Τι δείχνουν οι εκλογές στην Αυστρία, τι κρίνεται στις προεδρικές εκλογές του 2017 στη Γαλλία
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών στην Αυστρία, την περασμένη Κυριακή, δεν ήταν παρά ο πιο πρόσφατος κρίκος στην αλυσίδα της ενίσχυσης των πάσης φύσης και μορφής ακροδεξιών, ρατσιστικών και εθνικιστικών κομμάτων στην Ευρώπη. Η μη εκλογή του υποψηφίου του Κόμματος Ελευθερίας Νόρμπερτ Χόφερ για μόλις 31.000 ψήφους (ή 0,6%) μπορεί να απέτρεψε προσωρινά την −για πρώτη φορά μεταπολεμικά− ανάδειξη ενός εκπροσώπου του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου σε ανώτατο πολιτειακό αξίωμα μιας χώρας της Ευρώπης, σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν αλλάζει τα δεδομένα ούτε βεβαίως αλλοιώνει την τάση που έχει καταγραφεί όχι απλώς στις δημοσκοπήσεις, αλλά σε όλες τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, ειδικά μετά τις ευρωεκλογές του 2014.
Μικρή αξία έχει και μια δήλωση την οποία έκανε ο νικητής των εκλογών αυτών και νέος πρόεδρος της Αυστρίας, ο υποστηριχθείς αρχικά από τους Πράσινους και στη συνέχεια από ολόκληρο το επονομαζόμενο «δημοκρατικό τόξο» Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, ότι στη διάρκεια της θητείας του δεν πρόκειται ποτέ να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον ηγέτη του Κόμματος Ελευθερίας ή άλλο ακροδεξιό. Διότι από τη στιγμή που κάτι τέτοιο νομιμοποιηθεί από τα εκλογικά αποτελέσματα θα είναι πολύ αργά για να ανακοπεί πλέον η πορεία προς τη διακυβέρνηση και δη με έναν τρόπο που θα μοιάζει αντισυνταγματικός και πραξικοπηματικός, μετατρέποντας τους Ακροδεξιούς σε… θύματα.
Εξάλλου, η αλήθεια είναι ότι το σύστημα έχει ήδη ανοίξει το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση, δοκιμάζοντας στην πράξη μια σειρά ακροδεξιά κόμματα στη θέση του κυβερνητικού εταίρου, καθώς βλέπει πιο μακριά απ’ ό,τι νομίζουν ορισμένοι και θέλει να είναι έτοιμο για κάθε ενδεχόμενο, είτε απρόοπτο είτε βάσει σχεδίου. Είναι δε γεγονός ότι η Αυστρία είναι η πρώτη που δοκίμασε το μοντέλο και μάλιστα πριν το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, η οποία τείνει σταδιακά να ανατρέψει όλα τα θέσφατα και τα δεδομένα: Το κόμμα που ιδρύθηκε το 1956 και «απογειώθηκε» από τον (μακαρίτη πια) Γιεργκ Χάιντερ μετά το 1986 μετείχε σε δύο διαδοχικές κυβερνήσεις των Χριστιανοδημοκρατών – από το 2000 ως τις αρχές του 2007.
Σήμερα, η συγκυβέρνηση με την Ακροδεξιά κυριαρχεί στην –επίσης πλούσια και ευημερούσα– Σκανδιναβία, όπου έχει γίνει πράξη στις τρεις από τις τέσσερις χώρες: στη Δανία (Κόμμα του Δανέζικου Λαού), στη Φινλανδία (Κόμμα Φινλανδών) και στην εκτός ΕΕ Νορβηγία (Κόμμα Προόδου). Έτσι, η μόνη που εξακολουθεί να ανθίσταται είναι η Σουηδία, όμως και εκεί, ειδικά μετά την περσινή έκρηξη ξενοφοβίας, είναι βέβαιο πως όποτε γίνουν εκλογές το κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών θα βρίσκεται ανάμεσα στα δύο πρώτα και θα διεκδικήσει με αξιώσεις τη συμμετοχή του στην επόμενη κυβέρνηση.
Όπως είναι φυσικό, όλα αυτά είναι ήσσονος σημασίας μπροστά στα όσα συμβαίνουν ή μπορεί να συμβούν στο εγγύς μέλλον στη Γαλλία και την Ιταλία, τη δεύτερη και την τρίτη, αντίστοιχα, μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης. Στην πρώτη, η Μαρίν Λεπέν μοιάζει να καλπάζει ακάθεκτη προς την πρωτιά στις προεδρικές εκλογές που θα διεξαχθούν στις 23 Απριλίου και στις 7 Μαΐου του 2017, ενώ και το Εθνικό Μέτωπο κατέρχεται με πολύ μεγάλες φιλοδοξίες στις παράλληλες βουλευτικές εκλογές. Όσο για την Ιταλία, η Λίγκα του Βορρά βλέπει την επιρροή και το ποσοστό της να ανεβαίνει διαρκώς και όλα δείχνουν πως έχει «κλειδώσει» την τρίτη θέση όποτε στηθούν κάλπες (τυπικά το 2018, οι περισσότεροι όμως βλέπουν ως πιθανότερο το 2017, ειδικά καθώς ο Ματέο Ρέντσι παραμένει ο μοναδικός μη εκλεγμένος πρωθυπουργός σε χώρα της ΕΕ…).
Το κερασάκι στην ακροδεξιά τούρτα ανήκει στη Γερμανία, όπου η Ακροδεξιά εμφανίζεται σε τρεις εκδοχές. Η μία, και πιο πολιτική, ακούει στο όνομα «Εναλλακτική για τη Γερμανία», τα διψήφια ποσοστά της οποίας συνεχίζουν να αυξάνονται, τρομάζοντας πολλούς ενόψει των βουλευτικών εκλογών που θα διεξαχθούν το φθινόπωρο του 2017. Η δεύτερη, και πιο κινηματική, είναι, αναμφίβολα, το Pegida, που πρεσβεύει τον ανένδοτο αγώνα των σύγχρονων «Άρειων» κατά του εξισλαμισμού της Γερμανίας και συνολικά της Δύσης. Τέλος, υπάρχουν και τα καθαρά νεοναζιστικά μορφώματα, όπως το NPD.
Βεβαίως, θα αποτελούσε αυθαιρεσία να τοποθετήσουμε όλα τα προαναφερθέντα κόμματα στον ίδιο «κουβά», καθώς υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι «βόρειοι» στηρίζουν πολιτικές άγριας λιτότητας, τη στιγμή που η πλειοψηφία των «νοτίων» εμφανίζεται με αντιμνημονιακό προσωπείο – επίσης, ενώ ταυτίζονται στην αντίθεσή τους απέναντι στο ευρώ, δεν συμβαίνει το ίδιο όσον αφορά την ΕΕ. Για του λόγου δε το αληθές, έχουν επιλέξει να εκπροσωπούνται μέσα από τρεις διαφορετικές πολιτικές ομάδες στην Ευρωβουλή: Πρόκειται για τους Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές (εκεί είναι οι Δανοί και οι Φινλανδοί, αλλά και οι Βρετανοί Τόρις μαζί με το κυβερνών την Πολωνία Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης, αλλά και τον ημέτερο και πρώην στέλεχος των ΑΝΕΛ Νότη Μαριά), την Ευρώπη της Ελευθερίας και της Άμεσης Δημοκρατίας (πέρα από τους Σουηδούς, «κορμός» της είναι η γερμανική Εναλλακτική, το βρετανικό UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ, αλλά και το Κίνημα Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο…) και, τέλος, την Ευρώπη των Εθνών και της Ελευθερίας (συμμετέχουν το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, τα όμορα Κόμματα Ελευθερίας της Ολλανδίας και της Αυστρίας και η ιταλική Λίγκα).
Πέρα δε από αυτά, υπάρχουν και τρία τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ανεπιθύμητα (ως πέραν του… δέοντος εξτρεμιστικά) σε όλες τις παραπάνω ομάδες, ενώ δεν διαθέτουν την απαραίτητη δύναμη για να συγκροτήσουν τη δική τους: το ουγγαρέζικο Jobbik, το σλοβάκικο «Η Σλοβακία μας» και η Χρυσή Αυγή.
Παρ’ όλα αυτά, θα συνιστούσε μέγιστη και εγκληματική ανοησία κάθε ισχυρισμός ότι τα παραπάνω κόμματα δεν «τέμνονται» πολιτικά σε καίρια ζητήματα (προσφυγικό, αντικομμουνισμός, φανερές ή μυστικές σχέσεις με το παρακράτος, αντιδραστικός εθνικισμός κ.λπ.) ή ότι δεν εκμεταλλεύονται παρόμοιες μεθόδους για να πιάσουν βαθιές ρίζες στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Η ευρωλάγνα Αριστερά άνοιξε το δρόμο στον εθνικισμό…
Ο καθένας μπορεί να έχει όποια άποψη θέλει για τα αίτια που προκαλούν τη ραγδαία και συνεχιζόμενη ενίσχυση της Ακροδεξιάς. Δεν μπορεί όμως να αμφισβητήσει τις τεράστιες ευθύνες της παραδοσιακής Αριστεράς της Ευρώπης, η οποία έχει συμβάλει στο να συντελεστεί ένα ιστορικών διαστάσεων έγκλημα. Το γιατί είναι πολύ απλό: Την ώρα που εκατομμύρια άνθρωποι έβλεπαν τις αυταπάτες να καταρρέουν και το «βασιλιά» να μένει γυμνός και αποκρουστικός μπροστά τους, καταδικάζοντάς τους σε αιώνια λιτότητα και ληστεύοντας ξεδιάντροπα τον ιδρώτα τους για να αντέξει το κεφάλαιο και να σωθούν οι τράπεζές του, την ώρα που η ΕΕ, το ευρώ και ολόκληρο το αντιδραστικό οικοδόμημά τους άρχιζαν να αμφισβητούνται πανταχόθεν, η Αριστερά αυτή αποδείχτηκε πιο συστημική και από το ίδιο το σύστημα!
Η προκλητική της ευρωλαγνεία την εξέθεσε ανεπανόρθωτα, με αποτέλεσμα σε μια σειρά χώρες να έχει σχεδόν εξαφανιστεί από προσώπου γης (Γαλλία, Ιταλία), σε άλλες να είναι ασήμαντη (Γερμανία, Μπενελούξ) και σε ορισμένες, ακόμη χειρότερα, να έχει αναλάβει εργολαβία την προώθηση και ολοκλήρωση της πιο βίαιης αναδιανομής πλούτου σε βάρος των «κάτω» και την κατακρεούργηση κατακτήσεων μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου (η κορυφαία τέτοια περίπτωση είναι πρωτίστως η Ελλάδα, ενώ κινδυνεύουν να ακολουθήσουν σύντομα η Πορτογαλία και η Ισπανία).
Αντιθέτως, η Ακροδεξιά τόλμησε να σηκώσει το γάντι και, έτσι, να σπάσει την πολιτική της απομόνωση και να απευθυνθεί σε πολύ ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, στα οποία μέχρι πρόσφατα ήταν περίπου ανεπιθύμητη − αποκτώντας, παράλληλα, ένα «αντισυστημικό» προφίλ, το οποίο επίσης εξαργυρώνει σε μια περίοδο που αυτή η τάση αναπτύσσεται εκρηκτικά σε κάθε γωνιά όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά και του πλανήτη.
Με τον τρόπο αυτό έχει καταφέρει να φτάσει σε ανατριχιαστικά αποτελέσματα: Στην Αυστρία, για παράδειγμα, οι έρευνες έδειξαν ότι σχεδόν το 90% των βιομηχανικών εργατών ψήφισε στον δεύτερο γύρο τον ακροδεξιό υποψήφιο, ο οποίος κυριάρχησε κατά κράτος και στις αγροτικές περιοχές. Στη Γαλλία, επίσης, στις περιφερειακές εκλογές που έγιναν το Δεκέμβριο του 2015, το Εθνικό Μέτωπο απέδειξε ότι έχει αποκτήσει γερές βάσεις και τείνει να γίνει κυρίαρχο σε μια σειρά περιοχές οι οποίες αποτελούσαν παραδοσιακά προπύργια της Αριστεράς και του ΚΚ. Όσο για την Ελλάδα, οι ζώνες επιρροής της Χρυσής Αυγής είναι πλέον γνωστές…
Φυσικά, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Ακροδεξιά παραμένει μία από τις πιο πολύτιμες εφεδρείες του συστήματος της αστικής εξουσίας και του κεφαλαίου. Πολύ περισσότερο καθώς, λόγω της κρίσης και του ενδοκαπιταλιστικού και ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, μια σοβαρή μερίδα της γαλλικής και της ιταλικής αστικής τάξης αισθάνεται ότι κινδυνεύει με αφανισμό από τους πολύ ισχυρότερους Γερμανούς.
Έτσι, τα κόμματα του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου, και ειδικά τα πιο εξευγενισμένα και εκσυγχρονισμένα, καταφέρνουν κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο, που ενίοτε παραπέμπει ευθέως και στην περίοδο του Μεσοπολέμου: τη συγκρότηση μιας ιδιότυπης «εθνικής συμμαχίας» ανάμεσα στο σύγχρονο προλεταριάτο και σε τμήματα του κεφαλαίου, με προφανή και καταλυτική ηγεμονία του δεύτερου. Κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό από όλα, ειδικά σε μια περίοδο που «μυρίζει» πόλεμο…