του Γιώργου Παυλόπουλου
Σε εξαιρετικά δύσκολη θέση έχει περιέλθει η κυβέρνηση Τσίπρα. Τόσο δύσκολη, ώστε το μέλλον της δεν εξαρτάται πλέον αποκλειστικά ή κυρίως από την ίδια, παρά τον προχθεσινό ανασχηματισμό και την προσπάθεια να ανακατευτεί η τράπουλα και να δοθεί μια, αμυδρή έστω, αίσθηση ανανέωσης. Εξάλλου, το ουσιαστικό συμπέρασμα από τα μέλη και τη διάταξη του νέου υπουργικού συμβουλίου είναι ότι όχι απλώς μένει αναλλοίωτος ο σκληρός μνημονιακός χαρακτήρας και «πυρήνας» του, αλλά ενισχύεται με μετακινήσεις σε θέσεις-κλειδιά (ρεπορτάζ στη σελίδα 2).
Πρακτικά, τα πόδια της κυβερνητικής καρέκλας μπορεί να σπάσουν ανά πάσα στιγμή. Για την κατάσταση αυτή, μάλιστα, κύριος υπεύθυνος είναι η «πρώτη φορά Αριστερά». Αφενός, επειδή με την αντιδραστική της πολιτική έχει προ πολλού υπονομεύσει καίρια (αν όχι διαρρήξει πλήρως) τους δεσμούς που είχε κατορθώσει να οικοδομήσει με σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων, υφαρπάζοντας τις ελπίδες τους. Αφετέρου, καθώς την ίδια στιγμή έχει αποτύχει παταγωδώς στην προσπάθειά της να χτίσει προνομιακές σχέσεις με ένα τμήμα του κεφαλαίου στο πλαίσιο της «νέας διαπλοκής», ενώ το ίδιο συνέβη και σε επίπεδο «θεσμών», όπως περίτρανα αποδείχθηκε με το Βατερλό της στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Έτσι, μετά τα αλλεπάλληλα ναυάγια, η κυβέρνηση τείνει να καταστεί ένα αναλώσιμο είδος μίας χρήσης, το οποίο θα λήξει μόλις ολοκληρωθεί ο κύκλος του. Ουσιαστικά δε, πέρα από συμβολισμούς και επικοινωνικά τερτίπια –όπως το …ανεκδιήγητο επιχείρημα ότι φταίνε οι δικαστές επειδή δεν θα γίνουν δεκτά παιδιά στους σταθμούς και δεν θα υπάρξουν προσλήψεις στα νοσοκομεία(!)– το Μαξίμου έχει παραδώσει ήδη τα κλειδιά της διακυβέρνησης στα διάφορα κέντρα εξουσίας, εντός και εκτός συνόρων. Ζητώντας τους, σε αντάλλαγμα, να την κρατήσουν στη θέση της όσο περισσότερο γίνεται, προκειμένου να μην επιβεβαιωθεί η θεωρία της «παρένθεσης». Από την πλευρά τους, βεβαίως, τα κέντρα δεν έχουν κανένα λόγο να βιάζονται. Από τη στιγμή που έχουν τσακίσει και ταπεινώσει τους κυβερνώντες και προσωπικά τον πρωθυπουργό σε όλες τις περιπτώσεις που αυτοί επιχείρησαν είτε να διεκδικήσουν κάτι παραπάνω στον καταμερισμό είτε να ανακατέψουν την τράπουλα και να επιβάλουν τους δικούς τους κανόνες, τώρα μπορούν να αλωνίζουν πιο ελεύθερα. Να βυσσοδομούν πάνω στο κουφάρι της κοινωνίας η οποία, ειδικά εφόσον ολοκληρωθούν οι αλλαγές στην αγορά εργασίας και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, θα μοιάζει κυριολεκτικά με καμμένη γη. Αναμφίβολα, η πολιτική συντριβή στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών αποτέλεσε σημείο καμπής στις σχέσεις της κυβέρνησης με το κεφάλαιο και την αστική τάξη. Πρόκειται για μια εξέλιξη η οποία σε αυτό το επίπεδο λειτούργησε, τρόπον τινά, με τρόπο ανάλογο της προδοσίας του μεγαλειώδους «Όχι» στο δημοψήφισμα και της υπογραφής του τρίτου μνημονίου, το περασμένο καλοκαίρι, όσον αφορά στις σχέσεις με την κοινωνική και εκλογική της βάση.
