Με νέες υπερεξουσίες εξοπλίζεται το FBI μετά τη σφαγή
Γράφει ο Άρης Χατζηστεφάνου
«Είναι απαράδεκτο, όπλα που χρησιμοποιούνται σε πολεμικά μέτωπα να είναι ελεύθερα διαθέσιμα στην αμερικανική αγορά» δήλωσε ο Ομπάμα σε μια από τις πρόσφατες επισκέψεις που πραγματοποίησε σε συγγενείς των θυμάτων από την ανθρωποσφαγή που σημειώθηκε σε γκέι κλαμπ στο Ορλάντο. Ο Αμερικανός πρόεδρος αναφερόταν στο διαβόητο πλέον ημι-αυτόματο AR-15, το οποίο με μικρές τροποποιήσεις χρησιμοποιείται από αμερικανικά στρατεύματα όταν πολυβολούν αμάχους στα πέρατα της αμερικανικής αυτοκρατορίας – από το Αφγανιστάν μέχρι το Ιράκ.
Για άλλη μια φορά οι αμερικανοί πολιτικοί, τα μέσα ενημέρωσης αλλά και μεγάλο τμήμα της κοινωνίας φάνηκε να χάνουν την ουσία του προβλήματος που ήρθε και πάλι στο προσκήνιο μετά την επίθεση στο Ορλάντο. Ακολουθώντας την τυπική πλέον διαδικασία έστρεψαν πρώτα το βλέμμα τους προς την ισλαμική τρομοκρατία και αφού γέμισαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με αναφορές στο Ισλαμικό Κράτος (το οποίο, όπως αποδεικνύεται, θα ήθελε αλλά τελικά δεν εμπλέκεται στην επίθεση) επανάφεραν τη συζήτηση στα στενά πλαίσια της οπλοκατοχής.
Ελάχιστοι ήθελαν να σημειώσουν ότι τουλάχιστον το 80% των τρομοκρατικών επιθέσεων που έχουν σημειωθεί στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκαν από αμερικανούς πολίτες και μάλιστα στη συντριπτική πλειονότητά τους από ακροδεξιούς. Το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε φυσικά τον υποψήφιο των ρεπουμπλικάνων Ντόναλντ Τραμπ να ζητήσει εκ νέου την απαγόρευση εισόδου μουσουλμάνων στη χώρα του.
Κανένας δεν ήθελε επίσης να εξετάσει σε βάθος το πραγματικό προφίλ του δράστη στο οποίο εμπεριέχονται όλες οι παθογένειες της αμερικανικής κοινωνίας: ένας άνθρωπος αποκλεισμένος λόγο της οικονομικής του κατάστασης αλλά και της καταπιεσμένης από την κοινωνία σεξουαλικότητάς του, ο οποίος εργαζόταν σαν σεκιουριτάς στην μεγαλύτερη εταιρεία μισθοφόρων του πλανήτη.
Αναλαμβάνοντας τους γνωστούς ρόλους τους οι προοδευτικοί φιλελεύθεροι τάχθηκαν υπέρ της απαγόρευσης ή του περιορισμού της οπλοκατοχής. Αντίθετα, οι συντηρητικοί άρχισαν και πάλι να διαστρεβλώνουν το επαναστατικό περιεχόμενο της δεύτερης τροποποίησης του αμερικανικού συντάγματος, το οποίο επιτρέπει την κατοχή όπλων για τη διασφάλιση της ελευθερίας από τους ίδιους τους πολίτες. Στόχος των τελευταίων είναι να διασφαλίσουν τα κέρδη της βιομηχανίας όπλων αλλά και να εμπεδώσουν την αντίληψη μιας συνεχούς απειλής σε μια ανήθικη κοινωνία στην οποία μπορείς να επιβιώσεις μόνο εάν «ιδιωτικοποιήσεις» την προσωπική ασφάλεια.
