Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Μεθοδεύσεις για να αποφύγει έναν ακόμη πολιτικό διασυρμ, αναζητά το Μέγαρο Μαξίμου μετά την απόφαση του Eurogroup και τη μετέπειτα ανακοίνωση της Κομισιόν που ζητά «συμπληρωματικό μνημόνιο» παρά την ψήφιση στην Βουλή του ακραία αντιλαϊκού πολυνομοσχεδίου για τα προαπαιτούμενα!
Τραγελαφική και ενδεικτική της υποτέλειας στους δανειστές είναι η φράση που χρησιμοποίησε για το θέμα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης αναφέροντας πως μετά τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, ανακαλύφθηκε πως «υπάρχει ένας αριθμός εκκρεμοτήτων που προκύπτει συνήθως από το γεγονός ότι το πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε στη Βουλή την Τρίτη είναι τεράστιο, είναι μεγάλο. Άρα είναι λογικό να υπάρχουν ατέλειες, λάθη, τεχνικά ζητήματα που χρειάζονται διευκρίνιση»! Με τέτοιου είδους δηλώσεις η κυβέρνηση προσπαθεί εμφανώς να καθησυχάσει ακόμη και τους βουλευτές της και να καλύψει την πραγματικότητα. Αυτή που λέει πως δεν έχει τέρμα ο κατήφορος των πολιτικών επιλογών της και φυσικά δεν έχουν τέρμα τα μνημονιακά μέτρα που θα λαμβάνονται όπως και όποτε ακριβώς το ζητούν οι δανειστές. Σε αυτό το «φόντο» μόνο ως …ανέκδοτο μπορεί να εκληφθούν οι κατάρες και οι καταγγελίες για αντισυνταγματικότητα των κυβερνητικών στελεχών στην αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά που μόλις πριν μία εβδομάδα ψήφισαν.
Όπως ξεκαθαρίστηκε, οι «διορθώσεις» θα αφορούν την παροχή ασυλίας στο εποπτικό και το διοικητικό συμβούλιο του νέου υπερταμείου ώστε να μπορούν υπεράνω κάθε νόμου να προχωρήσουν στην εκποίηση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας. Επίσης την ταχύτατη επίλυση του ξεπουλήματος του Ελληνικού, τη διεύρυνση της παράδοσης των τραπεζικών δανείων στα πολυεθνικά funds. Επίσης θα αναζητηθούν δημοσιονομικά ισοδύναμα προκειμένου να ισχύσει η πενιχρή δέσμευση του πρωθυπουργού από το βήμα της Βουλής ώστε να μην υπάρξει άμεση απαίτηση για την επιστροφή του ΕΚΑΣ ως «αχρεωστήτως καταβληθέν» ποσό, ύψους 70 εκατομμυρίων ευρώ. Πάντως κανείς δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στο ότι μία κυβέρνηση που έχει επιδείξει τέτοια συμπεριφορά δεν κρύβει κι άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις. Ασαφές είναι το πώς θα νομοθετηθούν αυτές οι «διορθώσεις» αφού η κυβέρνηση δεν επιθυμεί θα ξαναφέρει τους βουλευτές της στη Βουλή για να δηλώσουν για άλλη μία φορά «ναι σε όλα».
Η όλη διαδικασία πάντως –αφού τίθεται ως νέο προαπαιτούμενο για την παροχή της πρώτης δόσης των 7 δισ.- δυσχεραίνει τα κυβερνητικά επικοινωνιακά σχέδια. Αυτά περιελάμβαναν μία προσπάθεια να …ξεχαστεί πρόσκαιρα η σφαγή των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και τα όσα ψηφίστηκαν στη Βουλή μέσω της προβολής άλλων θεμάτων όπως η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες και βέβαια ο περίφημος ανασχηματισμός το οποίο ζητούν πλέον και επισήμως κυβερνητικά στελέχη όπως ο Δημήτρης Παπαδημούλης.
Αυτά την ίδια στιγμή που ομολογείται πως πριν καν στεγνώσει το μελάνι στα αντιλαϊκά μέτρα της «πρώτης αξιολόγησης», η κυβέρνηση ετοιμάζεται ήδη για το κλείσιμο της δεύτερης. «Προετοιμάζουμε το έδαφος ώστε η μεταρρύθμιση για τα εργασιακά να μην έχει μέσα ομαδικές απολύσεις και αλλαγές του συνδικαλιστικού νόμου» δήλωσε πρόσφατα ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος αποσαφηνίζοντας ότι τα εργασιακά είναι η αιχμή του δόρατος για την επόμενη φάση. Όπως είπε «εμείς αυτά δεν τα θέλουμε. Δεν έχουμε υπογράψει τίποτα που να ενισχύει την εργασιακή ζούγκλα που έχουμε τώρα». Φυσικά οι δηλώσεις αυτές έχουν πλέον τόση αξιοπιστία όση και οι διαβεβαιώσεις σχετικά με το ότι δεν θα υπάρξουν μειώσεις στις συντάξεις πριν την κατάρτιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου.
Ασφαλώς η κυβέρνηση από αύριο κιόλας θα …συνεχίσει την δουλειά της με την κατάθεση του λεγόμενου «αναπτυξιακού νομοσχεδίου» του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Σταθάκη. Ένα νομοθέτημα που με πρόσχημα τη στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας δίνει νέα φορολογικά προνόμια στο κεφάλαιο. Το νομοσχέδιο ήδη έχει εξυμνήσει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων αναφέροντας στο εβδομαδιαίο δελτίο του πως «στα θετικά του νέου νόμου πιστώνεται η χρήση φορολογικών κινήτρων αντί των επιχορηγήσεων σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στο παρελθόν, η ενθάρρυνση εμβληματικών επενδύσεων». Συνολικά μάλιστα για την οικονομία, τονίζεται πως με τη συμφωνία στο Eurogroup αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη αφού «οι ιδιωτικές επενδύσεις μέσω κινήτρων του νέου αναπτυξιακού νόμου, οι αποκρατικοποιήσεις και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, οι μεγάλες επενδύσεις υποδομών και η προσέλκυση νέων ξένων επενδύσεων μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση».