του Γιώργου Παυλόπουλου
Ασυγκράτητος μοιάζει το τελευταίο διάστημα ο «αξιόπιστος εταίρος στο προσφυγικό» Ταγίπ Ερντογάν. Εδώ και λίγο καιρό, δεν περνά ουσιαστικά μέρα που να μην κάνει μια δημόσια δήλωση με την οποία να αμφισβητεί τα υπάρχοντα σύνορα στην περιοχή, να χαρακτηρίζει άδικη για την Τουρκία τη Συνθήκη της Λωζάνης, να ονειρεύεται επιστροφή των «χαμένων πατρίδων» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να καλεί τον λαό και ειδικά τη νεολαία της χώρας του να τις διεκδικήσει, αφού πρώτα ξαναδιαβάσει την ιστορία.
Να πρόκειται, άραγε, απλώς για φραστικούς λεονταρισμούς, που εκτοξεύονται κυρίως για εσωτερική κατανάλωση στην Τουρκία, όπου οι ισορροπίες είναι εξαιρετικά λεπτές και εύθραυστες, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα; Να πρόκειται για ένα σχέδιο που έχει πρωτίστως σκοπό να εξυπηρετήσει τις προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες του Ερντογάν, ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε ότι διεκδικεί μια θέση στην ιστορία τουλάχιστον ισάξια του Κεμάλ Ατατούρκ; Θα μπορούσε να είναι και έτσι – όμως, η πραγματικότητα δείχνει ότι πρόκειται για κάτι πολύ πιο σοβαρό και επικίνδυνο, καθώς τα παραπάνω λόγια συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις.
Θα έπρεπε, άλλωστε, να είναι κανείς τυφλός για να μην βλέπει ότι ο τουρκικός στρατός έχει εισβάλει κανονικά σε δύο γειτονικές του χώρες, τη Συρία και το Ιράκ, δημιουργώντας ήδη (κυρίως στην πρώτη) εδαφικές ζώνες τις οποίες ελέγχει απόλυτα και από τις οποίες φυσικά δεν πρόκειται ποτέ να αποχωρήσει εκουσίως – όπως αποδεικνύει και η εμπειρία της Κύπρου. Η αλήθεια, μάλιστα, είναι ότι πέρα από τις αντιδράσεις των άμεσα ενδιαφερόμενων, δηλαδή των καθεστώτων της Δαμασκού και της Βαγδάτης (που πρακτικά δεν έχουν κανένα αντίκρυσμα), η εισβολή και κατοχή έχει τη φανερή ή σιωπηρή συναίνεση και των τριών μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων οι οποίες συμμετέχουν ενεργά στη σφαγή των λαών της περιοχής – ΗΠΑ, ΕΕ, αλλά και Ρωσίας, μετά τη λυκοσυμμαχία του Ερντογάν με τον Πούτιν, που λύνει τα χέρια και στους δύο για να προωθήσουν τα σχέδιά τους.
Βεβαίως, οι τριβές δεν λείπουν, όπως φάνηκε στην περίπτωση της Μοσούλης, όπου οι ΗΠΑ μπλόκαραν την άμεση
συμμετοχή της Τουρκίας στην επίθεση – με την Άγκυρα να απαντά βομβαρδίζοντας άγρια τους Κούρδους μαχητές του YPG στη βόρεια Συρία, οι οποίοι είναι γνωστό ότι εξοπλίζονται από τους Αμερικανούς. Παρ’ όλα αυτά, η ουσία δεν αλλάζει: Ο Ερντογάν έχει πλήρη επίγνωση της στρατηγικής θέσης της χώρας του και των πλεονεκτημάτων που διαθέτει έναντι των υπόλοιπων περιφερειακών «παικτών» και επιχειρεί να τα κεφαλαιοποιήσει με όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη, με τη σφραγίδα των ισχυρών και στο πλαίσιο της νέας μοιρασιάς.
Η διαπίστωση αυτή, αντικειμενικά, αφορά και την Ελλάδα. Χωρίς να αλλοιώνεται η βασική εκτίμηση για τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις και τον χαρακτήρα του, χωρίς να υιοθετείται ο ρόλος του «θύματος» που επιχειρεί συστηματικά να καλλιεργήσει το ελληνικό μπλοκ εξουσίας προκειμένου να καλύψει τις δικές του επιθετικές και επεκτατικές διαθέσεις και, βεβαίως, χωρίς σε καμία περίπτωση να υιοθετείται η λογική της «εθνικής απειλής» η οποία προκαλεί την ανάγκη της «εθνικής συστράτευσης», οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι σήμερα ο τουρκικός «υπο-ιμπεριαλισμός» βρίσκεται συγκριτικά σε πλεονεκτική θέση έναντι του ελληνικού. Φυσικά, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, είναι πιθανό να παίξουν πιο δυνατά το επόμενο διάστημα το χαρτί της «τουρκικής απειλής». Το απέδειξαν, εξάλλου, όταν έσπευσαν να βγάλουν οξύτατες ανακοινώσεις καταδίκης της Τουρκίας βασισμένοι σε ένα «λάθος» τηλεγράφημα του επίσημου Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων – αν και στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι το ίδιο «λάθος» είχε γίνει και σε έγγραφο της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα την ίδια μέρα…
Παρ’ όλα αυτά, η ουσία και πάλι δεν αλλάζει. Διότι ναι μεν ο Ερντογάν δεν μίλησε ευθέως για δημοψήφισμα στη δυτική Θράκη, όμως το «Εθνικό Συμβόλαιο» του 1920 που επικαλέστηκε προβλέπει ακριβώς ότι τα σύνορα όλων των περιοχών που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία θα έπρεπε να αποφασιστούν από τους ίδιους τους λαούς τους, μέσω δημοψηφίσματος. Πρόκειται για μια πρόβλεψη την οποία, μέχρι σήμερα, κανείς δεν επικαλέστηκε δημοσίως. Το έκανε ο Ερντογάν όταν αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός για να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα που ξαναμοιράζεται. Ο επικίνδυνος δρόμος που ανοίγει μπορεί να κλείσει όχι με κάποιου είδους «εθνικής τζιχάντ», αλλά με κοινό αντιϊμπεριαλιστικό, αντικαπιταλιστικό αγώνα Ελλήνων και Τούρκων (και Σύριων και Ιρακινών και Κούρδων και Παλαιστίνιων) εργαζομένων, με τη διεθνιστική, εργατική αμφισβήτηση των συνόρων και των τεχνητών διαχωρισμών