Ένα κίνημα εργατικό για το ασφαλιστικό που σέβεται τον εαυτό του και θέλει να είναι πλειοψηφικό και νικηφόρο, οφείλει να μεταπηδήσει από το «να μην περάσει» -που ασυζητητί είναι η αρχή- στο «διεκδικούμε τις ανάγκες και τα δικαιώματά μας στην ασφάλιση» και να περιγράψει αυτές τις ανάγκες με βάση την πραγματικότητα, τις απαιτήσεις και τις δυνατότητες της εποχής.
του Βασίλη Μηνακάκη
Ας ξεχωρίσουμε μερικές βασικές αιτίες των αλλεπάλληλων εργατικών ηττών στο ασφαλιστικό. Η πρώτη είναι ότι οι εργατικοί αγώνες διεξάγονταν κάθε φορά με βασικό σύνθημα «να μην περάσει το νέο νομοσχέδιο». Προφανώς αυτό αποτελεί αυτονόητο άλφα της πάλης. Όταν, όμως, αποτελεί και ωμέγα, τότε αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε νίκες. Ένα τέτοιο πνεύμα σημαίνει διαπραγμάτευση για το πόσο θα χειροτερεύσει η εργατική θέση και μόνο, αποδοχή-καθαγιασμό στην πράξη της προηγούμενης φάσης της επίθεσης (σε σημείο που να βγαίνει από… αριστερά στον ΣΥΡΙΖΑ η ΝΔ, γιατί τα δικά της μέτρα δεν ήταν τόσο αντεργατικά).
Επιπλέον, ένα τέτοιο πνεύμα δεν πατά στην πραγματικότητα, είναι μακριά από τη θέση και τους όρους ζωής της πλειοψηφίας του εργατικού δυναμικού και των νέων, και άρα –παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, και από αρκετούς αριστερούς- δεν μπορεί να συσπειρώσει την πλειοψηφία τους στον αγώνα. Το γιατί, είναι προφανές: ένα σκέτο «να μην περάσει» σημαίνει ότι ο μακροχρόνια άνεργος θα μείνει χωρίς ασφαλιστική προστασία, ο ελαστικά εργαζόμενος των πεντάμηνων θα πάρει πλήρη σύνταξη μετά από 60-70 χρόνια δουλειάς, ο νέος εργαζόμενος θα πάρει σύνταξη 200 ευρώ κ.λπ. Όλοι αυτοί δεν μπορούν να δουν τον εαυτό τους σε ένα κίνημα που αυτοπεριορίζεται στο «να μην περάσει» και μόνο, διότι οι προηγούμενες φάσεις των αντεργατικών μέτρων γενικά και των ασφαλιστικών ρυθμίσεων ειδικότερα έχουν ναρκοθετήσει –ή και ακυρώσει- κάθε έννοια ασφαλιστικής προστασίας.
Κατά συνέπεια, ένα κίνημα εργατικό για το ασφαλιστικό που σέβεται τον εαυτό του και θέλει να είναι πλειοψηφικό και νικηφόρο, οφείλει να περάσει από το «να μην περάσει» -που ασυζητητί είναι η αρχή- στο «διεκδικούμε τις ανάγκες και τα δικαιώματά μας στην ασφάλιση» και να περιγράψει αυτές τις ανάγκες με βάση την πραγματικότητα, τις απαιτήσεις και τις δυνατότητες της εποχής.
Όμως –για να περάσουμε στο δεύτερο ζήτημα- πώς και από τι οριοθετούνται αυτές οι ανάγκες σήμερα, ποιος είναι ο ορίζοντάς τους; Ακόμη και όταν αγγίζει το ζήτημα αυτό, το εργατικό κίνημα έχει την τάση να αυτοπεριορίζεται στο όριο του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας», δηλαδή του μοντέλου ασφαλιστικής προστασίας που κυριάρχησε στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως συνοδευτικό στοιχείο του μοντέλου καπιταλιστικής συσσώρευσης που επιβλήθηκε τότε και του συσχετισμού δύναμης που υπήρχε. Έχει, δηλαδή, την τάση να αυτοεγκλωβίζεται σε ένα πλαίσιο που αποδέχεται το καπιταλιστικό στάτους, διεκδικώντας απλώς την πιο επωφελή για τους εργαζόμενους εκδοχή του (το μοντέλο, στην ουσία, που θεωρεί δεδομένη την εκμετάλλευση, αλλά προκρίνει την απόσπαση σχετικής υπεραξίας έναντι της απόλυτης).
