Με τη συμπλήρωση 20 χρόνων απ’ το θάνατο του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, Α. Παπανδρέου, η Βουλή με πρωτοβουλία του προέδρου της Ν. Βούτση ετοιμάζει εκδήλωση προς τιμήν του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Χαρτοπόλεμος ανακοινώσεων ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για την κληρονομιά του Ανδρέα.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Ποια είναι η νέα «δημοκρατική παράταξη»;
Σύγκρουση στον πράσινο βάλτο
«Να επαναστατείς ή να συμβιβάζεσαι, δεν υπάρχουν άλλες επιλογές στη ζωή» (Gustave Le Bon)
Το 2013 ο Α. Τσίπρας είχε μιλήσει στο ίδρυμα Κ. Καραμανλή πλέκοντας το εγκώμιο του ιδρυτή της ΝΔ. Φρόνιμος και νοικοκύρης πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως απαιτεί το δημοτικό τραγούδι («Γιάννη μου κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης») δεν αποτίει φόρο τιμής σε κανένα Βελουχιώτη ή Μπελογιάννη (με «εξαίρεση» τον Πολλάκη) αλλά στην ιστορική ηγεσία της αστικής πολιτικής. Αυτή η στάση έχει διπλή ανάγνωση: Παρέχει πρόσθετα εχέγγυα στο σύστημα για την αστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ κάνει άνοιγμα σε συγγενείς πλέον χώρους, στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ και στην καραμανλική κεντροδεξιά. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν ισχυρούς δεσμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανδρώθηκε ως κόμμα απ’ το 2010 ως το 2015 απορροφώντας την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ (στο διάστημα αυτό απώλεσε το 40% της δύναμής του), ενώ ενσωμάτωσε στον ηγετικό μηχανισμό του πολυάριθμα και επώνυμα στελέχη του, που κατέλαβαν και υπουργικούς θώκους. Στο συλλογικό υποσυνείδητο του κόσμου του ΠΑΣΟΚ ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να εγγραφεί ως το υποκατάστατο του παλιού ριζοσπαστικού ΠΑΣΟΚ, υποθήκη όμως που κλονίζεται ηχυρά απ’ τη σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Κοινό γνώρισμα της πολιτικής εξέλιξης του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί η μετάλλαξή τους από αριστερά κόμματα σε αστικά σοσιαλφιλελεύθερα.
Το φαινόμενο μεταλλαγής μικροαστικών σοσιαλιστικών κομμάτων, αλλά ακόμη και κομμουνιστικών, σε αστικά κόμματα δεν είναι νέο. Η αλλαγή σοσιαλιστικών κομμάτων γίνεται κατά κύματα. Μια σειρά κόμματα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υιοθέτησαν μια σοσιαλσωβινιστική πολιτική και στάθηκαν στο πλευρό της αστικής τάξης της χώρας τους. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε στη λήξη του πολέμου, όταν ξέσπασαν επαναστάσεις σε Γερμανία, Ουγγαρία, Ιταλία, Αυστρία. Παγκόσμιας ιστορικής σημασίας υπήρξε η προσχώρηση του SPD στο αστικό στρατόπεδο, με ανάληψη μάλιστα αντεπαναστατικής δράσης. Μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, σοσιαλιστικά κόμματα, με προεξάρχοντα το SPD, τους Εργατικούς της Αγγλίας και τα σκανδιναβικά κόμματα, υιοθετώντας την κεϊνσιανή διαχείριση, θεσμοθέτησαν ορισμένες θετικές ρυθμίσεις για την εργατική τάξη, προωθώντας τη συνεργασία των δύο βασικών τάξεων, με οριστική απεμπόληση της σοσιαλιστικής προοπτικής. Τη δεκαετία του ’70-’80 τα τρία μεγάλα ευρωκομμουνιστικά κόμματα (Ιταλικό, Γαλλικό, Ισπανικό) υιοθετώντας μιαν πολιτική αριστερής κυβερνητικής διαχείρισης και αντίστοιχες συμμαχίες εκφύλισαν τον ταξικό χαρακτήρα και ουσιαστικά διαλύθηκαν. Η ανατροπή των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού οδήγησε σ’ αυτές τις χώρες στη μετάλλαξη, διάλυση ή θέση εκτός νόμου των κομμουνιστικών κομμάτων.
