της Μαριάννας Τζιαντζή
Eιρήνη δεν είναι μόνο ένα ποτήρι ζεστό γάλα κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει, όπως έλεγε ο ποιητής. Ειρήνη είναι και τα ρούχα που στεγνώνουν στο σχοινί της μπουγάδας, στην αυλή, στην ταράτσα, στο χωράφι, και ανεμίζουν ελεύθερα στο φύσημα του αέρα. Ειρήνη είναι να έχεις ένα καθαρό πουκάμισο, ένα ζευγάρι στεγνά παπούτσια για να πας την άλλη μέρα στη δουλειά ή να συνεχίσεις το δρόμο σου.
Τα πολύχρωμα ρούχα, απλωμένα όχι στο σχοινί της μπουγάδας, αλλά ριγμένα όπου λάχει στα κέντρα φιλοξενίας και στους καταυλισμούς των προσφύγων γίνονται σύμβολο της νομαδικής, της επισφαλούς ζωής. Ρούχα μουσκεμένα από τη βροχή ή φρεσκοπλυμένα σε αυτοσχέδιες σκάφες και κουβάδες, γαντζωμένα σε κλαδιά δέντρων, σε θάμνους, σε μαδέρια, σε καφάσια, σε μάντρες, σε βαρέλια, ακόμα και στα συρματοπλέγματα του βαλκανικού φράχτη. Μπλούζες μικρές και μεγάλες, μπουφάν, κάλτσες, μωρουδιακά. Όχι όμως σεντόνια και μαξιλαροθήκες, σκουτιά, τραπεζομάντιλα και πετσετάκια κεντητά, ό,τι θυμίζει ειρήνη. Μόνο τα αναγκαία. Τουλάχιστον αυτά ίσως κάποτε να στεγνώσουν, ενώ άλλα ρούχα μουλιάζουν για πάντα στα νερά του Αιγαίου, μέχρι να λιώσουν μαζί με τα οστά που τυλίγουν. Και κάποια άλλα ρούχα, ριγμένα πάνω στο αγκαθωτό συρματόπλεγμα του φράχτη, όχι για να στεγνώσουν αλλά μήπως και προφυλάξουν από τον τραυματισμό όποιον επιχειρήσει να σκαρφαλώσει για να βρεθεί στην άλλη μεριά.
Κάποιοι κρατούν με τα χέρια ένα παιδικό μπουφάν πλάι σε μια υπαίθρια φωτιά… μήπως στεγνώσει. Ρούχα απλωμένα στα λοξά σχοινιά που συγκρατούν τις μικρές πλαστικές σκηνές. Όλα τα χρώματα της ίριδας, όλος ο πόνος του κόσμου. Τι τις χρειαζόμαστε τις σκηνοθετημένες installations, τις εικαστικές εγκαταστάσεις, όταν η ίδια η ζωή εγκαθίσταται μπροστά στα μάτια μας, ξεδιπλώνοντας τις δικές της εικόνες χωρίς να χρειάζεται το χέρι και το μάτι του καλλιτέχνη. Εικόνες πολύχρωμες και οδυνηρές.
Ρούχα από δεύτερο χέρι τα περισσότερα, ρούχα που δεν λένε να στεγνώσουν, ποτισμένα από τη βροχή και την υγρασία. Να μην υπάρχει τόπος ν’ απλώσεις τα βρεγμένα, ούτε σαπούνι και νερό να πλύνεις τα λερωμένα.
Γυναικείο μέλημα ήταν πάντα το πλύσιμο των ρούχων, γυναικείες ευαισθησίες θα μπορούσε να πει κανείς. Τα ρούχα που δεν λένε να στεγνώσουν είναι μια λεπτομέρεια μπροστά στο μεγάλο δράμα του παιδιού που πεινάει ή ψήνεται στον πυρετό, μπροστά στη μακρινή πια πατρίδα που έγινε κόλαση. Λένε ότι στην Πτολεμαϊδα δεν τολμάς ν’ απλώσεις ρούχα όταν φυσάει απ’ τη μεριά των ορυχείων του λιγνήτη γιατί γεμίζουν μαύρη σκόνη. Το ίδιο λένε ότι συνέβαινε και στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνιας πριν την αποβιομηχανοποίηση. Στην Ειδομένη τα βρεγμένα ρούχα γεμίζουν μαύρη απελπισιά.