Διπλά λαθεμένη είναι αυτή η οπτική: τόσο κοινωνικά όσο και πολιτικά. Καταρχήν είναι ουτοπική, διότι το ρολόι της καπιταλιστικής εξέλιξης δεν γυρίζει πίσω – ή όταν γυρίζει, το κάνει για να επαναφέρει ό,τι πιο σκοτεινό και βάρβαρο ξεπήδησε στην ιστορική του πορεία. Αντιθέτως, ο καπιταλισμός πορεύεται προς τα μπρος – μόνο που σε αυτό το μπρος η λάμψη των νέων τεχνολογιών συνοδεύεται από την καταβύθιση στις πιο άγριες μορφές εκμετάλλευσης και η προσδοκώμενη «ανάπτυξη» αντιμετωπίζει πλέον ως βαρίδι το «κράτος πρόνοιας» που πριν από το ‘80 εμφανιζόταν ως «το κόσμημα του δυτικού καπιταλισμού». Επιπροσθέτως, αυτή η λογική είναι λάθος και πολιτικά. Και να γιατί. Αν ο ορίζοντας του εργατικού κινήματος στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης έχει ως οροφή το ασφαλιστικό μοντέλο της «χρυσής τριακονταετίας» του καπιταλισμού, τότε πώς είναι δυνατόν αυτό το κίνημα να αμφισβητήσει, να αντιπαλέψει και –ακόμη περισσότερο- να ανατρέψει τα θεμέλια του καπιταλισμού, την εκμετάλλευση, την ιδιωτική ιδιοκτησία, την αγορά, το κέρδος; Αν αυτό είναι που «αξίζουν» οι εργαζόμενοι στην ασφάλιση, γιατί να αξίζουν κάτι που τους πηγαίνει πέραν του καπιταλισμού στην εργασία και τη ζωή τους, γιατί να μην αναγνωρίσουν ως εναλλακτική της σημερινής βαρβαρότητας έναν «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» ή έστω έναν ορθολογικό καπιταλισμό χωρίς μνημόνια; Με αυτή τη γραμμή, όμως, τι τύχη μπορεί να έχει το εργατικό κίνημα σε μια αναμέτρηση που ο αντίπαλος κατεβαίνει με προμετωπίδα το συστημικό του DNA (κέρδος, ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη, ανταποδοτικότητα), το οποίο καταξιώνεται αντί να κατεδαφίζεται στο πλαίσιο του «καλού καπιταλισμού» του «κράτους πρόνοιας»;
Από την εν λόγω προσέγγιση το εργατικό κίνημα επιβάλλεται να απαλλαγεί και για έναν ακόμη λόγο. Ας θέσουμε ένα ερώτημα για να γίνει κατανοητός ο λόγος αυτός: μπορεί, ακόμη και το καλύτερο σε καπιταλιστικά πλαίσια, ασφαλιστικό σύστημα να καλύψει τις εργατικές ασφαλιστικές ανάγκες; Μπορεί ένα τέτοιο σύστημα κοινωνικής προστασίας να αναπληρώσει την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα που αποτελούν ουσιώδη-φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της εργατικής θέσης, καθώς αναγεννιούνται με απόλυτη βεβαιότητα από τον ανορθολογισμό του καπιταλιστικού συστήματος, τον ανταγωνισμό, τις διακυμάνσεις της κερδοφορίας, τις κρίσεις; Η απάντηση είναι σαφής και είναι όχι. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι αυτό επεδίωκαν –κι όχι την εύρυθμη λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής, όπως πολύ εύγλωττα δήλωναν ο Κέινς και ο Ρούσβελτ, ο Βίσμαρκ και ο Φορντ-, κάτι τέτοιο αποδείχτηκε ανέφικτο. Κι αν ήταν ανέφικτο μετά τον πόλεμο, είναι διπλά και τριπλά ουτοπικό σήμερα, όπου κανένα σύστημα προστασίας που θα ορίζεται από την αποδοχή του καπιταλιστικού πλαισίου δεν θα μπορεί να εξομαλύνει-εξασφαλίσει τα προβλήματα που δημιουργούν το 1,5 εκατομμύρια ανέργων, οι 800.000 απλήρωτοι εργαζόμενοι, οι δεκάδες χιλιάδες ελαστικά εργαζόμενοι, οι μαζικές μεταναστευτικές ροές, η κατάρρευση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, η συντριβή των μισθών και τόσα άλλα.