ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
«Σε μια στιγμή που η Γαλλία φιλοξενεί το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, σε μια στιγμή που βρίσκεται αντιμέτωπη με την τρομοκρατία, οι διαδηλώσεις δεν μπορούν πλέον να επιτρέπονται στην περίπτωση που η ιδιωτική και δημόσια περιουσία, όπως και η ζωή των ανθρώπων, δεν είναι δυνατό να διασφαλιστούν». Μέσα σε πολύ λίγα λόγια, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο την περασμένη Τετάρτη, έβαλε σε ένα τσουβάλι όλες τις «απειλές» που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα και η κυβέρνησή της και προανήγγειλε μέτρα πιο σκληρά ακόμη και από αυτά που προβλέπει το καθεστώς έκτακτης ανάγκης το οποίο επιβλήθηκε μετά την 13η Νοεμβρίου του 2015.
Για τον Ολάντ, λοιπόν, όπως και για τον πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς, για το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κατεστημένου, αλλά και για τον γαλλικό ΣΕΒ, ο δολοφόνος των δύο αστυνομικών το βράδυ της Δευτέρας που δήλωσε «στρατιώτης» του Ισλαμικού Κράτους, οι Ρώσοι, Γερμανοί, Άγγλοι και λοιποί νεοναζί που συρρέουν στα γήπεδα και τις πόλεις της χώρας για να λύσουν τις διαφορές τους και να στείλουν τα μηνύματα μίσους προς κάθε κατεύθυνση και οι εκατοντάδες χιλιάδες απεργοί που πλημμύρισαν την Τρίτη τους δρόμους του Παρισιού και πολλών άλλων πόλεων, αψηφώντας τις απειλές και τους εκβιασμούς της κυβέρνησης και της αστυνομίας, είναι το ίδιο και το αυτό.
Όλοι τους, σύμφωνα με την κυβερνητική προπαγάνδα, έχουν ένα και μοναδικό σκοπό, ανεξαρτήτως των κινήτρων τους: Να διαταράξουν τον νόμο και την τάξη, να απειλήσουν την καθημερινότητα των φιλήσυχων «νοικοκυραίων», να ανακόψουν την οικονομική ανάκαμψη που δήθεν έρχεται, όπως δείχνουν οι διάφοροι «δείκτες» ή ακόμη και να στερήσουν από την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της χώρας το τρόπαιο του EURO, καθώς την έχουν χρίσει εδώ και καιρό ως το απόλυτο και αδιαφιλονίκητο φαβορί – και ας μην παίζει σπουδαία μπάλα.
Καθώς δε μια βελγική εφημερίδα δημοσίευσε την Τετάρτη την …άκρως απόρρητη και αποκλειστική πληροφορία ότι φτάνουν από στιγμή σε στιγμή στην Ευρώπη δεκάδες τζιχαντιστές από τη Συρία και το Ιράκ, έτοιμοι να αιματοκυλήσουν ξανά τη Γαλλία και το Βέλγιο, δεν θέλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να φτάσει κανείς στο συμπέρασμα που επιδιώκει η γαλλική πολιτική ηγεσία: Καταστολή, καταστολή και πάλι καταστολή -αυτή είναι η μόνη ενδεδειγμένη απάντηση απέναντι στους κάθε λογής «ταραξίες».
Οι Γάλλοι απεργοί αντέχουν και συνεχίζουν. Παρά τις προβλέψεις για εκτόνωση των κινητοποιήσεων, παρά τις διαρκείς απειλές της κυβέρνησης και την εκστρατεία φόβου από τα ΜΜΕ, παρά τη δράση των «γνωστών-αγνώστων», παρά τη νέα «μίνι» τρομοκρατική επίθεση, παρά την ποδοσφαιρομανία που έχει καταλάβει μεγάλο μέρος του «πόπολου», παρά και τις ολοένα πιο δυνατές φωνές για συμβιβασμό που ακούγονται στο εσωτερικό της ηγεσίας αρκετών συνδικάτων, το προγραμματισμένο εδώ και πολλές εβδομάδες απεργιακό ραντεβού της 14ης Ιουνίου εξελίχθηκε σε μία μεγαλειώδη επίδειξη δύναμης και αποφασιστικότητας για τη συνέχιση του δίκαιου αγώνα, που έχει στο επίκεντρό του το αίτημα για την απόσυρση του νομοσχεδίου-εκτρώματος το οποίο απορυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις προς όφελος του κεφαλαίου.
