ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Οι συμβατικοί πόλεμοι, εμφύλιοι και διακρατικοί, διαπλέκονται οργανικά με τον πόλεμο του κεφαλαίου κατά της εργασίας, των αστικών κρατών κάθε τύπου κατά των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αλλά και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η ρίζα τους οδηγεί στη μεγάλη κρίση που εκδηλώθηκε το 2008 και ανέδειξε τα όρια του υπαρκτού καπιταλισμού.
Γαϊτανάκι πολέμων στη γειτονιά μας
Η Μεσόγειος φλέγεται και ματώνει – από τους πολέμους που μαίνονται στο νότο και τα ανατολικά της και από τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που επιχειρούν να την περάσουν για να βρεθούν εκεί όπου δεν ακούγονται βόμβες και δεν αστράφτουν τα μαχαίρια. Κράτη ολόκληρα διαμελίζονται και τα εδάφη τους μετατρέπονται σε πεδία βολής φτηνά, όπου δοκιμάζονται πανάκριβα νέα όπλα. Ακόμη και χώρες που κάποιοι επιχειρούν να τις χαρακτηρίσουν ασφαλείς, όπως η Τουρκία, βρίσκονται ουσιαστικά σε κατάσταση πολέμου και απειλούνται να έχουν την τύχη των γειτόνων τους.
Κούρδοι και Παλαιστίνιοι –δύο λαοί που αριθμούν σχεδόν 35 εκατομμύρια ψυχές (κοντά στα 30 εκατ. οι Κούρδοι και πάνω από 6 εκατ. οι Παλαιστίνιοι)– συνεχίζουν να αγωνίζονται και να πολεμούν σκληρά, πληρώνοντας βαρύτατο τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, για να αποκτήσουν το αυτονόητο, δηλαδή το δικό τους κράτος. Την ίδια στιγμή, δύο από τις μεγάλες δυνάμεις της περιοχής, η Σαουδική Αραβία και το Ιράν, έχουν ουσιαστικά εμπλακεί σε ένα «πόλεμο δι’ αντιπροσώπων» σε πολλά μέτωπα, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκαλέσει γενικότερη ανάφλεξη. Όσο για το κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ, συνεχίζει να καταπατά με την μπότα του ολοένα περισσότερα εδάφη.
Λίγο μακρύτερα, το πρόσφατο θερμό επεισόδιο ανάμεσα σε Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν, με αφορμή το διαφιλονικούμενο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, απέδειξε ότι ο Καύκασος ποτέ δεν έχει ειρηνεύσει και η ηρεμία είναι επίπλαστη στις πολλές εστίες που σιγοκαίνε. Ακόμη πιο βόρεια, στην Ουκρανία, η εκεχειρία παραμένει εύθραυστη, καθώς οι φασίστες του Κιέβου και οι υποστηρικτές του περιμένουν την ευκαιρία για να επιτεθούν στις αυτόνομες περιοχές – κι αν αυτό συμβεί, οι Ρώσοι δεν θα τη χάσουν για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα.
Η εικόνα συνεχίζεται με την Ινδία και το Πακιστάν, δύο πυρηνικές δυνάμεις, να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμες να οδηγηθούν σε νέο πόλεμο με αφορμή το Κασμίρ. Το Αφγανιστάν, σχεδόν 25 χρόνια μετά την εισβολή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος-μαριονέτας, συνεχίζει να φλέγεται, ενώ οι Ταλιμπάν ξεκίνησαν πριν μερικές μέρες τη νέα τους εαρινή επίθεση, με στόχο τον έλεγχο και άλλων εδαφών. Στη δε Άπω Ανατολή, οι Ιάπωνες βρίσκονται εδώ και καιρό στα μαχαίρια με τους Κινέζους, αλλά και με τους Ρώσους, προσπαθώντας να απαλλαγούν από τα «δεσμά» του Συντάγματος που τους επιβλήθηκε μετά την ήττα τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν τους επιτρέπει να έχουν ισχυρό στρατό που θα επεμβαίνει εκτός συνόρων, ενώ οι Αμερικανοί ενισχύουν διαρκώς τις δυνάμεις τους στον Ειρηνικό.
