του Μιχάλη Ρίζου
Στην πολιτική αντίληψη που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, η εργατική τάξη δεν αποτελεί μια ενιαία εκμεταλλευόμενη τάξη, αλλά ένα πολυεπίπεδο άθροισμα «εισοδημάτων» που μόνο για τα κατώτατα μέρη του αξίζει να γίνουν κάποιες διορθωτικές παρεμβάσεις. Όχι κοινωνική επανάσταση, αλλά ούτε αστικό «κοινωνικό κράτος» δεν προωθεί αυτή η λογική, που φιλοδοξεί να εξασφαλίσει τα ελάχιστα εγγυημένα δικαιώματα.
Τα αστικά ιδεολογήματα της προηγούμενης φάσης πάσχιζαν να πείσουν την εργατική τάξη για τις «αναγκαίες θυσίες», τη συναίνεση σε ένα «λιτό βίο», την «κοινή εθνική προσπάθεια για να δούμε το φως στην άκρη του τούνελ». Προειδοποιούσαν ταυτόχρονα τον εργαζόμενο ότι «καταναλώνει περισσότερα απ’ όσο παράγει», έχει «δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη» και πως «δουλεύει λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο». Στον καιρό των μνημονίων η συντονισμένη κατεργασία της λαϊκής συνείδησης πήρε λυσσώδη χαρακτηριστικά με κεντρικούς άξονες τον κοινωνικό αυτοματισμό (εργάτες εναντίον εργατών) και τη συλλογική ενοχοποίηση των εργαζομένων. Αποκορύφωμα αυτής της λογικής ήταν η Παγκάλειος ρήση «όλοι μαζί τα φάγαμε», πλούσιοι και φτωχοί, εφοπλιστές και ναυτεργάτες, εργολάβοι και οικοδόμοι.
Στην αντίληψη της Αριστεράς και των αγωνιστών, η παραπάνω απόπειρα ταξικής ισοπέδωσης και χυδαίας απαξίωσης της εργατικής δύναμης ήταν απόλυτα συνυφασμένη με την αντεργατική πολιτική όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ, ΔΗΜΑΡ, ως αναγκαία προεργασία για να περάσει ο οδοστρωτήρας των αντιδραστικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και τα μνημόνια. Και ως ένα βαθμό γύρισε μπούμερανγκ στους εμπνευστές της. Η άθλια αυτή προπαγάνδα συνέβαλλε στην κρίση των αστικών πολιτικών κομμάτων και ενίσχυσε το μίσος του λαού απέναντι στα ΜΜΕ, το κοινοβούλιο και συνολικά τους κυρίαρχους πολιτικούς θεσμούς.
Το 2015 όμως αποδείχτηκε πικρό για όσους είχαν πιστέψει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ανατρέψει την προηγούμενη κατάσταση. Η αστική πολιτική, πιο «διαβασμένη» και πιο αποφασιστική, επέστρεψε δριμύτερη με τα νέα ρούχα (χωρίς γραβάτες!) μιας σκουριασμένης «αριστερής» αντίληψης. Που ορκιζόταν στη δυνατότητα της αντιμνημονιακής πάλης εντός της ΕΕ, της «διαπραγμάτευσης» και του win-win. Η τραγική κατάρρευσή της και η πλήρης ευθυγράμμιση της νέας κυβέρνησης με την στρατηγική της ελληνικής αστικής τάξης, στα πλαίσια της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, οδηγούν σε μια έκρηξη αναζήτησης στο λαό για το «τι έφταιξε», ποιο σχέδιο απέτυχε, ποια αριστερά συμβιβάστηκε. Το φαινομενικό μορατόριουμ των εργαζομένων απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, δεν είναι αποδοχή της πολιτικής της, αλλά σιωπηλή προετοιμασία για μια νέα εργατική εξόρμηση, πιο ώριμη και πιο ταξική αυτή τη φορά.
