του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
«Σφαζονται» τα «παλιά» και «νέα» επιχειρηματικά συμφέροντα, διχάζοντας το πολιτικό κατεστημένο. Όμως όλοι για τον μνημονιακό ευρω-μονόδρομο δουλεύουν
Στα άκρα η κόντρα για τις τηλεοπτικές άδειες που έχει συμπαρασύρει το σύνολο του πολιτικού-επιχειρηματικού συστήματος καθώς και των θεσμών του. Μια αντιπαράθεση ιδιαίτερα άγρια αλλά εξίσου αποκαλυπτική. Οι αντιπαραθέσεις Κυβέρνησης-Αντιπολίτευσης, οι κόντρες των ομίλων, τα σκάνδαλα με εμπλοκή δικαστικών και οι κοινοβουλευτικές έριδες έχουν έναν κοινό παρανομαστή: Τα πάντα (ένθεν-κακείθεν) γίνονται στο όνομα της ….μνημονιακής σταθερότητας. Το «γήπεδο» που διεξάγεται ο αγώνας δεν είναι φυσικά η εξυγίανση της ενημέρωσης αλλά η συνέχιση των υφιστάμενων πολιτικών λιτότητα και επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα που ετοιμάζεται ενόψει της β’ αξιολόγησης και όσων θα επακολουθήσουν. Αυτό δεν είναι ένα αυθαίρετο συμπέρασμα, αντίθετα προκύπτει από την επιχειρηματολογία όλων των εμπλεκόμενων πλευρών.
\
Κομβική θεωρείται η απόφαση του ΣτΕ επι του θέματος, που συνεδριάζει την ερχόμενη εβδομάδα. Όμως οι κινήσεις και οι δηλώσεις της κυβέρνησης –μέσα στην όξυνση της αντιπαράθεσης— αποδεικνύουν πλέον με κραυγαλέο τρόπο ότι η όλη υπόθεση σε τίποτε δεν έχει να κάνει με την «πάταξη της διαπλοκής». Ο υπουργός Επικρατείας, Νίκος Παππάς κάνει συνεχείς εκκλήσεις στην «νομιμότητα», ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα ότι αναφέρεται στην «νομιμότητα» του ελέγχουν των ΜΜΕ από την εγχώρια ολιγαρχία. Απλά προκρίνει έναν συνδυασμό «παλιών» και «νέων» τζακιών. Είναι χαρακτηριστική η εισηγητική έκθεση της τροπολογίας που κατέθεσε προκειμένου να εφαρμοστεί με διορία 5 ημερών ο νόμος όπου ανέφερε ότι η νομοθετική ρύθμιση αποσκοπεί στην «προστασία της επένδυσης των υπερθεματιστών». Παράλληλα, βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης (με έμμεσους παραλήπτες τα μέλη του ΣτΕ) είναι το ότι τα 264 εκατομμύρια που προήλθαν από τον διαγωνισμό έχουν ήδη εγγραφεί στον προϋπολογισμό του 2017, ενώ αποτέλεσαν τμήμα του οικονομικού πλάνου της κυβέρνησης για τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup τον προηγούμενο Μάιο. Ουσιαστικά, οι κυβερνώντες επιδιώκουν να οδηγήσουν το ΣτΕ να κρίνει τον νόμο συμβατό με το Σύνταγμα για λόγους «υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος». Αυτό όμως που στην πραγματικότητα δείχνουν είναι πως η εμπέδωση το μνημονιακού μονόδρομου είναι το ζητούμενό τους και αυτόν ακριβώς τον στόχο θα εξυπηρετήσει το νέο τηλεοπτικό τοπίο που επιθυμούν.
Την ίδια στιγμή όμως που η κυβέρνηση αποκαλύπτεται, τα κόμματα της αντιπολίτευσης εκτίθενται επίσης πέραν πάσης αμφιβολίας. Τόσο η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη όσο και το ΠΑΣΟΚ με «επικεφαλής» τους Ευάγγελο Βενιζέλο και Ανδρέα Λοβέρδο ταυτίζονται πλήρως με εκείνα μιντιακά και επιχειρηματικά συμφέροντα που στήριξαν την κυβέρνηση Σαμαρά. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη σύμφωνα με την οποία η Νέα Δημοκρατία θα αλλάξει το νόμο Παππά ακόμη και αν αυτός κριθεί συνταγματικός από το ΣτΕ, καθώς και οι προσπάθειες και των δύο κομμάτων να κωλυσιεργήσουν την όλη διαδικασία με όποια τυπικά τερτίπια είναι δυνατά. Κεντρικό πολιτικό διακύβευμα, η … πολυφωνία που υποτίθεται εξασφαλίζει η λειτουργία περισσότερων από 4 καναλιών. Σαν ο ελληνικός λαός να μην διαπίστωσε πόσο «πολυφωνική» ήταν η τηλεοπτική ενημέρωση τον Ιούλιο του 2015 όταν τα κανάλια είχαν κοινή γραμμή υπέρ του «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα ξεπερνώντας κάθε όριο.
Όλα αυτά ενώ τα στοιχεία που κατατίθενται στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής, καταδεικνύουν πώς συνεχίζεται η αδρή χρηματοδότηση των επιχειρηματιών που βρίσκονται πίσω από τα τηλεοπτικά κανάλια από τον «ανακεφαλαιοποιημένο» τραπεζικό σύστημα, με εξαίρεση κάποιους ομίλους που βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας όπως ο ΔΟΛ. Χαρακτηριστική ήταν η κατάθεση του διευθύνοντα συμβούλου του ΑΝΤ1 Στρατή Λιαρέλλη, ο οποίος σημείωσε ότι το 2015 συνάφθηκε τραπεζικό δάνειο από τις 4 συστημικές τράπεζες προς τον όμιλο ύψους 161 εκατομμυρίων ευρώ. Αντίστοιχα, δανειοδότηση έχουν δηλώσει ότι συνεχίζουν να λαμβάνουν και άλλοι μιντιακοί όμιλοι.
Φυσικά μεγάλος «χαμένος» αυτή της ιστορίας είναι εμφανώς οι εργαζόμενοι στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η ανεργία και η φτώχεια στον κλάδο θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Θα μεγαλώσει έτσι η «δεξαμενή» από την οποία τα «αφεντικά» των μιντιακών ομίλων θα αντλούν φθηνή εργασία χωρίς συμβάσεις και ασφαλιστικά δικαιώματα. Όποια κι αν είναι στο τέλος αυτά τα «αφεντικά».