του Χρήστου Λάσκου
Από την ελπίδα στο φιάσκο κι από εκεί στον εφιάλτη. Νομίζω πως, αν θέλαμε να περιγράψουμε το τι συνέβη τα δύο τελευταία χρόνια στη χώρα μας, οι λίγες λέξεις της αρχής είναι απολύτως επαρκείς. Ο βίος και η πολιτεία της κυβέρνησης Τσίπρα, με κεντρικό σημείο την εξωφρενική και πραξικοπηματική συνθηκολόγηση του περσινού Ιουλίου, αποτελεί, αν όχι πρωτοφανή, πάντως σπάνια περίπτωση προσχώρησης στην «άλλη πλευρά» σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς καμιά ουσιαστική προσπάθεια αντίδρασης στον εκβιασμό και την ασφυξία.
Στον διαρκή απολογισμό που γίνεται έκτοτε υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός κριτικών, τόσο μεταξύ των αποχωρησάντων από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και αυτών που ανήκουν στην ευρύτερη ριζοσπαστική Αριστερά, που υποστηρίζουν πως η πορεία ήταν λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη. Για κάποιους, μάλιστα, η καταστροφή ήταν εγγεγραμμένη στον ίδιο τον γενετικό κώδικα του συγκεκριμένου πολιτικού εγχειρήματος. Η γκάμα αυτών των τοποθετήσεων εκτείνεται από το «ο Τσίπρας τα είχε πουλήσει από πολύ νωρίς» και το «τι να περιμένεις από ρεφορμιστές» μέχρι το «χωρίς καθαρή θέση για έξοδο από το ευρώ και ΕΕ όλα ήταν εξαρχής ναρκοθετημένα».
Διαφωνώ κάθετα, όπως θα έλεγαν και οι σωστοί πασόκοι, με αυτήν την προσέγγιση. Όχι μόνο δεν πιστεύω πως η καταστροφή ήταν αναπόφευκτη αλλά, ακριβώς αντίθετα, θεωρώ πως το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με όσα διαμείφθηκαν στο πολιτικό και το κινηματικό πεδίο, με πρωταγωνιστές μεγάλες πληβειακές και λαϊκές μάζες, στα χρόνια της μεγάλης κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, αποτέλεσε μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για μια εντελώς διαφορετική πορεία της χειραφετητικής υπόθεσης στην Ελλάδα –ίσως και στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε ως η ελπιδοφόρα, για τις ελληνικές κατώτερες τάξεις, εναλλακτική, γιατί επί χρόνια προσπάθησε να «είναι παντού» όπου δίνονταν αγώνες, γιατί πολλές φορές επέλεξε αντιδημοφιλή πράγματα και δεν δημαγώγησε ούτε υποχώρησε μπροστά στην επίθεση των αντιπάλων του. Και είναι γι’ αυτό, κυρίως, που η σημερινή κυβέρνηση και το υπόλοιπο κόμματος, που τη στηρίζει, είναι ιστορικά υπόλογη. Ας δούμε μερικά βασικά ερωτήματα και τις πιθανές απαντήσεις τους.
Υπήρχε συγκροτημένο σχέδιο για την σκληρή διαπραγμάτευση; Ό,τι υπήρχε συλλογικά επεξεργασμένο ποτέ δεν επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί. Οι αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που αντιλαμβάνονταν τη διαπραγμάτευση ως «μεγάλη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση» παραμερίστηκαν στο όνομα της ενορχήστρωσης των νταουλιών, προκειμένου η Μέρκελ να συνθηκολογήσει μέρα μεσημέρι.
