτατου δίκαιου της ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης στους χώρους δουλειάς.
- Το δικαίωμα στο εργατικό βέτο σε βασικά εργασιακά ζητήματα.
- Τη διάλυση των ΜΑΤ και ΔΙΑΣ, τον αφοπλισμό της αστυνομίας.
- Την κατάργηση του «αντιτρομοκρατικού» νόμου και όσων τον ακολουθούν.
- Την ίση μεταχείριση για όλους τους πολίτες σε φορολογικό, νομικό και ποινικό επίπεδο, την κατάργηση των διαφόρων προνομίων.
- Τη θέσπιση της ανόθευτης απλής αναλογικής στις εθνικές εκλογές και σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες.
Το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής στρέφεται ενάντια στην πολιτιστική και ιδεολογική εξαχρείωση και τρομοκρατία του κεφαλαίου και ειδικά του μιντιακού υπερκράτους. Επιδιώκει να επιφέρει ρήγματα εναντίον τους και να ενισχύσει τα προοδευτικά, λαϊκά πολιτιστικά στοιχεία.
Μήτρα αυτής της προσπάθειας είναι η ενεργή συμμετοχή του λαού και της νεολαίας σε μια μαζική «εκστρατεία» ενάντια στη δικτατορία της σκέψης, ενάντια στην απολυταρχία που κηρύσσει «εκτός νόμου» τα κοινωνικά δικαιώματα. Είναι οι τάσεις αμφισβήτησης της αστικής κυριαρχίας, η οποία δαιμονοποιεί κάθε ριζοσπαστική και επαναστατική ιδεολογία. Είναι η στάση ζωής και οι αγώνες που εναντιώνονται στην παιδεία της αγοράς, της αναλφάβητης «εξειδίκευσης», του τεχνοκρατισμού, της απόσπασης από τις ανάγκες των εργαζομένων. Είναι η συλλογική και προσωπική αντίσταση απέναντι στο μυστικισμό και τον ανορθολογισμό, η έμπρακτη στήριξη της ανεξιθρησκίας μαζί και της αθεΐας, της μη αποδοχής επίσημης θρησκείας, του πλήρους διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους, της απόλυτης ισοτιμίας των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Είναι η αντιπαράθεση με τον εκμαυλισμό του πολιτισμού και της τέχνης, τη μετατροπή τους σε υπηρετικούς ακόλουθους και αναπαραγωγούς των κυρίαρχων ρευμάτων. Είναι η ενίσχυση των ελεύθερων αναζητήσεων και των ανατροπών στην τέχνη και τη δημιουργία, πέρα από την καταδυνάστευση των λογής «Μεγάρων» και «Ιδρυμάτων» του κεφαλαίου. Είναι η έμπρακτη επιδίωξη για τη δημιουργία ενός ισχυρού ρεύματος εργατικού μαρξιστικού «διαφωτισμού».
Είναι ο ίδιος ο εργατικός αγώνας και οι στόχοι του.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
«Η απελευθέρωση των εργατών είναι έργο των ίδιων των εργατών»!
Γύρω από αυτή τη θεμελιακή θέση περιστρέφεται το σύνολο των υπό συζήτηση πολιτικών και θεωρητικών ζητημάτων, τα ζητήματα της εργατικής τάξης, του κόμματος, του μετώπου, τα ζητήματα τακτικής και στρατηγικής.
Η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και, πολύ περισσότερο, η εργατική δημοκρατία είναι φυσικά έργο όχι γενικά της εργατικής τάξης και αφηρημένα του εργατικού κινήματος, αλλά του μετασχηματιζόμενου, με την παρέμβαση της πρωτοπορίας, κινήματος της εργατικής τάξης και, τελικά, της εξεγερμένης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και των σύμμαχων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού.
Επομένως, το πολιτικό υποκείμενο της εργατικής πολιτικής σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αποτελείται από την ειδική στρατηγική πρωτοπορία, το κόμμα, τη γενική και πολιτικά αποφασιστική πρωτοπορία, το πολιτικό μέτωπο καθώς και τις αντικαπιταλιστικές τάσεις των αγωνιζόμενων εργατικών-λαϊκών μαζών, το κίνημα, στη διακριτότητα και αλληλεπίδραση τους.
Απορρίπτουμε τις απόψεις και πρακτικές που ταυτίζουν το πολιτικό υποκείμενο της επαναστατικής πάλης με το κίνημα, τις πτέρυγες, τις εξεγέρσεις γενικώς, με το «πλήθος» και τις αντιεξουσιαστικές ή ελευθεριακές μειοψηφίες, ακόμη και με την κομμουνιστική πρωτοπορία. Θεωρούμε, επίσης, λανθασμένες πολιτικά τις πολυποίκιλες απόψεις που καθηλώνουν το πολιτικό εργατικό κίνημα στο επίπεδο των επιμέρους συνδικαλιστικών αγώνων της εργατικής τάξης για τα οικονομικά και τα κοινωνικά της δικαιώματα.
