Σε όλο και ευρύτερα στρώματα διαμορφώνεται η αίσθηση μιας αδιέξοδης πολιτικής που δεν οφείλεται στη λανθασμένη εφαρμογή της, αλλά στον ίδιο το χαρακτήρα της. Και για την πολιτική αυτή δεν θεωρεί υπεύθυνους μόνον τα κόμματα – αχθοφόρους της, αλλά και τον ίδιο τον εμπνευστή και ελεγκτή της, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Η πτώχευση της «μεγάλης ευρωπαϊκής ιδέας»
Η υψηλή αποδοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης απ’ τον ελληνικό λαό διαμορφώθηκε στη μεταπολίτευση, όταν η άρχουσα τάξη (κεφάλαιο, κυβερνήσεις, αστικά κόμματα, κυρίαρχη ιδεολογία) έσπειραν και καλλιέργησαν μ’ επιτυχία τη νέα Μεγάλη Ιδέα του ελληνισμού, την ένταξη της χώρας στη «μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια». Σ’ αντιδιαστολή με την Ελλάδα της ψωροκώσταινας, της ένδειας, της μετανάστευσης στης «Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές», της αυταρχικής δημοκρατίας και των πραξικοπημάτων, της απειλής της εθνικής ακεραιότητας απ’ την Τουρκία (τραύμα Κύπρου), προβαλλόταν η μυθολογία μιας σχεδόν αυτόματης «σύγκλισης»: Ότι δηλαδή η Ελλάδα με την ένταξή της στην ΕΟΚ (έτσι ονομαζόταν τότε η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση) θα εξασφάλιζε υψηλή ανάπτυξη, ευημερία, ανώτερη δημοκρατία και πολιτισμό, εθνική ασφάλεια ως σύνορο της ΕΟΚ. Αυτή η αντίληψη και πολιτική εδραιώθηκε το 1981 με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την προσχώρηση σ’ αυτήν την πολιτική του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ και των αριστερόστροφων μαζών που ηγεμόνευε. Το ΠΑΣΟΚ από αδιάλλακτος πολέμιος της ΕΟΚ-ΕΕ (ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο) μετατράπηκε, για να εξασφαλίσει τη διαχείριση, σε ευτελή υποστηρικτή της με ρεφορμιστικό άλλοθι τη σύναψη «ειδικής σχέσης» μ’ αυτήν. Ο «ευρωμύθος» διογκώθηκε το 2002 με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και μετασχηματίστηκε στο ιδεολόγημα της «ισχυρής Ελλάδας».
Αυτό το ιδεολόγημα απέκτησε και κάποια υλικότητα. Το ελληνικό κεφάλαιο επεκτάθηκε σ’ ένα βαθμό στα Βαλκάνια, ως μεταπράτης κυρίως της ΕΕ, εκμεταλλευόμενο την αγοραστική δύναμη του ευρώ και τις ενισχύσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Παράλληλα, στο εσωτερικό αναπτύχθηκε ένας «τραπεζικός κεϊνσιανισμός» με πακτωλό χαμηλότοκων δανείων, επιχειρηματικών και καταναλωτικών. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο ευρωπαϊκός ολοκληρωτικός καπιταλισμός υιοθετώντας τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση με τη Λευκή Βίβλο, τη συμφωνία του Μάαστριχτ και την ΟΝΕ ενισχύει την ελευθερία δράσης (ασυδοσία) των μονοπωλίων και την ανισόμετρη ανάπτυξη. Ο ελληνικός καπιταλισμός, ιδίως ο δευτερογενής τομέας με ισχυρά διαρθρωτικά προβλήματα (μικρό μέγεθος, πεπαλαιωμένη τεχνολογία, υπερπροστατευτισμός), πλήττεται κύρια σε μια πλήρως απελευθερωμένη ενιαία αγορά. Αψευδής μάρτυρας το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο στη βιομηχανία και γεωργία (παραδοσιακά εξαγωγικός κλάδος) και η κάθετη μείωση της συμμετοχής τους στο ΑΕΠ, η σταδιακή συρρίκνωση της μικρομεσαίας επιχείρησης που αποτελούσε το 90% του επιχειρηματικού τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους για την κάλυψη των δαπανών. Υψηλός ήταν και ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα, ώστε με το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος να κινείται η κατανάλωση στην αγορά, που κατακλυζόταν από εισαγόμενα της ΕΕ κατά το «τα ελλείμματά σου, είναι τα πλεονάσματά μου».
