Το καινούργιο στη συζήτηση είναι ότι η παραμονή στην ΕΕ δεν είναι αναπόφευκτη. Άρα το καθήκον των δυνάμεων του εργατικού κινήματος και της μαχόμενης Αριστεράς είναι να ξεπεράσουν το δογματισμό του αριστερού ευρωπαϊσμού. Ενός δογματισμού που αρνείται τη σύγκρουση με τη μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης και την κοινωνική καταβύθιση, στο βαθμό που αμφισβητεί τη σχέση με την ΕΕ.
του Γιώργου Κρεασίδη
Η ένταξη στην ΕΕ δεν είναι νομοτέλεια
Τελικά φαίνεται να υπάρχει ζωή μετά την ΕΕ, υπάρχει ζωή και έξω από την ΕΕ. Για την ακρίβεια τότε υπάρχει ζωή για τους εργαζόμενους. Μια χώρα δεν οδηγείται στην καταστροφή ή την ανυπαρξία εκτός ΕΕ. Μαζί με την εκτίμηση ότι η ΕΕ μπαίνει σε μια άνευ προηγουμένου δοκιμασία, που ίσως δεν θα ξεπεράσει ποτέ, οι διαπιστώσεις αυτές είναι τα άμεσα συμπεράσματα που προκύπτουν από την απόφαση του βρετανικού δημοψηφίσματος για έξοδο από την ΕΕ.
Η κυρίαρχη στρατηγική του κεφαλαίου στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά με την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989-91, περνούσε μέσα από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και το οικοδόμημα της ΕΕ. Η ΕΕ, οι θεσμοί, οι συμφωνίες και οι μηχανισμοί της –από το Μάαστριχτ μέχρι το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα- εξασφάλιζαν μια σημαντική δύναμη πυρός για την άρχουσα τάξη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικά στη φάση της σημερινής καπιταλιστικής κρίσης, με κύριο εργαλείο τα μνημόνια και τη λεγόμενη «οικονομική διακυβέρνηση», χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας είναι ο «κόφτης», δηλαδή η αυτόματη επιβολή αντιδραστικών μέτρων.
Για τον ευρωπαϊσμό, το ιδεολόγημα το οποίο ανέλαβε να υπερασπίσει την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση, η ΕΕ ήταν μια φυσική εξέλιξη, αποτέλεσμα ενός ανύπαρκτου κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού και ταυτότητας, αλλά και αναπόδραστο γεγονός της παγκοσμιοποίησης και των εξελίξεων στην οικονομία. Κάθε απόπειρα να αναζητηθεί μέλλον έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, λοιδορούνταν σαν καταστροφική άγνοια για τις ολέθριες συνέπειες στην οικονομία, άγονος εθνικισμός που επιζητά επιστροφή στην εθνική απομόνωση, ιδεοληψία που δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να αποχωρήσει από την Ευρώπη, η οποία σκόπιμα ταυτίζονταν με την ΕΕ. Φτάσαμε στο σημείο όταν η μνημονιακή πολιτική οδήγησε σε κρίση τη σχέση της ΕΕ με την ελληνική κοινωνία, η προπαγάνδα του ευρωπαϊσμού να ισχυρίζεται ότι, μεταξύ άλλων δεινών, εκτός ΕΕ η Ελλάδα δε θα έχει πρόσβαση στο πετρέλαιο, παρά το γεγονός ότι οι χώρες της ΕΕ δεν παράγουν πετρέλαιο, με την εξαίρεση της Βρετανίας, αλλά το εισάγουν…
Αυτό το δόγμα του αναπόφευκτου της συμμετοχής στην ΕΕ επιχειρούσε να αποκρύψει ότι ήταν αποτέλεσμα πολιτικών συμφωνιών. Αφετηρία τους ήταν τα συμφέροντα του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου, αλλά και οι σχεδιασμοί των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών κέντρων. Αρχικά ενάντια στην ΕΣΣΔ και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», κατόπιν για την εδραίωση της θέσης τους στα πλαίσια των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και αξιοποιώντας το ΝΑΤΟ, όπως πρόσφατα σε Ουκρανία και Συρία. Καθόλου τυχαία, το πρώτο βήμα προς τη σημερινή ΕΕ ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951.
Η ΕΕ δεν εγγυάται κανένα δικαίωμα και είναι απειλή για την ελευθερία των λαών
Ο ευρωπαϊσμός επιχειρεί να συγκαλύψει την πραγματική φύση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σαν αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών που έχουν σαφές ταξικό χρώμα, επιδιώκοντας τη θωράκιση της κερδοφορίας και της εξουσίας του κεφαλαίου. Η όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης που ζούμε, το βάθος και ο δομικός της χαρακτήρας, έφεραν στην επιφάνεια τις αντιφάσεις και τα προβλήματα της ΕΕ. Η ταύτισή της με τις πολιτικές μνημονιακού τύπου, τη διάλυση του κοινωνικού κράτους και την επιστροφή των εργασιακών σχέσεων στο 19ο αιώνα, κάτω από το ευφημισμό της απορρύθμισης, απονομιμοποίησαν στις συνειδήσεις των ευρωπαϊκών λαών το οικοδόμημα του ευρωπαϊσμού. Γεγονός είναι επίσης ότι η ΕΕ είναι συμμαχία των αστικών τάξεων της Ευρώπης, αλλά όχι ισότιμη, καθώς η ολοκλήρωση συνδυάζεται με την ηγεμονία ενός σκληρού πυρήνα χωρών, του λεγόμενου παλιότερα «διευθυντήριου» και ειδικότερα της Γερμανίας. Ειδικά μετά το βάθεμα της κρίσης από το 2008 η ΕΕ μοιάζει όλο και περισσότερο να καθοδηγείται από τη γερμανική αστική τάξη, κάτι που αντικατοπτρίζεται από το ρόλο και τη στάση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Β. Σόιμπλε.