Στη διεκδίκηση των στόχων του προγράμματος το ίδιο το κίνημα αναγεννιέται, οργανώνεται και ανασυγκροτείται και στα τρία επίπεδα: το εργατικό κίνημα, το πολιτικό μέτωπο, το κόμμα. Η πάλη για την επιβολή τους συνδέεται, μετασχηματίζει και ανυψώνει – με την καθοριστική παρέμβαση του κόμματος και την αποφασιστική δράση του πολιτικού μετώπου – τον αυθόρμητο οικονομικό αγώνα, που διεξάγεται κατακερματισμένα, σε μαζικό, επιθετικό, πολιτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης. Έχοντας πάντα υπόψη πως οι συνθήκες που ωθούν το προλεταριάτο στο συλλογικό αγώνα και διαμορφώνουν την εργατική συνείδηση βρίσκονται πρωτίστως και κυρίως στο εργοστάσιο, στη δουλειά.
Κόμμα, μέτωπο, αντικαπιταλιστική πτέρυγα-κίνημα, στο σύνολό τους και στη διαλεκτική αλληλεπίδρασή τους αποτελούν το «κόμμα με την ευρεία και ιστορική έννοια». Σε αυτή τη σχέση το κόμμα αντιμετωπίζεται ως ο πρωταρχικός και κρίσιμος παράγοντας, ως η ειδική πρωτοπορία της στρατηγικής, και το μέτωπο ως ο καθοριστικός, ο πολιτικά αποφασιστικός παράγοντας.
Είναι λοιπόν προφανές, ότι μιλάμε για ένα ευρύ, ιστορικά εξελισσόμενο πολιτικό υποκείμενο της κοινωνικής χειραφέτησης. Ειδικά στις μεγάλες καμπές και ιδιαίτερα στα επαναστατικά άλματα (ανατροπή αστικής κυριαρχίας, εγκαθίδρυση εργατικής δημοκρατίας-εξουσίας, άλμα στον κομμουνισμό) το κόμμα, το μέτωπο και το κίνημα μετασχηματίζονται ποιοτικά (πρόγραμμα, στόχοι, κοινωνική σύνθεση) και αλλάζουν και αυτά «βαθμίδα», για να απαντήσουν από κομμουνιστική σκοπιά στα νέα καθήκοντα που μπαίνουν στις εν λόγω καμπές.
Στο νέο αιώνα και σε αυτή την ιδιόμορφη ιστορική περίοδο, το ζήτημα της οικοδόμησης ενός μαζικού κομμουνιστικού κόμματος είναι ο πρωταρχικός κρίκος στην αλληλοτροφοδοτούμενη συγκρότηση κόμματος, κινήματος, μετώπου, αυτού του ευρύτερου πολιτικού υποκειμένου.
– Το κόμμα είναι τμήμα της τάξης, όχι διαμεσολαβητής ή όργανό της. Αυτό σημαίνει πως αρνείται να υποκαταστήσει και να ελέγξει την πολιτική δράση των σύγχρονων κολασμένων, αρνείται να περιορίσει την πολιτική ως κομματική υπόθεση και τελικά ως υπόθεση της ηγεσίας.
Η ανάγκη και η δυνατότητα του κόμματος να ηγείται της τάξης σχετίζεται με το γεγονός ότι επιδιώκει και πετυχαίνει – ως έμπρακτα αναγνωριζομένη πρωτοπορία– να συνδέει τον εαυτό του με όλα τα τμήματά της, και όχι με το ότι το κόμμα αυτοανακηρύσσεται σε επαναστατικό όργανο. Ότι επιδιώκει και πετυχαίνει να ωθεί τις μάζες σε κίνηση προς την επιθυμητή κατεύθυνση, ανάλογα και με τις αντικειμενικές συνθήκες. Με τη γνώση πως το κόμμα είναι για το κίνημα, το οποίο υπηρετεί και από το οποίο ελέγχεται, και όχι το κίνημα για το κόμμα. Με επίγνωση πως αν η εργατική τάξη είναι σε κατάσταση ασυνειδητότητας, χαλαρή και ανοργάνωτη, ο καπιταλισμός βρίσκει πάντα τον τρόπο να αναπαράγεται.
Υπό αυτούς τους όρους προβάλλει ως απόλυτη η ανάγκη επαναθεμελίωσης του προγράμματος, του ρόλου, των χαρακτηριστικών και του οργανωτικού μοντέλου του.