Μπορεί να υπάρξει τέτοιο σχέδιο εντός των ασφυκτικών κανόνων της ευρωζώνης; Το ερώτημα είναι, νομίζω, αν μπορεί να υπάρξει τέτοιο σχέδιο γενικώς. Εντός ή εκτός. Η απάντηση του παλιού ΣΥΡΙΖΑ ήταν πως ναι, μπορεί να εφαρμοστεί ένα σχέδιο αντι-λιτότητας και αντίστροφης αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου σε βάρος των αφεντικών, μεγάλων και μικρών. Με μερικές θεμελιώδεις προϋποθέσεις, τις οποίες όλοι ρητά συνομολογούσαν. Όπως την ανάγκη εμπλοκής μεγάλου αριθμού ανθρώπων στην προσπάθεια παραγωγικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Την ακύρωση της «ανάθεσης». Τη συνειδητή και αδιάλλακτη άρνηση του κυβερνητισμού και του κρατισμού. Την απόφαση, όπως γράφαμε μαζί με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο –και οι πάντες συμφωνούσαν– πως δεν θα αποτελέσει η απειλή «εξόδου» λόγο υπαναχώρησης, στο μέτρο που η συνέχιση της μνημονιακής λαίλαπας από ένα σημείο κι έπειτα, ακόμη και με κλασσικές μεθόδους κόστους ωφέλειας, θα αποδεικνύονταν περισσότερο επιζήμια από την εγκατάλειψη της ευρωζώνης.
Ο συμβιβασμός για ένα νέο μνημόνιο ήταν «μονόδρομος»; Όχι. Πολύ περισσότερο –κι εδώ αναφύονται και θέματα ηθικής τάξης– που όλη η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ επί πέντε χρόνια κατεξοχήν βασίστηκε στην αποδόμηση των καθεστωτικών ιδεών περί «μονοδρόμου». Τις οποίες, όταν επικαλούνταν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, καταγγέλονταν ως μερκελιστές ή κοινωνικοί εγκληματίες.
Ποια ήταν τότε η εναλλακτική; Η ερώτηση έχει νόημα όχι για τη 12η Ιουλίου, στο μέτρο που το καταληκτικό αδιέξοδο της διαπραγμάτευσης σε μεγάλο βαθμό καθορίστηκε από όσα έγιναν – και, κυρίως, όσα δεν έγιναν έως τότε. Θυμίζω μερικά από τα σίγουρα, όπως διακηρύσσονταν προς της 25ης Ιανουαρίου: Άμεση κατάργηση της «καρδιάς» του μνημονίου με την επαναφορά των εργασιακών σχέσεων και του κατώτατου μισθού στο προμνημονιακό καθεστώς, δημόσιος έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, άμεση νομοθέτηση ενός φορολογικού σχεδίου ενίσχυσης των κατώτερων τάξεων. Με όπλα, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων και τη στάση πληρωμών. Νομίζω, μάλλον βάσιμα, πως αυτά που δεν έγιναν εξηγούν αυτό, που, τελικά, έγινε. Που δεν ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης, αλλά η εξαναγκαστική υιοθέτηση του μνημονίου!
Και τώρα; Τώρα, αίσθηση αδιεξόδου και αίσθημα ασφυξίας, πνιγμού καλύτερα. Αδιέξοδο κυρίως για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, η οποία επιχειρεί να αντιδράσει, χωρίς ακόμη να ξέρει πώς, στην όλο και μεγαλύτερη επιδείνωση της ζωής της μέσα, όμως, σε συνθήκες πολύ σκοτεινές, πραγματικά ζοφερές. Πρόκειται για συνθήκες που επιβάλλουν, νομίζω, τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων, ώστε να αποκτηθεί η αναγκαία ισχύς για την αναγκαία αντεπίθεση. Λίγο πριν η Ελλάδα καταλήξει οριστικά αποτυχημένο κράτος για το λαό της και εργοδοτικός παράδεισος, ταυτόχρονα, δεν υπάρχουν πολυτελείς επιλογές. Να βρούμε δυό τρία πράγματα –ξέρουμε ποια είναι αυτά– για να οικοδομήσουμε γύρω τους το σύνολο των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, τις πρώτες νίκες και, στη συνέχεια, μια αληθοφανή εναλλακτική.