Με αυτό το σκεπτικό, κανένας δεν μπορεί φυσικά να αναλύσει και να κατανοήσει πως γίνεται οι ΗΠΑ να έγιναν η μοναδική χώρα στον κόσμο όπου ο αριθμός των ανθρώπων που δολοφονούνται με πυροβόλα όπλα να είναι σχεδόν ίδιος με τον αριθμό όσων σκοτώνονται σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Από μόνη της η πρόσβαση στα όπλα δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τα χιλιάδες περιστατικά ψυχασθενών που περνούν απαρατήρητοι από τις (διαλυμένες ή ιδιωτικοποιημένες) δομές ψυχικής υγείας ούτε το μίσος αλλά και τις αυτοκτονικές τάσεις που εξαπλώνονται σε διόλου ευκαταφρόνητα τμήματα του πληθυσμού. Η κατάσταση διαρκούς εξαίρεσης και φόβου που προκαλούν οι επιχειρήσεις του αμερικανικού κράτους εντός και εκτός των συνόρων σε συνδυασμό με την ταχύτατη πληβειοποίηση μεγάλου τμήματος των πολιτών δεν μπαίνουν ποτέ στο τραπέζι ως πιθανοί παράγοντες γι’ αυτή την πρωτοφανή έξαρση βίας
Την ίδια ώρα όμως η επίθεση έδωσε τη ευκαιρία στους Δημοκρατικούς να προωθήσουν νέα νομοθεσία για τις λίστες του FBI όπου καταγράφονται άτομα που θεωρούνται ύποπτα για την τέλεση αξιόποινων πράξεων. Με πρόσχημα ότι η λίστα θα χρησιμοποιείται από εμπόρους όπλων για να αποφασίζεται ποιοι πελάτες μπορούν να λάβουν τον ανάλογο εξοπλισμό, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία τεράστιων βάσεων δεδομένων οι οποίες δεν θα είναι απλώς στη διάθεση κρατικών υπηρεσιών αλλά θα περνάνε και στα χέρια ιδιωτικών εταιρειών.
Η υπάρχουσα λίστα του FBI, η οποία συντάσσεται χωρίς τον παραμικρό δικαστικό έλεγχο περιλαμβάνει ήδη 800.000 άτομα – αρκετά από τα οποία έχουν ήδη χάσει το δικαίωμα να επιβαίνουν σε αεροπλάνα. Οι φάκελοι του FBI αποτελούν ένα σκοτεινό επτασφράγιστο μυστικό και έρχονται συνήθως στη δημοσιότητα μόνο όταν παρουσιάζονται κωμικοτραγικά περιστατικά – όπως η περίπτωση ενός γερουσιαστή αλλά και ενός τετράχρονου αγοριού που βρέθηκαν κατά λάθος στη λίστα των «ανεπιθύμητων» του αμερικανικού κράτους. Πληροφορίες αμερικανικών μέσων ενημέρωσης αναφέρουν ότι στην πλειονότητά τους οι λίστες περιλαμβάνουν μουσουλμάνους με καταγωγή από χώρες όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν και η Σομαλία
Because at the end of the day there’s so much more love than hate #PrayForOrlando 💗 pic.twitter.com/W5ZRjAjlIy
— Meryl Davis (@Meryl_Davis) June 14, 2016
Συνεχίζονται οι διακρίσεις – Ομοφοβικό έγκλημα
Ο συντάκτης του Guardian, Όουεν Τζόουνς, βγήκε εξοργισμένος από το στούντιο του Sky News, όπου είχε προσκληθεί να μιλήσει για το φρικτό έγκλημα στο Ορλάντο. Προσπαθούσε για ώρα να εξηγήσει στους συνομιλητές του ότι δεν πρόκειται απλώς για μια επίθεση εναντίον πολιτών αλλά για το χειρότερο ομοφοβικό έγκλημα που έχει διαπραχθεί στην αμερικανική ιστορία σε βάρος της ΛΟΑΤ κοινότητας. Το μόνο που ενδιέφερε όμως εκείνη τη στιγμή τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και τους παρουσιαστές ήταν να συνδέσουν την επίθεση με το Iσλαμικό Kράτος (και ει δυνατόν με τη μουσουλμανική θρησκεία εν γένει) και να μιλήσουν για ένα ακόμη έγκλημα εναντίον του δυτικού πολιτισμού.
Οι ΗΠΑ αλλά και πολλές χώρες της Ευρώπης προσπαθούσαν να κρύψουν κάτω από το χαλί την εκτεταμένη ομοφοβία ή οποία σε αρκετές περιπτώσεις έχει θεσμικά χαρακτηριστικά και διαιωνίζεται χάρη σε νομοθετικές ρυθμίσεις προηγούμενων δεκαετιών ή και αιώνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες ο πρόεδρος Ομπάμα εξασφάλισε μόλις το 2014 τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ στις δημόσιες υπηρεσίες, ακυρώνοντας ουσιαστικά και τα τελευταία νομικά υπολείμματα του προεδρικού διατάγματος που είχε προωθήσει ο Αϊζενχάουερ το 1953. Με την απόφαση του Αϊζενχάουερ, το FBI είχε το δικαίωμα να απομακρύνει ομοφυλόφιλους από θέσεις του δημοσίου με την αιτιολογία ότι αποτελούν εύκολα θύματα εκβιασμών κι ως εκ τούτου θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Το αμερικανικό κράτος μάλιστα φρόντιζε να διανέμει τις σχετικές λίστες του FBI και στον ιδιωτικό τομέα δημιουργώντας έτσι μια κατηγορία πολιτών οι οποίοι ήταν ολοκληρωτικά αποκλεισμένοι από κάθε μόνιμη εργασία.