– Το εργατικό πολιτικό μέτωπο διαμορφώνεται στη βάση της εργατικής πολιτικής. Έχει ως κύριο στοιχείο τη συσπείρωση και πάλη σε ενιαία και συνολική πολιτική κατεύθυνση όλων των δυνάμεων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, οι οποίες αντιπαλεύουν, συνειδητά, ημισυνειδητά ή αυθόρμητα, τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης. Αποτελεί, ταυτόχρονα, πεδίο συνάντησης και μετασχηματισμού των πιο μαχητικών ρεφορμιστικών τάσεων ή των επιμέρους πολιτικών αγώνων σε ενιαίο αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της αστικής στρατηγικής.
Το ζήτημα της μετωπικής πολιτικής αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως ένα σύγχρονο ζήτημα που αποκτά βαρύνουσα σημασία λόγω των αλλαγών στην ίδια την εργατική τάξη.
Γιατί αυτή η «εμμονή» στην εργατική τάξη; Γιατί η καπιταλιστική κοινωνία διαιρείται βαθιά από ασυμβίβαστες ταξικές αντιθέσεις. Πάντα ήταν, και ιδιαίτερα σήμερα είναι μεγάλη η ασάφεια και η ρευστότητα που εμφανίζονται στα όρια της ταξικής διαστρωμάτωσης και οι αλλαγές στο εσωτερικό της ίδιας της τάξης, οι οποίες σχετίζονται με τις νέες τεχνολογίες, τα νέα παραγωγικά μοντέλα κ.λπ. Εντέλει όμως, διχάζεται ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.
Από αυτή την παλιά, «απλοϊκή» αλλά και τόσο νέα θέση, αντιμετωπίζονται οι αστικές θεωρίες της ασαφούς δήθεν διαστρωμάτωσης και της κοινωνικής κινητικότητας από τη μια κοινωνική θέση στην άλλη. Αντιμετωπίζονται οι θεωρίες που προσεγγίζουν την αστική κοινωνία ως μια κοινωνία που αποτελείται από στρώματα ή «κοινωνικές ομάδες πίεσης», με αντιτιθέμενα μεν συμφέροντα, συμβιβάσιμες δε μεταξύ τους με κατάλληλες πολιτικές. Οι θεωρίες αυτές στην ουσία επικυρώνουν και νομιμοποιούν την κυριαρχία της αστικής τάξης.
Οι κοινωνικές τάξεις είναι «φορείς» και αποτέλεσμα των σχέσεων και του τρόπου παραγωγής: η σχέση τους με τα μέσα παραγωγής, ο ρόλος τους στην οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας, το ύψος και ο τρόπος απόκτησης του εισοδήματος, αποτελούν στο σύνολό τους, τα κριτήρια για την ταξική ένταξη και κατηγοριοποίηση. Η θέση αυτή αντιτίθεται σε αντιλήψεις που κατά καιρούς αναζωπυρώνονται και οι οποίες βασίζονται στην υποκειμενική άποψη για τις τάξεις. Σύμφωνα με αυτές, οι τάξεις δεν υπάρχουν παρά μόνο διαμέσου της γνώμης που έχουν οι ίδιες για τον εαυτό τους (καθαρός υποκειμενισμός) ή οι ίδιες γι’ αυτές αλλά και σε σχέση με τη γνώμη άλλων (διυποκειμενικότητα), ή ακόμη θεωρούν πως η κοινωνική διαστρωμάτωση αποτελεί ένα σύστημα διευθυνόντων και διευθυνομένων, ανώτερων και κατώτερων τμημάτων (αστική αντίληψη που αναπαράγεται κυρίως στον αναρχικό χώρο).
Αντιτίθεται επίσης στις απόψεις που καθορίζουν την κοινωνική διαστρωμάτωση μονοπαραγοντικά (μοναδικός παράγοντας μπορεί να είναι π.χ. το επάγγελμα) ή ακόμη πολυπαραγοντικά, από ένα σύνολο παραγόντων οι οποίοι όμως αυτονομούνται από τις σχέσεις με τα μέσα παραγωγής, αντιμετωπίζουν την εργασία διαταξικά, ως να μην είναι υποταγμένη στις καπιταλιστικές σχέσεις και εκλαμβάνουν το κράτος ως μια αιώνια αταξική κοινωνική δομή αυτονομημένη από την κοινωνία.
Σήμερα αναπαράγονται θεωρίες περί αποδυνάμωσης της εργατικής τάξης στις αναπτυγμένες χώρες. Οι θεωρίες αυτές ξεκινούν από το ζήτημα της παραγωγικής ή μη εργασίας εξαιτίας των φαινομένων που αναδύονται στην καπιταλιστική οικονομία κυρίως από τις δεκαετίες 1980-1990, με την καθοριστικής σημασίας ανάπτυξη των υπηρεσιών στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, την ταυτόχρονη μετεγκατάσταση της κλωστοϋφαντουργίας, της βιομηχανίας ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών, μέρους της χημικής βιομηχανίας, ολόκληρων τομέων χαμηλής τεχνολογίας σε «χώρες εργασιακής γαλέρας», την ίδια την είσοδο και υποταγή της επιστήμης στην παραγωγή του κεφαλαίου. Υποστηρίζουν, οι θιασώτες αυτών των θεωριών, πως η αύξηση της μη παραγωγικής εργασίας στις αναπτυγμένες χώρες καθιστά την εργατική τάξη αδύναμη και την επανάσταση αδύνατη.
