του Δημήτρη Σταμούλη
Μπορεί θεσμοί και Ομπάμα να μιλούν για νέες …μεταρρυθμίσεις, ωστόσο η δραματική ανατροπή όλου του παλιού νομικού πλαισίου για την εργασία και τα εργατικά δικαιώματα έχουν οδηγήσει στη ραγδαία εσωτερική υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης στην Ελλάδα. Η προσπάθεια αύξησης της εκμετάλλευσης είναι ο πυρήνας της μνημονιακής επίθεσης του κεφαλαίου.
Στο «γύψο» ο εργατικός ταξικός συνδικαλισμός
ΛΟΚ ΑΟΥΤ ΚΑΙ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΩΝ
Η σπουδή των εκπροσώπων του διεθνούς κεφαλαίου να θέσουν με επιτακτικό τρόπο, πέρα από τις αντεργατικές προτάσεις τους στο εργασιακό μέτωπο, ζητήματα που αφορούν τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας του συνδικαλισμού στην Ελλάδα, σαφώς δείχνει το φόβο τους για τις πιθανές άμεσες αντιδράσεις του υπαρκτού συνδικαλιστικού κινήματος.
Αλλά, κυρίως, αντανακλά την προσπάθειά τους να καταστήσουν ασφυκτικό το περιβάλλον εκδήλωσης μεγάλων, ανεξάρτητων από κράτος και εργοδοσία κινημάτων και αγώνων, ναρκοθετώντας την εργατική δράση στους χώρους δουλειάς και πετώντας εκτός επιχειρήσεων τον ταξικό συνδικαλισμό.
Οι επιδιώξεις του κεφαλαίου, που έχει βρει τον κατάλληλο «συνομιλητή» στο πρόσωπο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στα εξής:
Πρώτον, προσπάθεια θέσπισης του λοκ άουτ και της δυνατότητας του εργοδότη να κόβει το μισθό όλων των εργαζόμενων και όχι μόνο των απεργών, όταν ο εργοδότης κηρύσσει λοκ άουτ ή ένα σωματείο κάνει κατάληψη. Είναι πολύ σημαντικό ότι η ΕΕ και το ΔΝΤ προτάσσει ένα τέτοιο μέτρο. Προβλέπουν τις μελλοντικές εκρήξεις και παίρνουν από τώρα τα μέτρα τους. Το μέτρο αυτό έχει πολλαπλές επιπτώσεις. Επιδιώκει να ακυρώσει την αποτελεσματικότητα της απεργιακής κινητοποίησης, ασκεί επιθετική εργοδοτική πολιτική και δημιουργεί κινδύνους σοβαρών συγκρούσεων μέσα στα σωματεία και το κίνημα από τα τμήματα των εργαζομένων που δεν συμμετέχουν στους αγώνες.
Δεύτερον, χτύπημα και περιορισμό της συνδικαλιστικής προστασίας. Αυτό επικοινωνιακά εμφανίζεται ως χτύπημα των «προνομίων» και του πακτωλού χρημάτων (από τους εργάτες βέβαια, όχι το κράτος) προς συνομοσπονδίες και ομοσπονδίες. Ωστόσο, στην ουσία επιδιώκουν να ακυρώσουν τη δυνατότητα του συνδικάτου, του σωματείου και των εκπροσώπων του να ασκούν επιθετική εργατική πολιτική απέναντι στον εργοδότη! Εάν αρχίσουν οι απολύσεις ακόμα και στους συνδικαλιστές (φαινόμενα που ήδη τα ζούμε, με μηνύσεις για «συκοφαντική δυσφήμιση εργοδοτών και εταιρειών, αλλά και απολύσεις κατά εκλεγμένων συνδικαλιστών) τότε η ελεύθερη συνδικαλιστική δράση θα πάψει με δραματικό τρόπο να υφίσταται στους χώρους εργασίας που τουλάχιστον έχει κατακτηθεί.
Τρίτον, φακέλωμα και εξανδραποδισμός συνδικάτων και σωματείων. Αυτό μπορεί να προωθηθεί μέσω του λεγόμενου μητρώου συνδικαλιστικών οργανώσεων στο υπουργείο Εργασίας. Οποιαδήποτε μορφή οργάνωσης των εργαζομένων θα αμφισβητεί τα όρια του νομικού πλαισίου για τη λειτουργία των συνδικάτων και των σωματείων, που εκφράζει ο σημερινός συσχετισμός δύναμης, θα είναι παράνομη!
Ειδικά στο θέμα των συνδικαλιστικών ελευθεριών, αποκαλυπτική είναι η παρέμβαση του προέδρου του ΣΕΒ σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, που δήλωσε ότι «οι ρυθμίσεις σχετικά με τις απεργίες και ο συνδικαλιστικός νόμος πάσχουν σε άλλα σημεία, που πρέπει να προταχθούν ως προτεραιότητες στην επικείμενη διαπραγμάτευση». Ποια είναι αυτά κατά τον κ. Φέσσα; «Η υπερβολική προστασία των συνδικαλιστών, οι συνδικαλιστικές άδειες και η καταβολή της αμοιβής τους από τον εργοδότη», ενώ θέτει και θέμα …αντιπροσωπευτικότητας των σωματείων, τη στιγμή που όλοι οι εργοδότες κυνηγούν αλύπητα τον ελεύθερο συνδικαλισμό και διώκουν όσους εργαζόμενους μάχονται για τα δικαιώματά τους.
Η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας οδήγησε σε εκτίναξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας και της ελαστικής εργασίας στις νέες προσλήψεις
Μπορεί να είναι σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις κυβέρνησης και δανειστών για το περιβόητο εργασιακό και διάφορα σενάρια να δίνουν και να παίρνουν, ωστόσο η πυξίδα των μέτρων είναι σταθερά προσανατολισμένη, όπως όλα τα τελευταία χρόνια, στο στόχο της: στα εργατικά δικαιώματα, στο ύψος των μισθών, στην ποιότητα της εργασίας, με απώτερο σκοπό την πιο ακραία εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και τη μέγιστη απόσπαση πλούτου από τον κόσμο της δουλειάς. Στα μέτρα που τελικά θα αποφασιστούν υπάρχει παρελθόν και συνέχεια, την οποία ωστόσο καλείται να σπάσει και να ανατρέψει το εργατικό κίνημα. Ας δούμε λοιπόν πού έχουμε φτάσει σήμερα.
Οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα κατά τη διάρκεια των «πέτρινων χρόνων» των μνημονίων έχουν υποστεί κυριολεκτικά καθίζηση. Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση της ΓΣΕΕ για την οικονομία (Μάιος 2016) οι ονομαστικές αποδοχές στον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν κατά 2,9% το 2010,1,7% το 2011, 9,3% το 2012, 8% το 2013 και 1,4% (εκτίμηση) το 2014. Οι μέσες ακαθάριστες ονομαστικές αποδοχές στον επιχειρηματικό τομέα (ο οποίος περιλαμβάνει τις ιδιωτικές και τις δημόσιες επιχειρήσεις, καθώς και τις τράπεζες), μειώθηκαν κατά 2,2% το 2014, στον ιδιωτικό τομέα τη οικονομίας. Το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ έχει αυξηθεί σημαντικά, καθώς πλέον ανέρχεται σε 36,5% το 2015 (από 13,1% το 2009), ενώ μειώνεται κατά 2 περίπου ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ (25% το 2015, από 27,3% το 2009). Παράλληλα, έχει μειωθεί δραστικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 900-1300 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε μόλις 16,9% το 2015 από 37,9% το 2009).
Σε ότι αφορά την εξέλιξη των αποδοχών στο Δημόσιο τομέα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η μείωση των μέσων ακαθάριστων ονομαστικών αποδοχών, με βάση τη μέση μισθολογική δαπάνη, υπολογίζεται σε 7,7% το 2010, 0,5% το 2011, 3,8% το 2012, 1,2% το 2013 και 0,8% το 2014 και εκτιμάται οριακή αύξηση της τάξης του 0,5% για το 2015, πριν βέβαια από τη φορολογική επιβάρυνση, που έρχεται να μειώσει ακόμα παραπέρα τις αποδοχές των εργαζομένων.