Η αποκαθήλωση της μνημονιακής σωτηρίας υποβίβασε την «Ευρώπη» από ηγεμονική μεγαλοϊδεατική αφήγηση σε καταστροφολογικό εκβιασμό
Ο αποσαθρωμένος απ’ την ένταξη στην ΕΕ και τις οξυμένες και εξ αυτής διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικός καπιταλισμός δέχτηκε το καίριο πλήγμα με τη δομική κρίση του 2008, ενώ οι υπερφίαλες δηλώσεις των αστών πολιτικών καθησύχαζαν για το δήθεν απρόσβλητο της «ισχυρής» ελληνικής οικονομίας. Η «αγία οικογένεια» των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών – ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ – με πρόσχημα την αποτροπή της χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας (που κάλλιστα ήταν δυνατή με δάνειο διαρκείας απ’ την ΕΕ χαμηλού επιτοκίου), αλλά στην πραγματικότητα, για να σωθούν οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, να αποφευχθεί ο αντίκτυπος της χρεοκοπίας καπιταλιστικού κράτους, αλλά και να απομυζηθεί ο ελληνικός πλούτος, φόρτωσαν στον ελληνικό λαό το φαύλο κύκλο διαδοχικών γενοκτονικών μνημονίων. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί πότε η ελληνική καπιταλιστική οικονομία θα εξέλθει απ’ την κόλαση των μνημονίων. Είναι όμως προσδιορισμένο ότι θα εξέλθει με βαθιές πληγές, αναιμική ανάκαμψη και περιθωριοποιημένη στην περιφέρεια των παριών της ΕΕ, όπως απαιτούσε το πρώτο μνημόνιο (βουλγαροποίηση μισθών – συντάξεων, όχι όμως και του κόστους διαβίωσης).
Η αδυναμία των μνημονίων, με την όποια διαχείριση, να διανοίξουν την οδό εξόδου απ’ την κρίση, παρά το βαρύτατο τίμημα που πληρώνει ο ελληνικός λαός, ενισχύει πλέον την αμφισβήτηση και άρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ευρύτερα στρώματα. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει η ελάχιστη ανακούφιση απ’ τις επιπτώσεις των μνημονίων, αλλά απεναντίας προστίθενται νέα επαχθή βάρη στις πλάτες του λαού, όπως το ασφαλιστικό, το φορολογικό (έπονται και άλλα μέχρι το 2019 και βλέπουμε…) επιτείνει την αποστροφή του λαού για τα μνημονιακά κόμματα, που θρασύτατα επιχειρούν να αναβαπτιστούν στην εμπιστοσύνη του, αναμασώντας τις ίδιες χρεοκοπημένες προτάσεις, όπως οι νεοφιλελεύθεροι μύδροι του Κ. Μητσοτάκη στη Βουλή ή αναζητώντας τη χαμένη «τιμή» της σοσιαλδημοκρατίας, όπως η Φ. Γεννηματά. Στο στόχαστρό του ο λαός τοποθετεί και το νεομνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, που «πριν αλέκτορα φωνήσαι» τρις απαρνήθηκε τη λαϊκή ετυμηγορία, αρνούμενος – δημαγωγικά ότι την αρνείται. Στη συνείδηση όμως των Ελλήνων αμαυρώνεται και η εικόνα της ΕΕ και λόγω της χειροπιαστής αστοχίας των μνημονίων αλλά και της εμφανώς εμμονικής στάσης της στη διαρκή επιβολή πρόσθετων επαχθών μέτρων. Σε όλο και ευρύτερα στρώματα, όλο και εντονότερα, διαμορφώνεται η αίσθηση μιας αδιέξοδης πολιτικής που δεν οφείλεται στη λανθασμένη εφαρμογή της, σε ελλείψεις, υπερβολές ή ασυνέπειες, αλλά στον ίδιο το χαρακτήρα αυτής της πολιτικής. Και για την πολιτική αυτή δεν θεωρεί υπεύθυνους μόνον τα κόμματα – αχθοφόρους της, αλλά και τον ίδιο τον εμπνευστή και ελεγκτή της, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το κλίμα αυτής της διαφοροποίησης αποτυπώνεται σε πρόσφατη δημοσκόπηση του οργανισμού «διαΝΕΟσις» (Καθημερινή 7/2/16), στην οποία καταγράφηκε ότι ένα ποσοστό 46,2% – έναντι 28,1% – πιστεύει ότι η Ελλάδα ζημιώθηκε ως προς την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία απ’ τη συμμετοχή της στην ΕΕ. Αυτό το κλίμα συλλαμβάνουν οι κεραίες των κομμάτων του «ευρωπαϊκού τόξου», αρθρώνοντας μιαν άτολμη κριτική στην ΕΕ, παραδείγματος χάρη για την πολιτική της στο προσφυγικό – μεταναστευτικό, που συμβάλλει όμως στην έξαρση του ευρωσκεπτικισμού, χωρίς να αποσείει και τις δικές τους ευθύνες.
