του Λάζαρου Απέκη
Παράλληλα με τα νέα κύματα απανωτών εξοντωτικών «μεταρρυθμίσεων» για την πλειονότητα της κοινωνίας, η κυβέρνηση εργάζεται για μια ακόμη «μεταρρύθμιση» στην Παιδεία. Προηγήθηκαν οι παλινωδίες της προηγούμενης περιόδου με την άδοξη απόσυρση του «σχεδίου Μπαλτά». Όπως δηλώθηκε αρμοδίως: «οφείλουμε να αναζητήσουμε λύσεις που θα αντιπαρατίθενται στα ξεπερασμένα στερεότυπα και αναχρονιστικές νοοτροπίες που καταδυναστεύουν την κοινωνία και ειδικότερα την εκπαίδευση». Και για να προσγειωθούμε: «η αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων της εκπαίδευσης, συναρτάται με την έκθεση του ΟΟΣΑ για την αξιολόγηση της εκπαίδευσης στη βάση των βέλτιστων διεθνών πρακτικών». Χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς έστω κάποια πρωτοτυπία, η κυβέρνηση ακολουθεί τους προκατόχους της, που μετά την προηγούμενη αξιολόγηση του ΟΟΣΑ επέβαλαν το νόμο Διαμαντοπούλου.
Το έργο θα διεκπεραιώσει, σε πρώτη φάση, 36μελής «Επιτροπή Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου» με επικεφαλής τον Α. Λιάκο, με τη συμμετοχή του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ), με επικεφαλής το Ν. Θεοτοκά και της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής με πρόεδρο τον Κ. Γαβρόγλου. Ο Α. Λιάκος υπήρξε στενός συνεργάτης του Κ. Σημίτη και πρόεδρος του σημιτικού «Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Ελληνικής Κοινωνίας» (ΟΠΕΚ). Επίσης, πρωτοστάτησε στην κίνηση των «1000 προθύμων» για τη «μεταρρύθμιση» Γιαννάκου και την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, όπως υπαγόρευε η Ευρωπαϊκή Ένωση. με τη Διαδικασία Μπολόνια και ο ΟΟΣΑ με τις τρομερές «εργαλειοθήκες» του. Όπως φαίνεται επέλεξαν τον κατάλληλο άνθρωπο. Πιο ειδικά, οι επιταγές του Μνημονίου 3 για την ανώτατη εκπαίδευση που αποτελούν και το πλαίσιο του «Εθνικού Διαλόγου», αφορούν κυρίως: Την υλοποίηση μέτρων με βάση την «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ μέχρι τον Απρίλιο του 2016. Δηλαδή, μείωση αριθμού φοιτητών, συμμετοχή των φοιτητών στη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων με την επιβολή διδάκτρων με γενίκευσή τους στα μεταπτυχιακά και επέκτασή τους σταδιακά στα προπτυχιακά, ανταποδοτικότητα, αναζήτηση ιδιωτικών πόρων, περεταίρω σύνδεση πανεπιστημίων με επιχειρήσεις, εδραίωση των ελαστικών σχέσεων εργασίας σε όλο το προσωπικό. Τη χωροταξική αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης. Δηλαδή, ένα νέο «Σχέδιο Αθηνά», με συγχωνεύσεις και καταργήσεις Τμημάτων και Ιδρυμάτων, που επίσης προβλέπονται από την «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ και ήδη έχει σχεδιάζει το επιτελείο της «μεταρρύθμισης», η «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας» (ΑΔΙΠ). Όπως δηλώνει ο πρόεδρος της «Επιτροπής Διαλόγου»: «Η ανώτατη εκπαίδευση θέλει επίσης τολμηρό ανασχεδιασμό πανεπιστημίων, σχολών και τμημάτων.
