Παρά την προσπάθεια των ΜΜΕ να δείξουν πως το «Όχι» στη συνταγματική αντι-μεταρρύθμιση Ρέντσι προέρχεται μόνο ή κυρίως από τα δεξιά και από τον «λαϊκισμό», οι δυνάμεις της εργατικής και κοινωνικής Αριστεράς της Ιταλίας αλλά και πολιτικές οργανώσεις κομμουνιστικής αναφοράς δίνουν την μάχη υπέρ του «Όχι» με ταξικό, αντικυβερνητικό και αντιΕΕ περιεχόμενο.
της Δανάης Μαραγκουδάκη
Παρότι η πλειοψηφία των ιταλικών μέσων ενημέρωσης είναι κατάφωρα υπέρ του «ναι» στο σημερινό ιταλικό δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση, παρότι ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι και οι υποστηρικτές του έχουν κάνει «κατάληψη» στα τηλεοπτικά κανάλια –δημόσια ή μη– παρότι είναι διάχυτη η κινδυνολογία και η αξίωση ότι αν επικρατήσει το «όχι» στο δημοψήφισμα λίγο πολύ θα έρθει το τέλος του κόσμου …και πάλι το «όχι» προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Σιγά σιγά, τόσο ο Τύπος όσο και οι πολιτικοί παράγοντες της Ιταλίας προεξοφλούν την ήττα, εκθέτοντας ενδεχόμενα σενάρια για την επόμενη μέρα. Ακριβώς αυτό είναι που αποτελεί απόδειξη της αδυναμίας του Μ. Ρέντσι να πείσει την κοινωνική πλειοψηφία. Ο λόγος είναι πως κανείς δεν μπορεί πλέον να παραβλέψει ότι τα τελευταία χρόνια οι συνθήκες διαβίωσης των Ιταλών έχουν επιδεινωθεί.
Με την αναθεώρηση που προτείνει ο Ρέντσι επιχειρείται το τέλος του κοινοβουλευτικού συστήματος δύο σωμάτων. Η Βουλή των Αντιπροσώπων θα γίνει το μόνο νομοθετικό σώμα και θα διατηρήσει αποκλειστικά το δικαίωμα να δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Ο αριθμός των γερουσιαστών θα μειωθεί από τους 315 στους 100, εκ των οποίων οι πέντε θα επιλέγονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και από τις Περιφέρειες. Σχετικά με τη νομοθετική λειτουργία της Γερουσίας, οι Γερουσιαστές θα έχουν νομοθετική αρμοδιότητα όσον αφορά στις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, στην κύρωση των διεθνών συνθηκών που αφορούν τη συμμετοχή της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στους εκλογικούς νόμους των τοπικών αρχών και εκείνων για τα δημοψηφίσματα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα εκλέγεται από τους 630 βουλευτές και τους 100 Γερουσιαστές, ενώ για την πρόταση δημοψηφίσματος θα απαιτούνται 800.000 υπογραφές, σε αντίθεση με το υπάρχον σύστημα που απαιτεί 500.000. Όσο για την υποβολή νόμων λαϊκής πρωτοβουλίας, ο απαιτούμενος αριθμός υπογραφών τριπλασιάζεται από τις 50.000 στις 150.000. Μία από τις πιο αμφιλεγόμενες αλλαγές είναι αυτή για τον διορισμό των δικαστών στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Οι πέντε δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου δε θα εκλέγονται πλέον από το Κοινοβούλιο σε κοινή συνεδρίαση, αλλά θα πρέπει να επιλέγονται ξεχωριστά από τα δύο σώματα. Η Γερουσία θα εκλέγει δύο και η Βουλή άλλους τρεις. Όσον αφορά τους εκλογικούς νόμους, θα πρέπει να υποβάλλονται σε εκ των προτέρων έλεγχο της συνταγματικότητάς τους από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Με δυναμικό τρόπο απαντάει η Αριστερά στην κινδυνολογία για τη νίκη του «όχι», λέγοντας πως με μια νίκη του «όχι» θα άνοιγε ο δρόμος για μια πραγματική αλλαγή από το εργατικό κίνημα, μακριά από τις επιταγές της ΕΕ, τη συνθήκη του Μαάστριχτ και τα αντιλαϊκά μέτρα που έχουν περάσει στην Ιταλία. Πολλές οργανώσεις, κόμματα, σωματεία βάσης και αγωνιστές έφτιαξαν τον Συντονισμό για ένα «κοινωνικό Όχι στη Συνταγματική Αντιμεταρρύθμιση» και στις 21-22 Οκτωβρίου πραγματοποίησαν διήμερο κοινής δράσης με τα εξής αιτήματα: αγώνα ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενάντια στις αυταρχικές και αντιλαϊκές πολιτικές της, ενάντια στη διάλυση του συνταγματικού πλαισίου ― κάτι που ο συνασπισμός εξουσίας θεωρεί πλέον ότι αποτελεί εμπόδιο στην επιδίωξη των δικών του συμφερόντων.