Ακόμη και στη γειτονιά μας, τα Βαλκάνια, η περυσινή ποδοσφαιρική «προβοκάτσια» ανάμεσα σε Αλβανία και Σερβία, αλλά κυρίως η προσφυγική κρίση, απέδειξαν ότι τα μίση και τα πάθη παραμένουν ζωντανά και η έκρηξη είναι μια διαρκής απειλή.
Αλήθεια, μετά από όλα αυτά, τι ακριβώς δεν καταλαβαίνεις;
Τι θα έγραφε ο Χομπσμπάουμ αν ζούσε…. Διεθνές φαινόμενο ο πόλεμος
Αν ο μεγάλος Έριχ Χόμπσμπαουμ ήταν εν ζωή και παρέμενε ενεργός, είναι πολύ πιθανό να επέλεγε για το επόμενο έργο του τον τίτλο «Η Εποχή των Πολέμων». Με τη διεισδυτικότητα και διορατικότητα που τον διέκρινε, μάλιστα, δεν θα εξαντλούσε τις σελίδες του –αν και θα μπορούσε– στους δεκάδες εμφύλιους και διακρατικούς πολέμους που διεξάγονται σήμερα σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, έχοντας ως αποτέλεσμα τη διάλυση κρατών όπως η Συρία, το Ιράκ, η Λιβύη, η Υεμένη, η Ουκρανία και άλλες, τους εκατοντάδες χιλιάδες των νεκρών και ακρωτηριασμένων και τα εκατομμύρια των προσφύγων.
Θα αφιέρωνε μεγάλο μέρος του σε τουλάχιστον τρεις ακόμη πολέμους που σφραγίζουν την εποχή μας, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα και με απλά καθημερινά παραδείγματα ότι είναι στενά συνδεμένοι μεταξύ τους: Πρώτον, στον πόλεμο του κεφαλαίου κατά της εργασίας, σε μία από τις πιο βίαιες αναδιανομές πλούτου υπέρ των πάνω που έχει γνωρίσει στην πορεία του ο καπιταλισμός, με αφορμή την ύφεση και την κρίση χρέους. Δεύτερον, στον πόλεμο των αστικών κρατών –κάθε τύπου– σε βάρος των δημοκρατικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων, που αποτυπώνεται με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο στους νέους τρομονόμους, στον στρατό που έχει καταλάβει μεγάλα αστικά κέντρα στην Ευρώπη (εκτός από τη Γαλλία και το Βέλγιο, η σχετική συζήτηση έχει ανάψει και στη Γερμανία…), καθώς και στις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που κηρύσσονται παντού στον κόσμο, με κορυφαίο παράδειγμα τη Γαλλία, όπου κοντεύει να συμπληρώσει έξι μήνες και κανείς δεν ξέρει εάν θα τελειώσει ποτέ. Και, τέλος, τον πόλεμο κατά του νου, της καρδιάς και της ψυχής εκατομμυρίων ανθρώπων, που με την αποφασιστική βοήθεια και των ΜΜΕ, παίρνει τη μορφή της τρομοκρατίας και του φόβου, λειτουργώντας ως υπνωτικό το οποίο θα επιτρέψει να προωθηθούν οι πιο αντιδραστικές αλλαγές.
Το πιθανότερο είναι, όμως, ότι ο Χόμπσμπαουμ δεν θα τελείωνε ούτε εκεί. Θα σκιαγραφούσε τον ακήρυχτο πόλεμο ανάμεσα στις μικρές και μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του πλανήτη, οι οποίες εμπλέκονται ολοένα πιο συχνά σε ένοπλες συγκρούσεις που οι Αγγλοσάξονες συνηθίζουν να ονομάζουν proxy wars (πόλεμοι μέσω αντιπροσώπων), όπως συμβαίνει σήμερα στη Μέση Ανατολή, αλλά και στον Καύκασο και στην Ουκρανία και όπως ενδεχομένως θα συμβεί αύριο στην Άπω Ανατολή ή άλλα σημεία και καυτές ζώνες.
