του Σεϊτ Ελντογάν*
Η έκρηξη που έγινε στην πρωτεύουσα της Τουρκίας στις 10 Οκτώβρη και κόστισε τη ζωή σε 120 άτομα, ενώ προκάλεσε και εκατοντάδες τραυματίες είναι η μεγαλύτερη επίθεση που δέχτηκε το κίνημα τα τελευταία χρόνια. Η προσωρινή κυβέρνηση του Αχμέτ Νταβούτογλου τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονική επίθεση έμεινε σιωπηλή. Στη συνέχεια προσπάθησε να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη λέγοντας ότι οι τρομοκράτες έχουν στόχο την «τουρκική δημοκρατία». Μάλιστα ο Νταβούτογλου ομολόγησε ότι η κυβέρνηση γνωρίζει όλους τους καμικάζι όμως, επειδή η Τουρκία είναι μία «δημοκρατική χώρα», οι αρχές δεν μπορούν να προχωρήσουν σε συλλήψεις πριν την πράξη. Βέβαια μπορούσε να πει κανείς πως τα λεγόμενα του Νταβούτογλου είναι ένα τραγικό ανέκδοτο. Το καθεστώς της Τουρκίας ανά πάσα στιγμή προχωράει σε απαγορεύσεις ακόμα και του twitter, χώνει στα μπουντρούμια τους συγγραφείς πριν ακόμα εκδοθούν τα βιβλία τους, απαγορεύει τις απεργίες, μέρες ολόκληρες αποκλείει ολόκληρες συνοικίες με στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις, βομβαρδίζει περιοχές, αλλά λόγω των …δημοκρατικών θεσμών δεν μπορεί να συλλάβει τους δολοφόνους καμικάζι.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι την επόμενη μέρα της έκρηξης, το ΡΚΚ ανακοίνωσε επίσημα παύση πυρός, «για να διεξαχθούν με ομαλότητα οι βουλευτικές εκλογές».
Όπως είναι γνωστό, στις 15 Ιούνη είχαν γίνει βουλευτικές εκλογές και το κυβερνών κόμμα είχε χάσει την πλειοψηφία. Ο Ερντογάν δεν έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε κανέναν άλλον παρά μόνο στο κόμμα του. Όταν το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση, ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιηθούν επαναληπτικές εκλογές την 1η Νοέμβρη.
Ο Ερντογάν, για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν τις εκλογές του Ιούνη, είχε ξεκινήσει εκστρατεία για αλλαγή πολιτεύματος στην κατεύθυνση του αμερικάνικου πολιτικού μοντέλου προεδρικού τύπου, λέγοντας ότι «το τούρκικο Σύνταγμα δεν απαντάει πια στις ανάγκες της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας». Ζητούσε απ’ τους ψηφοφόρους να του χαρίσουν 400 βουλευτές για να έχει την απόλυτη πλειοψηφία και να πραγματοποιήσει τις αλλαγές που επιθυμούσε. Όμως η Συμμαχία του κουρδικού κινήματος, της αριστεράς, μαζικών φορέων, συνδικαλιστικών οργανώσεων, συνδικάτων κ.λπ. χάλασε το σχέδιο του Ερντογάν καθώς 79 βουλευτές της Συμμαχίας μπήκαν στη Βουλή. Έπειτα απ’ αυτή την εξέλιξη ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι οι διαπραγματεύσεις που γίνονται για το κουρδικό ζήτημα έφτασαν στο τέλος τους και ότι η τρομοκρατία θα συντριφθεί «μέχρι τον τελευταίο ένοπλο». Σε ορισμένες περιοχές ξεκίνησε να εφαρμόζεται ξανά ο στρατιωτικός νόμος, προχώρησαν σε συλλήψεις, αποκλεισμό περιοχών, απαγόρευση κυκλοφορίας κ.α. Μέσα σε δύο μήνες πάνω από 150 αγωνιστές και άοπλος κόσμος, συμπεριλαμβανομένου παιδιών και ηλικιωμένων, δολοφονήθηκαν. Ο αριθμός των συλλήψεων έχει φτάσει σε εκατοντάδες. Δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, πολιτικές οργανώσεις μπήκαν στο στόχαστρο της κυβέρνησης.
Πριν το μακελειό στην Άγκυρα μαζικές δολοφονίες πραγματοποιήθηκαν και στην πόλη Σουρούτς, στο Ντιγιαρμπακίρ και στη Μερσίνη. Η Άγκυρα είναι η συνέχεια όλων αυτών των επιθέσεων και δολοφονιών. Αποδείχτηκε με στοιχεία ότι και η κυβέρνηση και οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν καλά την προετοιμασία για τις δολοφονικές πράξεις. Μάλιστα, οι γονείς του καμικάζι στο Σουρούτς κατήγγειλαν δημόσια ότι παρ’ όλες τις καταγγελίες που είχαν κάνει στην αστυνομία αυτή ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση απ’ τη μια μεριά προσπαθεί να επικρατήσει κλίμα τρομοκρατίας μέσα στο λαό, στους εργάτες, εργαζόμενους και γενικά σε όλες τις δυνάμεις που βρίσκονται στην αντιπολίτευση. Ταυτόχρονα η τεχνητή πόλωση και η προπαγάνδα ότι «η Τουρκία έχει μπει στο στόχο των σκοτεινών δυνάμεων που θέλουν να την αποδυναμώσουν και να εμποδίσουν την οικονομική ανάπτυξη», χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση Ερντογάν, η οποία δεν έχει άλλη δυνατότητα να κρατήσει την εκλογική βάση και την υποστήριξή τους.
