Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος της ερχόμενης Πέμπτης, για την παραμονή ή την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, το σίγουρο είναι πως η όλη διαδικασία ανέδειξε το ευρύτερο ζήτημα της πολιτικής και θεσμικής κρίσης της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.
της Δανάης Μαραγκούδη
Αν ξέρεις τον εχθρό σου και γνωρίζεις τον εαυτό σου, μην τον φοβάσαι και θα νικήσεις σε 100 μάχες”, έγραφε ο Σουν Τζου στην Τέχνη του Πολέμου. Το συντηρητικό στρατόπεδο της Βρετανίας μαζί με το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύσσωμο το χρηματοπιστωτικό τομέα γνωρίζει πολύ καλά τον εχθρό του και χρησιμοποιεί κάθε δυνατό μέσο για να πετύχει την παραμονή στην Ένωση. Στις δημοσκοπήσεις για το δημοψήφισμα της Πέμπτης 23 Ιουνίου προηγείται το Brexit, ωστόσο δύσκολα υποτιμάται το γεγονός ότι οι αποδόσεις των στοιχηματικών εταιρειών “δείχνουν” υπέρ της παραμονής.
Μάλιστα, ήδη απ’ την εποχή που εξήγγειλε ο Ντέιβιντ Κάμερον το δημοψήφισμα, τρία χρόνια πριν, ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει αποσπάσει τέσσερις σημαντικές “νίκες” από τη Βρετανία και την ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, σε έρευνα με τίτλο “How Cameron’s referendum delivered victories to Big Finance”, που διεξήγαγε το Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών, ερευνάται και αποδεικνύεται πως ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ασκώντας στοχευμένες πιέσεις και σε συνεργασία με τη βρετανική κυβέρνηση και την ΕΕ είχε τα εξής κατορθώματα: το διορισμό του Τζόναθαν Χιλ ως Επιτρόπου Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών ώστε να στηρίζει τα βρετανικά συμφέροντα στις αγορές, τη δημιουργία της Ένωσης Κεφαλαιαγορών που θα οδηγήσει σε μια νέα εποχή απορρύθμισης των αγορών, την αξιολόγηση του υπάρχοντος ρυθμιστικού πλαισίου που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επαναφορά κανόνων ενάντια στην χρηματοπιστωτική αστάθεια και τέλος, στη συμφωνία της βρετανικής κυβέρνησης με την Κομισιόν το Φεβρουάριο, που μετατράπηκε σε εργαλείο που θα βοηθήσει τους Βρετανούς (και άλλες κυβερνήσεις εκτός Ευρωζώνης) να υπερασπίζονται τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Το δημοψήφισμα της Βρετανίας μπορεί να εξεταστεί σε τρία κομβικά ζητήματα. Το πρώτο είναι το οικονομικό, καθώς διογκώνεται η ψαλίδα των καταπιεσμένων της δυτικής Ευρώπης που αποδοκιμάζουν το πολιτικοοικονομικό “σύμπλεγμα”, απορρίπτοντας τις αντεργατικές πολιτικές χρόνων, ενώ παράλληλα η κινδυνολογία των υπέρμαχων του στρατοπέδου του “Ναι” φέρνει τα αντίστροφα αποτελέσματα. Η εμπειρία ως προς τα ευρωπαϊκά δημοψηφίσματα έχει δείξει ότι στο δημοψήφισμα του 2005 στην Ολλανδία (αναφορικά με το ευρωπαϊκό σύνταγμα), στην Δανία σε μια ψηφοφορία το Δεκέμβριο του 2015 για την αποχώρηση από την Europol, αλλά ακόμα το παράδειγμα της Ελλάδας με το δημοψήφισμα του περσινού Ιουλίου, έδειξαν πως την ώρα που το ένα από τα δύο στρατόπεδα επέλεξε την καταστροφολογία, η εναλλακτική “εκτοξεύτηκε”. Η προειδοποίηση του Ντέιβιντ Κάμερον στις 9 Μαΐου ότι μία ψήφος για την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση διακινδυνεύει ουσιαστικά να καταστρέψει την μεταπολεμική ειρήνη στην Ευρώπη δε διαφέρει. Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, που με “σεμνό” τρόπο γράφουν ότι “η εγκατάλειψη του στόχου της εποικοδομητικής μεταρρύθμισης μίας είναι αλήθεια ελαττωματικής Ευρώπης θα ήταν μία στάση περισσότερο από ηττοπαθής. Θα ήταν μία πράξη καθαρού αυτοακρωτηριασμού”.
