Γιώργος Παυλόπουλος
«Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Μπαράκ Ομπάμα υπήρξε τέλειος, με βάση οποιαδήποτε κριτήρια, ακόμη και τα δικά του. Δεν ισχυρίζομαι ούτε ότι στάθηκε στο ύψος των υποσχέσεων που έδωσε το 2008. Αυτό που λέω, όμως, είναι ότι η ιστορία θα είναι ευγενική μαζί του. Και ναι, θα μας λείψει όταν αποχωρήσει».
Αυτά έγραφε τον περασμένο Μάιο ο αρθρογράφος της εφημερίδας Σικάγο Τρίμπιουν, Έρικ Ζορν, εμφανώς μελαγχολικός για το γεγονός ότι το αμερικανικό σύνταγμα δεν δίνει στον απερχόμενο πρόεδρο τη δυνατότητα διεκδίκησης τρίτης θητείας. Ανάλογη ήταν και η άποψη του Τζόναθαν Φρίλαντ στην βρετανική Γκάρντιαν, την ίδια περίοδο: «Καθώς μένουν εννιά μήνες μέχρι τις εκλογές […) ένα πράγμα μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια: θα μας λείψει όταν θα φύγει».
Τι ακριβώς, όμως, είναι αυτό που θα λείψει από τον Ομπάμα (σε όσους λείψει) όταν αυτός αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο; «Εκπέμπει μια ηθική ακεραιότητα, ανθρωπισμό, καλούς τρόπους και κομψότητα, τα οποία ήδη έχουν αρχίσει να μου λείπουν και φαντάζομαι ότι θα μας λείψουν σε όλους, ανεξαρτήτως του ποιος θα τον αντικαταστήσει», σημείωνε ο Ντέιβιντ Μπρουκς, μέσα από τις σελίδες των Νιου Γιορκ Τάιμς.
Υπάρχουν, βεβαίως, και εκείνοι οι οποίοι δεν μένουν στο λάιφ στάιλ και επιμένουν πως οι δύο υποψήφιοι διάδοχοι του Ομπάμα είναι τόσο επικίνδυνοι, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, ώστε θα κάνουν ακόμη και τους πιο σφοδρούς επικριτές του να δουν με άλλο μάτι τα όσα έκανε στη διάρκεια των οκτώ χρόνων που βρέθηκε στο τιμόνι των ΗΠΑ. Αλλά και να τον συγχωρήσουν γι’ αυτά που υποσχέθηκε αλλά δεν έκανε, αφήνοντας μια πικρή γεύση στους περισσότερους από εκείνους –κυρίως στις μειονότητες και τους οικονομικά πιο αδύναμους– οι οποίοι δάκρυζαν συγκινημένοι κατά την πρώτη του ορκωμοσία, ενώ έσπευσαν να τον ξαναστηρίξουν απρόθυμα στις προηγούμενες εκλογές, το 2012, έστω κι αν είχε ήδη καταστεί φανερό ότι δεν επρόκειτο να φέρει τη μεγάλη αλλαγή.
Είναι δε αυτή, η τελευταία κατηγορία, η οποία θεωρεί ότι για τα δεδομένα των ΗΠΑ, ο πρώτος στην ιστορία Αφροαμερικανός πρόεδρος ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί καθώς, αν μη τι άλλο, αποδείχθηκε ένας ικανότατος ισορροπιστής. Και μάλιστα, τόσο εντός συνόρων όσο και εκτός, μιας και –όπως λένε– σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί όχι απλώς με τους δύο Μπους, αλλά ούτε καν με τον Μπιλ Κλίντον.