Θα προχωρούσε, επίσης, στον πόλεμο που έχει ξεσπάσει στο εσωτερικό ιμπεριαλιστικών οργανισμών και δομών που είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης πορείας καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, με πολιτική και οικονομική διάσταση, απειλώντας τις ακόμη και με διάλυση. Δεν αποκλείεται να έφερνε ως πιο χαρακτηριστικό και κορυφαίο παράδειγμα την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία, λίγο πριν τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την ίδρυσή της με τη Συνθήκη της Ρώμης, το 1957, μοιάζει να βρίσκεται στην πιο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας της, καθώς δεν αποκλείεται σύντομα το πουλόβερ να αρχίσει να ξηλώνεται – με απόφαση των Βρετανών για Brexit, με την επιστροφή στο προσκήνιο και αυτή τη φορά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του Grexit ή με κάποιο άλλο τρόπο που σήμερα δεν μπορούμε να προβλέψουμε ακριβώς.
Με βάση όλα αυτά, ίσως δεν θα φάνταζε εξωπραγματικό το συμπέρασμα ότι η ανθρωπότητα απέχει σήμερα πολύ λιγότερο από όσο νομίζουν (ή νομίζουμε;) οι περισσότεροι από το σημείο μηδέν. Ένα σημείο πέρα από το οποίο οδηγείται με μαθηματική και πολιτική ακρίβεια και χωρίς ουσιαστική δυνατότητα αναστροφής, προς την ολοκληρωτική καταστροφή.
Είτε λόγω του πολέμου που έχει κηρύξει το κεφάλαιο κατά της μητέρας-φύσης, κατά του πλανήτη που έχουμε δανειστεί από τους προηγούμενους και καλούμαστε να παραδώσουμε στους επόμενους, όπως αποδεικνύει η προκλητική αδιαφορία που καταγράφηκε και κατά την πρόσφατη σύνοδο του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Είτε επειδή εφιάλτες που κάποια στιγμή ενδεχομένως πιστέψαμε όλοι ότι ανήκουν οριστικά στο παρελθόν, επιστρέφουν – όπως αυτός ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, που παίρνει το αποκρουστικό πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ισχυρίζεται ανοιχτά ότι οι Αμερικανοί πρέπει, αν χρειαστεί, να προμηθεύσουν με πυρηνικά όπλα τους συμμάχους τους για να τα βγάλουν μόνοι τους πέρα.
Είναι πιθανό, βεβαίως, ο Χόμπσμπαουμ να μην έφτανε να μιλήσει για τον αδηφάγο και παμφάγο ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας, χρησιμοποιώντας τον συγκεκριμένο όρο. Είναι σχεδόν σίγουρο, όμως, ότι θα διαπίστωνε και θα αποδείκνυε πως η αιτία για πολλά από όσα συμβαίνουν βρίσκεται στο γεγονός ότι οι ισχυροί του κόσμου, το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του, ζουν μέσα σε μία τρομακτική αντίθεση που τους τρελαίνει και τους καθιστά ικανούς για όλα: Ενώ έχουν μεθύσει από τη μονοκρατορία και την παντοδυναμία τους, ταυτόχρονα διαπιστώνουν έντρομοι ότι ο πλανήτης και οι παραγωγικές του δυνάμεις είναι πεπερασμένες και δεν μπορούν πλέον να ικανοποιήσουν τη δίψα τους για κέρδος, για νέες κατακτήσεις, για προβολή, για κυριαρχία – ακόμη και για… αιώνια ζωή.
