γράφουν: Αρχοντούλα Βαρβάκη
Κώστας Μάρκου
Μετά το φιάσκο της Κυριακής 22 Νοέμβρη γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τη Νέα Δημοκρατία να διατηρήσει την ενότητά της, ενώ οι εξελίξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή λειτουργούν ανασταλτικά δυναμιτίζοντας τις όποιες προσπάθειες διατήρησης της εκεχειρίας ανάμεσα στις συγκρουόμενες τάσεις της. Η παραίτηση του Ευαγγ. Μειμαράκη, δείχνει ότι τα μνημόνια δεν τρώνε μόνο τους πρωθυπουργούς τους, αλλά και τους αρχηγούς της μνημονιακής αντιπολίτευσης. Φανερώνει και την τεράστια φθορά που προκαλεί αυτή η πολιτική σε ένα κόμμα ακόμα κι όταν αυτό δεν είναι στην κυβέρνηση.
Ο ορισμός του νέου προέδρου Γ. Πλακιωτάκη μετά από πιέσεις στον Ευαγγ. Μεϊμαράκη και με την τυπικά ομόφωνη στήριξη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, η οποία συνεδρίασε την προηγούμενη Τρίτη (χωρίς τον Ευαγγ. Μεϊμαράκη, τον Αντ. Σαμαρά και τον Κ. Καραμανλή) παρουσιάστηκε ως η ευτυχής κατάληξη της έντονης αντιπαράθεσης που ακολούθησε την αδυναμία διεξαγωγής της εκλογικής διαδικασίας και την αναβολή της: «Προχωράμε συντεταγμένα και ενωμένα στην επόμενη ημέρα. Δίνουμε ηχηρή απάντηση ότι η Ν.Δ. είναι ενωμένη και η Κ.Ο. εγγυητής της ενότητας της παράταξης», δήλωσε ο Γ. Πλακιωτάκης μετά τη λήξη της συνεδρίασης της Κ.Ο.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως η ρήξη που είδαμε να μεγαλώνει στο εσωτερικό της ΝΔ κατά την προεκλογική περίοδο μπορεί εύκολα να ξεπεραστεί. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ακόμα και η ανάληψη της προεδρίας από τον Γ. Πλακιωτάκη αμφισβητήθηκε από κάποια στελέχη, όπως ο Χ. Αθανασίου (που στηρίζει την υποψηφιότητα του Απ. Τζιτζικώστα) και το περιβάλλον του Ανδρ. Παπαμιμίκου. Ο Χ. Αθανασίου αμφισβητεί το δικαίωμα του Ευαγγ. Μειμαράκη, ως μεταβατικού προέδρου, να αποφασίσει ποιος θα τον διαδεχθεί. Νέος πρόεδρος θα έπρεπε να γίνει ο γραμματέας του κόμματος, ο Ανδρ. Παπαμιμίκος. Ο ίδιος ο Απ. Τζιτζικώστας δεν θέτει τέτοιο ζήτημα σε αντίθεση με το περιβάλλον του Ανδρ. Παπαμιμίκου, που εμμέσως κινείται στην ίδια κατεύθυνση με τον Χ. Αθανασίου.
Παράλληλα η ΝΔ κλήθηκε να απαντήσει στην πρόταση του πρωθυπουργού για σύγκληση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών. Όμως η ΝΔ δεν έχει απαντήσει στο μεγάλο ερώτημα της τακτικής που θέλει να ακολουθήσει. Δεν έχει ορίσει τη στάση της απέναντι στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, για την οποία πίστευε ότι θα ήταν ένα «σύντομο διάλειμμα». Γενικότερα, δεν έχει εκπονήσει μια στρατηγική για τη συμμαχία της με τα στρώματα της μικρής ιδιοκτησίας, η οποία κλονίστηκε τα προηγούμενα χρόνια.
Η ΝΔ πρέπει να αντιμετωπίσει την κρίση που της προκάλεσε η εφαρμογή των Μνημονίων και να χαράξει το νέο της σχέδιο. Μένει να δούμε αν θα τα καταφέρει να ενώσει σε αυτούς τους στόχους τις τόσο έντονα αντιτιθέμενες φωνές που υπάρχουν στο εσωτερικό της.