Η σοσιαλδημοκρατία αναγκαία για την πολιτική και οικονομική ισορροπία του καπιταλισμού
Στην εποχή των μνημονίων γεννήθηκαν ή διαφοροποιήθηκαν αριστερά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, Ποδέμος, Μπλόκο, Εργατικοί του Κόρμπιν) τα οποία όμως αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση ή συμμετέχοντας σ’ αυτήν, οδεύουν στη συγκρότηση μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας.
Η οικονομική πολιτική ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης, η τεράστια ασυμμετρία της με τις οργανώσεις της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων αποτελεί τον κύριο παράγοντα περιορισμού της δύναμής τους ή και εκφυλισμού του χαρακτήρα τους. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι βέβαια αναπόφευκτη. Η έκβασή της εξαρτάται απ’ την ιδεολογία και την πολιτική τους, τη δύναμη του εργατικού λαϊκού κινήματος και τη σχέση τους μ’ αυτό, το στάδιο, τη φάση, τις συνθήκες του καπιταλισμού, μέσα στις οποίες αναπτύσσονται και δρουν αυτές οι πολιτικές δυνάμεις. Στα καθ’ ημάς, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, ευνοήθηκαν απ’ την εθνική, πολιτική, οικονομική κρίση και την ανάπτυξη ισχυρού κινήματος. Το ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο μέρος της ριζοσπαστικοποίησης του ’74 αλλά και της εαμικής γενιάς, προβάλλοντας ένα πρόγραμμα άμεσης σοσιαλιστικής αλλαγής και «δικαίωσης των αγώνων». Η κομμουνιστική Αριστερά, στα δύο σκέλη της, δεν μπόρεσε να υπερβεί τα όριά της και ν’ αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στο «υπεραριστερό» ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποίησε την κρίση του 2008 και το κίνημα των πλατειών προτείνοντας κυρίως στην απογοητευμένη βάση του καταρρακωμένου ΠΑΣΟΚ μια νέα άφθαρτη αριστερή κυβερνητική λύση, που χωρίς συγκρούσεις και ρήξη θα επέβαλλε στο σύστημα και την ΕΕ την ανατροπή του μνημονιακού καθεστώτος.
Το ΠΑΣΟΚ την πρώτη τετραετία (1981-85) προωθεί μέτρα σημαντικής βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων. Αυξήθηκαν σημαντικά οι μισθοί και οι συντάξεις, χαρίστηκαν τα αγροτικά χρεή, λύθηκαν βασικά αστικοδημοκρατικά ζητήματα, όπως η κατάργηση του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, ο εκσυγχρονισμός του οικογενειακού δικαίου κ.ά. Παρά τον στασιμο πληθωρισμό, η πρώτη κυβέρνηση Α. Παπανδρέου με δανεισμό προέβη σε ανακουφιστικές παροχές, εξασφαλίζοντας σχετική ανοχή της αστικής τάξης και της ΕΟΚ (της τότε ΕΕ) για να εκτονωθεί, κυρίως, το αντιδικτατορικό ριζοσπαστικοποιημένο κίνημα. Η κρίση υπερσυσσώρευσης του 1986 έθεσε τέρμα στις φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ, οδηγώντας έκτοτε στην υιοθέτηση της κυρίαρχης στην ΕΟΚ πολιτική της λιτότητας με ιθύνοντα νου τον Κ. Σημίτη, επικεφαλής του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας εν μέσω σφοδρής κρίσης και αυστηρού μνημονιακού προγράμματος. Ενώ από το κίνημα που είχε παροπλιστεί απ’ τη δημαγωγία της λύσης «από πάνω», σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ της πρώτης τετραετίας, συναντά μια ασυλία, αντιμετωπίζει απόλυτη αδιαλλαξία απ’ την ΕΕ που θέλει πάση θυσία να ακυρώσει ταπεινωτικά ακόμα και μια μετριοπαθή διαφοροποίηση απ’ την πολιτική της που θα μπορούσε να επηρεάσει τους χειμαζόμενους απ’ τη λιτότητα και την εποπτεία ευρωπαϊκούς λαούς. Ήδη προεκλογικά είχε εκπονήσει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που απλώς περιόριζε την ακραία φτώχεια. Μετά την αναρρίχησή του όμως στην κυβέρνηση υπέγραψε το τρίτο και φαρμακερό μνημόνιο, που διατήρησε και επισώρευσε νέα βάρη στους ώμους του λαού. Σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε στην αρχή της διακυβέρνησής του κατόρθωσε να ελαφρώσει το λαό από τα βάρη του.
Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισαν τη δομική κρίση του 2008 με την κλασική μικροαστικότατη ταλάντευση μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων τάξεων. Στην πραγματικότητα, υποχώρησαν άτακτα στους εκβιασμούς του κεφαλαίου. Το ΠΑΣΟΚ υπέγραψε ένα προδοτικό μνημόνιο για ν’ αποφύγει το πιστωτικό γεγονός, στην πραγματικότητα για να σώσει τις εκτεθειμένες στα σαθρά ελληνικά ομόλογα γαλλογερμανικές τράπεζες, φορτώνοντας στον ελληνικό λαό ένα γενοκτονικό μνημόνιο, που σε λίγα χρόνια οδήγησε το ΑΕΠ στα βάραθρα (μείωση 25%), το λαό στην απόλυτη εξαθλίωση και το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική εξαχρείωση και κατάρρευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά απ’ τους αρχικούς λεονταρισμούς στη διαπραγμάτευση και το «αντιστασιακό» δημοψήφισμα, πρόσφερε γην και ύδωρ στις Βρυξέλλες. Επιδιώκοντας, στην πραγματικότητα, μια ελάφρυνση του προγράμματος, όπως καταφαίνεται απ’ τη δουλοπρεπή 47σέλιδη αντιπρότασή του στον Γιούνκερ, εξαγρίωσε τους επικυρίαρχους που ζητούσαν πλέον ταπεινωτική συμμόρφωση. Τελικά, φόρτωσε με βαρείς φόρους και περικοπές τα ασθενέστερα στρώματα, των οποίων τα συμφέροντα υποτίθεται ότι προάσπιζε, ενώ άκρως ταπεινωτική όχι για τη μιθριδατική αστική τάξη αλλά για τον ελληνικό λαό υπήρξε η εκχώρηση για έναν αιώνα της εθνικής περιουσίας στους αδηφάγους δανειστές.
Τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, μεταξύ των οποίων και το ΠΑΣΟΚ, επωμίστηκαν το δυσανάλογο βάρος της νεοφιλελεύθερης στροφής και έχουν υποστεί σημαντικές εκλογές απώλειες. Η σοσιαλδημοκρατία όμως είναι αναγκαία για την πολιτική και οικονομική ισορροπία του καπιταλισμού. Γι’ αυτό, το σύστημα ασκεί μεγάλες πιέσεις σε σύγχρονα αριστερά κόμματα, που ρητορικά τάσσονται εναντίον του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, υπέρ της άμβλυνσης των ανισοτήτων, της διατήρησης ή και ενίσχυσης πλευρών του κράτους πρόνοιας, να προσχωρήσουν στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική, ασχέτως αν χρησιμοποιούν τον όρο στον αυτοπροσδιορισμό τους. Η σοσιαλδημοκρατική ρητορική για έναν καπιταλισμό με «πιο ανθρώπινο πρόσωπο», όπως χαρακτηριστικά η «δίκαιη ανάπτυξη» που διατυμπανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ευπρόσδεκτη για το σύστημα ώστε ν’ αποτελεί ανάχωμα για τις αντισυστημικές δυνάμεις που στοχεύουν στην ανατροπή του συστήματος. Γι’ αυτό ο ευρωπαϊκός τύπος σοσιαλδημοκρατικού καπιταλισμού, παρά την υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, σε αντίθεση με τον αμερικανικό και κινεζικό καπιταλισμό, προσπαθεί να διατηρήσει ορισμένες κοινωνικές κατακτήσεις του παρελθόντος ή να δημιουργεί ορισμένες νέες, όσο το επιτρέπει ο άτεγκτος ολοκληρωτικός καπιταλισμός, για την ακραία φτώχεια, ιδίως όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που αποτελεί χαρακτηριστική σοσιαλφιλελεύθερη κοινωνική πολιτική στη Σ. Ένωση, αποδεκτή ακόμη και απ’ τα συντηρητικά κόμματα.
Αυτή η παραδοχή, όπως και η παραδοχή του ιμπεριαλιστικού πλαισίου (ΕΕ-ΝΑΤΟ), του αστικού κράτους και της κυριαρχίας του πολυεθνικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου αποτελούν τον κοινό υλικό όρο (αναπόφευκτα οι διαφορές δεν λείπουν) για τη σύγκλιση, ακόμα και κυβερνητική, σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κομμάτων που μετεξελίσσονται σε ιδιότυπα σοσιαλδημοκρατικά της σύγχρονης εποχής. Μια τέτοια συμμαχία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και συμπληρωμάτων, είναι πάγιος και μύχιος στόχος των ιθυνόντων της ΕΕ.