«Σήμερα χρειαζόμαστε δουλειά για ένα σχέδιο απαγκίστρωσης από την ευρωπαϊκή μέγγενη, χρειαζόμαστε μετωπικές λογικές και συμμαχίες, χρειαζόμαστε κυρίως τη συμμετοχή των πολιτών και των κινημάτων στη διαμόρφωση όχι μόνον της επόμενης ημέρας αλλά των όρων υπό τους οποίους θα πραγματοποιηθεί η πολιτική ρήξη, η πολιτική σύγκρουση», τονίζει η Σοφία Σακοράφα, μιλώντας στο Πριν.
Συνέντευξη στον Γιάννη Ελαφρό
«Με την Αριστερά μπροστά, για την Ελλάδα που μας αξίζει», είναι το σύνθημα του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Τι σκέπτεσαι όταν το ακούς;
H γλώσσα είναι εμείς. Εδώ και πολύ καιρό ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αστικοποιηθεί και στο επίπεδο της πολιτικής ρητορικής, αφού προηγουμένως μετατράπηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε υπάκουο συνεργάτη του ευρωπαϊκού ιερατείου και της εγχώριας οικονομικής ολιγαρχίας. Εάν σήμερα πια περιμένετε από εμένα να εκφράσω έκπληξη ή θυμό ή απογοήτευση, θα σας πω ότι από την 5η Ιουλίου του 2015 και μετά δεν εκπλήσσομαι για τίποτε. Ούτε για τη ρητορική τύπου τηλεοπτικής διαφήμισης προϊόντος, ούτε για την ανενδοίαστη εφαρμογή του μνημονίου, ούτε βέβαια για την περαιτέρω συντηρητικοποίησή του μετά το συνέδριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή, πολιτικά και ιδεολογικά, καλύπτει το κενό που δημιουργήθηκε από το γκρέμισμα του ΠΑΣΟΚ και το κάνει προς το παρόν με επιτυχία, γιατί το επικοινωνεί με επιτύμβιες ανθοδέσμες στην Καισαριανή. Η επικοινωνία και η καπηλεία, όμως, τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η πραγματική ζωή!
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι εκπρόσωποι του παλιού αστικού πολιτικού συστήματος (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ κλπ.) ακόμα και οι φασίστες της ΧΑ συμπίπτουν στην εκτίμηση πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι Αριστερά, προφανώς για διαφορετικούς λόγους. Ποια είναι η εκτίμησή σου για το ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική που ασκεί;
Εάν δεν υπήρχε ΣΥΡΙΖΑ, το σύστημα έπρεπε οπωσδήποτε να τον ανακαλύψει. Εν ονόματι της Αριστεράς εφαρμόζει, χωρίς να ανοίξει μύτη, το πλέον σκληρό μνημόνιο. Εν ονόματι της Αριστεράς, καλλιεργεί στην κοινωνία τη λογική του αναπόδραστου, του μνημονιακού μονόδρομου. Αυτό άλλωστε, το έχω τονίσει από την πρώτη στιγμή, είναι και το μεγαλύτερο πολιτικό έγκλημα, το οποίο γίνεται συνειδητά για λόγους προσωπικής πολιτικής επιβίωσης. Είναι σαφές ότι Αριστερά χωρίς εναλλακτική ριζοσπαστική λύση δεν μπορεί να υπάρχει. Πολύ δε περισσότερο, δεν υπάρχει Αριστερά όταν υποκαθιστά με σχετική ευκολία τις συστημικές πολιτικές δυνάμεις.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει όμως πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος, εκτός από την άτακτη χρεοκοπία. Υπήρχε; Πολύ περισσότερο, υπάρχει σήμερα για τον λαό μας δυνατότητα άλλου δρόμου;
Εάν πίστευα ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, από το 2010 ακόμα θα είχα προσχωρήσει στη λογική του μνημονιακού μονόδρομου. Είναι σαφές ότι άλλος δρόμος υπάρχει, είναι επίσης σαφές ότι όσο οι κυβερνήσεις υλοποιούν δεσμεύσεις, ο δρόμος γίνεται πιο δύσκολος, ταυτόχρονα όμως πιο αναγκαίος κοινωνικά. Σήμερα, χρειαζόμαστε δουλειά για ένα σχέδιο απαγκίστρωσης από την ευρωπαϊκή μέγγενη, χρειαζόμαστε μετωπικές λογικές και συμμαχίες, χρειαζόμαστε κυρίως τη συμμετοχή των πολιτών και των κινημάτων στη διαμόρφωση όχι μόνον της επόμενης ημέρας αλλά των όρων υπό τους οποίους θα πραγματοποιηθεί η πολιτική ρήξη, η πολιτική σύγκρουση. Είναι κρίσιμο να μην επαναλάβουμε ένα λάθος. Στις εκλογές του Γενάρη, ήταν η πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία που μια αριστερή δύναμη ερχόταν στην εξουσία όχι πάνω στην πλειοψηφική ράχη ενός ισχυρού κινήματος, αλλά διεκδικώντας να αποσπάσει μια πολιτική ανάθεση, μια πολιτική εξουσιοδότηση για να υλοποιήσει υποτίθεται την ανατροπή. Ανατροπές με αναθέσεις και με την κοινωνία αμέτοχη και στη γωνία, δε γίνονται. Εάν καταγγέλλουμε –και καταγγέλλουμε τη μεσιτεία που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ– αλλά ταυτόχρονα, εάν δε θέλουμε να καταλήξουμε γραφικοί μεσσίες που κουνούν το δάχτυλο αυτάρεσκα προς το λαό, πρέπει να βρούμε ένα χώρο συνύπαρξης μαζί του. Ανάμεσα στη μεσιτεία και στο μεσσιανισμό, υπάρχει ένας ολόκληρος χώρος πολιτικής δράσης. Ένας χώρος που μας περιμένει και παραμένει πιο υγιής και πιο ετοιμοπόλεμος και από αυτούς που συναλλάχθηκαν και από αυτούς που διαχωρίζουν τη θέση τους με κάθε ευκαιρία, κουνώντας σημαίες βεβαιοτήτων και ιδεολογικής καθαρότητας.