Ανάμεσα στο 2009 και το 2015 (β’ τρίμηνο), στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται πλέον σε 35,8% το 2015 (από 18,9% το 2009), ενώ παραμένει σταθερό ανάμεσα στα δύο έτη το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 1.000-1.100 ευρώ (13%). Αντίθετα, έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 1.100-1.600 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 34% το 2015 (από 46,5% το 2009).
Σε ότι αφορά τις γενικότερες μισθολογικές εξελίξεις στην Ελλάδα μετά το 2010, προκύπτει ότι κατά την πενταετία 2010-2014 οι μέσες ονομαστικές αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκαν σωρευτικά κατά 19,3% (-29,1% στις ΔΕΚΟ, -23,5% στις τράπεζες, -21,5% στον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα και -12,7% με βάση τη μέση μισθολογική δαπάνη στο Δημόσιο).
Όσον αφορά τον κατώτατο μισθό στη χώρα μας βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Δεν είναι τυχαίο ότι, με βάση το δείκτη σοβαρής υλικής αποστέρησης, το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις σε βασικά είδη αυξάνει από 11,2% του συνολικού πληθυσμού το 2008 σε 22,2% το 2015. Με άλλα λόγια, έχουμε διπλασιασμό της απόλυτης φτώχειας στην Ελλάδα με τα μνημόνια.
Ο μέσος κατώτατος μηνιαίος μισθός σε ευρώ το 2016, ανέρχεται πλέον σε 684 ευρώ σε 12μηνη βάση, χαμηλότερος ακόμα και ον αντίστοιχο της Σλοβενίας (791 ευρώ) και της Μάλτας (728 ευρώ), ενώ προσεγγίζει της Πορτογαλίας (618 ευρώ). Στις πιο ανεπτυγμένες χώρες-μέλη της ΕΕ, με κατώτατο μισθό, υπερβαίνει τα 1.467 ευρώ.
Μπορεί λοιπόν ο μισθός στην Ελλάδα να βρίσκεται ήδη στα τάρταρα, αλλά η κυβέρνηση συζητά το θέμα του υποκατώτατου μισθού, όταν σήμερα οι νέοι κάτω των 25 ετών λαμβάνουν 511 ευρώ μεικτά. Πώς στέκεται απέναντι στις αξιώσεις δανειστών και κεφαλαίου; Εγείρει …ζήτημα νομιμότητας, ότι δηλαδή πρόκειται για διάκριση βάσει ηλικίας που αντίκειται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει συμφωνία όλων ώστε να καθιερωθεί ένα νέος υποκατώτατος μισθός όχι με βάση την ηλικία, αλλά την εμπειρία. Εάν λάβει κανείς όμως υπόψη την τεράστια ανεργία στις ηλικίες 15- 24 ετών (46,5%) και 25- 34 ετών (30,2%), αυτό σημαίνει ότι οι χωρίς εμπειρία εργαζόμενοι θα είναι πολύ περισσότεροι από ότι οι κάτω των 25 ετών! Δηλαδή πιο πολλοί φθηνοί εργαζόμενοι με μισθό ίσο με το 90% του κατώτατου μισθού για τον 1ο χρόνο εργασιακής εμπειρίας (527 ευρώ μικτά) και με το 95% του κατώτατου μισθού για τον 2ο χρόνο εργασιακής εμπειρίας (556 ευρώ μικτά).
Κομβικό ρόλο στην τρομακτική αυτή κλοπή πλούτου από τον κόσμο της εργασίας, διαδραμάτισε η κατάργηση στην πράξη των συλλογικών συμβάσεων. Μπορεί τόσοι οι (θ)εσμοί του κεφαλαίου όσο και ο Ομπάμα προσφάτως να αναφέρθηκαν στην ανάγκη νέων …μεταρρυθμίσεων, ωστόσο η δραματική ανατροπή όλου του παλιού νομικού πλαισίου για την εργασία και τα εργατικά δικαιώματα έχουν οδηγήσει στη ραγδαία εσωτερική υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης στην Ελλάδα.
