Τα κυρίαρχα μεταπολεμικά χαρακτηριστικά του ΚΚΕ αφορούν την κοινωνική και πολιτική συνεργασία με μη ευνοημένα, θιγόμενα τμήματα των αστικών τάξεων ενάντια στον «κύριο εχθρό», την ηγεμονική πυραμίδα των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Οδηγείται στην πλήρη αποδέσμευση της τακτικής από το στρατηγικό στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού και στην ηγεμόνευση, τελικά, από την αστική πολιτική την οποία μάταια επιχειρεί να περιορίσει.
του Αλέκου Αναγνωστάκη
Ο Χαρίλαος Φλωράκης (20 Ιουλίου 1914-22 Μαΐου 2005) από γραμματέας του πανίσχυρου συνδικάτου των ΤΤΤ (Ταχυδρομείων, Τηλεγραφίας, Τηλεφωνίας) την περίοδο της κατοχής και μέλος του ΚΚΕ από το 1941, βρίσκεται, το Δεκέμβρη του 1972, Α΄ Γραμματέας της Κ.Ε. του Κόμματος, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1989, δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια. Στις 11 Ιουλίου του 1989 εκλέχτηκε πρόεδρος και στις 21 Δεκεμβρίου του 1991 εξελέγη ομόφωνα επίτιμος πρόεδρος του ΚΚΕ. Παίρνει μέρος στην οργάνωση και καθοδήγηση της μεγάλης απεργίας των «Τριατατικών» τον Απρίλη του 1942, από τις πρώτες απεργίες στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Προσχωρεί στο ΕΑΜ μία ακριβώς μέρα μετά την ίδρυσή του. Πολεμά τους κατακτητές από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, με το ψευδώνυμο Καπετάν Γιώτης και φθάνει στο βαθμό του ταγματάρχη. Μετά το τέλος του πόλεμου συμμετείχε στα Δεκεμβριανά του 1944 και στον Εμφύλιο από τις τάξεις του ΔΣΕ, διατελώντας διοικητής της 1ης Μεραρχίας του. Έφτασε δε στο βαθμό του υποστράτηγου. Μετά την ήττα του ΔΣΕ πέρασε τα σύνορα καταφεύγοντας στην ΕΣΣΔ. Σπουδάζει και αποφοιτά αριστούχος από την Ακαδημία Πολέμου Φρούνζε της Μόσχας. Από το 1949 εκλέγεται μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Από τις εκλογές του 1974, με νόμιμο πλέον το ΚΚΕ, και ως το 1990 εκλέγεται βουλευτής. Σε όλη τη διαδρομή του ο Χ Φλωράκης ομνύει στο «μαρξισμό λενινισμό» όπως ο ίδιος και τα κλασσικά κομμουνιστικά κόμματα τον κατανοούν. Ταυτόχρονα όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ίδρυση του Συνασπισμού της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας το 1989, στη βάση ενός διαχειριστικού προγράμματος αλά ΣΥΡΙΖΑ 2010-2012 και σε συμμαχία κυρίως του ΚΚΕ και της ΕΑΡ (μετεξέλιξη του ΚΚΕ Εσωτερικού), αλλά και άλλων μικρότερων κομμάτων του κεντροαριστερού χώρου.