Η αποκαθήλωση της μνημονιακής σωτηρίας απ’ τα πρώτα βήματα της εφαρμογής της, υποβίβασε την «Ευρώπη» από ηγεμονική μεγαλοϊδεατική αφήγηση σε καταστροφολογικό εκβιασμό. Με τη φοβική κινδυνολογία αν και χωρίς ευρεία απήχηση στο εκλογικό σώμα, κέρδισε η ΝΔ τις εκλογές του 2012, όχι όμως και του 2015. Η εξασθένιση της ευρωφοβίας επιβεβαιώθηκε στις τελευταίες εκλογές που το αποτέλεσμά τους δεν καθορίστηκε απ’ τα φοβικά σύνδρομα αλλά απ’ τις ελπίδες που ενέπνευσε η επαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ για μιαν αριστερή διακυβέρνηση. Ανακόλουθα, ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί την ευρωφοβία, απολογούμενος ότι η υιοθέτηση του νέου μνημονίου αποτελεί αναγκαίο «συμβιβασμό» για την αποτροπή της απόλυτης καταστροφής.
Επειδή η αρνητική ιδεολογία αναπόφευκτα εξασθενεί λόγω κυριαρχίας των θετικών ψυχολογικών αναγκών του ανθρώπου, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ χωρίς να αποποιούνται ο καθένας τη δική του ευρωφοβική εκδοχή αλλά και την αμοιβαία δαιμονοποίηση, επιχειρούν να κατασκευάσουν και ένα θετικό ηγεμονικό αφήγημα, με το οποίο συνδέουν την πολιτική τους πρόταση. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όχι ευάριθμοι αστικοί διανοούμενοι, αντιδιαστέλλουν την υπαρκτή ΕΕ της λιτότητας, της κοινωνικής σκληρότητας, της μεταδημοκρατίας, της υποταγής των λαών στο ιμπεριαλιστικό κέντρο, απ’ την Ευρώπη των πρώτων χρόνων της ενοποίησης, στην οποία υποτίθεται ότι κυριαρχούσαν οι αξίες του γαλλικού διαφωτισμού, ο ορθός λόγος, ο σεβασμός των δικαιωμάτων, η κοινωνική αλληλεγγύη, η δικαιοσύνη. Αυτή όμως η Ευρώπη δεν υπήρξε. Εξ αρχής, η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούσε καπιταλιστική ολοκλήρωση, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του πολυεθνικού κυρίως κεφαλαίου για ένα διεθνικό οικονομικοπολιτικό οργανισμό, που να προωθεί την επέκταση των πολυεθνικών και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο. Πολύ περισσότερο είναι εξόφθαλμα ουτοπική η δυνατότητα ύπαρξης σ’ ένα διαρκώς αντιδραστικοποιούμενο ολοκληρωτικό καπιταλισμό μιας ΕΕ, στην οποία θα «ανθεί» ένας «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο». Μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο στο αριστερό παρελθόν του, αλλά και στην τωρινή σοσιαλφιλελεύθερη ουσία του, υποστηρίζει ότι η πολιτική του συμβάλλει στη θεμελίωση της φαντασιακής προοδευτικής ΕΕ. Θεωρεί ακόμη ότι στην ενίσχυση αριστερών δυνάμεων στην Πορτογαλία και την Ισπανία, που δεν διαφοροποιούνται όμως ουσιαστικά απ’ την κυρίαρχη συστημική πολιτική, συμβάλλει η δική του κυβερνητική πολιτική.