Ωστόσο, για το μαρξισμό, παραγωγική εργασία θεωρείται η εργασία η οποία, σε κάθε τομέα της καπιταλιστικής παραγωγής (στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, σε υπηρεσίες και εποικοδόμημα), είναι παραγωγική για το κεφάλαιο. Η εργασία με λίγα λόγια που παράγει αξίες χρήσης και αποδίδει κέρδος.
«Το ότι η υπεραξία πρέπει να εκφράζεται σε ένα υλικό προϊόν είναι μια χοντροκομμένη άποψη που υπάρχει ακόμη και στον Άνταμ Σμιθ. Οι ηθοποιοί είναι παραγωγικοί εργάτες όχι στο βαθμό που παράγουν ένα έργο, αλλά στο βαθμό που αυξάνουν τον πλούτο του εργοδότη. […] Μια τραγουδίστρια που πουλάει το τραγούδι της για λογαριασμό της είναι ένας μη παραγωγικός εργάτης, ενώ σε αντίθεση, όταν τη βάζει ένας επιχειρηματίας να τραγουδάει για να του βγάλει λεφτά, είναι παραγωγικός εργάτης» (Κ. Μαρξ, Grundrisse, σ. 328-329).
Η σύγχρονη εργατική τάξη, αυτή η πλέον επαναστατικοποιημένη παραγωγική δύναμη την οποία ιδιοποιείται, διαστρέφει και επιχειρεί να υποτάξει ο καπιταλισμός, εμπεριέχει εντός της, στο ανώτερο επίπεδο, τόσο τη δυνητική, ποιοτικά ανώτερη στην εποχή μας, επαναστατική τάση χειραφέτησης του κοινωνικού ανθρώπου όσο και τη φθορά της κοινωνίας και της φύσης από τον καπιταλισμό, τις με σύγχρονους όρους τάσεις υποταγής και χειραγώγησης. Οι τάσεις χειραφέτησης και υποταγής συνυπάρχουν διαρκώς και συγκρούονται στο εσωτερικό της, αφού η εργατική τάξη στην καπιταλιστική κοινωνία συγκροτείται αντικειμενικά ως τέτοια, γεννιέται όμως και αναπτύσσεται σε ενότητα και σύγκρουση με τον άλλο πόλο αυτής της κοινωνίας, το κεφάλαιο. Δεν γεννιέται, δηλαδή, πρώτα ως αντικείμενο εκμετάλλευσης και ύστερα ως δρων υποκείμενο (απόλυτος διαχωρισμός υποκειμένου-αντικειμένου που έχει ως βάση το διαχωρισμό του κοινωνικού είναι και της κοινωνικής συνείδησης). Καθώς είναι πλειοψηφία πλέον στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, εργάζεται σε παραδοσιακούς κλάδους, στις αναπτυγμένες υπηρεσίες, στους βιομηχανοποιημένους κλάδους της υγείας και της παιδείας, στις υπηρεσίες παροχής νερού και ηλεκτρικής ενέργειας, στις μεγάλες βιομηχανίες αιχμής και σε κλάδους έντασης εργασίας (τουρισμός, επισιτισμός). «Υποδιαιρείται» στην αποκλειστικά χειρωνακτικά εργαζόμενη, την χειρωνακτικο-πνευματικά εργαζόμενη και το στρώμα της ανώτερης μόρφωσης που εργάζεται αποκλειστικά πνευματικά ή στα πεδία της επιστήμης και της θεωρίας. Το τελευταίο αυτό στρώμα δεν μπορεί παρά, εκφράζοντας τη χειραφετητική του τάση, να παράγει θεωρία για την εργατική τάξη «από τα μέσα». Αυτή η δυνατότητα, ωστόσο, μπορεί να πραγματοποιηθεί με την αναγκαία και απαραίτητη συμβολή των ειδικών πολιτικών, θεωρητικών πρωτοποριών.
Η θέση αυτή επιχειρεί να απαντήσει θετικά τόσο απέναντι στον αντιδιανοουμενισμό και τον οικονομίστικο εργατισμό, όσο και στο διανοουμενίστικο ελιτισμό ή στο συνδυασμό τους, που εμφανίζονται κατά καιρούς στην Αριστερά και στο κίνημα.