Ποια είναι, όμως, στην πραγματικότητα η κληρονομιά του Μπαράκ Ομπάμα;
Οι εκλογές που ανέδειξαν στην προεδρία των ΗΠΑ τον Μπαράκ Ομπάμα διεξήχθησαν στις 4 Νοεμβρίου 2008, ακριβώς 50 ημέρες μετά την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers. Το γεγονός, δηλαδή, το οποίο έφερε στην επιφάνεια την τρομακτικής έκτασης και ασύλληπτου βάθους κρίση του «υπαρκτού καπιταλισμού», προκαλώντας το μεγαλύτερο σοκ στο αμερικανικό και παγκόσμιο οικοδόμημα μετά το Κραχ του 1929 και τη Μεγάλη Ύφεση που το ακολούθησε.
Αυτός ήταν, άλλωστε, ένας από τους βασικούς λόγους για την απήχηση και τη διείσδυση που βρήκαν στην κοινωνία τα δυο βασικά συνθήματα τα οποία κυριάρχησαν κατά την προεκλογική του εκστρατεία του Ομπάμα: «Αλλαγή τώρα» και «Ναι, μπορούμε». Άλλωστε, δεν ήθελε ιδιαίτερες ικανότητες προκειμένου να καταλάβει κανείς ποιοι θα πλήρωναν τον λογαριασμό της κρίσης στη χώρα των μεγάλων αντιθέσεων ανάμεσα στους «πάνω» και τους «κάτω», όπου περισσότεροι από 55 εκατομμύρια άνθρωποι δεν διέθεταν καμία απολύτως ασφαλιστική κάλυψη και υγειονομική περίθαλψη.
Φυσιολογικά, λοιπόν, τα αποτελέσματα των εκλογών αποτέλεσαν ένα θρίαμβο για τον Ομπάμα. Το 52,9% που συγκέντρωσε, έναντι 45,7% του αντιπάλου του Τζον Μακέιν, μπορεί να μην ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό στην ιστορία των ΗΠΑ – όμως, ήταν η καλύτερη επίδοση που είχε σημειώσει οποιοσδήποτε Δημοκρατικός από την εποχή του Λίντον Τζόνσον, το 1964. Παράλληλα, τα 69,5 εκατομμύρια των ψηφοφόρων που τον επέλεξαν είναι ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει λάβει ποτέ κάποιος υποψήφιος σε προεδρικές εκλογές, ενώ και η συνολική προσέλευση στις κάλπες ήταν ιδιαιτέρως μεγάλη και από τις υψηλότερες που καταγράφηκαν ποτέ, αποδεικνύοντας το ενδιαφέρον, αλλά και την πόλωση που προκάλεσαν οι θέσεις του Ομπάμα.
Σε κάθε περίπτωση, όπως ήταν φυσικό, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που επικρατούσε σε όλα τα επίπεδα δεν επέτρεπε καμία καθυστέρηση. Έτσι, ο νέος πρόεδρος ανέλαβε αμέσως δράση και, λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία του, τον Ιανουάριο του 2009, ανακοίνωσε ένα έκτακτο πακέτο στήριξης της οικονομίας, ύψους 800 περίπου δισ. δολαρίων, με έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις, έτσι ώστε να μην εκτιναχτεί η ανεργία. Κάπου δύο χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 2010, προχωρούσε σε μια νέα «ένεση» 600 δισ. προς το τραπεζικό σύστημα, το οποίο εξακολουθούσε να μην έχει συνέλθει από τους κραδασμούς που προκάλεσε η Lehman.
Παράλληλα, επιχείρησε να δημιουργήσει ένα στοιχειώδες πλέγμα προστασίας για τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, που διογκώθηκαν απότομα λόγω της ύφεσης και των μαζικών απολύσεων στις οποίες προχώρησαν οι επιχειρήσεις όλων των κλάδων. Μάλιστα, όπως ήταν αναμενόμενο, η μεγαλύτερη έμφαση δόθηκε στον τομέα της περίθαλψης όπου, όπως προαναφέραμε, υπήρχε μια μεγάλη και εκρηκτική «τρύπα», προσφέροντας ένα στήριγμα σε εκατομμύρια Αμερικανούς (αν και όχι όλους) που το είχαν απόλυτη ανάγκη.