Χρειάζεται στρατηγική ανασχεδιασμού του χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης». Παρ΄ όλα αυτά, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει με ιδιαίτερο κυνισμό: «και να μην υπήρχε το μνημόνιο θα έπρεπε να το είχαμε εφεύρει», και ο Υπουργός Οικονομίας αντιπαραθέτει στην κριτική των μνημονιακών μέτρων ότι «ο λαός, γνωρίζοντας τη συμφωνία που υπογράψαμε, μας ψήφισε για να εφαρμόσουμε αυτά τα μέτρα». Ενώ έχουν προαποφασιστεί αυτά τα καταστροφικά μέτρα, τα πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν τον οικονομικό μαρασμό και την εξαθλίωση. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό 2016, η υποχρηματοδότηση των ΑΕΙ αγγίζει ουσιαστικά την κατάργηση. Με αφορμή την κρίση μειώνεται κατά 20% από πέρσι και συνολικά 75% από το 2010. Ο αποδεκατισμός του προσωπικού, διδακτικού, εκπαιδευτικού, τεχνικού, διοικητικού, χωρίς αναπλήρωση των αποχωρούντων από το 2010, σε συνδυασμό με την υποχρηματοδότηση οδηγεί στην κατάρρευση προγραμμάτων σπουδών, εργαστηρίων, κλινικών, τμημάτων, ιδρυμάτων, σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και εκπαίδευσης, σε επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων. Η συρρίκνωση της φοιτητικής μέριμνας (σίτιση, στέγαση, συγγράμματα), μέσα σε συνθήκες γενικευμένης φτώχειας, κάνει τις σπουδές απρόσιτες για μεγάλο μέρος της νεολαίας. Αντί να αντιμετωπιστεί η τεράστια έλλειψη διδακτικού προσωπικού, η κυβέρνηση, με τον παραπλανητικό τίτλο «Απόκτηση Διδακτικής Εμπειρίας σε Νέους Επιστήμονες Κατόχους Διδακτορικού», «προσφέρει» στα Ιδρύματα, μέσα από προγράμματα ΕΣΠΑ, δύο περίπου χιλιάδες θέσεις ανά έτος για νέους επιστήμονες, οι οποίοι θα παρέχουν διδακτικό έργο υπό μορφή «σεμιναρίων» και με ελαστικές σχέσεις εργασίας. Με την ανεπαρκή έως ανύπαρκτη χρηματοδότησή της η επιστημονική έρευνα εγκαταλείπεται στην εξασφάλιση πόρων από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και την εμπορευματοποίηση των «προϊόντων» της.
Μέσα σε αυτές τις ακραίες συνθήκες υπολειτουργίας που έχουν επιβληθεί, οι πάντα πρόθυμες διοικήσεις ωθούνται να καταφύγουν στο «ρεαλισμό» μιας θλιβερής διαχείρισης της κρίσης, στη λογική της «ανταποδοτικότητας», σε επιχειρηματικές «λύσεις», στην πλήρη υποταγή σε επιχειρηματικά συμφέροντα, αλλά και στην αποδοχή των συγχωνεύσεων και της συρρίκνωσης.
Ξεχαρβάλωμα και προϊούσα εμπορευματοποίηση
Για την «εξωστρέφεια» του επιχειρηματικού πανεπιστημίου που προωθείται, είναι αποκαλυπτικά όσα αναφέρονται στην Καθημερινή: «Τα τρία μεγάλα πανεπιστήμια ΕΚΠΑ, ΕΜΠ και ΑΠΘ δρομολογούν δυναμική διείσδυση στην αγορά με χορηγίες, διεθνείς συνεργασίες, εμπορική δραστηριότητα κ.ά. προς εξεύρεση πόρων καθώς «από το κράτος παίρνουμε ψίχουλα». Ήδη καταστρώνονται τα πρώτα επιχειρηματικά σχέδια, με στόχο να δημιουργηθεί και στη χώρα μας brand name στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κατά τα πρότυπα χωρών του εξωτερικού». Επίσης, στην ίδια λογική, η κυβέρνηση σε συνεργασία με τις διοικήσεις επεξεργάζεται σχέδιο για δάνειο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, που βέβαια θα απαιτήσει και αυτό ειδικές δεσμεύσεις και προαπαιτούμενα από τα Ιδρύματα! Για το νέο «επιχειρηματικό» καθεστώς που επιχειρείται να εδραιωθεί στα πανεπιστήμια είναι αποκαλυπτικό το παράδειγμα του ΕΚΠΑ, όπου η διοίκηση επιβάλλει νέα ήθη στη λειτουργία του Ιδρύματος υιοθετώντας αγοραίους κανόνες «ανταγωνιστικότητας» και «ανταποδοτικότητας».
