Με κύριο όπλο τη ξενοφοβία και το ρατσισμό κέρδισε τις εκλογές το κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» στην Πολωνία. Στα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά ο σκεπτικισμός ως προς το σχέδιο ένταξης στην ευρωζώνη, καθώς και η δυσπιστία απέναντι στην ΕΕ.
της Ειρήνης Κοσμά
Με όχημα τον ευρωσκεπτικισμό, την ξενοφοβία και τον λαϊκισμό, αλλά και με τη δέσμευση για ισχυρότερη πρόσδεση στο ΝΑΤΟ για την αντιμετώπιση της πάντα επίκαιρης «ρωσικής απειλής», η Πολωνία στρίβει δεξιά. Δεν είναι η πρώτη χώρα της επιρροής της πρώην ΕΣΣΔ, όπου αντιδραστικές πολιτικές τάσεις γίνονται κυρίαρχες, με πιο πρόσφατο ανάλογο παράδειγμα, την Ουκρανία. Οι βουλευτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής ανέδειξαν τους συντηρητικούς καθολικούς με την φασίζουσα ακροδεξιά ρητορεία, σε πρώτη πολιτική δύναμη. Το κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» (PiS) θα σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και καθίσταται έτσι το πρώτο, που κερδίζει τις εκλογές στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας και δεν χρειάζεται να επιδιώξει σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού.
Το PiS συγκέντρωσε το 39,1% των ψήφων, ποσοστό που του δίνει 242 έδρες στο 460μελές κοινοβούλιο, ενώ οι φιλελεύθεροι κεντρώοι της Πλατφόρμας Πολιτών (PO), επί οκτώ χρόνια στην εξουσία, της απερχόμενης πρωθυπουργού Εύα Κόπατς, έλαβαν 23,4% των ψήφων και εκλέγουν 133 βουλευτές. Το πρώην κυβερνών κόμμα Πλατφόρμα Πολιτών παραδέχθηκε την ήττα του: «Θυμηθείτε, δεν χάσαμε αυτά τα οκτώ χρόνια που πέρασαν», δήλωσε η επικεφαλής του, Εύα Κόπατς. «Η Πολωνία είναι μια χώρα που προοδεύει από οικονομική άποψη, όπου η ανεργία είναι μονοψήφια. Σε αυτή την κατάσταση αφήνουμε τη χώρα σε αυτούς που κέρδισαν σήμερα τις εκλογές», σημείωσε. Ωστόσο η οικονομική ευημερία της Κόπατς δεν ευνόησε όλους στον ίδιο βαθμό.
Από το 2007, οι μισθοί αυξήθηκαν μόλις κατά 18%, δηλαδή κατά το ήμισυ σε σχέση με το ΑΕΠ, ενώ ταυτόχρονα συνεχίστηκε η μαζική έξοδος εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων, που έγιναν οικονομικοί μετανάστες, κυρίως στη γειτονική Γερμανία. Η απογοήτευση για τις κοινωνικές ανισότητες στράφηκε εκτός από τα δεξιά και προς το αντισυστημικό κίνημα του ρόκερ Πάβελ Κούκιζ, το οποίο ήρθε τρίτο με 44 έδρες. Ο Κούκιζ, υπέρμαχος της φορολόγησης των «τραπεζών γκάνγκστερ», είχε δηλώσει προεκλογικά ότι η Πολωνία πρέπει να πάψει να αποτελεί αποικία ξένων κυβερνήσεων. Με ανάλογες εξαγγελίες, στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου, είχε κερδίσει το εντυπωσιακό ποσοστό του 21%.
Στα υπόλοιπα κόμματα, το Nowoczesna (Μοντέρνο) του νεοφιλελεύθερου Ρίσαρντ Πέτρου κέρδισε 22 έδρες και το αγροτικό κόμμα PSL, σύμμαχος των απερχόμενων φιλελευθέρων, συγκέντρωσε 18.Όσο για την Αριστερά, η οποία εκπροσωπούνταν από δύο διαφορετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, δεν εκλέγει βουλευτές για πρώτη φορά από την πτώση του 1989, καθώς δεν κατάφερε να υπερβεί το εκλογικό όριο. Σε αντίθεση με την αποτυχία των αριστερών κομμάτων να εκφράσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την επέκταση του οικονομικού δόγματος της λιτότητας των Βρυξελλών, σε ολόκληρη την Ευρώπη, το PiS αξιοποίησε τον σκεπτικισμό ως προς το σχέδιο ένταξης στην ευρωζώνη, καθώς και τη δυσπιστία απέναντι στην ΕΕ.
Μεταξύ των προεκλογικών υποσχέσεων των νικητών της κάλπης, περιλαμβανόταν η καθιέρωση νέου φορολογικού καθεστώτος στις τράπεζες, η ανακατανομή των κερδών της ανάπτυξης υπέρ των αδύναμων, καθώς και σειρά από φιλολαϊκές εξαγγελίες, όπως μείωση των ορίων συνταξιοδότησης που τώρα είναι στα 67 και επιδόματα για οικογένειες σε οικονομική δυσπραγία. Οι συντηρητικοί καθολικοί κέρδισαν την εκλογική μάχη, εστιάζοντας τόσο στην ευρωπαϊκή κρίση και στην πρόσφατη κρίση στην Ουκρανία, που πυροδότησε την ένταση στις σχέσεις με τη Μόσχα, όσο και στο διογκούμενο προσφυγικό κύμα. Επένδυσαν στις ξενοφοβικές τάσεις που αναπτύσσονται στη χώρα, καθώς το ανθρώπινο κύμα που αναζητά καταφύγιο στη Δύση διαρκώς μεγαλώνει.
Το PiS αντέδρασε στην επανεγκατάσταση προσφύγων από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, στοχεύοντας κυρίως στους νεότερους ψηφοφόρους. Επικαλέστηκε απειλή για τον τρόπο ζωής των καθολικών πολιτών. Δέχτηκε μάλιστα σφοδρές επικρίσεις για ρατσιστική ρητορική, καθώς ο επικεφαλής του, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι δεν δίστασε να ισχυριστεί ότι οι πρόσφυγες μπορεί να μεταδώσουν ασθένειες και παράσιτα στους πολίτες της Πολωνίας. «Υπάρχουν ενδείξεις πολύ σημαντικών ασθενειών που δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους για πολύ καιρό στην Ευρώπη. Χολέρα στα ελληνικά νησιά και δυσεντερία στη Βιέννη. Κάποιοι κάνουν λόγο και για ακόμα πιο σοβαρές ασθένειες. Υπάρχουν διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με την γεωγραφία», δήλωσε προεκλογικά, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων.
Ταυτόχρονα, ο Κατσίνσκι προανήγγειλε ενίσχυση της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ επικαλούμενος την ανάγκη επίλυσης διαφορών με τη Ρωσία. «Αν το PO παραμείνει στην εξουσία, η κατάσταση θα επιδεινωθεί περισσότερο. Μπορεί να λέτε ότι η κατάσταση δεν μπορεί να χειροτερέψει άλλο. Αλλά τα πράγματα μπορεί πάντα να γίνουν πολύ χειρότερα», προειδοποίησε ο επικεφαλής των συντηρητικών σε προεκλογική του συγκέντρωση στην πόλη Λούμπλιν, περίπου 80 χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Ουκρανία. Το PiS διεύρυνε την τάση επιστροφής στις εθνικές και στις θρησκευτικές αξίες, που μετά το Κίεβο, αλλά και τη Βουδαπέστη, βρίσκει πλέον έδαφος για να αναπτυχθεί και στη Βαρσοβία.
Στόχο βρήκε άλλωστε και το κάλεσμα του Κατσίνσκι, ο οποίος προειδοποιούσε προεκλογικά κατά της ψήφου στα «μικρά» κόμματα, η οποία θα μπορούσε να καταλήξει, όπως υποστήριξε, σε έναν ετερόκλητο συνασπισμό με μοναδική συγκολλητική ουσία την εχθρότητα προς το κόμμα του. Μια τέτοια κυβέρνηση συνασπισμού, τόνιζε, θα οδηγούσε τη χώρα «στο χάος». Υιοθετώντας ρητορική όξυνσης του εθνικισμού, του ρατσισμού και των φοβικών τάσεων, με αναφορές τόσο σε υπέρμετρες οικονομικές όσο και εθνικές και θρησκευτικές απειλές, το PiS πέτυχε μία νίκη ,η οποία δημιουργεί νέες προσδοκίες στους νοσταλγούς των πιο σκοτεινών περιόδων της Ευρώπης του μίσους και του φανατισμού.