της Μαριάννας Τζιαντζή
Πέθανε ο Γιώργος Χατζηνίκος. Αλήθεια;
Είναι μεγάλο ταλέντο, μεγάλη δημιουργική ώθηση το να ξαφνιάζεσαι, το να έχεις απορίες στα βαθιά σου γεράματα. Και ο Γιώργος Χατζηνίκος, σπουδαίος πιανίστας, μαέστρος, δάσκαλος, μουσικολόγος, που πέθανε στα 92 του χρόνια την περασμένη Κυριακή, απορούσε συχνά. «Αλήθεια;» σε ρωτούσε όταν άκουγε κάτι για πρώτη φορά.
Από περγαμηνές, από διεθνή αναγνώριση, άλλο τίποτα. Μεγάλο το πλήθος των κορυφαίων μουσικών που τον εκτιμούσαν βαθιά. Όσον αφορά την ελληνική πολιτεία, το μουσικό και το ακαδημαϊκό κατεστημένο, σιωπή. Όμως αυτή την αδιαφορία την αναπλήρωνε στο έπακρο η αγάπη, η έγνοια, η φιλία των νέων, που κοντά του έμαθαν τι σημαίνει μουσική. Με παιδιάστικο ενθουσιασμό μιλούσε, π.χ., για τους μαθητές ενός ωδείου της Καλαμαριάς που είχαν παρακολουθήσει ένα σεμινάριό του, ενώ ο ενθουσιασμός του για το έργο του Σκαλκώτα, το οποίο ο ίδιος ανέδειξε στην Ευρώπη, κράτησε εξήντα τόσα χρόνια.
Δάσκαλος με την ουσιαστική έννοια του όρου, αφού δεν έδινε το βάρος απλώς στη δεξιοτεχνία, αλλά στην αναζήτηση του «πρωτογενούς αισθήματος» στη μουσική, που μπορεί, μέσω του ερμηνευτή, να μεταδοθεί σε κάθε άνθρωπο προσφέροντάς του λυτρωτική ανάταση, δηλαδή αυτό που σήμερα λείπει περισσότερο από ποτε, όπως έλεγε. Μιλούσε για «τη στάχτη που τα σκεπάζει όλα». Όμως, κάτω από τη στάχτη υπάρχουν σπίθες, τόνιζε, και αυτές τις ανακάλυπτε στα νέα παιδιά που τα έβλεπε και τα άκουγε. Είχε ακλόνητη πεποίθηση ότι αυτές οι σπίθες υπάρχουν και, «μόλις φυσήξει λιγάκι», θα δώσουν φωτιά.
Ένα αέναο φύσημα του αγέρα, της τέχνης της μουσικής ήταν, είναι ο Γιώργος Χατζηνίκος. Αν διαβάσουμε τα κείμενά του, αν ακούσουμε τη φωνή και τις νότες του, το φύσημά του θα φτάσει και σ’ εμάς.