Με απόφαση της Συγκλήτου για την κατανομή της χρηματοδότησης στα Τμήματα, δύο βασικά κριτήρια είναι η αναλογία συμμετοχής του Τμήματος στα έσοδα του ΕΛΚΕ (από τη διαχείριση προγραμμάτων) και η αναλογία εσόδων του Τμήματος από τα δίδακτρα των Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων. Αυτή η πολιτική – αν δε φέρεις χρήμα δεν παίρνεις – θα οδηγήσει αφενός σε υποχρηματοδότηση συρρίκνωση και υποβάθμιση των περισσότερων Τμημάτων – ιδίως αυτών που ασχολούνται με τη βασική έρευνα – αφετέρου θα ωθήσει όλα τα Τμήματα να επιβάλουν δίδακτρα στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών τους. Αγοραίο «ρεαλισμό» επιδεικνύει, επίσης, η πρυτανεία του ΕΚΠΑ εις βάρος των συμβασιούχων διοικητικών (ΙΔΟΧ) στοχεύοντας στην αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος τους ώστε, ενώ καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ιδρύματος, να τους μετατρέψει σε «ελεύθερους επαγγελματίες», επεκτείνοντας έτσι τις ελαστικές
Σχέδιο επιστροφής στον κοινωνικό μεσαίωνα
Η διαβόητη «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ, στην οποία καταφεύγει και αυτή η κυβέρνηση, είναι, όπως επιβεβαιώνει η δραματική εμπειρία από την εφαρμογή της σε πολλές χώρες, το επιτελικό σχέδιο «μεταρρυθμίσεων» για το ξερίζωμα των κοινωνικών, εργασιακών και πολιτικών κατακτήσεων, για τη μετατροπή των δημόσιων αγαθών σε εμπορεύματα, στα οποία θα έχει πρόσβαση όποιος μπορεί να τα αγοράσει, καθώς και για την αρπαγή του δημόσιου πλούτου. Είναι το σχέδιο επιστροφής στον κοινωνικό μεσαίωνα, για να εξασφαλιστούν η ηγεμονία και το κέρδος της ελίτ του μεγάλου κεφαλαίου και η ευημερία των κοινωνικών ομάδων και των συστημάτων που την υπηρετούν και παρασιτούν γύρω από αυτήν.
Ανατροπή της πολιτικής της εξαθλίωσης
Η κατάσταση στην ανώτατη εκπαίδευση είναι ήδη ζοφερή από τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν κατ΄ επιταγή της ΕΕ, σύμφωνα με τη διαδικασία Μπολόνια και πάντα με τις υποδείξεις του ΟΟΣΑ, και τα μνημόνια που ακολούθησαν. Η σχεδιασμένη νέα «μεταρρύθμιση» της ανώτατης εκπαίδευσης που ανέλαβε να εφαρμόσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, αν δεν ανατραπεί, θα ολοκληρώσει τη μετατροπή της παιδείας σε παροχή υπηρεσιών κατάρτισης, τους φοιτητές σε πελάτες που τις αγοράζουν (αν έχουν τη δυνατότητα) και τα Ιδρύματα σε αυταρχικά εκπαιδευτήρια-εμπορικές επιχειρήσεις, όπως χρόνια τώρα επιμένουν οι «εκσυγχρονιστές», παλαιοί και νεόκοποι, κάθε απόχρωσης.
Οι πανεπιστημιακοί, οι φοιτητές κι οι εργαζόμενοι που αγωνίζονται για το δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο πρέπει να αντισταθούν σε αυτήν την αθλιότητα που επιβλήθηκε στα πανεπιστήμια και στη «ρεαλιστική» διαχείρισή της από τις πρόθυμες διοικήσεις. Να καταγγείλουν το «διάλογο» με τους προαποφασισμένους στόχους. Οι πολιτικές αυτές δεν βελτιώνονται, μόνο ανατρέπονται, σε συμπόρευση με την αγωνιζόμενη νεολαία και τους εργαζόμενους.
Όχι άλλη «μεταρρύθμιση» στην Παιδεία και την κοινωνία!