Η σύγχρονη εργατική τάξη συγκροτεί έναν πολυκόσμο. Είναι πολυάριθμη, πλειοψηφούσα πλέον δύναμη στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της κοινωνίας. Είναι η πλέον μορφωμένη αλλά και «διχαζόμενη» ανάμεσα στη χειραγώγηση και τη χειραφέτηση. Εμπλουτίζεται διαρκώς λόγω των αναταράξεων στα μεσαία στρώματα που χτυπιούνται από την κρίση και αλλάζει η συμπεριφορά και η ιδιοσυγκρασία της λόγω της μετανάστευσης και της μετατόπισης σε αυτήν μεσαίων στρωμάτων. Εργάζεται σε σύγχρονους κλάδους που παίζουν κομβικό ρόλο στην παραγωγή. Οι εργαζόμενοι σε αυτούς έχουν έναν σχετικά βαρύνοντα ρόλο στην ταξική πάλη, στην ανάδειξή τους σε μοχλό ενότητας του συνόλου της τάξης. Η αναφορά γίνεται για τμήματα της εργατικής τάξης που, λόγω της επαφής τους με τις πιο πρωτοπόρες παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού και της ισχύος που έχει η θέση τους στον παραγωγικό-οικονομικό μηχανισμό των καπιταλιστικών σχέσεων συνολικά, μπορούν να φέρουν το μεγαλύτερο καλό στο κίνημα και να προκαλέσουν τη μεγαλύτερη ζημιά στο κεφάλαιο αν «κατεβάσουν τους διακόπτες». Αυτά τα τμήματα, αν και διαχέονται σε όλη την παραγωγή, συγκεντρώνονται ωστόσο κυρίως στους κλάδους: της ενέργειας, της αγροτοδιατροφικής αλυσίδας, των νέων τεχνολογιών, των τηλεπικοινωνιών, των τραπεζών, των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων, των μεταφορών, των σύγχρονων κλάδων υγείας και παιδείας, της ναυτιλίας. Σε αυτούς τους κλάδους απαιτείται ο ιδιαίτερος προσανατολισμός της συνολικής δράσης μιας σύγχρονης εργατικής οργάνωσης, ενός σύγχρονου πολιτικού μετώπου.
Η «εμμονή» για τη δημιουργία του κομμουνιστικού κόμματος του 21ου αιώνα, αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου και ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής πτέρυγας στο κίνημα, τα οποία θα αναπτύσσουν τη συνείδηση και θα εξασφαλίζουν την πολιτική ανεξαρτησία της εργατικής τάξης από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία και τις πολιτικές της εκπροσωπήσεις, είναι όρος για τη μετατροπή της σε ηγεμονική δύναμη όλων των καταπιεσμένων.
Το ελπιδοφόρο είναι πως σήμερα η αστική πολιτική παντοδυναμία αμφισβητείται από ένα αδύναμο ακόμα αλλά πολύμορφο ρεύμα, το οποίο εμφανίζεται, υποχωρεί και δίνει ξανά το παρόν φιλοδοξώντας να κατοχυρώσει και να ισχυροποιήσει την παρουσία του. Πρόκειται για ένα εν δυνάμει ανατρεπτικό ρεύμα, που διαθέτει υπέρτερη αντικειμενική προοπτική με βάση την απογείωση των θεμελιακών ταξικών αντιθέσεων. Αλλά ξεκινάει από την πιο χαμηλή ιστορική πολιτική βάση. Ωστόσο είναι ένα ελπιδοφόρο εργατικό λαϊκό ρεύμα, αναγκασμένο να επιχειρεί τη συμπύκνωση εμπειριών πολλών ιστορικών περιόδων και κυρίως να τις συνδυάζει με τις εκρηκτικές ανάγκες και τις μεγάλες δυνατότητες μιας εξαιρετικά πρωτότυπης εποχής.
* * *
Η εποχή μας δεν είναι το τέλος αλλά η έναρξη. Δεν είναι η λήξη του επαναστατικού οράματος, όσο κι αν δείχνει ή κάνουν να δείχνει έτσι, οι μηχανισμοί χειραγώγησης και οι πραγματικές δυσκολίες, η υποχώρηση της πίστης σ’ αυτό.
Όμως οι αντιθέσεις του καπιταλισμού ποτέ δεν είχαν φτάσει σε αυτό το υψηλό σημείο, ποτέ το αδιέξοδο δεν ήταν τόσο ορατό, ποτέ δεν είχαν συντελεστεί τόσες επαναστατικές αλλαγές στην επιστήμη και την παραγωγή. Ποτέ δεν ήταν πιο κοντά η δυνατότητα της δημιουργίας και οικοδόμησης του επόμενου κοινωνικού σχηματισμού.
Όμως… Αυτό το «όμως», είναι ο κοινός τόπος όπου στέκεται μια εκτεταμένη αβεβαιότητα και δυσπιστία, οι οποίες κάνουν τα σχέδια να δείχνουν ανέφικτα. Ωστόσο ένα άλλο «όμως» λέει πως δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Αν δεν θέλουμε να νικήσει και να επικρατήσει για αρκετές γενιές η βαρβαρότητα.