Από το ΣΥΡΙΖΑ και τις δυνάμεις του «Μένουμε Ευρώπη» τίθεται ως ανυπέρβλητο όριο η παραμονή στο ευρώ και στην ΕΕ. Από την άλλη, κατά τη γνώμη μας, αποδείχθηκε πως δεν υπάρχει περιθώριο συνολικής φιλολαϊκής πολιτικής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πως λύνεται αυτός ο «Γόρδιος Δεσμός»;
Τον Γόρδιο δεσμό έδωσε εντολή ο ελληνικός λαός να τον σπάσουμε το καλοκαίρι του 2015. Είναι περισσότερο από σαφής η εντολή του, και μάλιστα κάτω από πρωτοφανείς συνθήκες εκβιασμών και πολιτικής βίας, γιατί άσκηση ωμής βίας είναι το κλείσιμο των τραπεζών. Και η εντολή αυτή δεν μπορεί να γίνει πολιτική πράξη, εάν δεν υπάρχει η πολιτική ρήξη και η σύγκρουση με την ευρωπαϊκή κυρίαρχη πολιτική. Τα εργαλεία είναι πολλά και όλα σήμερα πια έχουν ιδιαίτερη αξία χρήσης. Ένα από αυτά εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι τα πορίσματα της Επιτροπής Αλήθειας, τόσο σε ό,τι αφορά τη διαγραφή του χρέους, όσο βέβαια και στην απόδοση ευθυνών στο πολιτικό προσωπικό αλλά και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που τους βαρύνει ακέραιη η ευθύνη της σημερινής κατάληξης.
Τελικά, που «στράβωσε» η ιστορία με τον ΣΥΡΙΖΑ; Ήταν μια προδοσία της ηγεσίας του ή εντοπίζεις κάποια βαθύτερες αιτίες στην αρχική κατεύθυνση, στο πολιτικό dna της πολιτικής λογικής που εξέφρασε;
Η πολιτική λογική του μετώπου, των τάσεων και της σκληρής διαπραγμάτευσης δεν ήταν, κατά την άποψή μου, το πρόβλημα. Το πρόβλημα ήταν η ίδια η δημοκρατία, δηλαδή η μη εφαρμογή των αποφάσεων που με δημοκρατικό τρόπο ελήφθησαν, εντός κόμματος και, τελικά, εντός κοινωνίας, από μια ηγετική ομάδα που δεν έδινε λογαριασμό, ούτε στο κόμμα, ούτε στην κοινωνία. Εάν αυτό ήταν η συνέπεια μιας παντελούς έλλειψης σχεδίου, δηλαδή της πολιτικής ανικανότητας ή μιας συναλλαγής πριν τις εκλογές του Γενάρη, δηλαδή της πολιτικής προδοσίας, παραμένει αναπάντητο. Ή, τέλος πάντων, ας απαντηθεί από τον καθένα μας προσωπικά. Η ουσία είναι ότι δεν έχει μεγάλη διαφορά αν οδηγείς ένα λαό στην καταστροφή, από άγνοια ή από σκοπιμότητα. Δεν δικαιούσαι να μην ξέρεις, την ίδια στιγμή που καμώνεσαι ότι ξέρεις. Δεν δικαιούσαι να συναλλάσσεσαι εις το όνομα ενός λαού που σε εμπιστεύθηκε για να συγκρουστείς
Και η παραμικρή ψευδαίσθηση ή αυταπάτη του παρελθόντος έχουν διαλυθεί
Αν ξαναγύρναγε ο πολιτικός χρόνος πίσω, τι θα έκανες διαφορετικά;
Αυτοκριτική ασκώ και μάλιστα σκληρή. Από την άλλη αυτό το ερώτημα είναι στα όρια του μεταφυσικού. Παρ’ όλες τις σοβαρές επιφυλάξεις, κάποιες από αυτές εκφρασμένες και δημόσια, παρ’ όλες τις συγκρούσεις, οι περισσότερες δεν βγήκαν στο φως, δεν πίστευα ότι η κατάληξη θα ήταν αυτή. Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόταν πιο επίμονος, πιο σκληρός έλεγχος κάθε βήματος και κυρίως δημοσιοποίηση των συμπερασμάτων αυτού του ελέγχου. Ένα παράδειγμα. Το Φλεβάρη του 2015, στις 20, αυτό που έφερε ο Βαρουφάκης ήταν ξεκάθαρα ένα νέο μνημόνιο. Τότε άσκησα μια κριτική έντονη με δηλώσεις μου, αλλά και στα κοινωνικά δίκτυα. Νομίζω ότι, εξαιρώντας τον Μανώλη Γλέζο και την Ζωή Κωνσταντοπούλου, κανείς άλλος δε μίλησε με τέτοιο τρόπο. Σήμερα πια είναι περισσότερο από σαφές ότι δεν έπρεπε να έχω μείνει μόνο στο πεδίο της κριτικής.