Στην πράξη, βεβαίως, παρά τη λυσσαλέα πολεμική που δέχθηκε από τους Ρεπουμπλικάνους, το μοντέλο που εφαρμόστηκε και έγινε περισσότερο γνωστό ως «Ομπάμα-κέαρ» ελάχιστη σχέση είχε με τις προεκλογικές δεσμεύσεις. Οι πιέσεις που ασκήθηκαν από τα διάφορα λόμπι είχαν ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν τα αρχικά σχέδια για δημιουργία ενός δημόσιου συστήματος, έστω κι αν αυτό λειτουργούσε παράλληλα με το ιδιωτικό. Αντ’ αυτού, επελέγη η μορφή της επιδοτούμενης από το κράτος ιδιωτικής ασφάλισης – με άλλα λόγια, επρόκειτο για ακόμη μια έμμεση ενίσχυση προς το κεφάλαιο, κυρίως προς τις ασφαλιστικές και τις εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της υγείας.
Η υπόθεση αυτή ανέδειξε πολύ γρήγορα τα περιορισμένα όρια του «εγχειρήματος Ομπάμα», γεγονός που στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε και σε μια σειρά άλλες επιλογές του. Όπως, άλλωστε, παραδέχεται ο ίδιος στο άρθρο αποτίμησης που έγραψε πρόσφατα στο περιοδικό Εκόνομιστ, «η οικονομία της Αμερικής είναι ένας υπερβολικά περίπλοκος μηχανισμός (…) που δεν μπορεί απλώς να επανασχεδιαστεί εξ ολοκλήρου και να τεθεί ξανά σε λειτουργία χωρίς πραγματικές συνέπειες για τους πραγματικούς ανθρώπους».
Ο Ομπάμα και η κυβέρνησή του, λοιπόν, κατάφεραν να αποφύγουν τα χειρότερα όχι προχωρώντας σε κάποιου είδους ανακατανομής πλούτου ή ρύθμισης των αγορών προκειμένου να αποφευχθεί επανάληψη των όσων οδήγησαν στο 2008, αλλά προσφεύγοντας στη γνωστή λύση της αθρόας εκτύπωσης χρήματος από την ομοσπονδιακή τράπεζα, η οποία συνεχίστηκε μέχρι και πέρυσι. Μάλιστα, καθώς το δολάριο παραμένει το κυρίαρχο νόμισμα στις παγκόσμιες αγορές ενώ οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία εξακολούθησαν να είναι υποτονικές, οι Αμερικανοί «επενδυτές» πλημμύρισαν όλο τον κόσμο με κεφάλαια που αναζητούσαν διέξοδο στις μετοχές, τα παράγωγα και τα εμπορεύματα, προκαλώντας μια έκρηξη τιμών – την οποία διαδέχθηκαν τα αλλεπάλληλα σοκ, ειδικά στον «αναπτυσσόμενο κόσμο», από τη στιγμή που η Fed αποφάσισε να βάλει φρένο στη μηχανή της εκτύπωσης.
Στο εσωτερικό, πάντως, δεν υπήρξε μεγάλο περιθώριο για αυταπάτες και όλα αυτά τα χρόνια ήταν απολύτως σαφές ποιος ωφελήθηκε από το φτηνό και άφθονο χρήμα – το οποίο, εκτός των άλλων, είχε ως αποτέλεσμα την εκτίναξη του δημόσιου χρέους από το 65% του ΑΕΠ που ήταν το 2008 στο 104% φέτος, ποσοστό που πλησιάζει τα επίπεδα στα οποία βρέθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου! Έτσι, ενώ το πραγματικό μέσο εισόδημα των αμερικανικών νοικοκυριών εξακολουθεί να υπολείπεται του αντίστοιχου πριν το ξέσπασμα της κρίσης (έστω κι αν έχει καλύψει το μεγαλύτερο έδαφος), τα κέρδη των επιχειρήσεων σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και φέτος αναμένεται ότι θα είναι κατά περίπου 80% υψηλότερα συνολικά σε σύγκριση με το 2008.