Πρακτικά, μετά την ουσιαστική απόσυρση του αποκαλούμενου «νόμου Παππά» (παρά τη μη καρατόμηση του ίδιου του Παππά) και την υποχώρησή της μπροστά στα πυρά της ΝΔ του Μητσοτάκη, του Άδωνι, του Βορίδη και του Δένδια στην υπόθεση του ΕΣΡ, η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι δεν διαθέτει την αναγκαία δύναμη ώστε να προχωρήσει στην αναδιάταξη του πολιτικού και επιχειρηματικού σκηνικού. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κατόρθωσε να φέρει απέναντί της και τους «νέους» και τους «παλιούς». Τους μεν επειδή τους έταξε προνομιακή θέση στο οικοδόμημα και μεγαλύτερο μερίδιο στην κατανομή της πίτας, όμως στη συνέχεια αποδείχθηκε ανυπόληπτη, τους δυσαρέστησε και τους «άδειασε». Και τους δε επειδή έκανε το μοιραίο λάθος να τους πληγώσει χωρίς να τους «σκοτώσει», καθιστώντας τους έτσι πιο επικίνδυνους και επιθετικούς παρά ποτέ. Φυσικά, αυτή δεν είναι η μοναδική ήττα της. Απέναντι στην Εκκλησία, για παράδειγμα, είναι φανερό (και κατέστη πασιφανές μετά το «φάγωμα» του Φίλη, το οποίο είχε ουσιαστικά προαναγγελθεί από τον Ιερώνυμο!) πως έχει συνθηκολογήσει άνευ όρων απέναντι στις θέσεις και τις απαιτήσεις της Ιεραρχίας και του προκαθημένου της, ο οποίος έχει αποθρασυνθεί και από περιστερά έχει μετατραπεί σε ακροδεξιό γεράκι, ενδυόμενος τα άμφια που άφησε παρακαταθήκη ο προκάτοχός του Χριστόδουλος.
Στο προσφυγικό, επίσης, η εικόνα είναι αναλόγως θλιβερή και εξοργιστική, έστω κι αν ο Μουζάλας αναβαθμίζεται τυπικά με τον ανασχηματισμό. Σήμερα, ακόμη και οι δηλώσεις περί αλληλεγγύης και φιλοξενίας σε ανθρώπινες συνθήκες μοιάζουν ηχώ από ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Η κυβέρνηση έχει υποταχθεί πλήρως στην αντιδραστική λογική της ΕΕ και της συμφωνίας με την Τουρκία, οδηγώντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους σε κέντρα κράτησης όπου, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, επικρατούν απάνθρωπες συνθήκες.
Εκεί, όμως, που τα πράγματα μοιάζουν τραγικά είναι στη δήθεν διαπραγμάτευση με τα «κέντρα εξωτερικού», ήτοι με την τρόικα της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Πλέον, πρωθυπουργός και υπουργοί δεν δύνανται να πείσουν ούτε καν τον εαυτό τους ότι προβάλλουν οποιεσδήποτε αντιρρήσεις ή διεκδικήσεις και οι πάντες έχουν τη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι απλώς …καθαρογράφουν όσα τους υπαγορεύονται από την πλευρά των τοκογλύφων. Ακόμη και στην περίπτωση που συνεπάγονται την προετοιμασία ενός ακόμη, του τέταρτου κατά σειρά, μνημονίου, αποκλειστικά με το ΔΝΤ, το οποίο οι πληροφορίες επιμένουν ότι ήδη «μαγειρεύεται».
Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι Τσίπρας, Καμμένος και σία φροντίζουν να είναι τα καλύτερα παιδιά και οι πιο υπάκουοι μαθητές, μην λέγοντας ποτέ όχι, είναι υποχρεωμένοι κάθε τόσο να υποβάλλονται στο μαρτύριο της σταγόνας, με αποτέλεσμα να ξεφτιλίζονται ακόμη περισσότερο. Γίνονται μπαλάκι στην αντιπαράθεση των ισχυρών για το μοντέλο της οικονομικής πολιτικής που πρέπει να ακολουθηθεί, ενώ τους κοροϊδεύουν κατάμουτρα με την υπόθεση του χρέους, που μας το «πούλησαν» ως το μεγαλύτερο αντάλλαγμα για την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Παράλληλα, φοβούνται –μάλλον δικαίως– ότι οι απέναντι είναι σε θέση να τους ανατρέψουν οποτεδήποτε το αποφασίσουν, κραδαίνοντας από τη μία το «μαστίγιο» της χρεοκοπίας και της άτακτης εξόδου από την ευρωζώνη και από την άλλη το «καρότο» των δόσεων.
Όσο για το «κερασάκι στην τούρτα», δεν είναι άλλο από τα λεγόμενα «εθνικά θέματα», τα οποία μοιάζουν να έχουν ανοίξει σαν βεντάλια που απελεί ανά πάσα στιγμή να δώσει τη χαριστική βολή στην κυβέρνηση. Όπως έχουμε, άλλωστε, επισημάνει και σε προηγούμενο φύλλο του Πριν, το Αιγαίο και το Κυπριακό, η ονομασία της πΓΔΜ και η επιμονή των Τιράνων για τους «τσάμηδες» έχουν βρεθεί ταυτόχρονα στο προσκήνιο, δημιουργώντας ένα κλοιό ασφυκτικών πιέσεων, που περιορίζει περαιτέρω τα ήδη ελάχιστα περιθώρια κινήσεων και ελιγμών στο πλαίσιο των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Έτσι, ούτε η έλευση Ομπάμα τις παραμονές της επετείου του Πολυτεχνείου, ούτε και η επίσκεψη Λαβρόφ αυτή την εβδομάδα, μπορούν να δικαιολογήσουν έστω και μια νότα αισιοδοξίας — για την ακρίβεια, συμβαίνει μάλλον το εντελώς αντίθετο.
Σημαίνουν, άραγε, όλα αυτά ότι η κυβέρνηση πνέει τα λοίσθια; Ότι τα «κέντρα» την έχουν αποκηρύξει και προγράψει οριστικά και αμετάκλητα; Ότι ο Τσίπρας είναι αναγκασμένος να κάνει σύντομα το χατίρι του Μητσοτάκη και θα προκηρύξει εκλογές; Και είναι βέβαιο ότι σε μια τέτοια περίπτωση είναι χαμένη από χέρι και με μεγάλη διαφορά, όπως δείχνουν όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις, ακόμη και των φίλα προσκείμενων προς αυτήν ΜΜΕ; Ας ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι το σύστημα έχει ακόμη λαμβάνειν από μια κυβέρνηση η οποία έχει αποδείξει ότι τα καταφέρνει πολύ καλύτερα εκεί που οι προκάτοχοί της σταματούσαν. Έτσι, θα φροντίσει να πάρει από αυτήν και την τελευταία σταγόνα μνημονιακής προσφοράς, αδιαφορώντας για τις κραυγές που απαιτούν «δίωξη των κομμουνιστών» — όπως πολύ εύστοχα περιέγραψε ο Γιάννης Ιωάννου, με πρόσφατο σκίτσο του στην ΕφΣυν. Όσο για το δεύτερο, έχει να κάνει με την αντικακαπιταλιστική Αριστερά η οποία, αν και είναι οφείλει να παρακολουθεί με προσοχή τις εξελίξεις, τις αντιθέσεις και τις ρωγμές στο μπλοκ της αστικής εξουσίας, δεν μπορεί να παραμένει εγκλωβισμένη στα σενάρια που αφορούν το ποιος θα ρίξει ποιον και πότε. Αντιθέτως καλείται να εργαστεί άοκνα και πρωτοπόρα, ειδικά σε αυτή την περίοδο της σχεδόν καταθλιπτικής κοινωνικής άμπωτης, ώστε η (απολύτως αναγκαία) πτώση της κυβέρνησης να φέρει τη σφραγίδα «από τα κάτω και από τα αριστερά».
Ειδάλλως, η επόμενη μέρα ενδέχεται να είναι ακόμη χειρότερη, ενώ η μελαγχολία και οι αυταπάτες θα θεριέψουν μαζί. Ξανά.