Μιλώντας στο Πριν τον Φλεβάρη του 2012 έλεγες: «Έχω μια πάγια θέση: καμία θυσία για το ευρώ. Λέω λοιπόν ότι ναι είναι δυνατόν να ξεκινήσουμε διαδικασίες λογιστικού ελέγχου, να διαγράψουμε το μεγαλύτερο μέρος του χρέους και να παραμείνουμε στην Ε.Ε.». Και θεωρούσες πως η σύγκλιση στο πρόγραμμα μιας μεταβατικής κυβέρνησης «δεν αποτελεί το χαμηλότερο σημείο σύγκλισης, αλλά το αναγκαίο». Πως το βλέπεις τώρα;
«Και ο ρόλος της Αριστεράς τούτη την εποχή είναι να σφυρηλατεί συνειδήσεις για την ανατροπή, να σφυρηλατεί συνειδήσεις για τη στήριξη της μεταβατικής κυβέρνησής μας. Κάποια στιγμή πρέπει να πολιτικοποιήσουμε τη σύγκρουση. Δε φτάνει η Βουλή, δε φτάνουν οι δηλώσεις, δε φτάνουν οι ανακοινώσεις και τα δελτία Τύπου. Στον δρόμο πολιτικοποιείται η σύγκρουση, γιατί εκεί αναπτύσσεται το κίνημα». Αφού σας αρέσουν τα παρελθόντα, έβαλα ένα κομμάτι από το Φλεβάρη του 2013 ακόμα, από ομιλία μου στην Κ.Ε. Δεν κάνω πίσω ούτε μια λέξη από αυτό. Το κίνημα είναι αυτό που επιβάλλει την τελική σύγκρουση και είναι –όπως ήταν πάντα– αυτονόητη η θέση μου ότι το προεξάρχον είναι η σωτηρία του λαού μας. Είναι επίσης αυτονόητο ότι και η παραμικρή ψευδαίσθηση ή αυταπάτη του παρελθόντος έχουν διαλυθεί.
Και τώρα τι; Μαζί με τη φτώχεια και την εξαθλίωση, η απογοήτευση και οι χαμηλές προσδοκίες ρίχνουν βαριά τη σκιά τους. Υπάρχει απάντηση;
Είναι, πράγματι, βαριά η σκιά. Κι εδώ διαπιστώνουμε την κυρίαρχη αντίφαση. Ενώ η κοινωνία αντιλαμβάνεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι αυτή η πολιτική, αυτό το πρόγραμμα δε βγαίνει, εντούτοις κάθεται ηττημένη, ταλαιπωρημένη και εξοντωμένη στη γωνία, περιμένοντας έναν αργό και μαρτυρικό θάνατο. Οι ευθύνες αυτής της κατάστασης, πιο πάνω δε δίστασα να τις χαρακτηρίσω πολιτικά εγκληματικές, βαρύνουν απόλυτα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Επειδή όμως τόση ώρα που μιλάμε η συζήτηση περιστρέφεται μόνο στο ΣΥΡΙΖΑ ή κατά κύριο λόγο στο ΣΥΡΙΖΑ και στη κυβέρνηση, θα υπογραμμίσω με ένταση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη διεξόδου είναι ληγμένος. Ας αναλάβουμε δράση όλες οι άλλες δυνάμεις, της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά και της αντιμνημονιακής πάλης. Γιατί κάποτε δε θα χρεώσουν την ευθύνη μόνο στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και σε όλους εμάς τους υπόλοιπους. Γιατί δε φτάνει να στέκεσαι με αξιοπρέπεια απέναντι σε μια καταστροφή, πρέπει να επιχειρείς να κάνεις ό,τι μπορείς για να την αποτρέψεις.