της Μαριάννας Τζιαντζή
Σε ένα από τα γράμματα προς τον αδελφό του Τεό, ο Βαν Γκογκ μιλά για το «αιώνιο ζήτημα»: αν η ζωή είναι ορατή ολάκερη από μας ή αν μέχρι να πεθάνουμε «δεν ξέρουμε τίποτα απ’ αυτήν παρά μονάχα το ένα ημισφαίριο». Αναρωτιέται γιατί αυτά τα φωτεινά σημάδια στον ουρανό είναι για μας λιγότερο προσιτά απ’ ό,τι οι μαύρες κουκκίδες στο χάρτη της Γαλλίας. Και υποθέτει ότι «όπως παίρνουμε το τρένο για να πάμε στην Ταρασκόν ή τη Ρουέν, έτσι παίρνουμε και το θάνατο για να πάμε σ’ ένα αστέρι».
Μόνος του όμως αντιλαμβάνεται την αδυναμία αυτού του συλλογισμού καθώς προσθέτει: «όταν είμαστε ζωντανοί δεν μπορούμε να πάμε σ’ ένα αστέρι, όπως δεν μπορούμε όταν πεθάνουμε να πάρουμε το τρένο. Τελικά δε μου φαίνεται αδύνατο να ’ναι η χολέρα, η ψαμμίαση, η φθίση ή ο καρκίνος ουράνια μεταφορικά μέσα, όπως τα βαπόρια και τα τρένα είναι επίγεια. Να πεθαίνει όμως κανείς από γεράματα, είναι σαν να πηγαίνει με τα πόδια».
Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ούτε διαστημικά ταξίδια, ούτε αεροπλάνα. Υπήρχε όμως ο θάνατος όπως υπήρχαν και τα αστέρια. Και τώρα υπάρχουν τα παιδιά, τα βρέφη που πνίγονται στο Αιγαίο, στο δικό μας πηγάδι, και σε κανένα αστέρι δεν πρόκειται να ταξιδέψουν. Φουρτούνες, φράχτες και σκυλιά θα βρουν κι εκεί. Άπονα και με ευρωπαϊκή σφραγίδα είναι τα «μεταφορικά μέσα» που έστειλαν –κι εξακολουθούν να στέλνουν– παιδιά σε τόπο παγερό, υγρό και σκοτεινό πριν προλάβουν να δουν έστω και το «ένα ημισφαίριο».
Είναι πολλά, τα παιδιά που δε θα πεθάνουν από γεράματα, που με κανένα μέσο ουράνιο ή επίγειο δε θα ταξιδέψουν, όπως θα έλεγε ένας μεγάλος ζωγράφος στη νότια Γαλλία που ζωγράφιζε έναστρους ουρανούς.