Η κρίση είναι βαθιά
Ο ορισμός του νέου μεταβατικού προέδρου Γ. Πλακιωτάκη δεν ήταν εύκολος για τη ΝΔ. Τα τεχνικά προβλήματα που οδήγησαν στην αναβολή της διαδικασίας εκλογής του νέου προέδρου της ΝΔ πυροδότησαν μια σειρά επιθετικών τοποθετήσεων των τεσσάρων υποψήφιων προέδρων και άλλων στελεχών. Η αποτυχία αυτή ήταν μόνο η αφορμή για να εκφραστεί για άλλη μια φορά το υπαρκτό ρήγμα που προϋπήρχε και είχε χαρακτηρίσει ολόκληρη την προεκλογική περίοδο.
Λασπομαχία στον γαλάζιο βάλτο
Μέχρι την πρώτη συνεδρίαση της Κ.Ο. οι συγκρουόμενες πλευρές έπλεκαν ένα κουβάρι ευθυνών που κρύφτηκε γιατί ήταν δύσκολο να ξεμπλεχτεί, καθώς ο Ευαγγ. Μεϊμαράκης δεν δέχθηκε την αποκλειστική ευθύνη και δεν παραιτήθηκε αμέσως και πρόθυμα.
Εντύπωση προκαλούν οι δηλώσεις της Ντ. Μπακογιάννη και του Ανδρ. Παπαμιμίκου πως η αποτυχία της Κυριακής μπορεί να οφείλεται σε δολιοφθορά, αλλά και η δήλωση του Ν. Κακλαμάνη πως το πρόβλημα ήταν γνωστό από την Παρασκευή τα μεσάνυχτα.
Όσον αφορά τη σειρά των εσωτερικών επιθέσεων, την Κυριακή, μετά την διαπίστωση των τεχνικών προβλημάτων οι αντίπαλοι του Ευαγγ. Μεϊμαράκη άρχισαν να επιρρίπτουν σε αυτόν τις ευθύνες της αποτυχίας. Ο Κυρ. Μητσοτάκης και ο Απ. Τζιτζικώστας ζήτησαν και την παραίτησή του. Ο Κυρ. Μητσοτάκης πρότεινε την προσωρινή αντικατάστασή του από την Μ. Γιαννάκου, κάτι που η ίδια δήλωσε ότι θα δεχόταν, αν η πρόταση αυτή γινόταν δεκτή από τα θεσμικά όργανα και τους άλλους υποψηφίους, ενώ ο Απ. Τζιτζικώστας είχε ζητήσει και συνάντηση των τεσσάρων υποψηφίων και σ’ αυτό συμφωνούσε και ο Αδ. Γεωργιάδης. Όσον αφορά τους βουλευτές της ΝΔ χαρακτηριστική ήταν η κίνηση 14 από αυτούς που μαζί με 2 ευρωβουλευτές ζήτησαν τη σύγκλιση της Κ.Ο. σε κοινή τους δήλωση.
Η αρχική απάντηση του Ευαγγ. Μεϊμαράκη σε όλα αυτά ήταν η άρνηση της παραίτησής του. Θεώρησε αναίτια και άδικη την επίθεση που δέχτηκε. Δήλωσε πως το πρόβλημα που οδήγησε στην αναβολή της εκλογικής διαδικασίας ήταν τεχνικό και πως δεν υπήρχε λόγος να πολιτικοποιηθεί, ενώ προσπάθησε να αποποιηθεί τις ευθύνες γι’ αυτό το λάθος ισχυριζόμενος πως η εταιρεία η οποία είχε αναλάβει τη διαδικασία ήταν γνωστή στη ΝΔ, είχε συνεργαστεί στο παρελθόν και με εσωτερικούς του αντιπάλους όπως ο Μ. Βορίδης και πως ακόμα και το περιβάλλον του Αντ. Σαμαρά τη θεωρούσε αξιόπιστη. Συνεπώς η δική του παραίτηση θα προϋπέθετε την παραίτηση του Απ. Τζιτζικώστα από τη θέση του περιφερειάρχη, του Κυρ. Μητσοτάκη και του Αδ. Γεωργιάδη από τις κοινοβουλευτικές τους θέσεις.
Οι παραπάνω δηλώσεις ξεκίνησαν έναν νέο γύρο επιθέσεων. Η σαμαρική πλευρά έσπευσε να απαντήσει αρνούμενη κάποια στενή σχέση με την εταιρεία που είχε αναλάβει την τεχνική υποστήριξη των εκλογών.