Είναι δε προφανές ότι πέρα από την τρομακτική σε ισχύ εκρηκτική ύλη που έχει σωρευτεί, οι εξελίξεις καθίστανται απρόβλεπτες και θανατηφόρα επικίνδυνες και για ένα ακόμη λόγο: επειδή εκλείπουν οι σταθερές και τα πάσης φύσης συμβόλαια που αποτελούσαν τους ακρογωνιαίους λίθους της εποχής που τελειώνει, αν δεν έχει ήδη τελειώσει. Δεν υπάρχουν πλέον ο Καλός και ο Κακός του Ψυχρού Πολέμου με τα συγκροτημένα στρατόπεδα, με αποτέλεσμα ακόμη και οι πολεμικές συγκρούσεις που ξεσπούν να μοιάζουν χαοτικές, χωρίς σταθερές συμμαχίες. Δεν υφίστανται ή απαξιώνονται ταχύτατα οι παραδοσιακοί μηχανισμοί διαμεσολάβησης – διεθνείς θεσμοί, αλλά και κόμματα και συνδικαλιστική γραφειοκρατία κ.λπ. – που διασφάλιζαν, πότε εύκολα και πότε δύσκολα, σταθερότητα στο οικοδόμημα και κλίμα σχετικής συναίνεσης στις δυτικές κοινωνίες. Ολοένα πιο συχνά δε, αποδεικνύονται χάρτινοι πύργοι και καταρρέουν ως τέτοιοι αυταρχικά καθεστώτα που επί δεκαετίες επέβαλαν δια ροπάλου μια επίπλαστη ηρεμία σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη.
Σε κάθε περίπτωση, αναζητώντας τη βαθύτερη ρίζα όλων των πολέμων και της παγκόσμιας αταξίας που βιώνουμε σήμερα, κάθε ικανός και ταυτόχρονα αντικειμενικός μελετητής ή παρατηρητής θα έφτανε, δίχως αμφιβολία, στη βαθιά και δομική κρίση που εκδηλώθηκε με το χρηματοπιστωτικό Κραχ και την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008. Μια κρίση η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα και θα συνεχιστεί και αύριο, φανερώνοντας για πρώτη φορά τόσο καθαρά τα όρια και τις δυνατότητες του υπαρκτού καπιταλισμού και ταυτόχρονα, την αδυναμία ισότιμης και ειρηνικής συνύπαρξης όλων των πρωταγωνιστών του, χωρίς κάποιοι από αυτούς να καταστραφούν ή, έστω, να πέσουν πολλές κατηγορίες.
Είναι χαρακτηριστικό, από αυτή την άποψη, το τι συμβαίνει τόσο στις τρεις παραδοσιακές μητροπόλεις του καπιταλισμού όσο και στις ανερχόμενες.
Έτσι, η Ιαπωνία μοιάζει να είναι καταδικασμένη, καθώς παρά τη μαζική εκτύπωση χρήματος και τις τεχνητές αναπνοές προς την οικονομία της, αυτή αδυνατεί να ανακάμψει εδώ και μία δεκαετία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλευρά της, κινδυνεύει σοβαρά να ακολουθήσει ανάλογη πορεία, μιας και τα αποτελέσματα του πρώτου χρόνου από την εφαρμογή του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ (παρά την αντίδραση της Γερμανίας), είναι κυριολεκτικά απογοητευτικά και ο Ντράγκι αναγκάζεται να ρίξει στη μάχη ό,τι διαθέτει στο οπλοστάσιό του – προκαλώντας ανοιχτή ρήξη με το Βερολίνο.
Όσο για τις ΗΠΑ, μπορεί φαινομενικά και σε επίπεδο οικονομικών δεικτών να άντεξαν καλύτερα από τους άλλους δύο, αλλά αυτό συνέβη για δύο κυρίως λόγους: Αφενός, επειδή διαθέτουν δολάριο και… αεροπλανοφόρα και, αφετέρου, μιας και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι άγνωστη έννοια το κοινωνικό κράτος και όταν χρειάζεται (όπως και χρειάστηκε) κυριαρχεί το κλίμα της «Άγριας Δύσης». Ακόμη κι αυτές, όμως, βρίσκονται σε φάση υποχώρησης, κατανοώντας ότι δεν είναι πια επαρκώς ισχυρές ώστε να το παίζουν χωροφύλακες όλου του πλανήτη, με αποτέλεσμα κάποιοι να μην κάνουν λόγο για ένα νέο «Δόγμα Μονρόε» και μια σύγχρονη τάση απομονωτισμού των Αμερικανών.