Ομνύει στον Λένιν αλλά ταυτόχρονα δεν δυσκολεύεται να έχει ως στελεχική πολιτική την ανάδειξη όλων των μετέπειτα χαρακτηριζόμενων από την ηγεσία του ΚΚΕ ως ρεφορμιστών που στελεχώνουν είτε το ΣΥΡΙΖΑ (Δραγασάκης κ.α.), είτε το ΠΑΣΟΚ ( Ανδρουλάκης κ.λπ.) είτε ακόμα και τη ΝΔ (Θεοδωρικάκος κ.α.). Το 1991 αποφασίστηκε η μετεξέλιξή του ΣΥΝ σε ενιαίο κόμμα και η διάλυση των μέχρι τότε κομμάτων που τον αποτελούσαν, άρα και του ΚΚΕ. Η νεοσυσταθείσα Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ απέρριψε τότε (στο 13ο Συνέδριο) την απόφαση αυτή με διαφορά μόλις δύο ψήφων και «το κόμμα» αποχωρεί από τον ενιαίο Συνασπισμό. Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο το ΚΚΕ, κουβαλώντας την αίγλη της Οκτωβριανής επανάστασης αλλά και τα όρια του ανολοκλήρωτου και της πρώιμης ήττας της, την αίγλη αλλά και τα όρια του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού, ήταν (και είναι) αναγκασμένο να επαγγέλλεται μια πολιτική αναπροσαρμοζόμενης ρήξης. Που εμπεριέχει και τη θεωρία του αδύνατου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα για την Ελλάδα, αλλά και το στόχο της πραγματικής Αλλαγής ή ακόμα και της απλής Δημοκρατικής Στροφής. Και το όχι στον κυβερνητισμό αλλά και το ναι σε ένα ανομολόγητο διαχειριστικό κυβερνητισμό που εκδηλώνεται κατά καιρούς: συμμετοχή στη κυβέρνηση Παπανδρέου και την παράδοση του ΕΛΑΣ στους Άγγλους το 1945, στήριξη, κατ’ εντολή των Σοβιετικών, της κυβέρνησης του Παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ το 1981, συμμετοχή σε κυβερνήσεις με ΚΚΕ-ΣΥΝ-ΝΔ ή ΚΚΕ-ΣΥΝ-ΝΔ-ΠΑΣΟΚ το 89-91. Κάθε τέτοιος κυβερνητικός σταθμός στοίχισε στην Αριστερά και στο κίνημα, «προπονούσε» και προετοίμαζε το λαό για εύκολες κυβερνητικές λύσεις, όπως η πρόσφατη ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Εκτός της δραστικής μείωσης της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ (4,54% ή 313.00 ψήφοι το ‘93, το χαμηλότερο ποσοστό στη μεταπολίτευση) συνέτεινε, μαζί με την κατάρρευση των χωρών της Ανατολής, στη μεγάλη οπισθοχώρηση του εργατικού κινήματος. Η πολιτική του ΚΚΕ περιέχει και τη ρήξη και την άρνηση της, το σεχταρισμό και τον οπορτουνισμό σε μια ατέλειωτη παλινωδία. Μέσα από την ιστορική διαμόρφωση του, το ΚΚΕ σφυρηλατεί μεταπολεμικά τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του: Την κοινωνική και πολιτική συνεργασία, στο όνομα του αναγκαίου αντιμονοπωλιακού αγώνα, με μη ευνοημένα, θιγόμενα τμήματα των αστικών τάξεων ενάντια στον «κύριο εχθρό», την ηγεμονική πυραμίδα των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Η πολιτική του αυτή το οδηγεί στην πλήρη αποδέσμευση της τακτικής από το στρατηγικό στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού που διακήρυσσε και στην ηγεμόνευση τελικά από την αστική πολιτική την οποία μάταια επιχειρεί να περιορίσει. Η «γραμμή» αυτή του επιτρέπει να συμπεριφέρεται πότε σαν κόμμα ανάδελφο και πότε σαν κόμμα που αναζητά συμμαχίες με κόμματα και προσωπικότητες αστικής αναφοράς ή και με ρετάλια της αστικής πολιτικής, χαράζοντας πάντα γραμμές περιχαράκωσης προς τα αριστερά του. Αυτή την αντιφατική και χωρίς ιστορική προοπτική πολιτική υπηρετεί μεταπολιτευτικά ο Χ. Φλωράκης. Έτσι μπορεί να ερμηνευθεί το λυσσώδες μέτωπο «ενάντια στο οπορτουνιστικό ΚΚΕ Εσ. και την ηγεσία του» το 1968-74 και την ταυτόχρονη εκλογική συμμαχία τους το 1974, το ασίγαστο μέτωπο ενάντια στον οπορτουνισμό και τη στρατηγικής, στην ουσία, σημασίας συμφωνία το 1989 με τους ανομολόγητους ευρωκομμουνιστές.
Ως το σημείο που απειλήθηκε η ύπαρξη του κόμματος-αυτοσκοπού. Τότε και μόνο τότε αντιδρά στο όνομα πάλι του μαρξισμού λενινισμού. Αλλά και όσοι σήμερα επιχειρούμε μια στρατηγική επανίδρυση του κομμουνιστικού κινήματος, αυτής της συγκλονιστικής και αντιφατικής πορείας της Αριστεράς του περασμένου αιώνα, της επαναστατικής επαγγελίας, του αντάρτικου, του καθημερινού αγώνα αλλά και της συμμετοχής σε αστικές συγκυβερνήσεις είμαστε γεννήματα: Ως η θετική, όμως, για το εργατικό κίνημα άρνηση και υπέρβαση της. Η προηγούμενη εποχή έκλεισε οριστικά. Το εργατικό κίνημα του 21ού αιώνα από «σοφός» γέροντας μπορεί να μεταμορφωθεί σε απρόβλεπτο έφηβο. Τίποτε παραπάνω. Αλλά και τίποτε δεν μπορεί να είναι περισσότερο απ’, αυτό.