Ο Φλωμπέρ έλεγε: «Από την πολιτική ένα μόνο καταλαβαίνω, την εξέγερση».
Ας κάνουμε δύναμη και μέτρο της πολιτικής μας την ιδέα της εξέγερσης και δύναμη και μέτρο της εξέγερσης την πολιτική μας.
Αυτή η χρονική και ποιοτική συμπύκνωση της πολιτικής είναι ξανά επίκαιρη.
Αλλά θα χρειαστεί κόπος, σκέψη, πολλές προσπάθειες για να ξανακυλήσει το αίμα της επαναστατικής αισιοδοξίας στις φλέβες του κόσμου.
Αυτή θέλουμε να είναι η δική μας συμβολή στη νέα ανατολή της εποχής των μεγάλων επαναστάσεων.
*
Συνεχίστε την ανάγνωση ή επιστρέψτε στα Περιεχόμενα
__________
1 «Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα 1844», απόσπασμα από τον Φάουστ του Γκαίτε.
2 Σύμφωνα με την Εθνική Έκθεση για τη Νεολαία (2012), το πλέον σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η «ανεργία» με 59% των απαντήσεων, ενώ η «οικονομική κρίση συγκεντρώνει το 31,2%. Στο σημαντικότερο προσωπικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι νέοι, προέκυψε ότι, η «ανεργία» συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό (23%), ακολουθούν τα «οικονομικά-επαγγελματικά προβλήματα» με 21%, η «επαγγελματική αποκατάσταση» με 15%, το «άγχος για το μέλλον» με 10,7%, η «κακή ποιότητα ζωής» με 9%, το «χαμηλό επίπεδο σπουδών» με 7,8%, τα «προβλήματα σε διαπροσωπικό επίπεδο» (7%) και τέλος τα «προβλήματα σε οικογενειακό επίπεδο» (6,5%)». Σε σχέση με την ψυχολογία των νέων ανθρώπων στην Ελλάδα, καταγράφεται: «Το 27,2% νιώθει απογοήτευση, το 26,2% δυσπιστία, το 20,2% φόβο, το 14,4% κούραση και ακολουθούν τα υπόλοιπα συναισθήματα με μικρότερα ποσοστά. Χαμηλό εμφανίζεται το ποσοστό αισιοδοξίας (65,4%) (Λίγο αισιόδοξος/η – Καθόλου αισιόδοξος/η) που διακατέχει του νέους για το μέλλον τους. Μάλιστα, σύμφωνα με τις απαντήσεις, η πλειονότητα των νέων (73,8%) κρίνει ότι, όσον αφορά στην κρίση συνολικά, τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα, γεγονός που ενισχύει την τάση απαισιοδοξίας που τους καταβάλλει.
314η Συνδιάσκεψη, Απρίλης 2015.
4 Στο 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των συνδικάτων (Ιανουάριος του ’19) επικυρώνεται η υπαγωγή των συνδικάτων στον κεντρικό κρατικό μηχανισμό. Στην απόφαση του 9ου Συνεδρίου οι εργοστασιακές επιτροπές οφείλουν να αφοσιωθούν στα ζητήματα της πειθαρχίας της εργασίας, της προπαγάνδας και της επιμόρφωσης. Στο 11ο Συνέδριο το ’22, με βάση εισήγηση του Λένιν, αποφασίζουν: «να συγκεντρωθεί η πλήρης εξουσία στις διευθύνσεις των επιχειρήσεων» και «κάθε άμεση ανάμιξη των συνδικάτων στη διαχείριση των επιχειρήσεων πρέπει να αναγνωριστεί στις συνθήκες αυτές σαν απόλυτα απαράδεκτη και ολέθρια». Στο 12ο Συνέδριο αποφασίζουν πως: «η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά με τη μορφή της δικτατορίας της ηγετικής πρωτοπορίας του, δηλαδή του Κ.Κ.».
5 Κ. Μπατίκας: Η μαρξιστική θεωρία της επαναστατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, σελ. 277. Κατά τον Ένγκελς: «…Μετά το Φλεβάρη του 1848, οι Γάλλοι σοσιαλιστές δημοκράτες, έκαναν το λάθος να δεχτούν παρόμοια πόστα. Σαν μειοψηφία στην κυβέρνηση μοιράστηκαν εθελοντικά την ευθύνη για τις ατιμίες και τις προδοσίες που διέπραξε ενάντια στους εργάτες η αποτελούμενη από καθαρούς ρεπουμπλικάνους πλειοψηφία. Κατά τη διάρκεια συμμετοχής αυτών των κυρίων στην κυβέρνηση παρέλυσε ολοκληρωτικά η επαναστατική δράση της εργατικής τάξης την οποία ισχυρίζονταν ότι εκπροσωπούσαν»…
«Το 1899 η συμμετοχή του Γάλλου σοσιαλιστή ηγέτη Μιλεράν στην αστική κυβέρνηση της Γαλλίας καταδικάστηκε έντονα από τους μαρξιστές της εποχής ως προδοσία του μαρξισμού και ως προσπάθεια μετατροπής του Εργατικού Κόμματος από κόμμα της κοινωνικής επανάστασης σε δημοκρατικό κόμμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης» (ό.π. σ. 278).