Το σύστημα ανιχνεύει αυτές τις υπόγειες τάσεις και την πιθανή γρήγορη ριζοσπαστικοποίηση τους. Γι’ αυτό έχει ανάγκη από μια ιδεολογική προσαρμογή του κυρίαρχου κυβερνητικού λόγου, από μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή δικαιολόγησης των σκληρών αντιλαϊκών νόμων και καθήλωσης των τάσεων εργατικής χειραφέτησης.
Ο καθησυχαστικός και συμπάσχων Κατρούγκαλος πρέπει να αντικαταστήσει τον υβριστικό Πάγκαλο και η Αριστερά της «προστασίας των αδυνάτων» την αλαζονική Δεξιά της περιφρόνησης του εργάτη και του άνεργου. Και ας ψηφίζουν και οι δύο τα ίδια μέτρα, ας συντάσσονται και οι δύο με το δυτικό πλαίσιο και τον κόσμο των «επενδυτών».
Εκμετάλλευση στο μέγιστο, Αριστερά στο ελάχιστο
Η αρχή φάνηκε από το περίφημο πρόγραμμα Θεσσαλονίκης. Η σαφής αντικατάσταση του προγράμματος (μισο)ανατροπής και του «καμιά θυσία για το ευρώ» με τα περίφημα 11 σημεία «ανακούφισης» και «επανεκκίνησης» της οικονομίας, αποτέλεσε μια σημαντική τομή περάσματος από την αριστερά της διεκδίκησης στην αστικοποιημένη αριστερά της διαχείρισης (μέσω της κοινωνικής ελεημοσύνης). Από εκεί και πέρα όλη η κυβερνητική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ – και στην πρώτη και στη δεύτερη φάση της – ήταν μια διαρκής διολίσθηση στο «ελάχιστο», στο δήθεν παράλληλο πρόγραμμα εντός της ΕΕ και των μνημονίων.
Η πολιτική αυτή δεν είναι προσωρινή ούτε βέβαια αναγκαστική. Στοχεύει στη βαθύτερη υποταγή της εργατικής συνείδησης, στην μετατροπή του «δεν μπορούμε» σε επίσημη κυβερνητική ιδεολογία και πρακτική. Το δόγμα «λειτουργική σταθεροποίηση του κράτους», με μικρές ανάσες ανακούφισης στους εξαθλιωμένους και γενικό μοίρασμα της φτώχειας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα κατεστραμμένα μικρομεσαία στρώματα, με άθικτα τα κέρδη του κεφαλαίου, επιχειρείται να μετατραπεί σε νέο εθνικό πρόταγμα. Η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου εξήγγειλε τη δημιουργία ενιαίου εθνικού συστήματος κοινωνικής αλληλεγγύης (ΕΣΚΑ), «άμεσης αντιμετώπισης του φαινομένου της φτώχειας σε συνεργασία με Εταιρικά Σχήματα, με ειδικό ταμείο συνοχής και Κοινωνικές Δομές». Πιο βαθιά δηλ. διαμορφώνεται η τάση αντικατάστασης του όποιου κοινωνικού κράτους, που τυπικά καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων, από δομές κοινωνικής αλληλεγγύης σε ολιγάριθμες και με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κοινωνικές ομάδες. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι το κίνημα και η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν έχουν δώσει όση σημασία χρειάζεται στη νέα αυτή στρατηγική και την επικίνδυνη δυνατότητά της να παραλύει τις λαϊκές αντιδράσεις, να αναπαράγει τον εργατικό εμφύλιο και να δίνει την ψευδαίσθηση μιας, περιορισμένης έστω, κοινωνικής πολιτικής.
