του Γιώργου Παυλόπουλου
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο δεν χωράει αμφιβολία μετά την ιστορική ψήφο των Βρετανών υπέρ του Brexit είναι ότι στα επιτελεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν κυριολεκτικά απηυδήσει με τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων και ψάχνουν εναγωνίως τρόπο ώστε να τα καταργήσουν. Άλλωστε, είναι κάτι μάλλον αναμενόμενο, μιας και σε όλα σχεδόν τα δημοψηφίσματα που έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα, οι κάλπες έβγαλαν αποτελέσματα τα οποία πλήγωσαν βαθιά και ανεπανόρθωτα το εγχείρημα της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Από τον Βορρά μέχρι τον Νότο, ένα τεράστιο «Όχι» πλανάται διαρκώς σαν φάντασμα πάνω από τη Γηραιά Ήπειρο, ρίχνοντας ιδιαιτέρως βαριά τη σκιά του στις Βρυξέλλες, τη Φρανκφούρτη, το Βερολίνο και οπουδήποτε αλλού στεγάζεται και λαμβάνει αποφάσεις η σύγχρονη Ιερά Εξέταση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Ένα «Όχι» που ανατρέπει σχεδιασμούς και ανατινάζει χρονοδιαγράμματα, που αποκαλύπτει τα ουσιαστικά σχέδια τα οποία κάθε φορά κρύβονται πίσω από τα δήθεν φιλόδοξα εγχειρήματα, αναγκάζοντας τους εμπνευστές τους να φανερώσουν, με τη σειρά τους, το αποκρουστικό και βαθύτατα αντιδημοκρατικό τους πρόσωπο.
Αυτό έκαναν το 1992 με τους Δανούς, όταν τους έβαλαν να ξαναψηφίσουν για να εγκρίνουν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ την οποία είχαν απορρίψει αρχικά. Το ίδιο και πιο απροκάλυπτα με τους Ιρλανδούς, οι οποίοι τόλμησαν το 2001 να αρνηθούν τη Συνθήκη της Νίκαιας, για να τους σύρουν ξανά στις κάλπες σχεδόν ένα χρόνο αργότερα. Στα παλιά τους τα παπούτσια έγραψαν το 2005 τους Γάλλους και τους Ολλανδούς, οι οποίοι πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων το ευρω-σύνταγμα, μιας και το πέρασαν στη συνέχεια με διαφορετικό και λιγότερο προκλητικό μανδύα, ως Συνθήκη της Λισαβόνας – μάλιστα, καθώς οι Ιρλανδοί τόλμησαν και πάλι να σηκώσουν κεφάλι, τους ανάγκασαν για μια ακόμη φορά να ξαναψηφίσουν και να πουν το «Ναι».
Το αποκορύφωμα ήρθε πέρυσι το καλοκαίρι στην Ελλάδα, μετά το ηρωικό, βροντερό, πεντακάθαρο και απολύτως ταξικό «Όχι» της 5ης Ιουλίου. Σε αυτή την περίπτωση, λόγω και του χαρακτήρα του κατεπείγοντος που είχαν λάβει οι αποφάσεις λόγω της κρίσης, η ΕΕ δεν έκανε τον κόπο να επαναλάβει τη διαδικασία, αλλά απαίτησε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να αλλάξει το αποτέλεσμα πριν καν στεγνώσει το μελάνι – και όπως είναι γνωστό, το πέτυχε χωρίς να καταβάλει ιδιαιτέρως μεγάλη προσπάθεια…
Τώρα, λοιπόν, πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι ανάλογες ιδέες κυκλοφορούν και για το ―επίσης ταξικό, ασχέτως του ποιος το καπηλεύεται πολιτικά και φαίνεται να κυριαρχεί― αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γερμανός επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο η Βρετανία να μην αποχωρήσει τελικώς από την ΕΕ. Από την πλευρά της, η υπουργός Εξωτερικών της Σλοβακίας, που ανέλαβε από την Παρασκευή την εξάμηνη προεδρία της ΕΕ, δήλωσε ότι θα ψήφιζε κάθε μέτρο που θα απέτρεπε το Brexit. Αλλά και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, ο οποίος επισκέφθηκε το Λονδίνο, παραδέχθηκε ότι οι Βρετανοί «μπορεί να πάρουν πίσω την απόφασή τους». Παράλληλα δε, δεκάδες αρθρογράφοι (στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, την Ντόιτσε Βέλε κ.λπ.) προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φάνηκαν βγαίνοντας από την κάλπη.
Η αλήθεια είναι ότι την ίδια στιγμή, επισήμως, τόσο η ΕΕ όσο και αρκετές χώρες-μέλη, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, πιέζουν ώστε το διαζύγιο να ολοκληρωθεί χωρίς καθυστέρηση. Στην πράξη, όμως, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί άμεσα, μιας και το νωρίτερο που ενδέχεται ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις είναι τον Οκτώβριο, μετά την ανάδειξη της νέας βρετανικής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Η μόνη ασφαλής πρόβλεψη ―μετά τη φανερή πλέον στροφή προς τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό― είναι ότι, με ή χωρίς Brexit, η ΕΕ θα γίνει το επόμενο διάστημα ακόμη πιο εχθρική για την κοινωνική πλειοψηφία, για τους «κάτω». Το σχέδιο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που είδε το φως της δημοσιότητας την Πέμπτη, για αμείλικτη δημοσιονομική πειθαρχία και υποκατάσταση από ανεξέλεγκτους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς ακόμη και της Κομισιόν, η οποία κατηγορείται από το Βερολίνο και τους συμμάχους του ως …«απαράδεκτα χαλαρή» στην εφαρμογή των μέτρων λιτότητας σε μια σειρά χώρες (Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία, ακόμη και Γαλλία!).
Σε κάθε περίπτωση, οι πάντες θα ανοίξουν τα χαρτιά τους το επόμενο διάστημα, ενόψει και της άτυπης συνόδου κορυφής του Σεπτεμβρίου για το μέλλον της ΕΕ των «27». Το ίδιο οφείλει να κάνει και μάλιστα επιτακτικά, η αντικαπιταλιστική, αντι-ΕΕ Αριστερά, παρουσιάζοντας μια πειστική και ολοκληρωμένη πρόταση, ικανή να κερδίσει την ηγεμονία από το εθνικιστικό και ακροδεξιό μπλοκ.