6 Η ανάγκη ανάπτυξης μιας σύγχρονης θεωρίας μετάβασης από τη νίκη της επανάστασης προς τον κομμουνισμό, από τη σκοπιά των επαναστάσεων του 21ου αιώνα, αποκαλύπτεται διαρκώς.
Η ανάγκη αυτή προέκυψε νωρίς: Από τις αναταράξεις στην ΕΣΣΔ στην πρώτη, τη μεταβατική φάση της Οκτωβριανής Επανάστασης, όπου επιφανείς επαναστάτες αντιπαρατίθενται: Το 1919 οι Μπουχάριν, Τρότσκι και Πρεοπραζένσκι ζητούν άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό με αυστηρή εργασιακή πειθαρχία. Το 1923 η πλατφόρμα των 46 (Καγκάνοβιτς, Πιατακόφ κ.ά.) καταγγέλλει «την έλλειψη σχεδιασμού». Ο Ζηνόβιεφ καταγγέλλει τη Νέα Οικονομική Πολιτική ως «κρατικό καπιταλισμό». Το ’26 οι Τρότσκι, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ προτείνουν «άμεσα μέτρα εναντίον της γραφειοκρατίας κ.ά.».
Οι αναταράξεις αυτές οφείλονται και στα κενά στη θεωρία της μετάβασης σε μια συνταρακτική πορεία από δρόμους μάλιστα απάτητους.
Η ίδια ανάγκη επεξεργασίας μιας σύγχρονης θεωρίας μετάβασης ενισχύεται από τα μετέπειτα δραματικά ιστορικά γεγονότα και από τις σύγχρονες δυνατότητες και αναγκαιότητες. Η αντίληψη που ταυτίζει στην ουσία το μεταβατικό κράτος που προκύπτει από την ανατροπή με την εργατική δημοκρατία και αντιμετωπίζει την κοινωνία που προκύπτει μετά την επανάσταση ως κοινωνία μετάβασης ανάμεσα σε διαφορετικές φάσεις-βαθμίδες του ίδιου τρόπου παραγωγής, του σοσιαλιστικού, είναι προϊόν άρνησης των διδαγμάτων της Ιστορίας. Συσκοτίζει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, τους κινδύνους και τις δυνατότητες όπως προκύπτουν σε αυτήν την περίοδο. Μήτρα της έχει τη θεωρία που προκύπτει από το ιστορικά ανέκδοτο ιδιότυπο εκμεταλλευτικό καθεστώς που παγιώθηκε στην ΕΣΣΔ στα μέσα της τέταρτης δεκαετίας του περασμένου αιώνα.
Η προσέγγιση αυτή δεν έχει σχέση με τον πυρήνα της μαρξικής θεωρίας.
7 Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός ακολουθεί την πορεία εξέλιξης του καπιταλισμού. Ήδη από τη δεκαετία του ’30 κυριαρχούσε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και, παρά τα φεουδαλικά κατάλοιπα, έκανε βήματα μονοπωλιακών μετασχηματισμών. Μεταπολεμικά, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός περνά γοργά στο μονοπωλιακό του στάδιο. Στη δεκαετία του ’60 η Ελλάδα μετατρέπεται από αγροτική-βιομηχανική, σε βιομηχανική-αγροτική χώρα. Με τους μετασχηματισμούς που πραγματοποιούνται από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80 (καπιταλιστική ανασυγκρότηση, ένταξη στην ΕΟΚ και την ΕΕ), ο ελληνικός καπιταλισμός φτάνει στην ανώτερη μέχρι τώρα βαθμίδα του μονοπωλιακού του σταδίου.
Από τη δεκαετία του ’80 και στη συνέχεια, με την ένταξη στην ΟΝΕ και το ευρώ, κυριαρχούν στο εσωτερικό, οι πολυκλαδικοί πολυεθνικοί όμιλοι σαν ηγεμονική πολιτική και κοινωνική δύναμη του συνόλου του κεφαλαίου. Το κράτος με την πλεγματώδη αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση του με την ΕΕ, το λιγότερο κοινωνικό κράτος, τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, τον αυταρχισμό αλλάζει ενδυναμούμενο. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου ενισχύει τις ιμπεριαλιστικές τάσεις του ελληνικού καπιταλισμού, καθορίζει τις διεθνείς συμμαχίες του στο πλαίσιο του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου, αλλά κι έξω απ’ αυτό. Διαμορφώνει τις νέες μεγάλες ιδέες του, τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλιστικό κοσμοπολιτισμό.