Από το πρωί της Τρίτης, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι άρχισαν να συρρέουν στους δρόμους του Παρισιού, ενισχυμένοι από συναδέλφους τους που έρχονταν από άλλες περιοχές της χώρας, φτάνοντας στην πρωτεύουσα με περισσότερα από 700 πούλμαν. Το απόγευμα, η ίδια η αστυνομία έκανε λόγο για μια συγκέντρωση στην οποία συμμετείχαν γύρω στους 70-80.000, αλλά και για 125.000 σε όλη τη Γαλλία. Πρόκειται για έναν αριθμό που, από μόνος του, αρκεί για να καταστήσει τη διαδήλωση αυτή τη μεγαλύτερη από την έναρξη του απεργιακού αγώνα, τον περασμένο Μάρτιο και μια από τις μεγαλύτερες των τελευταίων δεκαετιών. Είναι δε υπερδιπλάσιος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο που δόθηκε για όλες όσες είχαν πραγματοποιηθεί τις προηγούμενες εβδομάδες -και παρ’ όλα αυτά, πολύ μικρότερος από τον πραγματικό, καθώς οι διοργανωτές εκτιμούσαν τους συγκεντρωμένους σε περίπου 1,3 εκατομμύρια σε ολόκληρη τη Γαλλία.
Μάλιστα, το συντονιστικό των συνδικάτων τα οποία επιμένουν στη γραμμή του αγώνα (CGT, FO, FSU, Solidaires, Unef, Fidl, UNL) συνεδρίασε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της μεγάλης κινητοποίησης και αποφάσισε να συνεχίσει, προκηρύσσοντας νέες «ημέρες δράσης» για τις 18, τις 23 και τις 28 Ιουνίου. Απαντώντας δε στη δήλωση-εκβιασμό του πρωθυπουργού ότι πρέπει να σταματήσουν να οργανώνονται διαδηλώσεις στο Παρίσι επειδή μετατρέπονται σε πεδίο μάχης από «ανεξέλεγκτα στοιχεία» και απειλούνται ανθρώπινες ζωές, τα συνδικάτα όχι απλώς δεν απολογήθηκαν, αλλά πέρασαν στην αντεπίθεση, διαμηνύοντας ότι η τήρηση της τάξης είναι δουλειά της κυβέρνησης και της αστυνομίας, τις οποίες και κατηγόρησαν ότι εφόσον δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους υπονομεύουν το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και των δημόσιων συγκεντρώσεων!
Όπως είναι φυσικό, στις τάξεις της κυβέρνησης των Σοσιαλιστών επικρατεί έντονη νευρικότητα, ως και πανικός, καθώς διαπιστώνεται ότι κανείς εκβιασμός και ελιγμός δεν έχει πιάσει τόπο μέχρι στιγμής. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη γαλλική Δεξιά, καθώς ο Νικολά Σαρκοζί δεν ξεχνά τη σκληρή αναμέτρηση του 2010, η οποία του είχε κοστίσει πολύ ακριβά πολιτικά. Έτσι, ο φερόμενος ως αδιαφιλονίκητο φαβορί για το χρίσμα του υποψηφίου στις προεδρικές εκλογές που θα γίνουν την άνοιξη του 2017, επιτέθηκε δημοσίως τόσο στην κυβέρνηση, κατηγορώντας την για έλλειψη πυγμής και αποφασιστικότητας απέναντι στις κάθε είδους απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα, όσο και στην CGT, την οποία εγκάλεσε για έλλειψη κοινωνικής ευθύνης, ενώ παράλληλα απαίτησε από τις αρχές να διερευνήσουν τους… χρηματοδότες της.