Ο Απ. Τζιτζικώστας απάντησε μέσω συνεργατών του πως δε θα δήλωνε παραίτηση και πως στη θέση αυτή (του περιφερειάρχη) δεν είχε διορισθεί, όπως οι άλλοι υποψήφιοι, αλλά είχε εκλεγεί.
Από την άλλη μεριά τόσο ο Κυρ. Μητσοτάκης όσο και ο Αδ. Γεωργιάδης απάντησαν δηλώνοντας την παραίτησή τους από τη θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της ΝΔ και από την κεντρική επιτροπή του κόμματος αντίστοιχα.
Τελικά, ούτε ο Ευαγγ. Μειμαράκης δεν άντεξε στην πίεση που δεχόταν και οδηγήθηκε σε παραίτηση. Την Τρίτη όρισε αντιπρόεδρο της ΝΔ τον Γ. Πλακιωτάκη, που ήταν γραμματέας της Κ.Ο. του κόμματος, και στη συνέχεια του παρέδωσε την προεδρεία. «Για να εκτονώσω αυτή την ένταση, να αποκλιμακώσω αυτή την ένταση», δήλωσε. Με την κίνηση αυτή συμφώνησε και η Κ.Ο. του κόμματος.
Πρόβλημα υπήρξε και με την προεδρεία της ΚΕΦΕ. Παρά τις δηλώσεις των τεσσάρων υποψηφίων και άλλων στελεχών της ΝΔ που ζητούσαν την παραίτησή του, ο Ανδρ. Παπαμιμίκος αρχικά… εξαφανίστηκε. Δήλωσε παραίτηση την Τρίτη αναλαμβάνοντας «το μερίδιο της πολιτικής ευθύνης» που του αναλογούσε και τη θέση ανέλαβε ο αρχαιότερος βουλευτής, Γ. Τραγάκης.
Η ΝΔ όμως έχει να αντιμετωπίσει και εξωτερικά μέτωπα. Η σύγκληση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών τη βρήκε με νέο μεταβατικό πρόεδρο, ο οποίος θα έπρεπε να γεφυρώσει τις αντίρροπες τάσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της και που δεν κρύβονται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη συζήτηση στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής για τον προϋπολογισμό. Εκεί ο Μ. Βορίδης αποφάσισε να διαχωριστεί πλήρως από τη «συναινετική» γραμμή του Ευαγγ. Μειμαράκη και άλλων στελεχών. Χαρακτήρισε «ευγενική» την κριτική της ΝΤ. Μπακογιάννη και έθεσε τους δικούς του όρους για μια συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ: «Παραιτηθείτε και, καθώς δεν μπορούμε να πάμε τη χώρα σε εκλογές, να αναλάβει πρωθυπουργός ο Αντ. Σαμαράς ώστε, με τη στήριξη όλων, να συνεχίσουμε από εκεί που το αφήσαμε».
Τα παραπάνω είναι απλώς η σημερινή έκφραση δύο μεγάλων προβλημάτων της ΝΔ. Από τη μία έχει να αντιμετωπίσει τα πλήγματα που δέχτηκαν οι κοινωνικές συμμαχίες της από τη μνημονιακή πολιτική της και από την άλλη καλείται να εκπονήσει μια νέα στρατηγική στις νέες συνθήκες.
Η κρίση της ΝΔ ως βασικού εκφραστή των συμφερόντων του μεγάλου και μικρού κεφαλαίου είναι φανερή εδώ και καιρό. Φαίνεται στα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων: Από το 2009 (που πήρε 2.295.719 ψήφους) έως το Σεπτέμβρη του 2015 (που πήρε 1.526.205 ψήφους) έχασε 769.514 ψήφους. Στο διάστημα αυτό, το οποίο περιλαμβάνει την εφαρμογή των Μνημονίων είδε να χάνεται το 33,5% των ψήφων της με την πτώση της να φτάνει σε επικίνδυνα νούμερα τον Μάη του 2012. Τότε πήρε 1.192.103 ψήφους χάνοντας τις μισές ψήφους από όσες είχε το 2009.
Αυτό είναι η αριθμητική αποτύπωση της απώλειας των κοινωνικών της στηριγμάτων. Το βάρος των Μνημονίων προκάλεσε τεράστια πολιτική φθορά στη ΝΔ που υπερασπίστηκε αυτές τις αποφάσεις και διέρρηξε τους δεσμούς της με τα μεσαία στρώματα, με τα στρώματα της μικρής ιδιοκτησίας, τα οποία δέχτηκαν σοβαρά πλήγματα κατά την εφαρμογή των μνημονιακών νόμων. Και αυτό της αφαίρεσε τον μέχρι τότε ρόλο της να εγγυάται τη συναίνεση αυτών των στρωμάτων.
Μέρος των ψήφων αυτών κινήθηκε δεξιότερα, προς τη Χρυσή Αυγή. Αυτό ήταν και ένα σημαντικός λόγος για την κρατική καταστολή εναντίον της. Η ΝΔ ένοιωσε την ηγεμονία της στο χώρο της Δεξιάς να απειλείται και προσπάθησε να τη διατηρήσει πλήττοντας το ακροδεξιό κόμμα και διαχωρίζοντας τη θέση της από αυτό. Παρόλ’ αυτά η κατάκτηση από τη μεριά της Χρυσής Αυγής ενός σταθερού πυρήνα ψηφοφόρων είναι γεγονός.
Οι χαμένες ψήφοι, όμως, κινήθηκαν και αριστερότερα, με τον ΣΥΡΙΖΑ να κερδίζει ένα κομμάτι τους και να αυξάνει τη δύναμή του. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να εκφράσει τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων και τελικά να γίνει ο συνεχιστής της μνημονιακής πολιτικής. Πόσο θα αντέξει όμως;
Η σταθερότητά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη. Ποιος θα αναλάβει το ρόλο αυτό στη συνέχεια;
Τα δυο κύρια ρεύματα της Δεξιάς
Η ενότητα της ΝΔ είναι αναγκαία για τη συνέχεια του πολιτικού συστήματος, καθώς είναι η μόνη πολιτική δύναμη η οποία θα μπορούσε να καλύψει το κενό που θα δημιουργούσε ενδεχόμενη πτώση ή φθορά του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί όμως, να το κάνει;
Οι γενικότερες τάσεις στην ΕΕ δείχνουν ότι ο κεντροδεξιός και δεξιός χώρος βρίσκονται σε μόνιμη αναταραχή και αναδιάταξη, τα τελευταία χρόνια, που εντείνεται με την οικονομική κρίση. Το κόμμα του Σαρκοζί διασπάστηκε και το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν ανέρχεται, στη Γερμανία δημιουργήθηκε το ακροδεξιό Εναλλακτική για τη Γερμανία, στην Ιταλία πολυδιασπάται, στην κεντρική Ευρώπη το ίδιο, νέα δεξιά κόμματα δημιουργήθηκαν και στη Σκανδιναβία.
Η ευρωπαϊκή Δεξιά είναι χωρισμένη σε δύο κύρια ρεύματα. Από τη μία έχουμε την κλασική δεξιά νεοφιλελεύθερη τάση, η οποία βρίσκεται σε κρίση, γιατί είναι η δική της στρατηγική αυτή που φάνηκε να αποτυγχάνει με την κρίση την οποία αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός σήμερα. Από την άλλη είναι η ακροδεξιά εθνικιστική λαϊκιστική τάση που συγγενεύει με τον ρατσιστικό εκφασισμό. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο αυτό το δεύτερο ρεύμα είναι το ανερχόμενο.
Ακόμα και τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης προχωρούν σε συντηρητικές στροφές για να εξασφαλίσουν την «ασφάλεια». Αποκορύφωμα η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία με τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό και πρόεδρο, η οποία κατέληξε και σε πρόσφατη δήλωσή της χώρας προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σύμφωνα με την οποία, ίσως η Γαλλία να χρειαστεί απαλλαγή από το σεβασμό των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ορίζει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Αυτές οι τάσεις συγκρούονται και στο εσωτερικό της ΝΔ δυσκολεύοντας τη χάραξη ενιαίου σχεδίου και την εφαρμογή αυτού. Η νεοφιλελεύθερη τάση βρίσκει μία πιο ήπια έκφραση στον Ευαγγ. Μεϊμαράκη και μία πιο επιθετική στον Κυρ. Μητσοτάκη. Είναι το μέρος της ΝΔ που μιλάει για το όραμα της μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης και σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό θα ήταν διατεθειμένη να συμμαχήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν αυτό θα κρινόταν αναγκαίο, κάτι που επιβάλλεται και από τους δανειστές, ακόμα κι αν είναι ψέμα η πρόσφατη πληροφορία του Mega για επιβολή της χθεσινής σύγκλησης του Συμβουλίου των Πολιτκών Αρχηγών από αυτούς. Θυμίζουμε τη διαφωνία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος με την «αντιμνημονιακή» στάση της ΝΔ στις τελευταίες ψηφοφορίες στη Βουλή.
Η δεύτερη τάση είναι πιο επιθετική, εκφράζει έναν ακροδεξιό εθνικισμό πιο κοντά στην αντίληψη του Εθνικού Μετώπου της Μ. Λεπέν και εκεί κατατάσσονται και τα στελέχη της ΝΔ που προέρχονται από το ΛΑΟΣ. Είναι το κομμάτι της ΝΔ που παραμένει περήφανο για την πρωθυπουργία του Σαμαρά, πολεμάει την υποτιθέμενη «ηγεμονία» της Αριστεράς, ζητάει, δηλαδή, το τέλος της Μεταπολίτευσης και δε θέλει να συμμαχήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια θέλει να επωφεληθεί από την πιθανή αποσύνθεσή του και αρθρώνει έναν «αντιμνημονιακό» λόγο που προσπαθεί να ενσωματώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Εκφράζεται με τον Απ. Τζιτζικώστα, που «προσπαθεί» να απαλλαγεί από το στίγμα του φιλοβασιλικού και τον Αδ. Γεωργιάδη, ο οποίος περήφανα δηλώνει αντικομμουνιστής.
Και οι δύο τάσεις (κυρίως η δεύτερη, αλλά όχι μόνο) δίνουν στις θέσεις τους έναν χαρακτήρα εθνικό και χριστιανικό, κάτι που επίσης ανθεί στην Ευρώπη και αποτελεί προϋπόθεση της πολιτικής τους. Η άλυτη αντίφαση στην οποία πέφτει η ΝΔ με αυτόν τον τρόπο είναι ότι δεν συνοδεύει αυτές τις θέσεις της με μια ρητορική κατά της ΕΕ, όπως κάνουν άλλα δεξιά κόμματα της Ευρώπης, αλλά συνεχίζει να υπερασπίζεται την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Όσο για το χριστιανικό στοιχείο, το είδαμε να ανθεί επί πρωθυπουργίας του Αντ. Σαμαρά, που είχε την Παναγία αρωγό στο έργο του, αντιγράφοντας στο πιο κιτς τον Μπους και το βλέπουμε και τώρα να χρησιμοποιείται για να στηρίχθει ο ρατσισμός και η ξενοφοβία. Θυμόμαστε για παράδειγμα τη δήλωση που έκανε τον προηγούμενο μήνα ο Χανς-Πέτερ Φρίντριχ των Γερμανών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) ότι θα πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός Χριστιανών και Μουσουλμάνων στα κέντρα υποδοχής προσφύγων για την ασφάλεια των πρώτων.
Το κυριότερο για τη στρατηγική των δεξιών αστικών κομμάτων (δηλαδή για το μεγάλο κεφάλαιο) είναι με ποια πολιτική, ποια μέσα και ποια ιδεολογία θα αντιμετωπίσουν τις τάσεις ριζοσπαστικών εργατικών αγώνων και την εμφάνιση ενός ανεξάρτητου εργατικού κινήματος. Απέναντι σε αυτή την προοπτική, το κεφάλαιο χρειάζεται μια μαχητική «ριζοσπαστική» ιδεολογία και μια στάση «σκληρής» αντιπαράθεσης με τους σοσιαλδημοκράτες. Αυτά τα δυο μπορούν να τα εκφράσουν καλύτερα οι εκπρόσωποι του ακροδεξιού λαϊκιστικού εθνικισμού. Ανεξάρτητα από τη θέληση «εθνικών τζακιών», της τρόικας και των γερμανών υπέρ των Μεϊμαράκη και Μητσοτάκη, που ίσως δώσει τη νίκη στον πρώτο, το δεξιό μέλλον ανήκει σε ανθρώπους ακροδεξιού παρελθόντος.