Με τον τρόπο αυτό, όμως, επιταχύνουν τις εξελίξεις και ανοίγουν διάπλατα τον δρόμο ώστε να αλλάξουν δια της βίας οι παλιές ισορροπίες, τόσο από την πλευρά των συμμάχων τους όσο και των αντιπάλων τους, τροφοδοτώντας ένα σπιράλ βίαιων και μακρόχρονων ανταγωνισμών και συγκρούσεων ανάμεσα σε περιφερειακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Έτσι, η εποχή που ζούμε είναι ίσως η πιο επικίνδυνη εδώ και ένα αιώνα. Είναι η Εποχή του Πολέμου, ο οποίος αποκτά κεντρικό και αποφασιστικό ρόλο, συνεχίζοντας την πολιτική με άλλα, πιο βίαια μέσα, καθώς οι αντιθέσεις έχουν οξυνθεί τόσο ώστε δεν επιτρέπουν εύκολα συμβιβασμούς και μεσοβέζικες λύσεις.
Στο βάθος, η «Εποχή των Επαναστάσεων»…
«Κλειδί» ο πολιτικός στόχος της εξόδου από ΕΕ και ΝΑΤΟ
«Η ουσία δεν είναι να εμποδίσουμε το ξέσπασμα του πολέμου, αλλά να εκμεταλλευτούμε την κρίση που γεννά ο πόλεμος για να επιταχύνουμε το γκρέμισμα της αστικής τάξης», έγραφε ο Λένιν το 1907. «Η διευκρίνιση του χαρακτήρα του πολέμου αποτελεί για τον μαρξιστή απαραίτητη προϋπόθεση για να λύσει το ζήτημα της στάσης απέναντί του», συμπλήρωνε ουσιαστικά σε ομιλία του το 1914, έτος ξεσπάσματος του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ σε άλλη του μπροσούρα καλούσε τους συντρόφους του «να μελετούν ιστορικά κάθε πόλεμο χωριστά».
Η αναφορά στον Λένιν δεν αποτελεί κάποιο πολιτικό ή ιδεολογικό φετίχ, αλλά αναζητά χρήσιμα «εργαλεία» για να ξεμπλέξουμε το «κουβάρι» των πολεμικών συγκρούσεων. Αλλά και να συμβάλλουμε ώστε να εμφανιστεί όσο πιο καθαρά γίνεται ο καμβάς που «δένει» τους εμφύλιους με τους διακρατικούς πολέμους, τον κοινωνικό πόλεμο και τον πόλεμο κατά των δημοκρατικών δικαιωμάτων, τους ιμπεριαλιστικούς και τους ενδοϊμπεριαλιστικούς πολέμους.
Πώς, λοιπόν, μπορούμε να παρέμβουμε σήμερα στην εποχή των πολέμων που γεννιούνται από τις κρίσεις και με τη σειρά τους γεννούν κρίσεις, ώστε να επιταχύνουμε το γκρέμισμα της εξουσίας του κεφαλαίου; Αναμφίβολα, κεντρικό στοιχείο είναι να καταφέρουμε πλήγματα στους πυλώνες του συστήματος, εντείνοντας τις ανισορροπίες που ήδη έχουν εκδηλωθεί και υπονομεύοντας την ικανότητά τους να λύνουν πολεμικά και προς όφελος των ιμπεριαλιστών τις μεγάλες αντιθέσεις.
Από αυτή την άποψη, το πολιτικό καθήκον του αγώνα για την αποχώρηση της Ελλάδας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ αποκτά ξεχωριστή σημασία και μπορεί να αποδειχθεί αποφασιστικός κρίκος για τον κλονισμό της αστικής κυριαρχίας. Πολλώ δε μάλλον που δεν μπορούν πλέον να επικαλεστούν ούτε τις δήθεν αξίες τους, μιας και η κυνική και εγκληματική αντιμετώπιση των προσφύγων και των λαών που δολοφονούνται και καταπιέζονται μαζικά τους έχει στερήσει και τα τελευταία φύλλα συκής.
Κάθε υπεκφυγή – αν δεν συνιστά συνειδητή προδοσία – απλώς καθυστερεί τη νέα «Εποχή των Επαναστάσεων», που πασχίζει ήδη να βρει τη θέση της στο βάθος του ορίζοντα και να σπάσει το βαθύ γκρι με μια αχτίδα κόκκινου.