Απ’ τη μεριά της, η ΝΔ μετά την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης – ακροδεξιάς πτέρυγάς της αντικαθιστά τα κεντροδεξιά μίγματα με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογική καθαρότητα. Συγκαλύπτει το αποκρουστικό πρόσωπο του νεοφιλελευθερισμού με το ελκυστικό προσωπείο ενός σύγχρονου προοδευτικού μεταρρυθμισμού, της δημιουργικής παραγωγικότητας, της απελευθέρωσης της ατομικής πρωτοβουλίας, της προστασίας των ατομικών πολιτικών, αλλά και οικονομικών δικαιωμάτων, της εχθρότητας στον κρατισμό, τη γραφειοκρατία, τον πελατειασμό και το λαϊκισμό. Όταν όμως υποχρεώνεται να συγκεκριμενοποιήσει τις ιδεολογικές αρχές της, το προσωπείο του νεοφιλελευθερισμού αποβάλλεται και αποκαλύπτεται το αντιλαϊκό πραγματικό πρόσωπό του, όπως συνέβη στην πρόσφατη αγόρευση του Κ. Μητσοτάκη στη Βουλή για το ασφαλιστικό.
Την πειστικότερη όμως απόδειξη της εξασθενημένης εμβέλειας των κάθε λογής αστικών ιδεολογημάτων παρέχει η κινηματική ανάταση που προβάλλει απειλητική για το σύστημα. Οι μικρομεσαίοι αγρότες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι εργαζόμενοι επιστήμονες επιδεικνύουν αγωνιστικό πνεύμα και πραγματοποιούν δυναμικές κινητοποιήσεις. Συνειδητοποιούν τις παγίδες που στήνουν τα πρωταγωνιστικά στη συκοφάντηση και καταστολή των αγώνων ΜΜΕ, η κυβέρνηση, και το σύνολο των αστικών κομμάτων σε αγαστή εθνική σύγκλιση. Δεν δελεάζονται από υποσχέσεις για επουσιώδεις ή προσωρινές βελτιώσεις απ’ το «διάλογο» που εκβιαστικά απαιτεί ο πρωθυπουργός απ’ τους αγρότες, για να προσφέρει «βελτιωτικά» μέτρα, ενώ οι αγρότες έχουν καταθέσει προτάσεις που αγνοήθηκαν στην πρόταση Κατρούγκαλου. Δεν πτοούνται απ’ την κινδυνολογία, που επισείει το αδιέξοδο και το Grexit ούτε απ’ την αποδοκιμασία των αγωνιστικών κινητοποιήσεών τους ομοθυμαδόν απ’ τα’ αστικά κόμματα. Ούτε απ’ την αμφιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ που απ’ τη μια θεωρεί συμμαχικούς τους αγώνες των αγροτών στη διαπραγμάτευση με την ΕΕ, ενώ απ’ την άλλη κινητοποιεί στο σύνολό του τον αστικό μηχανισμό, για να αποτρέψει την κάθοδο των «συμμάχων» του με τα τρακτέρ – «τανκς» στο Σύνταγμα…
Εντείνεται η ανισομετρία εντός της ΕΕ