Απλώς να θυμίσουμε τις κυριότερες από αυτές τις αλλαγές: Αναστολή της διαδικασίας επέκτασης της ισχύος των κλαδικών και των ομοιοεπαγγελματικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ) για όσο χρόνο διαρκεί το «πρόγραμμα προσαρμογής», αναστολή της αρχής της εύνοιας και υπερίσχυση της επιχειρησιακής ΣΣΕ σε περίπτωση συρροής με κλαδική, δυνατότητα σύναψης επιχειρησιακής ΣΣΕ από νέα συλλογικά μορφώματα εκπροσώπησης των εργαζομένων εκτός συνδικάτων («ενώσεις προσώπων»), δυνατότητα σύναψης επιχειρησιακής ΣΣΕ και από επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερα από 50 άτομα, παρέμβαση στην καθολικότητα της δέσμευσης της Εθνικής Σύμβασης (ΕΓΣΣΕ) κ.α.
Ποια είναι όμως σήμερα η εικόνα με τις συλλογικές συμβάσεις; Με βάση τα επίσημα στοιχεία, για το 2016 οι επιχειρησιακές συμβάσεις είναι 163 μέσα στο πρώτο 5μηνο, ενώ οι ελάχιστες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές είναι μόνο 6 και 3. Αντίστοιχα το 2015 οι επιχειρησιακές ΣΣΕ επικρατούν σχεδόν καθολικά, αντιπροσωπεύοντας το 94% του συνόλου των συλλογικών συμβάσεων. Από τις 282 συνολικά ΣΣΕ, οι 263 είναι επιχειρησιακές, μόνο οι 12 είναι εθνικές, κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές, ενώ 7 είναι τοπικές ομοιοεπαγγελματικές. Η εξέλιξη αυτή είναι συνέχεια της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, κυρίως την περίοδο 2012-2015, στην οποία οι επιχειρησιακές ΣΣΕ υπερβαίνουν το 90% (2012: 97,11%, 2013: 96,69%, 2014: 93,77%). Σε απόλυτους αριθμούς, οι επιχειρησιακές ΣΣΕ από 227 το 2010 αυξάνονται κατακόρυφα σε 976 το 2012, ενώ στη συνέχεια μειώνονται σε 409 το 2013, σε 286 το 2014 και 263 το 2015, με τις κλαδικές-ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ να μειώνονται από 65 το 2010 σε μόλις 12 το 2015.
Αυτό επιτεύχθηκε «έντεχνα»! Η μείωση που παρατηρείται στον αριθμό των επιχειρησιακών ΣΣΕ μετά το 2012 προφανώς συνδέεται με τη νέα δομή των εργασιακών σχέσεων, και κυρίως με τη νομοθετική παρέμβαση στην καθολικότητα της δέσμευσης της ΕΓΣΣΕ και την ταυτόχρονη καθιέρωση του νομοθετικά οριζόμενου ελάχιστου μισθού στα 586 ευρώ (510 ευρώ για τους νέους εργαζομένους κάτω των 25 ετών). Με τον τρόπο αυτό υποχωρεί η αναγκαιότητα σύναψης επιχειρησιακών ΣΣΕ, εφόσον η μοναδική υποχρέωση του εργοδότη πλέον είναι η αμοιβή των εργαζομένων βάσει του εθνικού κατώτατου μισθού. Αυτό το γεγονός αποδεικνύει και τον ταξικά στρατευμένο ρόλο των ΓΣΕΕ και Σία που προσυπέγραψαν αυτό το άθλιο καθεστώς.
Στρατηγικής σημασίας ζήτημα για τη χειροτέρευση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης στην Ελλάδα είναι πλέον η ελαστική εργασία. Η κατάργηση των ΣΣΕ οδήγησε σε εκτίναξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας (πλήρης, μερική και εκ περιτροπής εργασία), των νέων προσλήψεων για τα έτη 2009-2015 και την ποσοστιαία αναλογία της κάθε μορφής εργασίας στο σύνολο των νέων προσλήψεων. Ο αριθμός των προσλήψεων μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας, δηλαδή οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, αυξάνεται διαχρονικά με αντίστοιχη υποχώρηση των προσλήψεων πλήρους απασχόλησης. Η ποσοστιαία αναλογία τους στο σύνολο των προσλήψεων μεταξύ 2009 και 2015 υπερδιπλασιάζεται. Το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, ενώ το 2015 αντιστοιχούν στο 55%. Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο 2009-2015 οι προσλήψεις με μερική απασχόληση αυξήθηκαν κατά 329% και με εκ περιτροπής εργασία κατά 707%. Την περίοδο 2014-2015 οι νέες προσλήψεις με μερική απασχόληση είναι αυξημένες κατά 19,6% και με εκ περιτροπής εργασία κατά 45,6%.
