της Μαριάννας Τζιαντζή
Στην καρδιά της δικτατορίας, το 1969, ο Διονύσης Σαββόπουλος τραγούδησε για «Τα παιδιά που χάθηκαν» (στο δίσκο Το περιβόλι του τρελού): «Τα πιο ωραία παραμύθια/ απ’ όσα μου ’χεις διηγηθεί/ αχ, είναι εκείνα που μιλούσαν για τα παιδιά που ’χουν χαθεί». Από τότε πέρασε σχεδόν μισός αιώνας και τα παιδιά εξακολουθούν να χάνονται: περίπου 11.000 παιδιά εξαφανίστηκαν από πέρυσι που ξέσπασε το μεγάλο προσφυγικό κύμα. Τα παιδιά αυτά δεν θαλασσοπνίγηκαν: απώς άνοιξε η ευρωπαϊκή γη και τα κατάπιε, χάθηκαν αφού έφτασαν στην Ευρώπη. Παιδιά ασυνόδευτα, παιδιά υψηλού κινδύνου.
Η Ελλάδα έχει κι αυτή το μερτικό της στα παιδιά που χάθηκαν: γύρω στους χίλιους υπολογίζονται οι ανήλικοι που εξαφανίστηκαν ενώ βρίσκονταν στη χώρα μας. Στη Γερμανία έχουν εξαφανιστεί 4.200 παιδιά, 4.000 στην Ιταλία και πάει λέγοντας. Συνέδρια, ημερίδες, παρατηρητήρια ανθρώπινων δικαιωμάτων, μη κυβερνητικές οργανώσεις ασχολούνται με το πρόβλημα, συγκεντρώνουν στοιχεία, προτείνουν λύσεις… όμως τραγούδια δεν γράφονται. Τραγούδια όμορφα εννοώ, όχι ηθικοπλαστικά. Και, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο τραγούδι του Σαββόπουλου, τα χαμένα παιδιά δεν βρίσκονται στον κόσμο των παραμυθιών, αλλά στον κόσμο τον δικό μας. Εδώ, στην Ευρώπη, βρίσκονται «το στοιχειωμένο δάσος, του δράκου το πηγάδι, της στρίγγλας η σπηλιά, οι έμποροι και οι ληστές». Εδώ τα ασυνόδευτα παιδιά τριγυρίζουν «φοβισμένα κι ορφανά», αν ακόμα ζουν.
Τα εξαφανισμένα, τα αγνοούμενα, τα ασυνόδευτα παιδιά δεν χρειάζονται τροβαδούρους, αλλά πολύ πιο πρακτικά πράγματα και κάποιοι άνθρωποι, έστω λίγοι, νοιάζονται και προσπαθούν να βοηθήσουν. Εμείς, οι συνήθως συνοδευόμενοι και μη αγνοούμενοι χρειαζόμαστε εκείνη την αληθινή τέχνη που θα μιλά για τα σκοτεινά, παρανοϊκά περιβόλια της εποχής μας.