Η ιμπεριαλιστική ΕΕ στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού απαιτεί τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, που αποτελούν κοινό τόπο για τον καπιταλισμό αυτού του σταδίου, στην πιο αντιδραστική εκδοχή της διαρθρωτικής λιτότητας και μη υπέρβασης του 3% και του 60% του ΑΕΠ απ’ το δημόσιο έλλειμμα και το χρέος αντίστοιχα. Επιπλέον, ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εκδηλώνεται στη διεθνή του διάσταση μόνο στη σχέση ΕΕ και εθνών – κρατών εκτός αυτής. Αλλά και εντός της ΕΕ, στην ανισόμετρη σχέση του ιμπεριαλιστικού κέντρου (Γερμανία κυρίως) και των εθνών – κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Το ότι η ΕΕ δεν αποτελεί ενιαίο ομοσπονδιακό κράτος, όπως οι ΗΠΑ, αλλά πολυεθνική καπιταλιστική ολοκλήρωση, σχεδόν αποκλείει την αναδιανομή για τη σωτηρία και δυναμική ενίσχυση ενός προβληματικού κράτους – μέλους, όπως συνέβη στις ΗΠΑ, όπου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επενέβη σωστικά υπέρ της χρεοκοπημένης πολιτείας της Καλιφόρνιας. Απεναντίας στην ΕΕ έχει δομηθεί μια νεοϊμπεριαλιστική σχέση ανισομετρίας, οικονομικής και πολιτικής μεταξύ «γερμανικού κέντρου» και περιφερειακών χωρών – μελών, με αφαίμαξη εθνικού πλούτου, επιβολή εξοντωτικών προγραμμάτων (μνημόνια), διαρθρωτικής λιτότητας και πάγιας εποπτείας. Αυτή η ανισομετρία δεν συγκλίνει, όπως διατυμπάνιζαν οι αγκιτάτορες της ευρωλαγνίας, αλλά αποκλίνει περισσότερο.
Οι τελευταίες εξελίξεις παρέχουν απτά δείγματα της κλιμακούμενης ανισομετρίας, όπως: Πρώτο, το σχέδιο των πέντε θεσμών της ΕΕ για την οριοθέτηση και εμβάθυνση της ΕΕ των δύο ταχυτήτων. Δεύτερο, η προώθηση, με μη δημοσιοποιούμενες διαδικασίες, της υπερολοκλήρωσης ΤΤΙΡ, με άξονα ΗΠΑ – Γερμανίας, που ενισχύει την ασυδοσία των μονοπωλίων έναντι των λαών, αλλά από ορισμένες απόψεις και έναντι των λαών, αλλά από ορισμένες απόψεις και έναντι των αστικών κρατών. Τρίτο, η ανοιχτή και εκβιαστική επέμβαση της ΕΕ στο δημοψήφισμα υπέρ της «ιερής συμμαχίας» του «Μένουμε Ευρώπη» αποδεικνύει ότι η ΕΕ δεν αποτελεί απλώς το θεματοφύλακα της αστικής κυριαρχίας, αλλά και της υπεραντιδραστικής εκδοχής της, που η ίδια επιβάλλει. Τέταρτο, η αντιδραστικότητα της ΕΕ επιβεβαιώνεται στα δύο κυρίαρχα ζητήματα της συγκυρίας, στο ασφαλιστικό και στο προσφυγικό, μεταναστευτικό. Η ΕΕ προωθεί μακροπρόθεσμη βιώσιμη λύση, όχι όμως με γενναία (κεϊνσιανού τύπου), ενίσχυση της οικονομίας, ώστε να υπάρξει ανάπτυξη και θέσεις εργασίας, αλλά με δύο άκρως νεοφιλελεύθερες αντιλαϊκές μεθόδους (ή με το μίγμα τους), εξίσου υφεσιακές. Δηλαδή με την περικοπή των ήδη κατακρεουργημένων συντάξεων και τη φοροεπιδρομή στα χειμαζόμενα λόγω κρίσης μικρομεσαία στρώματα. Στο προσφυγικό – μεταναστευτικό, η ΕΕ επιχειρεί να μετατρέψει τη χώρα μας σε «αποθήκη ψυχών», όπως ήδη παραδέχτηκαν ο Μουζάλας και ο Δραγασάκης.
