Η Γαλλία βράζει. Η πρωτοφανής απαγόρευση κυκλοφορίας στην πόλη Ρεν με τις αρχές να ζητούν από τους κατοίκους της πόλης να μείνουν στα σπίτια τους αποτελεί το επόμενο βήμα στον αντιδημοκρατικό κατήφορο της κυβέρνησης Ολάντ.
του Άρη Χατζηστεφάνου
Μια πολύ σκοτεινή σελίδα, ακόμη και για τα δεδομένα της ήδη βαριά λαβωμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη Γαλλία και ολόκληρη την Ευρώπη άνοιξε ο πρόεδρος Ολάντ αυτή την Πέμπτη παρακάμπτoντας την γαλλική εθνοσυνέλευση προκειμένου να περάσει την αντιλαϊκή εργασιακή μεταρρύθμιση. Με τους δρόμους του Παρισιού και άλλων μεγάλων πόλεων να φλέγονται και με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι τουλάχιστον το 70% του πληθυσμού καταδικάζει την πολιτική του ο Ολάντ προχώρησε στην εφαρμογή των μέτρων μέσω ειδικής ρύθμισης του γαλλικού συντάγματος που οδηγεί στην έκδοση προεδρικού διατάγματος. Η πρόταση μομφής, που όπως προβλέπεται σε αυτές τις περιπτώσεις, κατατέθηκε από την αντιπολίτευση καταψηφίστηκε χωρίς να απειλήσει πραγματικά την απόλυτη πλειοψηφία των 288 εδρών.
Το γεγονός όμως ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δεν είναι πλέον σε θέση να περνά τις αποφάσεις της γαλλικής και ευρωπαϊκής οικονομικής ελίτ έστω και μέσα από την ψευδεπίγραφη δημοκρατικότητα του κοινοβουλίου, αποτελεί σημείο σταθμό για την Ευρώπη. Η Γαλλία δεν αποτελούσε αποικία χρέους, όπως η Ελλάδα, όπου ακροδεξιοί πολιτικοί τύπου Σαμαρά και αντιδραστικοί σοσιαλδημοκράτες α λά ΣΥΡΙΖΑ μπορούσαν να παρακάμπτουν κατά βούληση τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Το παράδειγμα του Ολάντ δείχνει ότι η νέα οικονομική πολιτική είναι οριστικά πλέον ασυμβίβαστη ακόμη και με τις αρχές του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Να σημειωθεί ότι ο Ολάντ είχε χρησιμοποιήσει τις ίδιες συνταγματικές κερκόπορτες, σε πειραματικό επίπεδο, και πέρυσι προκειμένου να περάσει ρυθμίσεις για την «απελευθέρωση» της γαλλικής οικονομίας.
Αυτή την εβδομάδα πάντως η συνέχεια δώθηκε στους δρόμους, όπου οι αστυνομικές δυνάμεις του καθεστώτος Ολάντ επιτέθηκαν βίαια στις μαζικές κινητοποιήσεις που πραγματοποιούνταν σε όλη τη γαλλική επικράτεια. Η πρόβα τζενεράλε για την επιβολή ενός είδους στρατιωτικού νόμου, ύστερα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις των περασμένων μηνών αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμη για τις δυνάμεις επιβολής της τάξης – υπενθυμίζοντας σε όλους ποιούς πραγματικά στοχεύει η διαρκής κατάσταση εξαίρεσης που έχει επιβληθεί στην πόλη του φωτός, και όχι μόνο.
Το σοσιαλιστικό κόμμα βγαίνει βαριά τραυματισμένο από αυτή τη διαδικασία με τις ελπίδες του Ολάντ για επανεκλογή στις προεδρικές εκλογές του 2017 να ψαλιδίζονται. Το σοσιαλιστικό κόμμα βέβαια απειλείται από την ίδια τη γαλλική κοινωνία και όχι από το εσωτερικό του – όπως υποστηρίζουν όσοι αναζητούν μια τελευταία ελπίδα στους σοσιαλιστές «αντάρτες». Η λεγόμενη «ομάδα των 28», η οποία είχε καταδικάσει με επιστολή της την εργασιακή μεταρρύθμιση, δεν τόλμησε να προχωρήσει σε απομάκρυνση από το κόμμα, προδίδοντας εν μια νυκτί τις αρχές της για μια βουλευτική θεσούλα. Αντιθέτως κατέληξαν και αυτοί να λειτουργούν σαν αριστερό άλλοθι μιας κυβέρνησης που κινείται πλέον με απευθείας εντολές από τις μεγαλύτερες τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς ομίλους.