Ας δούμε ορισμένα ζητήματα:
– Η νέα (μεταμοντέρνα) ορολογία της κυβέρνησης είναι ενδεικτική των επιδιώξεων. Η εργατική τάξη κατακερματίζεται σε «ευπαθείς ομάδες», σε τμήματα «ακραίας φτώχειας» και σε «ευάλωτους πληθυσμούς». Η αντικειμενική τάση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και των αναδιαρθρώσεών του για πολυδιάσπαση της τάξης στη βάση της ευελιξίας, της διαρκούς κατάρτισης και της συλλογής δεξιοτήτων, της συνεχούς κινητικότητας και αλλαγής εργασιακού αντικειμένου, το μοντέλο του μισοάνεργου-μισοαπασχολούμενου, αποκτά και το πολιτικό – ιδεολογικό της αντίκρισμα. Πλέον η εργατική τάξη δεν αποτελεί μια ενιαία εκμεταλλευόμενη τάξη, που πρέπει να είναι προτεραιότητα μιας «αριστερής» κυβέρνησης και πολιτικής, αλλά ένα πολυεπίπεδο άθροισμα «εισοδημάτων» που μόνο για τα κατώτατα μέρη του αξίζει να γίνουν κάποιες διορθωτικές παρεμβάσεις. Έτσι, μαζί με τα σκληρά προαπαιτούμενα και τις βασικές νομοθετικές επιλογές που έχει ανάγκη το κεφάλαιο και η ΕΕ, αποφασίζονται μέτρα κοινωνικής εξομάλυνσης και διευκόλυνσης -δήθεν προστασίας- των εξαθλιωμένων τμημάτων της εργατικής τάξης. Προσοχή! Σε κανέναν δεν χαρίζεται ούτε ένα ευρώ. Διευκόλυνση πληρωμής δανείων και ηλεκτρικού γίνεται και επιδόματα πείνας (ενοικίου, σίτισης, θέρμανσης) δίνονται, που ούτε κατά διάνοια δεν αντιρροπούν τις απώλειες του εργαζόμενου – άνεργου από τη λεηλασία των ασφαλιστικών εισφορών του, το πετσόκομμα των μισθών, την φοροκλοπή από κράτος, δήμους, ΦΠΑ.
– Η πρακτική αυτή είναι γενική επιλογή της κυβέρνησης και δεν αφορά μόνο κάποιους τομείς. Σε όλα τα νομοσχέδια υπάρχει κλιμάκωση αντεργατικών μέτρων με βάση το εισόδημα και προκλητική προς τα κάτω μετάθεση του «ορίου φτώχειας». Η τετραμελής εργατική οικογένεια των 20.000 ευρώ το χρόνο (1.600 ευρώ το μήνα) θεωρείται λίγο – πολύ «προστατευμένη» και ικανή να σηκώσει νέα φορολογικά βάρη και μείωση μισθών. Ο δημόσιος υπάλληλος και γενικά ο έχων σταθερή δουλειά στοχοποιείται ανοιχτά από το αστικό σύστημα, γίνεται ο «εχθρός» του εξαθλιωμένου και του ανέργου, αυτός από τον οποίο μπορεί και πρέπει να «τα πάρει» μια φιλολαϊκή κυβέρνηση για να μπορέσει να επιβιώσει. Κι αυτό γιατί τα κέρδη του κεφαλαίου και των τραπεζών είναι κάπου «κλειδωμένα» και δεν μπορούν να απαλλοτριωθούν, ενώ το δημοσιονομικό σφαγείο της ευρωζώνης, ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός και η εξυπηρέτηση του χρέους είναι απαράβατοι ιεροί κανόνες και βρίσκονται υποχρεωτικά εκτός συζήτησης!
– Η κατεύθυνση αυτή δεν είναι προφανώς εφεύρεση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι προσταγή της ΕΕ. Ήδη από το 2004 η Κομισιόν αποφάσιζε: «Ακριβώς επειδή το 15% περίπου του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) ή περίπου 55 εκατομμύρια άτομα βρίσκονταν στο όριο της φτώχειας, ενώ οι μισοί από αυτούς διατρέχουν μόνιμο κίνδυνο φτώχειας είναι απαραίτητη η διαδικασία της κοινωνικής ενσωμάτωσης με στόχο την άμβλυνση των αντιδράσεων. Η οικονομική ευημερία ενός ατόμου εξαρτάται από το άθροισμα όλων των πόρων που παρέχονται από όλα τα μέλη του νοικοκυριού στο οποίο ανήκει». Κι αυτά πριν την έλευση της καπιταλιστικής κρίσης. Πρόκειται ουσιαστικά για διαχείριση της φτώχειας και της ανεργίας. Για παράδειγμα, η μερική απασχόληση εκτός από το να δίνει τη δυνατότητα στο μεγάλο κεφάλαιο να χρησιμοποιεί τους εργαζόμενους όποτε και όπως τους θέλει, ταυτόχρονα μοιράζει μία θέση εργασίας σε δύο και τρία άτομα που με τα λίγα ψίχουλα που παίρνουν καλούνται να συμπληρώσουν το εισόδημα της οικογένειας ώστε να μπορούν να επιβιώνουν.