Ακόμα πιο πρόσφατα, τα στοιχεία είναι καταλυτικά. Τον Οκτώβριο του 2016 υπήρξαν 71.238 προσλήψεις πλήρους απασχόλησης, δηλαδή μόλις το 38,82% και 86.515 μερικής και άλλες 28.142 εκ περιτροπής. Κατά τον Οκτώβριο δηλαδή η ελαστική εργασία ξεπέρασε το 61% στις νέες θέσεις εργασίας.
Στο δεκάμηνο του έτους, οι θέσεις ελαστικής εργασίας προσεγγίζουν το 1 εκατομμύριο (992.000 ή 54,22%) έναντι 838.000 πλήρους απασχόλησης (45,78%).
Εντατικοποίηση και αύξηση εργάσιμου χρόνου
ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΑΣΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, Η ΕΝΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ
Στην Ελλάδα των τριών μνημονίων δεν έχουμε μόνο τεράστια ανεργία, 6 στους 10 νέους εργαζόμενους με ελαστικές συμβάσεις εργασίας, και πενιχρούς μισθούς. Η σημαντική αύξηση της μερικής απασχόλησης, της υποαπασχόλησης και της επισφαλούς εργασίας υποκρύπτει στην πραγματικότητα μια ακόμα μεγαλύτερη άνοδο του ποσοστού ανεργίας από αυτό το οποίο καταγράφεται επίσημα. Εάν κάνουμε την υπόθεση εργασίας ότι οι μερικώς απασχολούμενοι δουλεύουν κατά μέσο όρο τις μισές ώρες από ότι οι πλήρως απασχολούμενοι, συνεπώς σε κάθε δύο θέσεις μερικής απασχόλησης αντιστοιχεί μία θέση πλήρους απασχόλησης, τότε ο αριθμός των ανέργων θα αυξανόταν κατά 167 χιλιάδες και το ποσοστό ανεργίας κατά το γ΄ τρίμηνο του 2015 θα ήταν 27,5% αντί για 24%.
Αλλά δίδυμος αδελφός της υψηλής ανεργίας είναι και η αύξηση του χρόνου εργασίας για τους λιγότερους εργαζόμενους, καθώς στη συντριπτική τους πλειονότητα εργάζονται πέραν του κανονικού τους ωραρίου στο σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, ενώ κατά το γ΄ τρίμηνο του 2008 το 81% των εργαζομένων εργάστηκε το κανονικό του ωράριο, το ποσοστό αυτό πέφτει στο 0% το γ΄ τρίμηνο του 2015. Αντίστοιχα, ενώ το 2008 το 2% των εργαζομένων εργαζόταν περισσότερο από το κανονικό του ωράριο, το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 85% το 2015. Καταγράφεται λοιπόν μια εκρηκτική αύξηση του εργάσιμου χρόνου, φαινόμενο που σχετίζεται άμεσα με τη χειροτέρευση των όρων εργασίας.
Εκτός όμως από την αύξηση του εργάσιμου χρόνου, παρατηρείται και βάθεμα της εντατικοποίησης της εργασίας. Σύμφωνα με την Γιούροστατ, το ποσοστό των εργαζομένων που εργάζεται σε βάρδιες αυξήθηκε από 19,1% το 2008 σε 25,7% το 2014. Αντίστοιχα, το ποσοστό των εργαζομένων που συνήθως εργάζεται τα Σάββατα ανήλθε από 24,6% το 2008 σε 31,2% το 2014, ενώ για τις Κυριακές παρατηρείται μεταβολή από 5,8% το 2008 σε 12,7% το 2014, με την γενίκευση των εργάσιμων Κυριακών. Τέλος, το ποσοστό των εργαζομένων που εργάζεται τις νυχτερινές ώρες διπλασιάστηκε, από 3,7% το 2008 σε 6,3% το 2014.