Η «επιτυχία» του Ολάντ δεν θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί χωρίς την ανοχή και τα προηγούμενα λάθη των μεγαλύτερων συνδικάτων της χώρας. Παρά το γεγονός ότι ορισμένα φαίνεται να στηρίζουν ως ένα βαθμό τις αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις, δεν δημιούργησαν ποτέ τις συνθήκες ώστε το εργατικό κίνημα να συνδεθεί στους δρόμους με την οργή των μαθητών και των φοιτητών. Οι συνεχείς συνδικαλιστικές υποχωρήσεις των τελευταίων χρόνων γίνονται πλέον εμφανείς σε κάθε εργασιακή αντιπαράθεση με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τις σημαντικές μειώσεις στους μισθούς που ανακοίνωσε επισήμως αυτή την εβδομάδα ο γαλλικός αερομεταφορέας της Air France. Το λεγόμενο «πακέτο εξυγίανσης» της εταιρείας επικυρώθηκε τελικά και από τα γαλλικά δικαστήρια αφού πρώτα το συνδικάτο των πιλότων πρόδωσε την απεργία του 2014 – η οποία είχε αποτελέσει την μεγαλύτερη απειλή για τη σταθερότητα του σοσιαλιστικού κόμματος και προσωπικά του Ολάντ. Ρόλο κλειδί στις εξελίξεις παίζει εδώ και μήνες ο κεντρικός τραπεζίτης της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλρουά ντε Γκαλό, που προειδοποιούσε ανοιχτά ότι οποιαδήποτε υποχώρηση του Γάλλου προέδρου στα αιτήματα μαθητών, φοιτητών και εργαζομένων θα έπληττε τα συμφέροντα των ανθρώπων που ο ίδιος υπηρετεί, δηλαδή των μεγάλων τραπεζιτών και βιομηχάνων της χώρας. Να σημειωθεί ότι και ο ίδιος ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας προέρχεται από τον γαλλικό χρηματοπιστωτικό κολοσσό της BNP Paribas. Αν και εμφανιζόταν να ασκεί κριτική στον Ολάντ για έλλειψη αποφασιστικότητας, στην πραγματικότητα του προσέφερε τα επιχειρήματα που είχε ανάγκη για να επιβάλλει και στο εσωτερικό του σοσιαλιστικού κόμματος τα άγρια αντιλαϊκά μέτρα. O Φρανσουά Βιλρουά ντε Γκαλό λειτουργεί και σαν σύνδεσμος ανάμεσα στον Ολάντ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ΕΚΤ εισάγοντας στη Γαλλία τη λογική του «κόφτη» και των κάθε μορφής κυρώσεων που θα επιβάλλονται στις κυβερνήσεις όταν τολμούν να ξεφύγουν από τα ασφυκτικά πλαίσια δημοσιονομικής λιτότητας που επιβάλουν Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη. Αντιγράφοντας το μοντέλο που εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία και αργότερα και στην Ιταλία, ο διοικητής της γαλλικής κεντρικής τράπεζας ασκούσε τρομακτικές πιέσεις για την απελευθέρωση των εργασιακών σχέσεων με την οποία θα αντιμετωπιστεί, όπως υποστηρίζει η ανεργία. Ουσιαστικά δηλαδή προτείνει τη δημιουργία μιας νέας στρατιάς υποαπασχολούμενων, χαμηλά αμειβόμενων υπαλλήλων σε διαρκή αναζήτηση μιας θέσης εργασίας μικρής διάρκειας.
Ο «σοσιαλιστής» πρόεδρος και ο τραπεζίτης διοικητής σχεδίασαν και οικοδομούν το νέο πρεκαριάτο. Παράλληλα όμως περιχύνουν τους δρόμους της Γαλλίας με νέο εύφλεκτο υλικό το οποίο χρειάζεται μόνο μια σπίθα για να αναφλεγεί.