– Η επιλογή αυτή υιοθετείται από όλη την κυβερνώσα ευρωπαϊκή αριστερά. Στην Ισπανία οι Ποδέμος διακηρύττουν ότι «προτεραιότητα είναι ένας νόμος κοινωνικής έκτακτης ανάγκης, για τους πολίτες χωρίς θέρμανση και χωρίς ηλεκτρικό, για τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο έξωσης και δεν έχουν άλλη κατοικία ή για τους συνταξιούχους που δεν μπορούν να πληρώσουν για τα φάρμακά τους». Ενώ τα «σημεία σύγκλισης» της νέας κυβέρνησης στην Πορτογαλία αφορούν μέτρα που δεν επιφέρουν δημοσιονομικό κόστος και δεν επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό.
– Οι επιδιώξεις αυτής της στρατηγικής είναι πολλαπλές. Καταρχήν το ελάχιστο όριο «προστασίας» πρέπει να εξασφαλίζει την «ελάχιστη συναίνεση», να αποτρέπει τις στρατιές των περιθωριοποιημένων πολιτών να χειραφετηθούν πολιτικά και να στραφούν εναντίον των θυτών τους. «Ας τους εξασφαλίσουμε ένα κομμάτι ψωμί πριν πέσουν να μας φάνε», είναι το «μοντέλο» σκέψης που καθοδηγεί την πολιτική τους πρακτική. Έπειτα διαμορφώνει στην εργατική τάξη μια ψυχολογία ελάχιστων απαιτήσεων, συμβιβασμού με τα όσα μας δίνουν και όχι τα όσα μας ανήκουν. Εμπεδώνει το αίσθημα της συνυπευθυνότητας για την κρίση και ότι η διέξοδος δεν μπορεί να έρθει με την ανατροπή αλλά με την άμβλυνση των ακραίων καταστάσεων. Με τον όρο εξάλλου «ανθρωπιστική κρίση» συσκοτίζεται συνειδητά ο χαρακτήρας της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της. Από την άλλη μεριά με τη νέα οριοθέτηση των «φτωχών» το κράτος ξεμπερδεύει με τα μαζικά προγράμματα κοινωνικών επιδομάτων και παροχών προς το σύνολο της εργατικής τάξης. Από εδώ και στο εξής η δωρεάν υγεία και παιδεία, οι φτηνές συγκοινωνίες, η κρατική συμμετοχή στα φάρμακα, η στέγαση και η σίτιση και πολλά άλλα δεν θα αφορούν όλη την τάξη αλλά μόνο τα πιο χτυπημένα τμήματά της, στη βάση της ανταποδοτικότητας. Στο όνομα της κοινωνικής αλληλεγγύης βάζουν στο παιχνίδι τους επιχειρηματίες πολλών ειδών (ΜΚΟ, δήμοι, περιφέρειες, εκκλησία, Σκάι).
