του Γιώργου Κρεασίδη
Άμεση και αποφασιστική ήταν η αντίδραση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο δημοψήφισμα, απαντώντας στον εκβιασμό των δανειστών «ευρώ ή χάος», αλλά και στους χειρισμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που όπως φάνηκε προσπαθούσε να βρει μια καλή αφορμή να κάνει το βήμα που σηματοδοτούσε η συμφωνία στο Γιούρογκρουπ στις 20 Φλεβάρη 2015.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κινητοποίησε χιλιάδες αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και απευθύνθηκε στο λαό με το «τριπλό ΟΧΙ» ενάντια στις εκβιαστικές προτάσεις των δανειστών αλλά και τα παλιά μνημόνια, ενάντια στις προτάσεις της κυβέρνησης με τις 47+8 σελίδες που περιέγραφαν ένα τρίτο μνημόνιο, αλλά και ενάντια στο ευρώ και την ΕΕ συνολικά. Αυτό το «όχι μέχρι τέλους» για την απελευθέρωση από χρέος, μνημόνια, ευρώ και ΕΕ, έδωσε ιδιαίτερη έμπνευση και χρωμάτισε την μάχη του δημοψηφίσματος.
Ιδιαίτερη στιγμή ήταν η συγκρότηση επιτροπών για το «όχι μέχρι τέλους» σε γειτονιές και πόλεις όπως τα Χανιά, με ξεχωριστό νεολαιίστικο χρώμα στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, τα Γρεβενά κ.α. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πάλεψε για την πολιτική συσπείρωση πάνω σε αυτή την κατεύθυνση, όπως εκφράστηκε με τις ανακοινώσεις πριν και μετά το δημοψήφισμα που υπέγραψε με ΜΑΡΣ, Εργατικό Αγώνα, Σύλλογο «Γ. Κορδάτος» και «Δεν Πληρώνω».
Σε αυτές τις συνθήκες αμφισβητούνταν η ιδεολογική ηγεμονία του μονόδρομου της ΕΕ, πάνω στην οποία έχτιζε τη δύναμη του ο εκβιασμός του «ευρώ ή χάος». Αυτός από την άλλη αυτή επιδρούσε συνολικά στην Αριστερά, πέρα από τις δυνάμεις του ευρωπαϊσμού, παράγοντας έναν ηττοπαθή πραγματισμό που έδινε βάρος στους όρους και προϋποθέσεις που λείπουν για μια αποφασιστική σύγκρουση και όχι στην προσπάθεια να δημιουργηθούν αυτοί οι όροι… Έτσι το ΚΚΕ, αλλά και άλλες δυνάμεις, όπως ο μ-λ χώρος, επέλεγαν να προτείνουν άκυρο και αποχή σε μια κοινωνία που αναζητούσε να βάλει φραγμό στο μνημονιακό εκβιασμό. Ήταν γραμμή αγωνιστικού αφοπλισμού μπροστά στην πίεση της Τρόικας και τους χειρισμούς της κυβέρνησης ώστε ο λαός να επικυρώσει το μνημόνιο που ετοίμαζαν. Αν το πετύχαιναν θα είχαν στο πολλαπλάσιο όσα πέτυχαν μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη που ακολούθησαν τον επαίσχυντο συμβιβασμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όταν το εκλογικό αποτέλεσμα θεωρήθηκε επικύρωση του καλοκαιρινού μνημονίου.
Ειδικά για το ΚΚΕ η σύγκρουση δεν μπορούσε να γίνει παρά με όρους επιλογής του σωστού κόμματος και όχι λαϊκής κινητοποίησης, δηλαδή φυγής στον κοινοβουλευτισμό. Καθόλου τυχαία, όσα τολμηρά αρνήθηκε σαν αναγκαία γραμμή για το λαό, τα κατέθεσε σε επίπεδο βουλής, όπου πρότεινε να αλλάξει νομοθετικά το ερώτημα του δημοψηφίσματος ώστε να αφορά όχι μόνο την «πρόταση Γιουνκέρ», αλλά και τη σχέση με την ΕΕ.
Σε αυτές τις συνθήκες η μάχη για το «τριπλό όχι» γινόταν δυσκολότερη καθώς τα δύο πιο απαιτητικά «όχι» πέρα από αυτό στην συμφωνία που πρότεινε ο Γιουνκέρ και οι δανειστές –αυτά απέναντι σε κυβέρνηση και ΕΕ- απαιτούσαν ένα άλλο συσχετισμό, πλατύτερες συσπειρώσεις και ανώτερης ποιότητας ιδεολογική παρέμβαση. Ήταν μια δοκιμασία για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αυτή η προσπάθεια, καθώς δεν μετρούσε μόνο η αποφασιστικότητα, ενώ καθοριστικές ήταν οι αντιφάσεις και τα γενικότερα όριά της. Εξάλλου σε αυτή τη σύγκρουση μέτραγε σε καθοριστικό βαθμό όλη η πορεία του αγώνα ενάντια στα μνημόνια και οι εξελίξεις μετά την εκλογή των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η εμπειρία έδειξε ότι το εργατικό και λαϊκό κίνημα είχε ιστορικής σημασίας ξεκάθαρη γραμμή για την Κυριακή του δημοψηφίσματος, αλλά αυτό δεν είχε αντιστοιχία για τη «γραμμή της Δευτέρας». Όταν δηλαδή το «μπλοκ του ναι» βγήκε μπροστά απαιτώντας συμφωνία και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με κυνική αποφασιστικότητα μετέτρεψε σε μια βδομάδα το περήφανο «όχι» σε ντροπιαστικό «ναι» στο όνομα της συμμετοχής στην ΕΕ. Οι δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ, που διαφωνούσαν με αυτό το ξεπούλημα πριν διαχωριστούν, επέλεξαν να εκφραστούν με διαφωνίες εντός της κυβέρνησης, όπως και στη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, ενώ έδωσαν μεγάλο βάρος στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και τις καθυστερήσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Δεν έθεσαν θέμα ανατροπής της κυβέρνησης και λαϊκής κινητοποίησης. Ανεξάρτητα από την εξέλιξη, η σύγκρουση που ξεκίνησε με το λαϊκό «όχι» θα πέρναγε σε νέα φάση. Η ρήξη και η συγκρότηση από τον κορμό αυτών των δυνάμεων της ΛΑΕ ήρθε αργά και όχι βαθιά. Το ΚΚΕ από την άλλη, αφού απείχε από τη μάχη του δημοψηφίσματος, δεν είχε αξιοπιστία όταν κατήγγειλε την κυβερνητική προδοσία του «όχι» και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει και να κινητοποιήσει τον κόσμο. Κάτω από την πίεση αυτών των δεδομένων, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η αντικαπιταλιστική Αριστερά έδωσαν και δίνουν τη μάχη, αναζητώντας όχι μόνο να περιγράψουν αδυναμίες και ό,τι λείπει, αλλά και ό,τι θα επιτρέψει στην εμπειρία να κάνει το «όχι μέχρι τέλους» πιο αποφασιστικό, πιο πλατύ στην απεύθυνση, εκρηκτική ύλη για τις συγκρούσεις του πολύ άμεσου μέλλοντος, τα σημάδια των οποίων βλέπουμε σε Γαλλία και Βρετανία.