Μαριάννα Τζιαντζή
Το περυσινό «όχι» και η μετάλλαξή του σε «ναι» άφησε μια πικρή γεύση ήττας. Η αυτοπεποίθηση, το πείσμα και η ελπίδα που τότε εκφράστηκαν γρήγορα ξεθύμαναν για να τα διαδεχτεί η διάψευση, η απογοήτευση. Η νίκη του λαού ήταν θνησιγενής, το βρέφος ξεψύχησε πριν η μάνα προλάβει να το πάρει στην αγκαλιά της.
Την Πέμπτη, τρεις μέρες πριν το δημοψήφισμα, στη μεγάλη συναυλία στο Σύνταγμα έβλεπες, για πρώτη φορά ύστερα από έξι μνημονιακά χρόνια, ανθρώπους όρθιους. Όχι σκυφτούς και όχι απλώς οργισμένους. Αυτή εξάλλου είναι και η παρακαταθήκη του «όχι». Οι δαρμένοι, οι παραιτημένοι, οι απελπισμένοι μπορούν να σηκωθούν ξανά και ίσως αυτή τη φορά ο ξεσηκωμός τους να έχει συνοχή, στόχο και διάρκεια.
Εκείνη η Πέμπτη ήταν η τελευταία μέρα που πολλά κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ «κατέβηκαν» στο λαό, στο δρόμο, σε αναπεπταμένο πεδίο νιώθοντας ασφαλείς χωρίς φρουρά. Η τελευταία φορά που «οξειδώθηκαν στη νοτιά των ανθρώπων». Σήμερα δεν μπορούν και δεν τολμούν να περπατήσουν ανάμεσα στο πλήθος καθώς κινδυνεύουν να τους γιουχάρουν, να τους γιαουρτώσουν αυτοί που μέχρι χτες τους ψήφιζαν και τους επευφημούσαν. Μπορούν όμως να ανασαίνουν ελεύθερα στη σιδερόφραχτη Βαρσοβία, στο γραφικό Νταβός, στο φρούριο των Βρυξελλών, στο Σινικό Τείχος, σε περιφραγμένες ιδιωτικές παραλίες. Όμως δεν έχουν τόπο να σταθούν ανάμεσα στο λαό, στα καφενεία και τις πλατείες. Δεν μπορούν να πάρουν ασυνόδευτοι το πλοίο της γραμμής, να μπουν στο λεωφορείο. Γορίλες και πάνοπλοι αστυνομικοί θα τους περικυκλώνουν – τουλάχιστον για όσο καιρό θα βρίσκονται στην κυβερνητική εξουσία. Είναι κι αυτό μια πικρή εκδίκηση των ηττημένων.