Ρήξη και έξοδος από ΟΝΕ και ΕΕ
Απ’ τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και εξωγενής παράγοντας, έχει αποβεί δεσπόζουσα δύναμη του ελληνικού αστικού κράτους και του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού. Αυτή η θέση εξασφαλίζεται θεσμικά με τις κατά καιρούς αποφάσεις για τις υποχρεωτικές κοινές αρχές λειτουργίας (Λευκή Βίβλος, Μάαστριχτ, Δημοσιονομικό Σύμφωνο) τα θεσμοθετημένα όργανα της ΕΕ (Κομισιόν, Συμβούλιο Υπουργών, Γιούρογκρουπ, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, Ευρωκοινοβούλιο). Κυρίως όμως εξασφαλίζεται εξωθεσμικά χάρη στην υπέρμετρη οικονομική υπεροχή της Γερμανίας έναντι της περιφέρειας της ΕΕ, με ωμούς εκβιασμούς (απειλή Grexit) ανοιχτές επεμβάσεις στα εσωτερικά χωρών (δημοψήφισμα Ιουλίου) πατρωνία και εύνοια σε πολιτικές δυνάμεις (στο Ποτάμι, για ένα διάστημα), πίεση στον ΣΥΡΙΖΑ για τον καθορισμό του κυβερνητικού εταίρου του (Ποτάμι αντί ΑΝΕΛ). Τούτων δοθέντων, συνεπάγεται ότι είναι ασύμβατο με την ιμπεριαλιστική και νεοφιλελεύθερη ΕΕ το πολιτικό σχέδιο όχι μόνον μιας ανατρεπτικής αριστερής δύναμης, αλλά και μιας ρεφορμιστικής (όπως το ΠΑΣΟΚ στην προ του 1981 περίοδό του). Η ασφυκτική κυριαρχία και χειραγώγηση των χωρών – μελών της ΕΕ απ’ τη Γερμανία όχι μόνον καθιστά αυτονόητη την αποδέσμευση απ’ την ΕΕ, αλλά την ανάγει και σε προϋποθετικό όρο της ανατροπής.
Ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες, μπορεί να προηγηθούν αλλαγές για να εδραιωθούν όμως και να διευρυνθούν είναι εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση η αποχώρηση απ’ την ΕΕ. Η σχέση όμως αιτίου – αιτιατού μεταξύ ΕΕ και ριζικών αλλαγών αντίθετων με τη λογική της δεν κατανοείται ούτε μετατρέπεται εύκολα σε πολιτική πρακτική λόγω κυριαρχίας και ηγεμονίας της Γερμανίας και των συμμάχων της στα έθνη – κράτη της ΕΕ. Στη χώρα μας στο ζήτημα διαμορφώνονται οι ακόλουθες στάσεις: Η ιδεοληψία του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι δυνατή η υλοποίηση αριστερής πολιτικής χωρίς ρήξη με ευρώ και ΕΕ. Η απόπειρα «εφαρμογής» της απέτυχε παταγωδώς. Η ΛΑΕ έχει προχωρήσει σε μιαν «ενδιάμεση» θέση για την ΕΕ, χωρίς να ανάγει την έξοδο α’ αυτήν σε πρωταρχικό και εξαρχής στόχο του κινήματος, που δεν θα δεσμεύεται από μια μορφή αποδέσμευσης, όπως συμβαίνει με την εμμονή της ΛΑΕ στο δημοψήφισμα. Κεντρικός στόχος της ΛΑΕ παραμένει η έξοδος απ’ την ΟΝΕ και όχι απ’ την ΕΕ. Το ΚΚΕ ασκεί δριμεία κριτική στην ΕΕ. Δεν ανάγει όμως σε άμεσο τακτικό στόχο στην έξοδο απ’ αυτήν. Απεναντίας, την εντάσσει στη στρατηγική του σοσιαλισμού, που στα πλαίσιά του θα πραγματοποιηθεί και η αποδέσμευση απ’ την ΕΕ.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ αντιμετωπίζουν τον πρωταρχικό ρόλο της ΕΕ στον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό με την πρωταρχικότητα της θέσης τους για ρήξη και έξοδο από ΟΝΕ και ΕΕ. Η ένταση των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας αναπόδραστα θα εντείνει την κατανόηση της καθοριστικής σχέσης τους με την αντιδραστικότητα της ΕΕ και θα ωθεί κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα σε τροχιά σύγκρουσης και εξόδου απ’ αυτήν.