Χρειάστηκε η περίφημη εξέγερση του Στόουνγουολ το 1969, από την οποία προέκυψε το μαχητικό κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, ώστε το αμερικανικό κράτος αλλά και η κοινωνία να αρχίσει σταδιακά να αποδέχεται τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ.
Η επίθεση στο Ορλάντο –αποτέλεσμα κατά τα φαινόμενα και της καταπιεσμένης σεξουαλικής ταυτότητας του δράστη– απέδειξε ότι μένει πολύ δρόμος ακόμη ώστε οι κοινωνίες της Δύσης να αποδεχθούν πραγματικά τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ.
Βιογραφικό ιδιαίτερα βεβαρυμένο
Δημόσιος κίνδυνος ο G4S
Ένα από τα στοιχεία της σφαγής στο Ορλάντο που τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης θα ήθελαν να αποσιωπήσουν είναι ότι ο δράστης ήταν υπάλληλος της διαβόητης G4S – της μεγαλύτερης εταιρείας μισθοφόρων του πλανήτη, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο. Η G4S ήρθε στο προσκήνιο όταν η βρετανική κυβέρνηση της ανέθεσε τη φύλαξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, σε μια προσπάθεια έμμεσης ιδιωτικοποίησης υπηρεσιών που μέχρι τότε παρέχονταν από τη μητροπολιτική αστυνομία της Σκότλαντ Γιαρντ. Καθώς όμως η ιδιωτική εταιρεία απέτυχε παταγωδώς να σταθεί στο ύψος της διοργάνωσης, η Βρετανία αναγκάστηκε τελικά να κινητοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις για τη φύλαξη των ολυμπιακών εγκαταστάσεων.
Ενώ όμως απέτυχε στους Ολυμπιακούς, η εταιρεία «διέπρεψε» στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη όπου το Ισραήλ τής ανέθεσε τη λειτουργία της φύλαξης πολιτικών κρατουμένων αλλά και των παράνομων εβραϊκών οικισμών στη Δυτική Όχθη. Το 2014 μάλιστα ο Ντέσμοντ Τούτου με επιστολή του κατήγγειλε την G4S για τη συμμετοχή της στην κακοποίηση ανήλικων Παλαιστίνιων κρατουμένων ενώ οργανώσεις και συνδικάτα σε όλο τον κόσμο ζητούν να ξεκινήσει μποϊκοτάζ για τις δραστηριότητες της εταιρείας.
H G4S όμως αποτελεί και εικόνα από το μέλλον των βίαιων επαναπροωθήσεων προσφύγων και μεταναστών που σχεδιάζουν και προωθούν οι κυβερνήσεις της ΕΕ. Το 2010 ένας άνδρας από την Αγκόλα βρέθηκε νεκρός κατά τη διαδικασία απέλασης που είχε αναλάβει η εταιρεία. Νωρίτερα ακούστηκε να φωνάζει «σας παρακαλώ μην το κάνετε αυτό» και «με σκοτώνουν». Δημοσιεύματα στον βρετανικό Τύπο έκαναν τότε λόγο για απάνθρωπες και ιδιαίτερα βίαιες τεχνικές που χρησιμοποιούνταν από τους ειδικούς φρουρούς – οι οποίοι όμως αθωώθηκαν από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας.
Οι κατηγορίες που έχουν κατά διαστήματα δημοσιευθεί εναντίον της G4S ξεκινούν από σκάνδαλα διαφθοράς και βασανισμό κρατουμένων και φθάνουν μέχρι την χρήση κρατουμένων σαν φθηνό εργατικό δυναμικό με μισθούς πείνας.
Σχετικά με την υπόθεση του σφαγέα του Ορλάντο, αποκαλύφθηκε ότι η εταιρεία τον είχε υποβάλλει σε ψυχολογικά τεστ μόνο κατά την πρόσληψή του και δεν ασχολήθηκε ποτέ με την κατάστασή του για τα επόμενα εννέα χρόνια, παρά το γεγονός ότι το FBI τον είχε ανακρίνει δυο φορές μέσα στο ίδιο διάστημα.