Το δεύτερο είναι το ζήτημα της μετανάστευσης, όχι των προσφύγων που δέχεται η Βρετανία (καθώς το 2015 διαχειρίστηκε το Ηνωμένο Βασίλειο μόλις 38.370 αιτήσεις ασύλου), αλλά περισσότερο της ενδοευρωπαϊκής μετανάστευσης. Μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας βλέπει την μετανάστευση ως απειλή για τα εργασιακά δικαιώματα των Βρετανών.
Το τρίτο σημείο είναι και το πιο δομικό, καθώς αφορά τον πυρήνα της σκέψης και λειτουργίας της ΕΕ. Για παράδειγμα, ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Μ. Obstfeld, κατά την παρουσίαση της εξαμηνιαίας έκθεσης για τις προοπτικές της διεθνούς οικονομίας τόνισε πως “η πολιτική ομοφωνία, που στο παρελθόν στήριζε το ευρωπαϊκό σχέδιο, βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης”. Αν πριν λίγα χρόνια το στο επίκεντρο της συζήτησης για τα προβλήματα της ΕΕ βρισκόταν η οικονομική κρίση και η λειτουργία της Ευρωζώνης, σήμερα αναδύεται το ευρύτερο ζήτημα της πολιτικής και θεσμικής κρίσης της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Το τελευταίο διάστημα το δημοψήφισμα της Βρετανίας ενισχύει τις ανησυχίες για την παγκόσμια οικονομία, επηρεάζει τις τιμές του πετρελαίου, τις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), ενώ αγγίζει μέχρι και την επιβραδυνόμενη οικονομία της Κίνας. Είτε λοιπόν, είμαστε θεατές ενός συνεχιζόμενου κερδοσκοπικού πακέτου, είτε ο Σουν Τζου έχει δίκιο και οι συντηρητικές δυνάμεις έχουν καταλάβει ποιος είναι ο εχθρός ή για την ακρίβεια, ποια είναι η εχθρική κατάσταση.
Εμείς ποιοι είμαστε; Ο φόβος της αναμέτρησης και η πεισματική στήριξη με κάθε κόστος της ΕΕ από μεγάλα κομμάτια της Αριστεράς δείχνει την αποδοχή μιας νέας ήττας, μιας τάσης απόδοσης όλων των κακών του κόσμου στους αρνητικούς συσχετισμούς, αλλά και μια μαύρη προοπτική που αφήνει τα λαϊκά στρώματα στα χέρια των ακροδεξιών.
Ο Τζέρεμι Κόρμπιν έχει πείσει ότι ανήκει σε κάποια άλλη ξεχασμένη εποχή: “χρειάζεται αλλαγή, όμως αυτή μπορεί να έλθει μόνο από τα μέσα, δουλεύοντας με τους συμμάχους μας στην ΕΕ. (…) Η ΕΕ, με όλα τα ελαττώματά της, έχει αποδείξει ότι είναι το κρίσιμο διεθνές πλαίσιο για να χτίσουμε ένα καλύτερο κόσμο”.
“Μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή, μια άλλη ΕΕ όχι”. Είμαστε με το Left Exit ή αλλιώς Lexit, την Αριστερή Έξοδο από την ΕΕ. Στην καμπάνια του Lexit συμμετέχουν κόμματα της Αριστεράς (όπως το ΚΚ Βρετανίας, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα), συνδικάτα και άλλες συλλογικότητες. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ Ηνωμένου Βασιλείου στηρίζει και συμμετέχει στην καμπάνια του Lexit, «γιατί αποτελεί αναγκαίο όπλο και ένα κρίσιμο παράγοντα αποσταθεροποίησης για την ήττα των κυβερνητικών πολιτικών της λιτότητας στη Βρετανία και σε όλη την Ευρώπη». Και τονίζει: «Οι εργαζόμενοι και η νεολαία πρέπει να σφραγίσουν την αριστερή καμπάνια για έξοδο από την ΕΕ με τον αγώνα τους ενάντια στις πολιτικές της λιτότητας, το ρατσισμό και την ολοκληρωτική καταστροφή των δημόσιων υπηρεσιών της ΕΕ για να συνεχίσουν με καλύτερους όρους τη μάχη ενάντια σε κάθε κυβέρνηση που λειτουργεί υπέρ του κεφαλαίου, μέχρι τη διάλυση της ΕΕ και κάθε μηχανισμού ή ολοκλήρωσης του καπιταλισμού».