του Γιώργου Τσαντίκου
(φωτογραφία plasticobilism)
Ένα χρόνο και μερικές μέρες πριν, στις 27 Ιουνίου, γύρω στη 1 το πρωί, προκηρύχτηκε το δημοψήφισμα με το οποίο ο ελληνικός λαός είπε «όχι» στο μνημόνιο. Λίγες μέρες αργότερα, η απάντησή του μετατράπηκε σε «ναι» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σε αγαστή συνεργασία με ΝΔ-Ποτάμι-ΠΑΣΟΚ, προς τέρψη της ελληνικής αστικής τάξης και των δανειστών, που στο μεταξύ είχαν κάνει κυριολεκτικά τα πάντα για να κερδίσουν το δημοψήφισμα, χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο μέσο. Και όμως, ο λαός είχε αποφασίσει αλλιώς.
Είχε βγει νικητής σε εκείνες τις 8 μέρες ανηλεούς πολέμου νεύρων, τρομοκράτησης και ανοιχτής προσβολής κάθε δημοκρατικού δικαιώματος και αισθήματος. Αν μη τι άλλο, ήταν οι «8 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα» περισσότερο από κάθε άλλη χρονική περίοδο, μετά τη μεταπολίτευση. Η αναδρομή στα γεγονότα, στα πρόσωπα και τα ορόσημα εκείνων των οκτώ ημερών σήμερα, φέρνει αναπόφευκτες συγκρίσεις, πολλή περίσκεψη αλλά και πολλές ελπίδες.
Στις 27 Ιουνίου του 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε ήδη διαψεύσει ολοκληρωτικά σχεδόν, όχι απλώς τις προεκλογικές εξαγγελίες (που προοδευτικά, όσο πλησίαζαν οι εκλογές του Γενάρη του ’15 έχαναν το χρώμα τους, έτσι και αλλιώς), αλλά και τις τελευταίες αυταπάτες των ψηφοφόρων. Υπό την πίεση των δανειστών που όχι απλώς δεν έκαναν «έντιμους συμβιβασμούς» αλλά έψαχναν (και βρήκαν) κυβερνητικούς εταίρους-στενούς συνεργάτες, αλλά και την αντίσταση -πίεση από τα λαϊκά στρώματα για να σταματήσει η πολιτική των μνημονίων, η κυβέρνηση κατέφυγε στο δημοψήφισμα, με την ελπίδα, στα υψηλότερα κλιμάκιά της, ότι το αποτέλεσμα θα ήταν θετικό για τη συμφωνία που πρότειναν οι δανειστές.
Η αντίδραση των δανειστών ήταν άμεση και η διάθεσή τους φανερή για ένα συντριπτικό χτύπημα σε κάθε αντίσταση. Πρώτα, έκοψαν κάθε χρηματοδότηση, υπενθυμίζοντας στην κυβέρνηση ότι καμία, μα καμία διαπραγμάτευση δεν γίνεται εφόσον δεν περιλαμβάνει τη συναίνεση στα πιο σκληρά και αντεργατικά μέτρα (αυτά που σύσσωμο το αστικό πολιτικό θέατρο συνυπέγραψε μετά το δημοψήφισμα). Το ενδιαφέρον είναι ότι μέχρι τότε, η «αριστερή κυβέρνηση» είχε ήδη προτείνει ένα δικό της μνημόνιο στους δανειστές, που μέσα σε 47 σελίδες ουσιαστικά επέτεινε τα μέχρι τότε μέτρα με πιο «ανθρώπινο» προφίλ, ενώ ήταν ήδη καλοπληρωτής των δόσεων. Αλλά το μήνυμα των δανειστών ήταν «ή μαζί μας ή κανένας συμβιβασμός», ακόμα και όταν στο περιεχόμενο του ερωτήματος του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση επιχείρησε να εντάξει τη δική της πρόταση για μέτρα.
Στις 29 Ιουνίου 2015, δύο ημέρες μετά την εξαγγελία του δημοψηφίσματος, φάνηκε πώς θα πάει το πράγμα: ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ έδωσε… γραμμή στο ελληνικό μπλοκ του «ναι»: «Ή ΕΕ ή δραχμή», δίνοντας έτσι το σύνθημα για το μεγαλύτερο κύμα επικοινωνιακής, πολιτικής και εργοδοτικής τρομοκρατίας που έχει ζήσει ,τόσο συμπυκνωμένα χρονικά, η ελληνική εργατική τάξη. Το ίδιο έκανε και η Άνγκελα Μέρκελ, βάζοντας το ίδιο ακριβώς ζήτημα, την ίδια μέρα μάλιστα, στις 29 Ιουνίου. Είπε ουσιαστικά ότι το δίλημμα είναι «για το μέλλον του ευρώ», ενώ επίσης ανέστειλε κάθε ελπίδα εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ για αναβολή του δημοψηφίσματος.
Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι, πολλοί νεοφιλελεύθεροι που κάνουν συχνές επισκέψεις στο πολιτικό πεδίο του νεοφασισμού, έδωσαν τον τόνο στο μπλοκ που τα καθεστωτικά ΜΜΕ προέβαλαν απλόχερα. Είναι μνημειώδεις πλέον οι αντιπαραθέσεις σε «αντικειμενικά» δελτία ειδήσεων, με τους δημοσιογράφους να προεξοφλούν την επικράτηση του «ναι» στον αέρα, με επιθετικό τόνο μάλιστα. Υπέρ του «ναι» φυσικά, τάχθηκε κάθε εφεδρεία, «χρυσή», σε ανάπαυση ή αχρηστευμένη: Σημίτης, Καραμανλής, Παπανδρέου… Μέχρι και ο Γλύξμπουργκ!
Ήδη, από το απόγευμα της 28ης Ιουνίου, είχαν ανακοινωθεί οι έλεγχοι κεφαλαίου. Η πολιτική άρνηση της κυβέρνησης να θέσει τις τράπεζες υπό κρατικό έλεγχο, αλλά και οι «υπόγειες» επαφές με το τραπεζικό κατεστημένο που προοδευτικά ήρθαν στην επιφάνεια, έδωσαν το καλύτερο προεκλογικό επιχείρημα στο μπλοκ του «ναι». Ακόμα και κυβερνητικοί βουλευτές άρχισαν από τότε να αμφισβητούν την απόφαση για δημοψήφισμα, με πιο… αριστερό επιχείρημα ότι «δεν το κάνεις αυτό εν μέσω capital controls, θα εξοργιστεί ο κόσμος».
Ο κόσμος ήταν ήδη εξοργισμένος όμως, από τα τέσσερα χρόνια μνημονίων και αργής αλλά σταθερής πορείας προς την εξαθλίωση. Οι πολίτες απωθούσαν τα συνεργεία των τηλεοπτικών καναλιών, τα οποία στις ειδήσεις πρόβαλαν εικόνες από… τη Λατινική Αμερική ως καθημερινά στιγμιότυπα σε ελληνικές τράπεζες, σε μια πρωτοφανή όσο και κωμικοτραγική, όσο προχωρούσε, εκστρατεία τρομοκράτησης.
Στις 30 Ιουνίου ο Γιάννης Δραγασάκης εξέφρασε δημόσια τον κυβερνητικό δισταγμό, αλλά και έδωσε την εικόνα των πραγμάτων που θα έρθουν. Με δήλωσή του, ουσιαστικά είπε ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να μην κάνει δημοψήφισμα ή ακόμα και να μην εφαρμόσει ακριβώς μια ρηξιακή εντολή, εάν αυτή προκύψει από τις κάλπες. Αυτή ήταν και η πρώτη εύγλωττη μεταστροφή (και χρησμός που επιβεβαιώθηκε), αλλά ταυτόχρονα ο Γ. Δραγασάκης ήταν από τους τελευταίους κυβερνητικούς που εμφανίστηκαν στα ΜΜΕ. Σταδιακά, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ εξαφανίστηκαν από παντού σχεδόν, επιλέγοντας στην καλύτερη περίπτωση «διακριτικές παρουσίες», το πολύ μέχρι το… παρασκήνιο συνεντεύξεων Τύπου.
Η στάση του ΚΚΕ ήταν απογοητευτική. Για μια ακόμα φορά στάθηκε «στη μέση», παραπέμποντας τα σπουδαία για έναν άλλο χρόνο και τόπο. Το ΚΚΕ έδωσε τότε ανάσα στο κυβερνητικό-νεοφιλελεύθερο-«Ευρώ και ας τρώγομεν και πέτρες» στρατόπεδο, καλώντας ουσιαστικά τον κόσμο σε αποχή και αποστρατεύοντας το δυναμικό του από μια ακόμα πραγματική μάχη. Έτσι και αλλιώς, το κόμμα πλέον δεν θέτει ζήτημα εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ ως άμεσο πολιτικό στόχο και όταν το θέμα προκύπτει από τα πράγματα, το ΚΚΕ είτε «ελίσσεται», είτε το αρνείται κατηγορηματικά.
Οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, δεν στήριξαν απλώς το «όχι». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έβαλε εξαρχής το ζήτημα του εργατικού, νεολαιίστικου, λαϊκού «όχι», της άρνησης του μονόδρομου των αντεργατικών νόμων και των απαράδεκτων προτάσεων-απαιτήσεων των δανειστών, του «όχι» στην ΕΕ και την ευρωζώνη που σήμερα πλέον, μοιάζει η μόνη λογική πολιτική επιλογή. «Το δικό μας ΟΧΙ είναι διαφορετικό. Είναι το ΟΧΙ του λαού στη ληστοσυμμορία των δανειστών και στα τσιράκια τους, στη μνημονιακή πρόταση υποταγής των 47 σελίδων της κυβέρνησης, στην ΕΕ και την ευρωζώνη» έλεγε η απόφαση της ΚΣΕ στις 27 Ιούνη. Στα «ναι» και στα φληναφήματα της ΓΣΕΕ και των συνδικαλιστικών ηγεσιών, αντιτάχθηκαν τα «όχι» εκατοντάδων πρωτοβάθμιων σωματείων από κάθε εργασιακό χώρο. Στις 2 Ιουλίου η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέλαβε τα γραφεία του ευρωκοινοβουλίου στην Αμαλίας δίπλα στο Σύνταγμα, ενώ την επόμενη μέρα (Παρασκευή) εργαζόμενοι της ταξικής πτέρυγας κατέλαβαν το κτίριο της ΓΣΕΕ, απλώνοντας πανό υπέρ του «Όχι». Δύο 24ωρα πριν η ΓΣΕΕ είχε ταχθεί επίσημα, για άλλη μια φορά, στο στρατόπεδο των εργοδοτών.