– Από «υλικής» άποψης τα μέτρα δεν θα επιφέρουν βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, παρά μόνο ίσως κάποιο φρενάρισμα της εξαθλίωσής τους. Αποτελούν σκέτη κοροϊδία. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση τον περασμένο Απρίλη διέθεσε 200 εκατομμύρια ευρώ για όσους βρίσκονται στα όρια της φτώχειας! Δηλ. σε 3.884.700 άτομα, τα οποία ανήκουν σε αυτή τη στατιστική κατηγορία. Την ίδια ώρα αφαιρεί περίπου 900 εκατ. ευρώ από την Πρόνοια κάθε χρόνο, μειώνοντας κατακόρυφα τις δαπάνες από τον κρατικό προϋπολογισμό. Πρόσφατα ο υπουργός Υγείας εξέδωσε δελτίο Τύπου για την ιατρική και νοσηλευτική κάλυψη των ανασφάλιστων, όπου, από τη μια, το κράτος δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει κανένα μέτρο και, από την άλλη, «…δεν είναι αποδεκτός κανενός είδους αποκλεισμός ανασφάλιστων ασθενών από τις δημόσιες μονάδες Υγείας …». Ενώ προέτρεψε τους φαρμακοποιούς να είναι «επιεικείς» προς τους ασθενείς και να μη ζητούν να πληρωθούν τη συμμετοχή τους στην αγορά των φαρμάκων. Φυσικά ούτε συζήτηση για κατάργηση του ΦΠΑ στα φάρμακα, διότι στην καπιταλιστική ανάπτυξη αποτελεί ισοδύναμο με το «προπατορικό αμάρτημα» ο ασθενής να μην πληρώνει φόρο για να γίνει καλά!
Αναδιανομή εντός της εργατικής τάξης
Με τη διάβαση του Ρουβίκωνα της αστικής πολιτικής από τον ΣΥΡΙΖΑ η Αριστερά του μεταρρυθμισμού μετατρέπεται σε Αριστερά του φτωχοκομείου, μια μοντέρνα εκδοχή της αστικής φιλανθρωπίας του 19ου αιώνα. Ο κυνισμός με τον οποίο ο πρωθυπουργός διαπραγματεύεται και ανταλλάσσει τα ψίχουλα ανακούφισης στους κολασμένους του Περάματος και τους άστεγους, με τον αντιασφαλιστικό Αρμαγεδώνα, είναι χαρακτηριστικός της τερατογένεσης που παράγει ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός στα κόμματα και τις πολιτικές δυνάμεις που επιχειρούν να τον διαχειριστούν. Δείχνει τα ανύπαρκτα περιθώρια φιλολαϊκών λύσεων εντός του πλαισίου του και τη ζωτική ανάγκη για μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική, επαναστατική στρατηγική για την ανατροπή του. Ταυτόχρονα έχει το θράσος να βαφτίζει αριστερή πολιτική τη «δικαιοσύνη» στη φτώχεια και το χτύπημα της διαφθοράς, δηλαδή τη στρατηγική του κεφαλαίου για πλήρη ταξική αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού. Με την καταστροφή μεσαίων στρωμάτων, τη γιγάντια ιδιωτικοποίηση σχεδόν όλου του δημόσιου τομέα, τη φτωχοποίηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης, την ανακύκλωση της ανεργίας.
Η αντικαπιταλιστική και σύγχρονα κομμουνιστική Αριστερά χρειάζεται να συγκρουστεί με την «τοξική» λογική των «ελάχιστων εγγυημένων απαιτήσεων» και της αναδιανομής μεταξύ των φτωχών. Που θεωρεί ανισότητα όχι τις σχέσεις ιδιοκτησίας, το σφετερισμό του κλεμμένου χρόνου, την υπεραξία, την φοροαπαλλαγή των κερδών, την αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας αλλά τα μισθολογικά κλιμάκια των προλετάριων της χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας! Ακόμα και στον αγώνα των εργαζόμενων στα πεντάμηνα, το υπουργείο Εργασίας απαξιωτικά τους απαντά ότι «εσείς βρήκατε έστω πέντε μήνες δουλειά, υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες που δεν πήραν τίποτα και περιμένουν».
Να υψώσει μέτωπο στην καταστροφική λογική της «αναδιανομής» χωρίς ταξικό πρόσημο, χωρίς όρο τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων απέναντι στο κεφάλαιο, με ανατροπή των δεσμεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην υποταγή στα δήθεν «άμεσα μέτρα» που στην ουσία διαπραγματεύονται τους όρους εξαθλίωσης και σκλαβιάς και όχι την ανατροπή της σχέσης μισθών – κερδών, σταθερής δουλειάς – ανακύκλωσης ανεργίας υπέρ των πρώτων. Να μιλήσει για το πως πρέπει τα πράγματα να πάνε αλλιώς και όχι να κλαίει για το «δεν πάει άλλο».
Αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα: Άμεση ανακούφιση
με αιτήματα ανατροπής
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της παγκόσμιας «βιώσιμης και αειφόρας» ανάπτυξης, η παγκοσμιοποίηση και η παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση θα μειώσουν «αργά ή γρήγορα» τη φτώχεια και θα ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή. Ο μύθος καταρρέει. Ενώ ο παγκόσμιος πλούτος εξακολουθεί να αυξάνεται, την ίδια στιγμή σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού σε ολόκληρο τον πλανήτη στερείται ακόμα και των στοιχειωδέστερων μέσων επιβίωσης, ενώ οι ανισότητες συνεχώς διευρύνονται: Η αναλογία εισοδήματος του πλουσιότερου 20% προς το φτωχότερο 20% είναι σήμερα 74 προς 1, έναντι 30 προς 1 το 1960.
Το εργατικό κίνημα πρέπει να διαλέξει μεταξύ της φτώχειας διαρκείας, της αποδοχής της δικτατορίας της ευρωζώνης και του ΟΟΣΑ ή μιας εργατικής πολιτικής που θα συγκρούεται με την καπιταλιστική κερδοφορία προς όφελος των μισθών, θα διαγράψει το χρέος προς όφελος των δημόσιων κοινωνικών δαπανών, θα αποδεσμευτεί από το δημοσιονομικό σφαγείο της ΕΕ ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μαζικές, μόνιμες και σταθερές θέσεις εργασίας, θα μειώσει το χρόνο εργασίας και τα συνταξιοδοτικά όρια για να χτυπηθεί η ανεργία! Να σπάσει τα «απαγορευμένα όρια» αιτημάτων που δεν απαιτούν επιστροφή του κλεμμένου πλούτου, τη νομιμότητα της «αλληλεγγύης» στην αναδιανομή της φτώχιας και όχι του πλούτου. Να υπερβεί το διχασμό της εργατικής συνείδησης (από την πλευρά της χειραφέτησης), αυτό τον σύγχρονο Ιανό της υποταγής στο «κανονικό» μνημονιακό αντεργατικό πρόγραμμα και το «παράλληλο» (το σύγχρονο όπιο του λαού) της ανακούφισης. Για το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα!
Άμεση ανακούφιση είναι η κατάργηση των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και των εφαρμοστικών τους νόμων. Η μη καταβολή ούτε ενός ευρώ από αύριο κιόλας στους δανειστές. Η αποπομπή του ΔΝΤ χωρίς αποπληρωμή του. Η πλήρης απαλλαγή από όλα τα ευρωενωσιακά σύμφωνα πανευρωπαϊκής λιτότητας και βάρβαρων αντιλαϊκών «μεταρρυθμίσεων». Η εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, χωρίς αποζημίωση για τους μετόχους, με εργατικό λαϊκό έλεγχο. Ο έλεγχος του εξωτερικού εμπορίου και της διακίνησης κεφαλαίων. Η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ.
Άμεση ανακούφιση και όχι υπερφίαλη διεκδίκηση είναι οι αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, η επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού και σύνταξης και όλων των απωλειών. Οι ΣΣΕ, η πλήρης και σταθερή δουλειά. Ο τερματισμός της εργασιακής ομηρίας των νέων με τα προγράμματα προκλητικής υπενοικίασης εκατοντάδων χιλιάδων νέων ανέργων στους εργοδότες μέσω των voucher. Η μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων. Η απαγόρευση των απολύσεων. Το επίδομα ανεργίας για όλους με χρηματοδότηση από τα κέρδη και τα δισ. που δίνονται από το κράτος για την δωρεάν υπενοικίαση. Οι άμεσες 50.000 προσλήψεις στους κοινωνικούς τομείς, πρώτα από όλα σε παιδεία και υγεία. Η μείωση των χρόνων συνταξιοδότησης (60 για τους άνδρες, 58 για τις γυναίκες) και των ωρών εργασίας, με πρώτο βήμα την γενική εφαρμογή του 5νθήμερου, 35ωρου, χωρίς μείωση αποδοχών συντάξεων.