Το πέρασμα της Ελλάδας στο υπό συγκρότηση σημερινό στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού παρουσιάζει ιδιαιτερότητες που τη διαφοροποιούν από τις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Η βασική ιδιομορφία έγκειται στο ότι ενώ αναπτύσσει ραγδαία και σε σημαντικό βαθμό τα σύγχρονα εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά, καταλαμβάνει ενδιάμεση (το «ενδιάμεσο» της εποχής μας είναι ποιοτικά ανώτερο από το «ενδιάμεσο» των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών της εντατικής εκβιομηχάνισης) θέση στο παγκόσμιο σύστημα με τάσεις καθόδου μετά την κρίση. Στο πλαίσιο της σε εξέλιξης κρίσης και της σημερινής όξυνσης των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, η ιδιομορφία αυτή δημιουργεί σοβαρούς «κινδύνους» αποσταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνή ιμπεριαλιστικό καταμερισμό, μακρόσυρτης υποβάθμισης του ρόλου του (άρα και κλονισμού των αστικών σχέσεων εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας
Έκφραση αυτής της ιδιομορφίας παραμένουν οι σχέσεις ηγεμόνευσής του, όχι μόνο οικονομικά αλλά κυρίως πολιτικά, από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της γερμανοκρατούμενης ΕΕ και των ΗΠΑ. Η ελληνική αστική τάξη ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της σαν κυρίαρχη τάξη με τα καύσιμα των ξένων δανείων της «ανεξαρτησίας» που της έδωσαν τη δυνατότητα να τσακίσει το λαϊκό παράγοντα. Ανδρώθηκε στη συνέχεια με το φαγοπότι ξένων δανείων που έγιναν, υποτίθεται, για τις υποδομές, τον εκσυγχρονισμό της χώρας και την πολεμική της προετοιμασία στο δρόμο της Κόκκινης Μηλιάς, που μετατράπηκε, κακήν κακώς, σε «εθνική ολοκλήρωση». Οι «ξένοι» της έδωσαν, στην κυριολεξία, το φιλί της ζωής όταν τελείωνε από τη δράση του οπλισμένου λαού της διπλής ένοπλης επανάστασης του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού.
Ειδικό ρόλο σε αυτή τη διαδρομή έπαιξε και παίζει το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Σε όλες τις φάσεις λοιπόν είναι πρωτίστως η ανάγκη της να υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα ταξικά της συμφέροντα, ενίοτε και την ίδια της την ύπαρξη. Δεν είναι πρωτίστως η εξάρτησή της από τις ξένες δυνάμεις ή το ξένο κεφάλαιο που την κάνει να συμπεριφέρεται με το συγκεκριμένο τρόπο.
8 Το αμερικανικό δημόσιο χρέος από 3,41 τρις. δολ. το 2000, έφτασε το 2009 στα 7,545 τρις. δολ. – αύξηση 121%. Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), για παράδειγμα, προβλέπει ότι το 2020 το δημόσιο χρέος θα φτάσει στην Ιαπωνία το 300% του ΑΕΠ (από 197% το 2009), στη Βρετανία το 200% (από 94% το 2010), και σε 150% στη Γαλλία (από 99% το 2010), στην Ιταλία (από 127% το 2009), στις ΗΠΑ (από 100% το 2010) Η δημοσιονομική κρίση εμφανίζεται ιδιαίτερα οξυμένη στον Ευρωπαϊκό Νότο και κυρίως σε Ελλάδα και Πορτογαλία αλλά και σε Ισπανία. Η οξύτητα του χρέους δεν εδράζεται στο ύψος των αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων και στο σπάταλο κράτος σε όσον αφορά τις κοινωνικές δαπάνες. Κι αυτό γιατί οι δαπάνες για μισθούς στο Δημόσιο κυμαίνονται γύρω στο 10%, στο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν μπορεί να αποδοθεί στη μειωμένη ανταγωνιστικότητα λόγω υψηλών μισθών και στη μειωμένη παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα διότι τη δεκαετία 2004-2014 η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 2,4%, έναντι 1,4% στην ευρωζώνη και 1,2% στη Γερμανία και για κάθε 1.000 ευρώ προστιθέμενης αξίας (νέα προϊόντα και υπηρεσίες) που παράγεται στην Ελλάδα, τα 560 ευρώ μετατρέπονται σε επιχειρηματικό κέρδος και μόλις 350 σε αποζημίωση των εργαζόμενων (στην ΕΕ οι αναλογίες είναι 360 επιχειρηματικό κέρδος και 550 εργασία).