«Η κυβέρνηση πρέπει, επιτέλους, να ακούσει», απάντησε ο επικεφαλής της CGT, Φιλίπ Μαρτίνεζ, ο οποίος είχε προγραμματίσει συνάντηση με την υπουργό Εργασίας, Μιριάμ ελ-Κόμρι, το πρωί της Παρασκευής. Βεβαίως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται πως η ηγεσία της αναζητεί ήδη οδό «απεμπλοκής», διεκδικώντας από την κυβέρνηση ένα αντάλλαγμα το οποίο θα μπορεί να «πουλήσει» ως κέρδος από τον σκληρό αγώνα. Αναμφίβολα, πάντως, αυτό που πρέπει κανείς να αναγνωρίσει στα συνδικάτα είναι ότι, παρά τις σοβαρές αντιθέσεις στο εσωτερικό τους, έχουν καταφέρει ως τώρα να μείνουν ανυποχώρητα στο βασικό αίτημα, που δεν είναι άλλο από την απόσυρση του επίμαχου νόμου, χωρίς να υποκύψουν ούτε στο «μαστίγιο» ούτε στα «καρότα» που κατά καιρούς ρίχνει η κυβέρνηση. Προφανώς, δεν είναι σίγουρο αν και πόσο θα αντέξουν ακόμη -ωστόσο, δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι η στάση τους αυτή οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην πίεση που δέχονται από το πιο μαχητικό τμήμα της βάσης, που απαιτεί αγώνα μέχρι τη νίκη, ειδικά τώρα που διαπιστώνεται στην πράξη η ανθεκτικότητα των απεργών.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση δείχνει επίσης να επιμένει στη σκληρή και ανυποχώρητη γραμμή. «Δεν θα αλλάξουμε ένα κείμενο που είναι ήδη αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης με τα συνδικάτα», δήλωσε ο Βαλς, επικαλούμενος την προδοτική για τους εργαζόμενους στάση ορισμένων οργανώσεων όπως η CFDT. Για του λόγου το αληθές, άλλωστε, είναι αυτή που αντιτίθεται λυσσωδώς στις κινητοποιήσεις και επί της ουσίας στηρίζει όλα τα μέτρα -όπως η μείωση της προσαύξησης για τις υπερωρίες από το 25% στο 10% και το «παραθυράκι» για 60άωρη εβδομαδιαία εργασία, έστω κι αν τυπικά δεν καταργείται το 35ωρο.
Το ερώτημα που φαίνεται να τίθεται τώρα είναι ποιος και πώς θα κερδίσει «τη μάχη της κοινής γνώμης», όπως έγραφε ο πρωτοσέλιδος τίτλος της Λιμπερασιόν την Τετάρτη. Από την απάντηση θα κριθεί σε σημαντικό βαθμό, όπως επισημαίνουν αρκετοί, ποιος θα επιδείξει την αναγκαία αντοχή ώστε να βγάλει ως το τέρμα και χωρίς να πέσει μια κούρσα που μοιάζει περισσότερο με μαραθώνιο, παρά με σπριντ. Σε αυτό το πλαίσιο, κυβέρνηση και καθεστωτικά Μέσα μοιάζουν να επιλέγουν, ειδικά τα τελευταία 24ωρα και πέρα από την εκστρατεία τρόμου, να «θάψουν» το ζήτημα των απεργιακών κινητοποιήσεων, με προφανή στόχο να τις οδηγήσουν σε «ασφυξία», ειδικά καθώς θα προχωρά το ποδοσφαιρικό σόου και, στη συνέχεια, οι περισσότεροι θα αρχίσουν να ετοιμάζονται για τις καλοκαιρινές τους διακοπές.
Σε κάθε περίπτωση, όποια και αν είναι η τελική του έκβαση, ο αγώνας αυτός θα αφήσει σοβαρές παρακαταθήκες στη γαλλική κοινωνία και το εργατικό κίνημα. Αναδεικνύοντας με έμφαση και το αριστερό πολιτικό έλλειμμα στη χώρα, αλλά και την αξία και το περιεχόμενο του συνθήματος «όταν τα βρίσκουν στο κτίριο της βουλής, η μόνη αντιπολίτευση είμαστε εμείς».