Αλλά και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) καταγράφει την εργασιακή ένταση (συνδυασμός των απαιτήσεων από την πλευρά των εργοδοτών προς τους εργαζομένους και των πόρων που παρέχονται για την εκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων) στην Ελλάδα κατατάσσοντάς την πρώτη ανάμεσα στις χώρες-μέλη της ΕΕ.
ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ
Κυβέρνηση …προαγωγός της εκ περιτροπής εργασίας
Η κυβέρνηση ουσιαστικά έχει προσχωρήσει στις θέσεις των δανειστών για άρση και του τελευταίου εμποδίου όσον αφορά το καθεστώς των ομαδικών απολύσεων. Το θέμα αυτό προτάσσεται από τους δανειστές για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, επειδή προτάσσουν το συλλογικό ταξικό συμφέρον του κεφαλαίου για άμεσες και χωρίς κόστος λύσεις όπου υπάρχει «πλεονάζον» προσωπικό και δεύτερον, γιατί στις επικείμενες ιδιωτικοποιήσεις και αποκρατικοποιήσεις οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως όλα δείχνουν, θα επιδιωχθεί να ξεσκαρταριστεί προσωπικό στη λογική της περιστολής του λειτουργικού κόστους.
Το φύλλο συκής από την πλευρά της κυβέρνησης ήταν ουσιαστικά το «υπουργικό βέτο» αλλά στην πράξη πολλές ομαδικές απολύσεις έχουν πραγματοποιηθεί μέσω των ξαφνικών θανάτων-λουκέτων εταιρειών, άρθρων 99 κ.α. κι αυτό το μαρτυρούν οι μεγάλες επιχειρήσεις ή εργοστάσια που έκλεισαν όπως Ηλεκτρονική, Πέπσικο και Κόκα Κόλα, Παπασωτηρίου και Ελευθερουδάκης, Κατσέλης, Τζετ Όιλ κ.λπ.
Η κυβέρνηση υποτίθεται ότι «μάχεται» με τους θεσμούς για να μην καθιερωθεί το 10% στις μεγάλες επιχειρήσεις. Κυρίως, όμως, με τον Κατρούγκαλο ανέμενε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που θα καταδίκαζε την ύπαρξη του υπουργικού βέτο (με αφορμή την υπόθεση των Τσιμέντων Χαλκίδος). Επειδή όμως αυτή η απόφαση αργεί να βγει (προφανώς μετά τις 5/12) η νέα υπουργός Αχτσιόγλου …μαλακώνει τη «σκληρή» γραμμή Κατρούγκαλου και ζητά απλώς να υπάρχει ένα στάδιο …«προέγκρισης των αιτημάτων ομαδικών απολύσεων», ώστε δήθεν «να μην εγκαταλείπονται στην τύχη τους οι εργαζόμενοι, αλλά να έχουν έστω και ένα υποτυπώδες πλέγμα προστασίας, όπως καταβολή δεδουλευμένων, το δικαίωμα αποζημίωσης ή ακόμη και της προτίμησής τους σε επαναπρόσληψη»!!
Στο τραπέζι έχει πέσει από την κυβέρνηση η αντιπρόταση για γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, αντί των απολύσεων, με θέσπιση της εκ περιτροπής ή μερικής απασχόλησης, προκειμένου «να σωθεί η επιχείρηση» και οι θέσεις εργασίας.
Κατά του υπουργικού βέτο έχουν ταχθεί και οι ΣΕΒ-ΕΣΕΕ δείχνοντας τα δόντια του εγχώριου κεφαλαίου και πιέζοντας κι αυτοί μαζί με ΕΕ-ΔΝΤ κατά του δικαιώματος στη δουλειά. Στην Ελλάδα να θυμίσουμε ότι είναι ελεύθερες οι απολύσεις σε επιχειρήσεις με λιγότερα από 20 άτομα, και δεν ελέγχονται οι απολύσεις μέχρι 6 εργαζομένων το μήνα για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν 20 έως 150 άτομα και 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζόμενοι για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από 150.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι όλο και περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις αξιοποιούν τη μνημονιακή διάταξη όπου για υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει 10 έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη και άνω, το χρονικό διάστημα προειδοποίησης ανέρχεται στους τέσσερις μήνες πριν την απόλυση και οι εργοδοτικοί φορείς απαιτούν να περιοριστεί κι άλλο.