Η ουσία της διακυβέρνησης από τον Ερντογάν είναι ένα ζήτημα πέρα απ’ το θρησκευτικό συντηρητισμό. Μία σημαντική μερίδα της αστικής τάξης που βασίζεται στην κλίκα του Ερντογάν διεκδικεί ολόκληρη την πίτα, δηλαδή δεν θέλει να μοιράσει με κανέναν άλλον την κυριαρχία. Ο Ερντογάν με την πολιτική που ακολουθεί συνέτριψε τις κεμαλικές παραδοσιακές δυνάμεις, που όλο και περισσότερο χάνουν το κύρος τους μέσα στο κράτος. Προσπαθεί επίσης να ξεκαθαρίσει το έδαφος για τα τμήματα εκείνα του κεφαλαίου, που έχουν την απόλυτη υποστήριξη απ’ την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα.
Το κύριο πρόβλημα για την επίτευξη αυτών των στόχων από τον Ερντογάν είναι η λαϊκή οργή και το κουρδικό ζήτημα. Οι απαιτήσεις των μαζών και η απαίτηση του κουρδικού λαού για την ισότητα, δεν χωρά μέσα στις επιδιώξεις του. Με λίγα λόγια, ο Ερντογάν δεν επιθυμεί πια μόνο μία κυβέρνηση αλλά θέλει να είναι ο ίδιος και το κόμμα του το ίδιο το κράτος.
Η ατιμωρησία για οποιοδήποτε έγκλημα του κράτους, για τις δολοφονίες και τη διαφθορά προέρχεται από αυτό το σκοπό. Οπότε δεν πρέπει να περιμένει κανείς ότι ο Ερντογάν και η κυβέρνηση θα πιάσουν τους ενόχους και θα τους παραδώσουν στη «δικαιοσύνη». Γιατί πίσω απ’ τα γεγονότα βρίσκονται αυτοί. Χωρίς την ευλογία του καθεστώτος της Άγκυρας ούτε το ISIS, ούτε καμία άλλη δύναμη θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τέτοιες επιθέσεις. Το ένα τρίτο των πολεμιστών του ISIS προέρχεται απ’ την Τουρκία και απ’ τη βάση των δυνάμεων που στηρίζουν τον Ερντογάν. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι αρκετές φορές αποδείχθηκε με στοιχεία ότι ο Ερντογάν και η κυβέρνηση εξόπλιζαν το ISIS και πρόσφεραν κάθε δυνατότητα στο Ισλαμικό Κράτος. Ολόκληρες νταλίκες κουβαλούσαν όπλα στο ISIS και σήμερα υπάρχει απαγόρευση στα ΜΜΕ να αναφέρονται σ’ αυτό το θέμα.
Βέβαια το ζήτημα έχει και διεθνή όψη. Οι ιμπεριαλιστές και οι υπηρέτες τους στην ευρύτερη περιοχή έχουν κηρύξει πόλεμο ενάντια στους λαούς. Ταυτόχρονα οξύνονται οι τριβές μεταξύ τους. Η στάση του Ερντογάν και η πολιτική που ακολουθεί ενάντια στους λαούς και τις γειτονικές χώρες δεν είναι καθόλου τυχαία. Η επέμβαση της Ρωσίας στη Συρία και η αντοχή του Άσαντ δημιουργεί πρόβλημα στην Αμερική και το ΝΑΤΟ, ενώ ταυτόχρονα ανησυχεί πολύ την Τουρκία. Η αντίδραση της Τουρκίας απέναντι στη Ρωσία είναι μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Οι κατακτήσεις των Κούρδων στην περιοχή και η ενίσχυση της αντιπολίτευσης ενάντια στο καθεστώς της Τουρκίας μπορεί να αλλάξουν τα δεδομένα.
Οι επιθέσεις και η τρομοκρατία δεν θα μπορέσουν να εμποδίσουν τον δίκαιο αγώνα των λαών, εργατών και εργαζομένων της Τουρκίας και του Κουρδιστάν. Οι διαδηλώσεις και οι αντιδράσεις έπειτα από τις εκρήξεις έδειξαν ότι τα προβλήματα οξύνονται και οι αντιδράσεις μεγαλώνουν. Μάλιστα, το κίνημα εργατών και εργαζομένων αποδεικνύει ότι είναι ικανό να παίξει καθοριστικό ρόλο. Δεν είναι λίγες οι πιθανότητες να προχωρήσει η κυβέρνηση τις επόμενες μέρες σε ακόμη μεγαλύτερη τρομοκρατία για να μην διεξαχθούν οι εκλογές. Όλη η προσπάθεια της είναι να αλλάξει τη συγκυρία και να ωφεληθεί απ’ αυτό.
* ανταποκριτής της τουρκικής αριστερής εφημερίδας Εβρενσέλ