Την ίδια περίοδο, το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών αυξήθηκε περαιτέρω και μάλιστα με μεγάλη ταχύτητα. Σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Pew, ο μέσος πλούτος στις οικογένειες που ανήκουν στην κατηγορία των οικονομικά ισχυρών είναι σήμερα περίπου επταπλάσιος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο εκείνων που βρίσκονται στο μέσον της πυραμίδας, όταν το 2007 (πριν την κρίση) ήταν 4,6 φορές μεγαλύτερος, ενώ η διαφορά αυτή είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί εδώ και 30 χρόνια που τηρούνται σχετικά αρχεία από την κεντρική τράπεζα. Όσο για την απόσταση ανάμεσα στην κορυφή και τη βάση, τα ίδια στοιχεία δείχνουν πως ο πλούτος των «πάνω» είναι μεγαλύτερος κατά 70 φορές σε σχέση με εκείνο των «κάτω».
Παράλληλα, καλά κρατούν και οι διακρίσεις με βάση την καταγωγή και το χρώμα του δέρματος: Ο πλούτος στις οικογένειες των λευκών Αμερικανών είναι 13 φορές μεγαλύτερος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο των μαύρων και 10 φορές από εκείνο των Λατίνων. Κι ας είναι αυτοί που έδωσαν τη μεγάλη ώθηση στον Ομπάμα, τον πρώτο Αφροαμερικανό πρόεδρο των ΗΠΑ.
Τα «γεράκια» τον χαρακτηρίζουν προδότη
Μπορεί η βάση-κολαστήριο που βρίσκεται στον «παράδεισο» του Γκουαντάναμο να μην έχει επιστραφεί στην νόμιμη κυβέρνηση της Αβάνας, όμως ο Μπαράκ Ομπάμα έχει αναμφίβολα εγγράψει με ανεξίτηλα γράμματα στο ενεργητικό του την αποκατάσταση των σχέσεων με την ατίθαση Κούβα. Τη νησιωτική χώρα που βρίσκεται λιγότερο από εκατό μίλα μακριά από τις ακτές της Φλόριντα και έχει πληγώσει όσο καμία άλλη την περηφάνια της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης, αποδεικνύοντας πόσο ανίσχυρη μπορεί να είναι απέναντι στη δύναμη ενός επαναστατημένου λαού.
Πλέον, παρά τα όσα λέγονται δημοσίως και επισήμως, μετά το ύψωμα της αστερόεσσας στην πρεσβεία των ΗΠΑ, σειρά θα πάρουν, αργά ή γρήγορα, οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις οι οποίες φιλοδοξούν, εδώ και πολλές δεκαετίες, να καταφέρουν ότι δεν πέτυχαν οι πράκτορες της CIA και οι συνεργάτες τους στον Κόλπο των Χοίρων, το 1961.
Αυτή, όμως, δεν είναι η μοναδική επιτυχία του Ομπάμα στην εξωτερική πολιτική. Λίγους μήνες νωρίτερα και αγνοώντας επιδεικτικά τους εκβιασμούς του Κογκρέσου και τις απειλές της πολεμοχαρούς κυβέρνησης-δολοφόνου του Ισραήλ, έβαλε την υπογραφή του στη συμφωνία με την οποία επιδιώκεται να μπει τέλος στην περίοδο των κυρώσεων και της κατά μέτωπο αντιπαράθεσης με το Ιράν, το οποίο επίσης είχε καταφέρει καίριο πλήγμα στις ΗΠΑ με την επανάσταση και την ανατροπή του Σάχη, το 1979. Το σκεπτικό ήταν απλό: Αντί να διακινδυνεύσουμε ένα πόλεμο και το ολοκληρωτικό πέρασμα της Τεχεράνης στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας, είναι προτιμότερο να ανοίξουμε διαύλους επικοινωνίας και να επιχειρήσουμε να τη φέρουμε με το μέρος μας – ή, έστω, να την καταστήσουμε λιγότερο εχθρική – με τη δύναμη των δολαρίων.