«Ομφαλός του κόσμου». Η Ελλάδα στο επίκεντρο. Αυξημένες απαιτήσεις
Είναι γεγονός πως οι θεωρίες που θέλουν την Ελλάδα να είναι, παντού και πάντοτε, ο «ομφαλός της γης», αποτελούν κατάλοιπα αρρωστημένου και αντιδραστικού εθνικισμού και μεγαλοϊδεατισμού. Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να μας κάνει να κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα. Διότι η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο σχεδόν όλων των παράλληλων κρίσεων και των μεγάλων ανακατατάξεων που περιγράφηκαν παραπάνω. Και ταυτόχρονα, έχει μετατραπεί σε ένα πειραματικό εργαστήρι, όπου δοκιμάζονται για πρώτη φορά οι επιπτώσεις των πιο αντιδραστικών μέτρων που έχει εμπνευστεί και εφαρμόσει το κεφάλαιο σε χώρα του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου – χωρίς να αποκλείεται, μάλιστα, το ενδεχόμενο μελλοντικά να δοκιμαστούν και οι επιπτώσεις που θα έχει ο πραγματικός πόλεμος…
Από αυτή την άποψη, οι απαντήσεις που θα δοθούν σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη στο πολύπλευρο και εκρηκτικό κοκτέιλ των κρίσεων θα μεταγγιστούν αργά ή γρήγορα και σε άλλες χώρες και κοινωνίες, γι’ αυτό έχουν τεράστια και ιστορικών διαστάσεων σημασία.
Κι αυτό είναι κάτι που ισχύει και για την Αριστερά, ειδικά την αντικαπιταλιστική επαναστατική της πτέρυγα, για πολλούς λόγους. Ο ένας, που θα έπρεπε λογικά να είναι προφανής, είναι ότι καλείται σήμερα να παρέμβει σε ένα περιβάλλον τη δημιουργία του οποίου, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, είχε προβλέψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αναλύοντας εύστοχα τις τάσεις και τα δεδομένα του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, μιλώντας για τη βαρβαρότητα που έρχεται, για την ολόπλευρη εκμετάλλευση κάθε πλευράς της ανθρώπινης ζωής, για τις δομικές κρίσεις, για τους πολέμους που αυτές θα γεννήσουν, αλλά και για τις ίδιες τις προκλήσεις που θα συνιστούν για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Ένας άλλος λόγος, που ίσως δεν συνειδητοποιείται όσο θα έπρεπε, είναι ότι το θεωρητικό επίπεδο και η συγκριτική μαζικότητα της ελληνικής Αριστεράς, μαζί με την πλούσια σωρευμένη εμπειρία της, την φέρνει στη θέση της πρωτοπορίας εντός της πρωτοπορίας, τουλάχιστον όσον αφορά την Ευρώπη.
Τίποτε από αυτά δεν σημαίνει, όμως, ότι έχει έτοιμες και στο τσεπάκι τις απαντήσεις που χρειάζεται η εποχή μας και το μόνο που μένει είναι να τις μπολιάσει στην κοινωνία. Παρά τις σοβαρότατες προσπάθειες για να γίνει συγκεκριμένη και ελκτική, η αντικαπιταλιστική, επαναστατική Αριστερά απέχει πολύ από το να είναι σε θέση να συμπυκνώνει τη θεωρία και την πολιτική σε μερικά πολύ απλά και κατανοητά συνθήματα, που τελικά θα σφραγίσουν την εποχή μας και το αφήγημα του νέου κόσμου. Κι αυτός, αναμφίβολα, είναι ένας από τους λόγους που εξακολουθούν να πιάνουν τόπο και να κυριαρχούν σχετικά εύκολα οι ρεφορμιστικές αυταπάτες ή ακόμη και ο κυβερνητισμός.
Είναι πλέον καιρό να δοθούν συγκεκριμένες απαντήσεις σε όλα τα μεγάλα ερωτήματα όπως η σχέση εθνικού και ταξικού, η στάση απέναντι σε λαούς που πολεμούν για την ελευθερία τους ή ακόμη και σε ένα ελληνοτουρκικό πόλεμο, η διαχείριση του προσφυγικού. Όσο για τα λάθη, αυτά δεν θα συγχωρούνται εύκολα.