Η Ένωση Συνδικάτων Βάσης (USB) βγαίνει μπροστά με το σύνθημα «Όχι: Όταν χρειάζεται ξέρουμε να το λέμε με αγώνες. Στις 4 Δεκέμβρη θα το πούμε στο δημοψήφισμα». Το «όχι» του USB στο δημοψήφισμα θέλει να ενισχύσει την εργατική και συνδικαλιστική αντεπίθεση απέναντι στον περιορισμό του Συντάγματος αλλά και απέναντι στην κυβέρνηση Ρέντσι, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις πολιτικές λιτότητας και εκμετάλλευσης των μεγάλων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών ομίλων.
Τα σωματεία βάσης COBAS αντιτίθενται στη συνταγματική μεταρρύθμιση, καταγγέλλοντας τις συνομοσπονδίες που στηρίζουν τον Ρέντσι, και κάνουν λόγο για μια διαδικασία συγκεντροποίησης της νομοθετικής εξουσίας στα χέρια της κυβέρνησης.
H Rifondazione Comunista (Κομμουνιστική Επανίδρυση) αναφέρει «δε βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρόχειρη αναθεώρηση 47 άρθρων του Συντάγματος αλλά μπροστά σε μια πρόταση για άλλο Σύνταγμα». «Το δικό μας Οχι είναι ένα «όχι» κοινωνικό, με ρίζες στους αγώνες του σήμερα», ενώ τονίζει πως «για μας η υπεράσπιση (και εφαρμογή) του Συντάγματος είναι μεταξύ άλλων και ένας αγώνας για την κατάργηση των αντιμεταρρυθμίσεων του Ρέντσι».
Η Sinistra Anticapitalista (Αντικαπιταλιστική Αριστερά) αναφέρει πως «σήμερα, σ’ αυτό το ιστορικό στάδιο κρίσης του καπιταλισμού, θέλουν να επικρατήσουν και σε συνταγματικό επίπεδο, προσαρμόζοντας οριστικά και το Σύνταγμα στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Η μάχη για το «όχι» είναι καθοριστικής σημασίας ώστε να μείνει ανοιχτός ο δρόμος του αγώνα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης».
To Rete dei Comunisti (Δίκτυο Κομμουνιστών) αναφέρει πως «αν και σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, το 98% των καλύτερων ιταλών μάνατζερ που εργάζονται για τις 100 μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας θα ψηφίσουν «ναι» στο δημοψήφισμα, η ψήφος της εργαζόμενης πλειοψηφίας είναι πολύ διαφορετική. Έχουν πολλαπλασιαστεί οι πρωτοβουλίες του «όχι» από κοινωνική σκοπιά, όπως επίσης και πρωτοβουλίες όπως η Κοινωνική Πλατφόρμα Eurostop, αλλά και ο ταξικός και ανεξάρτητος συνδικαλισμός».
Σημαντικό στοιχείο της πολιτικής τοποθέτησης των αριστερών δυνάμεων του «όχι» είναι η απάντηση σε μια κριτική που κάνει λόγο για έμμεση στήριξη στη Δεξιά. Όπως τονίζουν, το πρόβλημα είναι η ασάφεια και η ανικανότητα των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων στο να ανοίξουν νέους δρόμους για να αντιπαλέψουν την ξενοφοβική και ρατσιστική ρητορεία, που εκμεταλλεύεται τον αγώνα ενάντια στην ΕΕ καταλαμβάνοντας ένα χώρο στον πολιτικό χάρτη που σκόπιμα αφέθηκε ελεύθερος.