του Γιώργου Τσαντίκου
Ανάγκη διαμόρφωσης ενιαίου μετώπου αγροτών-εργαζόμενων-νεολαίας
Ενώ οι κινητοποιήσεις του αγροτικού κόσμου μετράνε ήδη τρεις μήνες και τα μπλόκα σε όλη τη χώρα ζυγώνουν στη συμπλήρωση του δεύτερου μήνα, είναι όλο και πιο καθαρή η ανάγκη για τη διαμόρφωση όρων κλιμάκωσης του αγώνα, με ενιαίο μέτωπο αγροτών-εργαζόμενων-νεολαίας που θα θέτει τους όρους ανατροπής της πολιτικής κυβέρνησης-ΕΕ. Αυτή η προϋπόθεση ξεπερνάει πλέον τα όρια της απλής επίκλησης και γίνεται ανάγκη, ειδικά μετά τις εξελίξεις της προηγούμενης εβδομάδας και παρότι τα μπλόκα παραμένουν μαζικά. Καταρχάς, στις συναντήσεις διαφόρων ομάδων και αντιπροσώπων των αγροτών με την κυβέρνηση, φάνηκε για άλλη μια φορά ότι ο χώρος δεν είναι ενιαίος, πολιτικά και ταξικά. Κάθε ομάδα (ο διαχωρισμός διαπερνάει οριζόντια και τους κομματικούς χώρους), ακόμα και αν «πήρε» κάτι που ζήτησε, βασικά έπεσε επάνω στην κυβερνητική αδιαλλαξία και την ευρωπαϊκή «δεν υπάρχει εναλλακτική» πολιτική-οδοστρωτήρα. Αυτά που «πήραν» όμως οι διαπραγματευτές, ανάλογα με το αντικείμενο της παραγωγής, είτε προκάλεσαν ήδη, είτε προκαλούν σοβαρές αντιδράσεις ανάμεσα στους ίδιους τους αγρότες. Για παράδειγμα, το «μητρώο αγροτών» που ήταν μια σαφής υποχώρηση από πλευράς εκπροσώπων των αγροτών στην πρώτη φάση «διαλόγου», με την προϋπόθεση του 51% του εισοδήματος να προέρχεται από την αγροτική παραγωγή, πετάει εκτός αγροτικής δουλειάς και κυριολεκτικά προλεταριοποιεί ένα μεγάλο κομμάτι της παραγωγικής βάσης, ολοκληρωτικά τους φτωχομεσαίους αγρότες. Αυτοί, στις διάφορες διαβαθμίσεις τους, εάν το νέο ασφαλιστικό εφαρμοστεί, θα πάψουν αυτόματα να κάνουν τη δουλειά που κάνουν σήμερα, δια… ροπάλου σχεδόν.
Επίσης, υπάρχουν ομάδες, κυρίως μεγαλοαγροτών που φεύγοντας από το Μαξίμου πήραν κάποιες μικρές διαπραγματευτικές «επιταγές» για να διαπραγματευτούν στα μπλόκα τη χαλάρωση ή και αναστολή κινητοποιήσεων, στο προσεχές μέλλον. Ωστόσο, τα βασικά ερωτήματα του αγώνα των αγροτών όχι απλώς δεν απαντιούνται με ικανοποιητικό τρόπο, αλλά βρίσκουν απέναντί τους πόρτες ερμητικά κλειστές. Η προσφορά ενός μπουκαλιού τσίπουρου από τον Βασίλη Μπούτα στον πρωθυπουργό μπορεί να μοιάζει συμβολική και επικοινωνιακή, αλλά οι μικροί και μεσαίοι αμπελουργοί κυριολεκτικά εξαφανίζονται οικονομικά, από το 2017 κιόλας, πιο νωρίς από συναδέλφους τους, εξαιτίας των απαιτήσεων και επιταγών της ΕΕ και της κυβερνητικής πολιτικής. Φυσικά, αυτοί οι παραγωγοί δεν πήραν απολύτως τίποτα από τη «διαπραγμάτευση». Ή πιο σωστά, όχι εντελώς τίποτα.
Το κυβερνητικό μπλοκ φρόντισε να ρίξει μια τροχιοδεικτική βολή προς τα μπλόκα, με την παραγγελία του Αρείου Πάγου προς τις κατά τόπους εισαγγελίες, για την ποινικοποίηση των κινητοποιήσεων. Η κυβέρνηση, μαστιγίου και… ελάχιστου καρότου, προειδοποιεί ότι το επόμενο βήμα θα είναι ποινικό και ταυτόχρονα, ότι οι «σύμμαχοι» που διαθέτει στον αγροτικό χώρο, θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για εκτόνωση.
Απέναντι σε αυτά, πρέπει να μπει η ανάγκη για να γίνει νικηφόρος ο αγώνας. Έτσι και αλλιώς, είναι φανερό ακόμα και στις πιο μετριοπαθείς τάσεις σε όλους τους εργασιακούς κλάδους ότι ο καπιταλισμός κόβει τις γέφυρες και επιστροφή σε μια καλύτερη εκδοχή του, δεν υπάρχει πλέον. Η προβολή του ταξικού συμφέροντος απέναντι στους «εντός» και «εκτός» του κινήματος, το αντικυβερνητικό-αντιΕΕ περιεχόμενο, πρέπει να κερδίσει έδαφος και να φτάσει πέρα από την αναβολή ψήφισης του νόμου.