Στο μεταξύ, η τερατολογία έπαιρνε διαστάσεις και εισχωρούσε πλέον σε εργασιακούς χώρους, με εργοδότες να προειδοποιούν-απειλούν εργαζόμενους ότι, εάν ψηφίσουν «όχι», η επιχείρηση θα κλείσει ή θα απολυθούν έτσι και αλλιώς. Το εγχώριο αστικό πολιτικό δυναμικό ξεπέρασε κάθε όριο και υπενθύμισε ότι σε κάθε κρίσιμη καμπή δεν ήταν απλά γαντζωμένο στην εξουσία, αλλά πρόδιδε σκληρά το λαό παραδίδοντάς τον στον εκάστοτε πλειοδότη. Παρόλα αυτά, παρά και τις δημοσκοπήσεις που έδιναν συγκρατημένη ή άνετη πλειοψηφία στο «Ναι», οι συγκεντρώσεις έδειχναν το αντίθετο: την Πέμπτη 2 Ιουλίου χιλιάδες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων οργανώσεων «για όχι μέχρι το τέλος» στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Η συγκέντρωση κτυπήθηκε με χημικά από τα ΜΑΤ. Την Παρασκευή δεκάδες χιλιάδες κατέκλυσαν το Σύνταγμα για το ΟΧΙ, σε μια συγκέντρωση που ο Τσίπρας προσπάθησε να την εντάξει στη διαπραγματευτική του τακτική. Την ίδια ώρα, οι συγκεντρώσεις των «Μένουμε Ευρώπη» συγκέντρωναν λιγότερο κόσμο και κυρίως, συγκέντρωναν το πολιτικό δυναμικό που ψήφισε (και συνεχίζει να ψηφίζει) όλα τα μνημόνια, από καταβολής τους…
Αυτούς κατά κύριο λόγο, άφησε σύξυλους το αποτέλεσμα, την Κυριακή το βράδυ: 61,31% των πολιτών ψήφισαν «όχι» και παρά την πολυσυλλεκτικότητα της ψήφου, είχε γίνει μια σημαντική τομή. Κυρίως, γιατί ο κόσμος αμφισβήτησε την τρομοκρατία και την επέστρεψε στους παραγωγούς της, οι οποίοι παρατηρούσαν τα τεκταινόμενα, για λίγες ώρες, εμβρόντητοι. Ο Σαμαράς ήταν ο πρώτος που έσπασε τη σιωπή του, για να δηλώσει την παραίτησή του. Ο Τσίπρας ήταν εκείνος που τους έβγαλε από τη δύσκολη θέση…
Από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι η διάθεση ήταν το «όχι» να γίνει «ναι». «Η Ελλάδα θα παραμείνει αναπόσπαστο μέλος της ευρωζώνης» είπε ο πρωθυπουργός στις δηλώσεις του: «Έχω πλήρη συνείδηση ότι η εντολή που μου δίνετε δεν είναι εντολή ρήξης με την Ευρώπη αλλά εντολή ενίσχυσης της διαπραγματευτικής μας δύναμης για την επίτευξη βιώσιμης συμφωνίας», είπε, λίγο πριν ζητήσει τη σύγκλιση του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών. Εκεί, ουσιαστικά επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει «κίνδυνος» να υλοποιηθεί η λαϊκή βούληση και μπήκαν οι βάσεις για το «εθνικό μέτωπο». Μια βδομάδα αργότερα, η κυβέρνηση έφερνε ένα νέο μνημόνιο με ΕΕ – ΔΝΤ, την οποία επικύρωσε στη Βουλή παραμονή Δεκαπενταύγουστου, μαζί με το μπλοκ του «μένουμε Ευρώπη».
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος κινδυνεύει να μείνει μια πανηγυρική μνήμη και να ξεχαστούν οι τομές και τα ρήγματα που προκάλεσε. Η φετινή βρετανική εμπειρία, με μια απόφαση που προκαλεί προς το παρόν την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, (αυτό δηλαδή για το οποίο απειλήθηκε τόσο πολύ ο ελληνικός λαός ότι θα επιφέρει τις πληγές του Φαραώ) και με ένα πολύ συζητήσιμο πολιτικό περιεχόμενο, δείχνει βασικά ότι το «όχι» ήταν η εισαγωγή σε μια νέα, ρευστή πολιτική περίοδο, γεμάτη δυσκολίες, αναχωρητισμούς, γεμάτη όμως και από γεγονότα και δυνατότητες και ταυτόχρονα άδεια από βεβαιότητες και μονόδρομους «χωρίς εναλλακτική».