Οι επιλογές της ΕΕ μοιάζουν όλο και περισσότερο να εγκαταλείπουν τις διακηρύξεις περί κοινωνικής σύγκλισης των χωρών μελών, ανάπτυξης και εγγύηση των δημοκρατικών θεσμών. Η ΕΕ στα μάτια των ευρωπαίων εμφανίζεται όλο και πιο οικονομίστικη, κοινωνικά άδικη και γερμανική. Προκαλεί κοινωνική και πολιτική αστάθεια, ενώ οι αποτυχημένες συνταγές της για την οικονομική κρίση θυμίζουν τη λαίλαπα του ΔΝΤ στον Τρίτο Κόσμο.
Σε αυτές τις συνθήκες η επιλογή έστω και μερίδων της αστικής τάξης της Βρετανίας, μιας χώρας του πυρήνα των ιμπεριαλιστικών κέντρων, να προτείνει την εγκατάλειψη της ΕΕ προσδοκώντας να αξιοποιήσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία χωρίς τις δεσμεύσεις της ΕΕ, έδειξε ότι είναι εφικτή μια έξοδος. Έχει μάλιστα την αξία της η διαπίστωση ότι η Βρετανία δεν αποχωρεί κάτω από την πίεση πολιτικών εκβιασμών ή μιας καταστροφής ελληνικού τύπου. Και τι μπορεί να σημαίνει η αποδέσμευση, η άρση της σχέση με την ΕΕ; Καταρχήν την αποδέσμευση από τη συμφωνία ένταξης, τη συνθήκη του Μάαστριχτ και όσες τη συμπλήρωσαν, αλλά και την οριστική απομάκρυνση από την ευρωζώνη και την ΕΚΤ. Παράλληλα η συμμετοχή ή όχι στην Διατλαντική Συμφωνία (ΤΤΙΡ) και τις υπεραντιδραστικές της προβλέψεις υπέρ των μονοπωλίων μπαίνει σε άλλη βάση, καθώς οι επιλογές μιας εθνικής κυβέρνησης ελέγχονται πολύ πιο εύκολα από αυτές της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Δεν ανακαλύπτει κανείς την Αμερική διαπιστώνοντας ότι αυτές οι εξελίξεις δεν σηματοδοτούν μια πορεία κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο βρετανικός καπιταλισμός παραμένει σκληρός και δεν απαρνείται τη θατσερική κληρονομιά, ενώ η έξοδος από την ΕΕ για να ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλισμό προϋποθέτει κοινωνικό ρεύμα σε αυτή τη κατεύθυνση. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει με μαζικούς όρους, αν και οι δυνάμεις της «αριστερής εξόδου» από την ΕΕ (LEXIT) δίνουν την μάχη γι’ αυτό.
Το καινούργιο στη συζήτηση είναι ότι η παραμονή στην ΕΕ δεν είναι αναπόφευκτη. Άρα το καθήκον των δυνάμεων του εργατικού κινήματος και της μαχόμενης Αριστεράς είναι να ξεπεράσουν το δογματισμό του αριστερού ευρωπαϊσμού. Ενός δογματισμού που αρνείται τη σύγκρουση με τη μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης και την κοινωνική καταβύθιση στο βαθμό που αμφισβητεί τη σχέση με την ΕΕ. Έχει φανεί πια ξεκάθαρα ότι η ΕΕ δεν εγγυάται κανένα δικαίωμα και είναι απειλή για την ελευθερία των λαών, ενώ έχει νομιμοποιήσει και τις ιδέες της ακροδεξιάς, το ρατσισμό και το φυσιολογικό χαρακτήρα της κοινωνικής ανισότητας. Όταν ο Α. Τσίπρας μετά το βρετανικό δημοψήφισμα μιλάει για την ανάγκη «να ξαναβρεί η Ευρώπη τη χαμένη της ορμή και τις ιδρυτικές της αξίες», θέλει να κρύψει ότι αυτές οι αξίες ήταν η κερδοφορία και η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, που πολύ χαρακτηριστικά αποτυπώνονται στις τέσσερις ελευθερίες της συνθήκης του Μάαστριχτ, δηλαδή την ελευθερία στην κίνηση των κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού. Η κοινωνική απελευθέρωση προκρίνει ελευθερίες για τον εργαζόμενο και τον άνθρωπο συνολικά, αλλά είναι και οδηγός για την ήττα της σημερινής αντεργατικής εκστρατείας του κεφαλαίου, όπως αποτυπώνεται στα μνημόνια. Η ήττα της αντιλαϊκής πολιτικής ζητάει μια πολιτική αντικυβερνητική, αντιμνημονιακή και αντιΕΕ, που θα ξεπερνά μάλιστα το μισό αίτημα της ρήξης μόνο με το ευρώ, με ένα βασικό εργαλείο πολιτικής της ΕΕ, αλλά όχι με την ίδια. Το ιστορικό αίτημα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς για σύγκρουση και αποδέσμευση με την ΕΕ, συνδεμένο με την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, δικαιώνεται, αλλά και ωριμάζει στις συνειδήσεις σαν στόχος αναγκαίος και εφικτός.