Είναι γεγονός ότι οι επικριτές του Ομπάμα δεν έχουν και δεν μπορούν να πουν πολλά για τις συμφωνίες με την Κούβα και το Ιράν, μιας και γνωρίζουν ότι, πέρα από όλα τα άλλα, η πλειοψηφία των Αμερικανών επιθυμούσε να κλείσουν αυτά τα μέτωπα και δεν αντιμετώπιζε τις δύο χώρες ως απειλή. Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, με τη Ρωσία του Πούτιν, μιας και εδώ η πιο επιθετική πτέρυγα της αμερικανικής ελίτ και του κεφαλαίου επιχειρεί να πάρει το αίμα της πίσω, επαναφέροντας τις μνήμες του Ψυχρού Πολέμου και της «κόκκινης απειλής».
Η σχετική ευκολία με την οποία το Κρεμλίνο και οι σύμμαχοί του κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο της Κριμαίας και σημαντικού τμήματος της ανατολικής Ουκρανίας, καθώς και ο πρωταγωνιστικός ρόλος που επιδίωξε και πέτυχε (σχετικά άνετα και πάλι) η Ρωσία στη Συρία και τη Μέση Ανατολή με τη στρατιωτική της επέμβαση, τους προσφέρουν τα επιχειρήματα που έψαχναν ώστε να κατηγορήσουν τον απερχόμενο πρόεδρο ότι πούλησε φτηνά τα συμφέροντα των ΗΠΑ και δεν είναι παρά ένας προδότης. Του χρεώνουν, επίσης, την αποχώρηση των στρατευμάτων από το Ιράκ το οποίο, όπως λένε, παρά την εισβολή του 2003 και τις τόσες χιλιάδες ζωές που κόστισε, κινδυνεύει να φύγει ξανά από τη σφαίρα επιρροής των Αμερικανών.
Οι ίδιοι πιέζουν, μάλιστα, ώστε πέρα από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και την παρουσία αρκετών χιλιάδων «συμβούλων» στη χώρα και την ευρύτερη περιοχή, να υπάρξει μια κανονική επέμβαση μεγάλης κλίμακας, η οποία θα αλλάξει και πάλι τις ισορροπίες υπέρ των ΗΠΑ. Ισορροπίες οι οποίες, όπως λένε, ανατράπηκαν μετά το «αλόγιστο» άνοιγμα που έκανε ο Ομπάμα με την ιστορική ομιλία του στο Κάιρο, το 2009, πυροδοτώντας ουσιαστικά την «Αραβική Άνοιξη», η οποία στέρησε από την Ουάσινγκτον από αξιόπιστους εταίρους και προβλέψιμους «παίκτες», ανοίγοντας τον σκό του Αιόλου και πυροδοτώντας ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Ακόμη και στην Άπω Ανατολή και τον Ειρηνικό, τα «γεράκια» της Ουάσινγκτον απαιτούν μια πολιτική πυγμής και, αν είναι αναγκαίο, μια αδιαφιλονίκητη επίδειξη δύναμης απέναντι στην ανερχόμενη Κίνα, προτού αυτή ενισχυθεί τόσο ώστε να αμφισβητήσει εμπράκτως τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.
Το περίεργο, πάντως, είναι ότι ο πραγματικός συνεχιστής αυτής της πολιτικής –η οποία ουσιαστικά αλλάζει το μίγμα της της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος υπέρ της δεύτερης– δεν θα ήταν η Χίλαρι Κλίντον, αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ…