της Ιωάννας Καρδαρά
«Είναι η χειρότερη στιγμή για ριζικές αλλαγές στα θεμέλια της δημοκρατίας μας! Στα 40 χρόνια δημοκρατίας καμία κυβέρνηση στην Πορτογαλία δεν εξαρτιόταν από τη στήριξη αντιευρωπαϊκών δυνάμεων, δηλαδή δυνάμεων που έκαναν εκστρατεία για την κατάργηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, της Συμφωνίας για Δημοσιονομική Πειθαρχία, της Συμφωνίας για την Ανάπτυξη, ή πολύ περισσότερο για την διάλυση της νομισματικής ένωσης, την έξοδο της Πορτογαλίας από το ευρώ και επιπρόσθετα την διάλυση του ΝΑΤΟ. Αφού υλοποιήσαμε ένα επαχθές πρόγραμμα οικονομικής υποστήριξης, που περιλάμβανε βαριές θυσίες, είναι καθήκον μου, στο πλαίσιο των συνταγματικών μου εξουσιών, να κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να αποτρέψω το να δοθούν λανθασμένα μηνύματα στους οικονομικούς θεσμούς, στους επενδυτές, στις αγορές».
Τα παραπάνω λόγια αποτελούν το διάγγελμα του Προέδρου της Πορτογαλίας, Άνιμπαλ Καβάκο Σίλβα. Η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία είναι η κατάληξη του κύκλου των διαβουλεύσεων με όλα τα κόμματα που εισήλθαν στη Βουλή μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου. Ο Πρόεδρος της Πορτογαλίας έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον ομοϊδεάτη του, επικεφαλής του κεντροδεξιού συνασπισμού «Πορτογαλία Μπροστά» και απερχόμενο πρωθυπουργό Πέδρο Πάσους Κοέλιο, παρά το γεγονός ότι ο συνδυασμός αυτός δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει αυτοδυναμία. Ο συνασπισμός υπό τον Κοέλιο είχε, συγκεντρώσει 38,5% «τερματίζοντας» πρώτος την εκλογική κούρσα, χωρίς όμως να παίρνει αυτοδυναμία καθώς κατοχύρωσε τις 107 εκ των 230 εδρών, γεγονός που συνεπάγεται σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ή μειοψηφίας.
Η επιλογή του Σίλβα να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κοέλιο γνωρίζοντας, ουσιαστικά, ότι οδηγεί τη χώρα σε κυβέρνηση μειοψηφίας και να παραβιάσει με τον τρόπο αυτό την «χιλιοειπωμένη» στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας «λαϊκή εντολή» των εκλογών (αφού η κυβέρνηση συμμαχίας των υπολοίπων θα εξέφραζε την πλειοψηφία των ψηφισάντων) αποτελεί απτή απόδειξη των ορίων της αστικής δημοκρατίας.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί μετά τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές στην Πορτογαλία οδηγεί τη χώρα στα πρόθυρα ανοιχτής πολιτικής κρίσης. Τα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης προτίθενται να ρίξουν την κυβέρνηση και να αναλάβουν την εξουσία.
Σε περίπτωση λοιπόν που το κυβερνητικό πρόγραμμα που θα καταθέσει ο Κοέλιο δεν εγκριθεί από την πλειοψηφία των βουλευτών, θα πρέπει, βάσει Συντάγματος, να παραιτηθεί. Αυτό θεωρείται προς στιγμήν και το πιθανότερο σενάριο, δεδομένου ότι τα αριστερά κοινοβουλευτικά κόμματα -Σοσιαλιστές, Ενωτική Δημοκρατική Συμμαχία και Αριστερό Μπλοκ- διαθέτουν μαζί την πλειοψηφία των εδρών.
Και τα τρία κόμματα απορρίπτουν την σκληρή πολιτική των περικοπών, ωστόσο το PS (Σοσιαλιστικό Κόμμα) εμφανίζεται αρκετά πιο μετριοπαθές σε σύγκριση με τα υπόλοιπα δυο κόμματα.
Παράλληλα και σε συνεδρίαση της πολιτικής επιτροπής του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο επικεφαλής του Αντόνιο Κόστα έλαβε την εντολή να συνεχίσει τις συνομιλίες για το σχηματισμό αριστερής κυβέρνησης. Αν τελικά αυτό συμβεί, θα είναι η πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Πορτογαλία μετά τη λεγόμενη Επανάσταση των Γαρυφάλλων, του 1974. Ασφαλώς η επιλογή των αριστερών σχηματισμών και ιδιαίτερα της Συμμαχίας με κορμό το Πορτογαλικό ΚΚ, να δεχτεί μια κυβερνητική συνεργασία με τους Σοσιαλιστές που επιμένουν στην χιλιοπαιγμένη «συνταγή» της δυνατότητας βελτίωσης της κατάστασης στο πλαίσιο της ευρωζώνης και του καπιταλισμού είναι άξιο συζήτησης. Ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον είναι ουσιαστικά το πραξικόπημα στο οποίο προχώρησε ο Πρόεδρος της Πορτογαλίας.