του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Η εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα προωθήσει συνταγματικές αλλαγές και τροποποίηση του εκλογικού νόμου για λόγους τακτικισμού, για να υπηρετήσει δηλαδή τα μικροκομματικά του συμφέροντα, είναι μονομερής. Ασφαλώς ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τέτοια κίνητρα. Οι επιδεινούμενες επιπτώσεις του τρίτου μνημονίου στην καθημερινότητα τον ωθούν σε αντιπερισπασμούς, σε «στροφή προς τ’ αριστερά», στη δήθεν αναβάθμιση της δημοκρατίας, κυρίως με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας απ’ τους πολίτες και με τη θεσμοθέτηση συστήματος απλής αναλογικής. Στα σχέδια του ΣΥΡΙΖΑ βαραίνει και η ενισχυόμενη αντίληψη ότι οδεύει προς την ήττα στην εκλογική αναμέτρηση.
Αυτή η εξέλιξη ευνοεί στη σκέψη της ηγεσίας του την καθιέρωση συστήματος απλής αναλογικής, που θα καθιστά αδύνατη την δημιουργία κυβέρνησης χωρίς τη σύμπραξη όχι δύο απλώς, αλλά τριών, τεσσάρων ή και πέντε κομμάτων, αλλά θα επιτρέπει και τη συγκρότηση κυβέρνησης χωρίς συμμετοχή του πρωτεύσαντος στις εκλογές κόμματος. Παράλληλα, η αναβάπτιση του κύρους του Προέδρου της Δημοκρατίας με την εκλογή του από παλλαϊκή ψηφοφορία, όχι μόνο θα αυξήσει τις δημοκρατικές περγαμηνές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα ενισχύσει και τις δυνατότητες του Προέδρου με περιορισμένη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του, στην εξασφάλιση της συναίνεσης συστημικών κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά και για τη στρατηγική ή και την τακτική σύγκλισή τους. Αυτές όμως οι ρυθμίσεις ή και άλλες παρόμοιες δεν εξυπηρετούν μόνο τις τακτικές βλέψεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τις ανάγκες του συστήματος.
Με σημαντική όμως ενίσχυση των προεδρικών εξουσιών, για ισχυρή και συναινετική διακυβέρνηση. Στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό κυριαρχεί το πολιτικό σύστημα του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Δεσπόζον γνώρισμά του η κυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας έναντι της κοινοβουλευτικής και της δικαστικής. Η εκτελεστική εξουσία αποτελείται από μια διαρχία: την κυβέρνηση και την Προεδρία της Δημοκρατίας, με προβάδισμα του ενός ή του άλλου πόλου στα διάφορα πολιτικά συστήματα.
Η κυβερνητική δημοκρατία πλεονεκτεί στην άμεση σχέση κυβέρνησης-Βουλής και στη δυνατότητα να απαλλάσσεται με ή χωρίς προσφυγή στις εκλογές από έναν ανεπιθύμητο πρωθυπουργό. Απεναντίας, το προεδρικό σύστημα έχει ασθενέστερη σχέση με το κοινοβούλιο και αυξημένες θεσμικές εξουσίες. Το προεδρικό σύστημα εξασφαλίζει ισχυρότερη, σταθερότερη, ασφαλέστερη εκτελεστική εξουσία. Εξ αυτού του λόγου είναι πιο ανθεκτικό στις πιέσεις των πολιτικών παραγόντων, του ξένου παράγοντα και, κυρίως, του εργατικού λαϊκού κινήματος. Υπάρχουν και ενδιάμεσες περιπτώσεις διανομής της δύναμης μεταξύ κυβερνητικής και προεδρικής εξουσίας. Στον σύγχρονο καπιταλισμό κυριαρχεί η απροσπέλαστη στο λαϊκό κίνημα προεδρική εξουσία ή προωθείται η ενίσχυσή της και στις περιπτώσεις υπεροχής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αυτή η τάση ενισχύεται τελευταία στην Ελλάδα. Αυτές τις τάσεις εκφράζει η πρόταση ομάδας εργασίας που προτείνει σημαντικές συνταγματικές αλλαγές (Καθημερινή, 5/6/16). Χαρακτηριστικές διατάξεις αυτής της πρότασης για την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας στον πόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας αποτελούν: Η εκλογή του Προέδρου από σώμα εκλεκτόρων και όχι έμμεσα απ’ τη Βουλή ή άμεσα από εκλογές. Ο Πρόεδρος δύναται, αντί του σχετικώς πλειοψηφίσαντος πρωθυπουργού, άπαξ στη θητεία του να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές. Καθιερώνεται η δυνατότητα του Προέδρου να διαλύσει τη Βουλή λόγω προφανούς δυσαρμονίας της σύνθεσής της με το λαϊκό αίσθημα. Κατοχυρώνονται βασικές ρυθμίσεις του εκλογικού συστήματος με βάση το γερμανικό σύστημα που συνδυάζει πλειοψηφικό και αναλογική. Καθιερώνεται η δυνατότητα κυβέρνησης ανοχής και μειοψηφίας, ώστε να αποτρέπεται η συχνή προσφυγή στις κάλπες και να παρέχεται κίνητρο για ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις
. Η ηγεσία της δικαιοσύνης εκλέγεται απ’ τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, από κατάλογο που του υποβάλλει η ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ως μείζων καινοτομία προτείνεται η κατάργηση του θεσμού της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Κραυγαλέα είναι η προνομιακή αντιμετώπιση του κεφαλαίου. Προτείνονται διατάξεις που τονώνουν την επιχειρηματική «ελευθερία» και προσελκύουν ξένες επενδύσεις, παρέχεται αυξημένη προστασία σε ειδικά καθορισμένες ελεύθερες οικονομικές ζώνες, καταργείται ο θεσμός εθνικοποίησης επιχειρήσεων που εξάλλου δεν εφαρμόστηκε ποτέ υπό το ισχύον σύνταγμα, ενώ διασφαλίζεται ο συντονιστικός μάλλον παρά ο διευθυντικός ρόλος του κράτους στην οικονομία.
Προτείνεται η «κανονικοποίηση» των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου με το σκεπτικό ότι στον σύγχρονο κοινοβουλευτισμό, μετεξελίχτηκε η τέχνη της νομοθέτησης «πεμπτουσία της οποίας είναι ο καταλυτικός ρόλος της κυβέρνησης». Αυτές ή παρόμοιες ρυθμίσεις προβάλλονται συχνά τα τελευταία χρόνια από συστημικούς παράγοντες στο χώρο της πολιτικής, της οικονομίας, των ΜΜΕ. Βασικός στόχος είναι η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας συνολικά, η ένταση του αυταρχισμού, η συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας, οι περαιτέρω φραγμοί στο εργατικό λαϊκό κίνημα. Επικρατέστερη είναι η τάση αναδιανομής της εκτελεστικής εξουσίας με ενίσχυση μεγαλύτερη ή μικρότερη, του προεδρικού κέντρου σε βάρος του πρωθυπουργικού. Το σύστημα εξασφαλίζει έτσι την αυταρχική θωράκισή του, τη σταθεροποίηση και «κανονικοποίηση» όρων έκτακτης ανάγκης (πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ειδικές οικονομικές ζώνες, άρνηση εθνικοποιήσεων κ.ο.κ.). Ταυτόχρονα, με τον ενισχυμένο ρόλο του προεδρικής εξουσίας, διευκολύνεται η συναινετική λειτουργία και ώσμωση των κομμάτων του συστημικού τόξου. Μικρότερη προθυμία ή και αντίθεση στην ενίσχυση της προεδρικής εξουσίας προβάλλουν τα αστικά κόμματα εξουσίας, υπερπροβάλλοντας τη σχετική αυτοτέλεια του κομματικού συμφέροντος, ιδίως σε καθεστώς πρωθυπουργοκεντρικής εκτελεστικής εξουσίας (που ισχύει και στη χώρα μας) προκαλώντας δυσλειτουργίες στο σύστημα.